Διδώ
Σωτηρίου «Όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη» (ερωτήσεις σχολικού)
Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ.
Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα» είναι ο Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ,
ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική
του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει την περιπέτεια του μικρασιατικού
ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος και
αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή στη Σμύρνη το 1910.
Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία, απογαλακτίζεται από την
οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.
«Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν
πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια
τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα
δεν ήξερα και κανένας δε μ’ ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο
δεντρί.
Ακούμπησα σ’ ένα χάνι το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα
που μου ‘δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν’ ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ’
έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που
φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως
κοντό για τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα,
άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι μου και κάθε τόσο
έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες
ματιές ολούθε ν’ αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα
όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με
μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα
βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα
μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις
καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια
που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που
μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι;
κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι
έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις
μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια,
εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες που
συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα,
η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το
μπάρκο· έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε
το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε,
δε σ’ αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω
την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου
διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά μας. Όμως
από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη
από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι
του, ένα μακρύ ίσαμ’ ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά
λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».
Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με
τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το
πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα
μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν’ ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της
πολιτείας, ν’ ακούσω την καρδιά της. [...]
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι
οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά
μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ»,
«Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα
τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια
για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα
θα ‘πρεπε να ‘ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα
στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να
βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα,
όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη
Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε
της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο,
παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το ‘χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός
έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
Εκειδά πλάι στον περίβολο της
Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ
μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε. Μα ο πατέρας μου
τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον
υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια.».
Μόλις άκουσα την καμπάνα της
Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα
να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε
κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή
χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια
κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού», και χαιρόμουνα που σπαταλούσα
τα λίγα τεσσαράκια που μου ‘βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ’ τον πατέρα.
Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι
είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη
θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.
Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην
άψα της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη
σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα
πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας
και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα.
Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το
ντάμι· εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες, τα γαϊδούρια και τις
βοϊδάμαξές τους. Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον
ώμο τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι. Ο Χατζησταυρής μ’ ολοστρόγγυλη
κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα, μάγουλα ξεφώνιζε τις
οκάδες. Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και
τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με
βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα του κι οι τρόποι του δείχνανε πως
είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός. Και τόντις, όπως έμαθα αργότερα,
παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν’ αρπάζει την περίσταση και
συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω
σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του ‘δωκα και το
συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία του χωριού μας. Αυτό το γράμμα
πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τα’ άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε
με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
- Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με
βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε
δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή.
Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το ‘στριβα, τόσο
ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική
λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της
Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα
φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους
για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλες
ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε.
Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές,
τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και
μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και
θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους,
τσεμπλεμπούδες, παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια, μα και γλασσάδες και ζαχαρωτά
και γλειφιτζούρια.
Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις
πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί. Δε μου ‘κανε καρδιά
να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως
γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ,
στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. «Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι
πολύ όμορφη!»
Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να
τρώω ξύλο...»
Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Κέδρος
* σκιάχτηκα: φοβήθηκα * χάνι: πανδοχείο
* ζεμπίλι: σάκος * αντρέσα: διεύθυνση * ντρίλινο: από φτηνό βαμβακερό ύφασμα *
φράγκικο: γαλλικό * κανάρες: μακριά πόδια (κανιά) * σουλούπι: εμφάνιση *
ολούθε: παντού * τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ * σαματάς: θόρυβος * ένιφταν:
έπλεναν * ανεσημιά: ανάσα * τραβέρσες: στηρίγματα * μπάρκο: φόρτωση του
εμπορεύματος στα πλοία * Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλαστικά
διηγήματα * παιχνιδιάτορας: οργανοπαίκτης * σάζι: κρουστό μουσικό όργανο *
σκαρπίνια: παπούτσια * σιγοντάριζε: ενθάρρυνε * αεροκοπανιτζής: αργόσχολος *
ρεσπέρηδες: αγρότες * τσαρσί: αγορά * τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά
ποτά * «μπουζγκιμπί, κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί * στιμέρνει: εκτιμά,
υπολογίζει * σουλάτσο: περίπατος * κυρ φατόρο: το αφεντικό * άψα: ένταση *
ντάμι: ζυγαριά * αραμπάδες: κάρα * μανέλα: μοχλός * καντάρι: ζυγαριά * οκά:
μονάδα βάρους * σβελτάδα: γρηγοράδα * παραγιός: βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης *
τόντις: πραγματικά * δημογεροντία: αιρετοί άρχοντες της ελληνικής κοινότητας *
μπεζεστένια: στεγασμένες αγορές * προβέγγερα και «γιαβάν σουπέδες»: εσπερινές
κοινωνικές συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία * ξεντεκολτεδιασμένες: με αποκαλυπτικά
ντεκολτέ * τσεμπλεμπούδες: στραγάλια * λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα *
γλασσάδες: παγωτά * φαμελιές: οικογένειες * λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό
Ερωτήσεις
1. Ποιες
είναι οι πρώτες εντυπώσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή μόλις φτάνει στην
προκυμαία της Σμύρνης;
Ο νεαρός ήρωας όταν βρέθηκε για πρώτη
φορά μόνος του στη Σμύρνη, ένιωσε έντονο φόβο, καθώς οι άνθρωποι γύρω του τού
φαίνονταν διαφορετικοί και του ήταν όλοι άγνωστοι. Ήταν, άρα, φυσικό για ένα
νέο παιδί να αισθάνεται ανησυχία και φόβο σε μια άγνωστη για εκείνο πόλη που
δεν ήξερε κανέναν και δεν τον ήξερε κανείς, ώστε να βρεθεί ένας άνθρωπος να τον
υποδεχτεί και να του γνωρίσει την πόλη. Ένιωθε, έτσι, όπως χαρακτηριστικά
σχολιάζει σαν ένα ξεριζωμένο δέντρο.
Τα συναισθήματά του αυτά, όμως, άλλαξαν
τελείως μόλις βρέθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης, μιας και το θέαμα ήταν τόσο
εντυπωσιακό ώστε ξέχασε όλες του τις ανησυχίες, όπως και τη δειλία του. Η
ομορφιά της πόλης και της θάλασσας, η ευδιαθεσία των ανθρώπων, καθώς και
γενικότερα το πλήθος των εντυπώσεων λειτούργησαν καθησυχαστικά για την
ταραγμένη ψυχή του. Ο νεαρός ήρωας δεν ήξερε τι να πρωτοδεί σ’ αυτή την υπέροχη
πόλη και τι να πρωτοθαυμάσει. Από τη μία ήταν η θάλασσα με τα βαπόρια της κι η
πόλη με τα μαρμαρένια σπίτια, τις καρότσες και τα ιππήλατα τραμ κι από την άλλη
ήταν το χαρωπό πλήθος του κόσμου που κυκλοφορούσε ξέγνοιαστο και πηγαινοερχόταν
σε λέσχες και καφενεία σαν να ζούσε σε κάποιο πανηγύρι κι όχι μια καθημερινή
μέρα δουλειάς.
Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί πως τα συναισθήματα
του νεαρού ήρωα επηρεάζονταν κι από το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα φορούσε
τελείως διαφορετικά ρούχα απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που
φορούσε παπούτσια, και το παντελόνι του ήταν κάπως κοντό για τα μακριά του
πόδια και το ένιωθε να τον κόβει. Περπατούσε, έτσι, άτσαλα και με δειλία,
έχοντας, εντούτοις, ένα περίεργο συναίσθημα περηφάνειας για τη νέα του
εμφάνιση, γι’ αυτό και κοιτούσε γύρω του, όχι μόνο για να διαπιστώσει που
βρίσκεται, αλλά και για να δει αν τον προσέχουν οι περαστικοί.
2. Ποιες
μνήμες ξυπνούν στο μυαλό του αφηγητή καθώς αντικρίζει τη μεγάλη πολιτεία;
Ο αφηγητής καθώς κοιτάζει το χώρο του
λιμανιού, όπου πραγματοποιούταν καθημερινά το εμπόριο και μέσω αυτού εισέρεε
στην πόλη το χρυσάφι των κερδών, φέρνει συνειρμικά στη σκέψη του την ερώτηση
που του είχε κάνει κάποτε ο δάσκαλος για το χρυσόμαλλο δέρας και θυμάται πως
δεν του είχε δώσει μια πλήρη απάντηση, όπως θα την ήθελε ο δάσκαλος. Τώρα,
όμως, αισθάνεται πως καταλαβαίνει καλύτερα το νόημα της ερώτησης και βλέπει να
ζωντανεύουν μπρος στα μάτια του όλες εκείνες οι ιστορίες που τους είχε διηγηθεί
ο δάσκαλος∙ τις βλέπει μπροστά του καθαρές και στρωτές, σαν να έχουν αντληθεί
απευθείας από τη Χρηστομάθεια.
Θυμάται, όμως, εξίσου έντονα και τις
ιστορίες που άκουγε για τη Σμύρνη από τον οργανοπαίχτη το Χρήστο, που τις έλεγε
στα πανηγύρια παίζοντας ένα μεγάλο κρουστό μουσικό όργανο, και γεννούσε στην
ψυχή των παιδιών τη λαχτάρα να γνωρίσουν κι εκείνα την εκπληκτική αυτή
πολιτεία. Ενώ, παράλληλα, ξυπνά μέσα του μια ακόμη παιδική μνήμη∙ θυμάται πως
όταν ήταν μικρός και πήγαινε με τη μητέρα του στην εκκλησία φοβόταν να βλέπει
στον τρούλο ζωγραφισμένο το πελώριο μάτι του Θεού, μα νιώθει πλέον πως θα ήθελε
να γίνει κι ο ίδιος ένα τέτοιο μάτι, ώστε να δει όλα τα υπέροχα μέρη της πόλης
σε μια μόλις μέρα∙ θέλει να γίνει κι ένα πελώριο αυτή, για ν’ ακουμπήσει πάνω
στο στήθος αυτής της πολιτείας και να ακούσει την καρδιά της∙ να νιώσει το δικό
της ρυθμό και να τη γνωρίσει όσο καλύτερα γίνεται.
Λίγο αργότερα, πάντως, καθώς φτάνει στην
εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και βρίσκει εκεί κοντά την Ευαγγελική Σχολή, φέρνει
στη μνήμη του και κάτι που τον στενοχωρεί, θυμάται πως όταν ήταν μικρός
ονειρευόταν να φοιτήσει εκεί και είχε μάλιστα και την υποστήριξη του δασκάλου
του, αλλά ο πατέρας του είχε αποτρέψει τον δάσκαλο, λέγοντας πως δεν θέλει να
κάνει το γιο του αργόσχολο, αφού ως αγροτική οικογένεια είχαν ανάγκη από
εργατικά χέρια.
3. Από
ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρνης; Ποια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την
κοινωνική ζωή της πόλης;
Η Σμύρνη είναι μια μεγάλη
πολυπολιτισμική πόλη με ανθρώπους διαφόρων φυλών και εθνοτήτων, όπως πολύ
γρήγορα διαπιστώνει ο αφηγητής. Πέρα από τους Έλληνες, υπήρχαν Τούρκοι,
Εβραίοι, Λεβαντίνοι (δηλ. Ευρωπαίοι) και Αρμένιοι. Κοινό χαρακτηριστικό,
πάντως, όλων ήταν ότι μιλούσαν ελληνικά, μιας και το ελληνικό στοιχείο ήταν
κυρίαρχο στην πόλη. Υπήρχαν, βέβαια, στο Φραγκομαχαλά, δηλαδή στην ευρωπαϊκή
συνοικία της πόλης πολλά καταστήματα με ξενικά ονόματα, που δεν μπορούσε ο
αφηγητής να τα καταλάβει, και τα οποία αποτελούσαν ένδειξη πως κάθε εθνότητα
προσπαθούσε να τονίσει με κάποιο τρόπο τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Στα
καταστήματα αυτά μπορούσε κανείς να βρει οτιδήποτε ήθελε, κι αυτό δημιουργεί
στον αφηγητή την αίσθηση πως σ’ αυτή την πόλη τα παιδιά θα πρέπει να
ευτυχισμένα και οι γυναίκες παραχαϊδεμένες, αφού έχουν στη διάθεσή τους τόσα
υλικά αγαθά.
Ο αφηγητής διαπιστώνει από την πρώτη
στιγμή το ιδιαίτερο κλίμα ευθυμίας που επικρατεί στη Σμύρνη, έστω κι αν
πρόκειται για μια απλή καθημερινή μέρα, κι όχι για κάποια γιορτή, πράγμα που
του προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Σύντομα, μάλιστα, θα αρχίσει να διαπιστώνει
πως η κοινωνική ζωή στη Σμύρνη είναι τελείως διαφορετική απ’ όσα είχε γνωρίσει
ποτέ στο χωριό του. Την προσοχή του θα τραβήξει περισσότερο η εμφάνιση των
γυναικών, που κυκλοφορούν στην πόλη όμορφα στολισμένες, και κυρίως το γεγονός
ότι οι κοπέλες έχουν φορέματα με αποκαλυπτικά ντεκολτέ, διασκεδάζουν με προφανή
άνεση και ελευθερία, φλερτάρουν και γελούν, απολαμβάνοντας μια σχεδόν ισότιμη
θέση με αυτή των ανδρών.
Το κλίμα διασκέδασης και ευδιαθεσίας
είναι εμφανές όχι μόνο στα κεντρικά σημεία της πόλης, όπου έβλεπε κανείς ανθρώπους
να κυκλοφορούν συνεχώς κι άκουγες μουσική και τραγούδια από τα καφενεία. Ακόμη
και τα σπίτια της πόλης, μέχρι και στις πιο απόμακρες συνοικίες, ήταν ανοιχτά
και γεμάτα με παρέες. Σε όλες τις πόρτες έβλεπες να κάθονται οικογένειες και να
συζητούν εύθυμα.
Ο κόσμος, ωστόσο, που διασκέδαζε στην
πόλη και στο λιμάνι ήταν η μία πτυχή της ζωής στη Σμύρνη, αφού την ίδια στιγμή
υπήρχαν κι εκείνοι που εργάζονταν σκληρά, όπως συνέβαινε στο μαγαζί του του κυρ
Μιχαλάκη Χατζησταυρή, όπου οι εργάτες ξεφόρτωναν το εμπόρευμα κι εκείνος το
ζύγιζε και το έλεγχε. Σ’ αυτό το περιβάλλον της συνεχούς και σκληρής εργασίας
θα έμπαινε από το επόμενο κιόλας πρωί ο νεαρός ήρωας.
4. O
αφηγητής έζησε στο χωριό του δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, αλλά στη
Σμύρνη νιώθει ευτυχισμένος. Βρείτε
χωρία στο κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση.
«Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο
σουλούπι μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι
έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε ν’ αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με
προσέχουν οι περαστικοί.»
Ο δεκαεξάχρονος ήρωας της ιστορίας, Μανόλης
Αξιώτης, έχει ζήσει μέχρι τώρα στο χωριό του μια σκληρή και φτωχική ζωή, υπό τη
συνεχή καταπίεση του πατέρα του. Έτσι, η επαφή του με τη Σμύρνη του προσφέρει
πρωτόγνωρα συναισθήματα ελευθερίας και ευτυχίας. Ήδη από την πρώτη στιγμή
δηλώνει πως είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που φοράει παπούτσια και αισθάνεται
περίεργα γι’ αυτό, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα παπούτσια του τον στενεύουν
και το παντελόνι του τού είναι κοντό, εκείνο νιώθει περήφανος για τη νέα του
εμφάνιση και θέλει να διαπιστώσει αν οι περαστικοί τον προσέχουν.
«Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα,
ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε
και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ.»
Τα αρχικά συναισθήματα ανησυχίας και
φόβου που του προκαλεί το γεγονός ότι βρίσκεται μόνος σε μια άγνωστη για εκείνον
πόλη, όπου δεν υπάρχει κανείς που να τον γνωρίζει, περνούν αμέσως μόλις βγαίνει
στην προκυμαία της Σμύρνης και αντικρύζει την ομορφιά της πόλης και το πλήθος
του κόσμου. Ο νεαρός ήρωας δεν ξέρει πια τι να πρωτοδεί και τι να πρωτοχαρεί
από αυτή την πολύβουη πόλη.
«Μόλις άκουσα την καμπάνα της
Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα
να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε
κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή
χαρά.»
Ο νεαρός ήρωας έχει ακόμη το αίσθημα
του άγχους που τον διακατείχε στο χωριό του πως δεν πρέπει να περνά ούτε στιγμή
άεργος, μα μόλις συνειδητοποιεί πως εκεί στη Σμύρνη δεν έχει να δώσει λόγο σε
κανέναν και πως είναι για πρώτη φορά στη ζωή του αυτεξούσιος και ελεύθερος να
κάνει ό,τι θέλει, αισθάνεται τρελή χαρά. Εκεί δεν υπήρχε ο πατέρας του να τον
ελέγχει και να του αναθέτει δουλειές∙ εκεί ήταν μόνος του και μπορούσε να
αποφασίσει ο ίδιος για το πώς θα περάσει το χρόνο του.
«Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά∙ αν
είχα μουστάκι θα το ‘στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα
μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.»
Μόλις ο Μανόλης διασφαλίζει τη θέση
εργασίας στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη, νιώθει να πετάει από τη χαρά του, διότι
έχει για πρώτη φορά μια δουλειά μακριά από το σπίτι του, που θα του αποδίδει
χρήματα και θα του επιτρέπει να ορίζει ο ίδιος τη ζωή του∙ αισθάνεται έτσι
άντρας και σκέφτεται πως αν είχε μουστάκι θα το έστριβε.
Η σκέψη πως θα ξεκινούσε δουλειά το
επόμενο κιόλας πρωί, τον κάνει να αισθάνεται πως το υπόλοιπο της μέρας που
απέμενε αποτελούσε την πρώτη και μοναδική απολύτως ελεύθερη και ξέγνοιαστη μέρα
της ζωής του. Αφού δεν χρειαζόταν να πάει για δουλειά μέχρι αύριο το πρωί κι
εφόσον δεν ήταν κανείς εκεί να τον ελέγχει, ήταν για πρώτη φορά τελείως
ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε ο ίδιος.
«Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και
μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν
έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. «Είσαι όμορφη,
το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!»
Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να
τρώω ξύλο...»
Ο αφηγητής αισθάνεται τόσο άνετα και
τόσο ελεύθερος στη Σμύρνη∙ αισθάνεται πως του αρέσει κάθε σημείο αυτής της πόλης,
ώστε νιώθει σαν να γεννήθηκε και να έζησε εκεί ολόκληρη τη ζωή του. Όταν,
μάλιστα, πέφτει να κοιμηθεί, στριφογυρίζει στον ύπνο του και μιλούσε στη Σμύρνη
σαν να ήταν ερωτευμένος, λέγοντάς της πως είναι πολύ όμορφη. Ο νεαρός ήρωας
βιώνει ένα έντονο συναίσθημα αγάπης γι’ αυτή την πόλη, αφού είναι εκείνη που
του προσφέρει αυτή την έξοχη αίσθηση ελευθερίας. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει
ο ίδιος, ένιωθε πως εκεί στη Σμύρνη ήταν ελεύθερος να κάνει όσα όνειρα ήθελε,
χωρίς να τρώει ξύλο από κανέναν.
Ο Μανόλης θα έχει εκεί στη Σμύρνη μια
δουλειά που θα του προσφέρει τα αναγκαία χρήματα για να ζει μόνος του και να
κάνει με απόλυτη ελευθερία τις επιλογές του, αφού δεν θα ήταν εκεί οι γονείς
του, και ιδίως ο πατέρας του, για να ελέγχουν και να καθοδηγούν της αποφάσεις
του. Ένιωθε και ήταν ελεύθερος και γι’ αυτό ευτυχισμένος.