Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκθεση Γ΄ Λυκείου Θεωρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκθεση Γ΄ Λυκείου Θεωρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Ο τίτλος του μη λογοτεχνικού κειμένου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Plasteed

 
Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Ο τίτλος του μη λογοτεχνικού κειμένου
 
Η λειτουργία του τίτλου
α) Μέσω του τίτλου ο γράφων ενημερώνει για το περιεχόμενο του κειμένου του με επιγραμματικό και σαφή τρόπο. Η λειτουργία αυτή είναι κυρίως εμφανής στα αμιγώς επιστημονικά κείμενα, στα οποία αποφεύγονται οι υπαινικτικές / μεταφορικές χρήσεις του λόγου και προτιμάται η κυριολεκτική και σαφής διατύπωση.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Η μορφολογία της ομηρικής διαλέκτου» του L. R. Palmer, ενημερώνει με ξεκάθαρο τρόπο τον αναγνώστη σχετικά με το περιεχόμενο του κειμένου.
β) Άλλοτε, ωστόσο, ο γράφων επιλέγει τον προϊδεασμό του αναγνώστη μέσω ενός τίτλου που δεν φανερώνει πλήρως -ή έστω επαρκώς- το περιεχόμενο του κειμένου. Η διαδικασία του προϊδεασμού επιλέγεται κυρίως σε δοκίμια ή άρθρα, όταν ο γράφων επιδιώκει να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον θέσει σε μια κατάσταση απορίας σχετικά με το υπό διερεύνηση θέμα.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Φιλοπαίγμονες ν ο παικτος» του Παύλου Σούρλα, δεν φανερώνει το περιεχόμενο του κειμένου, προετοιμάζει, ωστόσο, τον αναγνώστη για τη διερεύνηση ενός θέματος που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η φράση αυτή (μτφρ: έχουν περιπαικτική διάθεση απέναντι σε ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας) -που αποτελεί παραλλαγή μιας φράσης του Ιωάννη του Χρυσοστόμου- εντοπίζεται σχεδόν όμοια μέσα στο κείμενο (Μια παραδοξολογία που κάνει τη σύγχρονη ακαδημαϊκή μόδα να εμφανίζεται ως φιλοπαιγμοσύνη ­ αλλά εν ου παικτοίς).
Το κείμενο του Παύλου Σουρλά αναφέρεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο απρόσμενο γεγονός πως υπάρχουν άνθρωποι που τηρούν αρνητική στάση απέναντί τους. Ως εκ τούτου ο τίτλος που έχει επιλεχθεί δεν φανερώνει το ίδιο το θέμα, αποκαλύπτει εντούτοις τη θέση του γράφοντος απέναντι σε εκείνους που τείνουν να αμφισβητούν την αξία του. Προϊδεάζει, έτσι, τον αναγνώστη πως το θέμα του κειμένου είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεν αποκαλύπτει όμως ποιο είναι αυτό το θέμα.
γ)  Συχνή είναι η αξιοποίηση του τίτλου ως μέσου προσέλκυσης του ενδιαφέροντος και της προσοχής του αναγνώστη, ιδίως σε άρθρα εφημερίδων και ιστοσελίδων, καθώς ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να προκύψει αυξημένος αριθμός αναγνωστών. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον χώρο του διαδικτύου, όπου υπάρχει πλήθος άρθρων και λοιπών κειμένων, η προσέλκυση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος είναι ιδιαίτερα σημαντική, εφόσον χάρη σε αυτή μπορεί να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα μιας ιστοσελίδας. Προκύπτει, έτσι, η ανάγκη για τη διαμόρφωση τίτλων που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γεγονός που οδηγεί τους γράφοντες σε ιδιαίτερα ευρηματικές γλωσσικές ή εκφραστικές επιλογές (αξιοποίηση λογοπαιγνίων, υπαινιγμών, μεταφορικής χρήσης του λόγου, ελλειπτικού λόγου, απρόσμενων διατυπώσεων, καθώς και ευφυολογημάτων).
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ και με ποιους» της Λίνας Γιάνναρου, προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, εφόσον υπαινίσσεται κάποιου είδους έκθεση της προσωπικής ζωής του ατόμου και λειτουργεί ως σήμα κινδύνου για την ιδιωτικότητά του. Το θέμα του κειμένου σχετίζεται με τη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο και κατ’ επέκταση τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας, και αποτελεί ένα εξαιρετικά επίκαιρο ζήτημα για τους ανθρώπους των ημερών μας. Ο τίτλος δεν αποκαλύπτει ευθέως τη διασύνδεση με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά ο αναγνώστης που έχει επίγνωση του σχετικού προβλήματος μπορεί να αντιληφθεί τη συσχέτιση που υπονοείται.
 
Επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα του τίτλου
Ανάλογα με το είδος του κειμένου (επιστημονικό, ψυχαγωγικό, ενημερωτικό, άρθρο επικαιρότητας κ.λπ.) και τους αποδέκτες του (ευρύ κοινό, διαδικτυακό κοινό, επιστημονικό κοινό κ.λπ.), ανάλογα, δηλαδή, με την περίσταση επικοινωνίας, ο γράφων καλείται να προσδώσει και συγκεκριμένες ποιότητες στον τίτλο του, ώστε αυτός να θεωρηθεί επικοινωνιακά αποτελεσματικός. Ένας τίτλος, για παράδειγμα, διαδικτυακού άρθρου που είναι κοινότοπος και δεν προσελκύει το ενδιαφέρον των αναγνωστών, δεν θεωρείται αποτελεσματικός. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορούμε να διατυπώσουμε ειδικότερα κριτήρια αποτελεσματικότητας ανάλογα με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση, καθώς άλλοτε εκείνο που προέχει είναι η σαφής δήλωση του περιεχομένου (επιστημονικό κείμενο)και άλλοτε η πρωτοτυπία και η ευρηματικότητα του τίτλου (κυρίως διαδικτυακά άρθρα).
 
α) Επιστημονικά κείμενα
Στα επιστημονικά κείμενα ό,τι αναμένεται από τον τίτλο είναι:
- η σαφής δήλωση του περιεχομένου
- η αξιοποίηση ουδέτερου ή επίσημου ύφους
- η άρτια χρήση του λόγου
- η αποφυγή παραπλανητικών τεχνασμάτων (όπως αυτά συναντώνται σε διαδικτυακά κείμενα, στα οποία κυριαρχεί η επιδίωξη της προσέλκυσης του ενδιαφέροντος)
- η αναφορική χρήση του λόγου.
Σκοπός του τίτλου αυτών των κειμένων, άλλωστε, είναι η κατατοπιστική ενημέρωση του αποδέκτη σχετικά με το περιεχόμενο του κειμένου.
 
β) Στοχαστικά δοκίμια
Στα στοχαστικά δοκίμια ο γράφων έχει το περιθώριο να διαμορφώσει έναν πιο νοηματικά απαιτητικό ή και αμφίσημο τίτλο, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη σχετικά με τις αναγνωστικές απαιτήσεις του κειμένου. Το δοκίμιο, άλλωστε, ενός πνευματικού ανθρώπου δεν αναμένεται να περιέχει μια εκλαϊκευτική προσέγγιση του θέματος, αλλά μια πιο ουσιαστική -και συχνά αναγνωστικά απαιτητική- παρουσίαση και προσέγγιση.
Υπ’ αυτή την έννοια ο τίτλος ενός τέτοιου κειμένου ενδέχεται να χαρακτηρίζεται από:
- χρήση μεταφορικού ή υπαινικτικού λόγου
- μερική συσχέτιση με το περιεχόμενο του κειμένου
- αξιοποίηση μη συνηθισμένων εκφραστικών επιλογών
- αινιγματικές ή και διλημματικές διατυπώσεις
- αξιοποίηση κατάλληλου ύφους.
Σκοπός του τίτλου αυτού, άλλωστε, είναι να φανερώσει περισσότερο τη στοχαστική / φιλοσοφική διάθεση του γράφοντος παρά να ενημερώσει για το περιεχόμενο του κειμένου. Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Η μέθοδος του “άρα”» του Οδυσσέα Ελύτη, προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, εφόσον δημιουργεί προβληματισμό σχετικά με τη «μέθοδο» αυτή, χωρίς, ωστόσο, να αποκαλύπτει το περιεχόμενο του κειμένου, το οποίο σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες του ποιητικού λόγου. Αντιστοίχως, ο τίτλος «Πάντα πλήρη θεών» του Γιώργου Σεφέρη, αν και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να καταλάβει ή έστω να εικάσει το περιεχόμενο του κειμένου, δεν παύει να είναι αποτελεσματικός, εφόσον προϊδεάζει πως πρόκειται για ένα απαιτητικό κείμενο και, σαφώς, κεντρίζει το ενδιαφέρον χάρη στο περιεχόμενο της διατύπωσής του.
Εννοείται, βέβαια, πως τα προηγούμενα παραδείγματα δεν αποτελούν το μόνο είδος τίτλων που συναντά κανείς στα στοχαστικά δοκίμια. Είναι εξίσου πιθανό ο τίτλος ενός τέτοιου δοκιμίου να αξιοποιεί την κυριολεκτική χρήση του λόγου και να έχει άμεση συσχέτιση με το περιεχόμενο του κειμένου.
 
γ) Άρθρα γνώμης / επικαιρότητας
Στα άρθρα γνώμης, στα οποία σχολιάζονται πτυχές της επικαιρότητας, ο τίτλος αποσκοπεί συχνά κυρίως στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερος αριθμός αναγνωστών. Καθώς τα άρθρα αυτά δημοσιεύονται στον έντυπο, αλλά και στο διαδικτυακό τύπο και απευθύνονται στο ευρύ κοινό, αποφεύγονται οι διατυπώσεις εκείνες που θα δημιουργήσουν την αίσθηση πως είναι δυσνόητα, επιδιώκεται όμως το κέντρισμα του ενδιαφέροντος. Υπ’ αυτή την έννοια, σε άρθρα αυτού του είδους, ό,τι αναμένεται από τον τίτλο είναι:
- χρήση μεταφορικού ή αναφορικού λόγου, κατά τρόπο, όμως, που να προσελκύει το ενδιαφέρον (χρήση αντιθέσεων, αξιοποίηση σχημάτων λόγου ή λαϊκών εκφράσεων, αξιοποίηση ευφυολογημάτων, αξιοποίηση απρόσμενων διατυπώσεων)
- μερική ή επαρκής σύνδεση με το περιεχόμενο του κειμένου
- ύφος αινιγματικό, ειρωνικό, χιουμοριστικό, οικείο ή και επίσημο, ουδέτερο.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Ό,τι ξεφεύγει από τον χάρακα» της Μαρίας Κατσουνάκη, δεν δηλώνει με άμεσο τρόπο πως πρόκειται για ένα κείμενο σχετικά με τις οδυνηρές συνέπειες του «μπούλινγκ», είναι, ωστόσο, επικοινωνιακά αποτελεσματικός, εφόσον προσελκύει το ενδιαφέρον. Πρόκειται, συνάμα, για έναν τίτλο, το νόημα του οποίου γίνεται πληρέστερα κατανοητό μετά την ανάγνωση του κειμένου. Αντιστοίχως, ο τίτλος «Το χρονοντούλαπο των εννοιών» του Πάσχου Μανδραβέλη, κατορθώνει με την πρωτοτυπία της διατύπωσής του να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, έστω κι αν δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενο του κειμένου. Μόνο μετά την ανάγνωση του άρθρου γίνεται αντιληπτό πως ο αρθρογράφος στηλιτεύει την εμμονή ορισμένων πολιτικών να αξιοποιούν συναισθηματικά φορτισμένους όρους του παρελθόντος για να πολώσουν το πολιτικό κλίμα της εποχής, με αποτέλεσμα να ζημιώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσω της συντήρησης ενός παρωχημένου πια διχαστικού λόγου.
Προσέχουμε, άρα, πως σε ό,τι αφορά τα άρθρα γνώμης, η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα του τίτλου εξαρτάται πρωτίστως από τη δυνατότητά τους να προσελκύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και λιγότερο από το κατά πόσο τον διαφωτίζουν για το περιεχόμενο του κειμένου. Η περιέργεια, άλλωστε, που αισθάνεται κάποτε ο αναγνώστης να διαβάσει το κείμενο προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το νόημα του τίτλου, αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής του αποτελεσματικότητας, εφόσον κατορθώνει να τραβήξει και να διατηρήσει την προσοχή του αναγνώστη.
 
δ) Αποδεικτικά δοκίμια και κείμενα ερμηνευτικής & ενημερωτικής δημοσιογραφίας
Σε κείμενα, όπως είναι τα αποδεικτικά δοκίμια ή τα άρθρα της ερμηνευτικής καθώς και αμιγώς ενημερωτικής δημοσιογραφίας, ο τίτλος είναι δηλωτικός του περιεχομένου, εφόσον ό,τι προέχει δεν είναι η πρόκληση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, αλλά η ουσία του υπό εξέταση ζητήματος. Χωρίς, βέβαια, να απουσιάζει πλήρως η διάθεση του γράφοντος για τη διαμόρφωση ενός ευρηματικού και πρωτότυπου τίτλου, συνήθως η έμφαση δίνεται στη συνοπτική απόδοση του κύριου θέματος του κειμένου. Κατ’ αυτό τον τρόπο σε τέτοιου είδους κείμενα η αποτελεσματικότητα του τίτλου κρίνεται κυρίως με βάση το κατά πόσο δηλώνει το περιεχόμενο του κειμένου και κατατοπίζει τον αναγνώστη σχετικά με αυτό που πρόκειται να διαβάσει.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Η αξία του διαλόγου» του Ευάγγελου Παπανούτσου είναι επικοινωνιακά αποτελεσματικός, εφόσον κατατοπίζει με σαφήνεια τον αναγνώστη σχετικά με την έννοια που προσεγγίζει ο γράφων στο κείμενό του. Αντιστοίχως σε ενημερωτικά δημοσιογραφικά άρθρα βασική αξίωση για να θεωρηθεί αποτελεσματικός ο τίτλος είναι η σαφής δήλωση του γεγονότος (πολιτικής εξέλιξης, κοινωνικού συμβάντος κ.λπ.), ώστε ο αναγνώστης να γνωρίζει ήδη από τον τίτλο για ποιο θέμα πρόκειται να ενημερωθεί. Κατά παρόμοιο τρόπο στα άρθρα της ερμηνευτικής δημοσιογραφίας είναι αναγκαία η δήλωση του περιεχομένου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο γράφων έχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση του τίτλου, με τη δυνατότητα να καταφύγει σε πιο υπαινικτικό τρόπο δήλωσης του περιεχομένου.
 
Σύνδεση τίτλου με το περιεχόμενο του κειμένου
Η διερεύνηση της σύνδεσης του τίτλου με το περιεχόμενο του κειμένου συνιστά σε αρκετές περιπτώσεις μια απλή διαδικασία, εφόσον ο τίτλος είναι ξεκάθαρα δηλωτικός του περιεχομένου, κι άλλοτε είναι περισσότερο απαιτητική, καθώς ο τίτλος είτε υπαινίσσεται απλώς το θέμα, είτε αποτελεί μια φράση που έχει επιλεχθεί μέσα από το κείμενο, είτε φαινομενικά μοιάζει να μη συνδέεται με το περιεχόμενο του κειμένου.
Σε κάθε περίπτωση η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου αποκαλύπτει το πώς ο τίτλος συνδέεται με το περιεχόμενό του, εφόσον ο γράφων είτε υπαινίσσεται κάτι, είτε υπονοεί τη δική του οπτική σε σχέση με το θέμα που διερευνά, φροντίζει πάντοτε να υπάρχει κάποιος συνεκτικός δεσμός -άμεσα ή έμμεσα αντιληπτός- ανάμεσα στον τίτλο και το περιεχόμενο του κειμένου του.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Κάνε δική σου, αναγνώστη, την κραυγή» του Χρήστου Γιανναρά, αν και σε πρώτη ανάγνωση δεν δηλώνει το περιεχόμενο του κειμένου, φανερώνει τη σύνδεσή του με το κείμενο, ύστερα από την ανάγνωσή του, καθώς αυτό αναφέρεται στον πρόδηλο επεκτατισμό της Τουρκίας και στην ανάγκη να υπάρξει ουσιαστική αντίδραση σε αυτή την επιθετική τάση από τη μεριά των Ελλήνων. Ο γράφων καλεί ουσιαστικά τους πολίτες να διατρανώσουν τη θέλησή τους να διασφαλιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας σε κάθε τμήμα του ελληνικού τόπου.
Αντιστοίχως, ο τίτλος «Πολύ λίγο, πολύ αργά…» του Παντελή Μπουκάλα, αν και φαινομενικά μοιάζει ασαφής, εφόσον δεν δηλώνει σε τι ακριβώς αναφέρεται, γίνεται σαφέστερος μετά την ανάγνωση του κειμένου, στο οποίο τονίζεται η απροθυμία των ηγετών της ομάδας των 7 ισχυρότερων κρατών (G7) να λάβουν δραστικές αποφάσεις στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής στην Κορνουάλη σχετικά με την αντιμετώπιση τόσο του κλιματικού προβλήματος, όσο και της πανδημίας της COVID-19. Οι αποφάσεις τους, κατά τον γράφοντα, έχουν μικρό εύρος και, συνάμα, δεν έχουν τον επείγοντα χαρακτήρα που θα όφειλε να τις χαρακτηρίζει, γεγονός που επιτρέπει στα καίρια αυτά προβλήματα να γιγαντωθούν.
 
Γλωσσικές και εκφραστικές επιλογές ενός τίτλου
Η ποικιλία των τίτλων είναι σαφώς ευρύτατη, οπότε δεν είναι εφικτή η πλήρης κάλυψη των πιθανών γλωσσικών επιλογών που αξιοποιούνται σε αυτούς. Ορισμένες βασικές παρατηρήσεις, ωστόσο, είναι οι ακόλουθες:
α) Η ανάγκη της όσο γίνεται συνοπτικότερης και δραστικότερης απόδοσης του νοήματος καλύπτεται συχνά με τη διαμόρφωση τίτλων χωρίς ρήμα και τη δήλωση της «ενέργειας» ή της «δράσης» με τη διαδικασία της ονοματοποίησης.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Η λειψή αυστηροποίηση» του Πάσχου Μανδραβέλη χαρακτηρίζεται για τη συντομία του -μόλις τρεις λέξεις-, την απουσία ρήματος, την αξιοποίηση ονοματοποίησης, εφόσον το ουσιαστικό αυστηροποίηση υποδηλώνει την ενέργεια του αντίστοιχου ρήματος (αυστηροποιώ), αλλά και την ύπαρξη σχολίου, καθώς το επίθετο «λειψή» εκφράζει την άποψη του γράφοντος πως η αυστηροποίηση των νόμων που σχετίζονται με υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και αιμομιξίας δεν είναι πλήρης, εφόσον θα έπρεπε να περιλαμβάνει και σχετική αύξηση των ποινών όταν τέτοιου είδους εγκλήματα διαπράττονται από αστυνομικούς.
β) Η επιδίωξη για τη νοηματική διεύρυνση του τίτλου μέσω της ένταξης σε αυτόν ενός σχολίου επιτυγχάνεται συχνά με τη χρήση σχολιαστικών σημείων στίξης, όπως είναι το θαυμαστικό, τα αποσιωπητικά, τα εισαγωγικά, καθώς και το ερωτηματικό, το οποίο συχνά τίθεται μέσα σε εισαγωγικά. Παραλλήλως, βέβαια, πέρα από τη συνήθη σχολιαστική λειτουργία των σημείων στίξης -δήλωση ειρωνείας, θαυμασμού, έκπληξης (!), (;), μεταφορικής ή ειρωνικής χρήσης μιας λέξης («»), δήλωση πως κάτι άλλο υπονοείται ή παραλείπεται (…), εντοπίζονται κι άλλες ευρηματικές χρήσεις τους, που προσδίδουν πρόσθετα νοήματα στον τίτλο.
Στο άρθρο, για παράδειγμα, «Μα φυσικά και (δεν) νοιαζόμαστε» της Μαρίας Κατσουνάκη, το οποίο αναφέρεται στο θέμα των συνθηκών διαβίωσης ηλικιωμένων ανθρώπων σε οίκους ευγηρίας και μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, ο τίτλος αποκτά διττό νόημα χάρη στην ένταξη της άρνησης δεν μέσα σε παρένθεση. Η αρθρογράφος αξιοποιεί ειρωνικά τον τίτλο μιας κινηματογραφικής ταινίας με αντίστοιχο θέμα (Μα φυσικά και νοιάζομαι), φανερώνοντας την αδιαφορία που κυρίως χαρακτηρίζει τους ανθρώπους σχετικά με τους ηλικιωμένους. Διατηρεί, ωστόσο, την άρνηση μέσα σε παρένθεση, καθώς η αδιαφορία αυτή σαφώς και δεν χαρακτηρίζει όλους τους πολίτες.
γ) Όταν ο συντάκτης του κειμένου επιλέγει να αξιοποιήσει ρήμα στον τίτλο, τότε είναι σημαντικό να ελεγχθεί -πέρα από το νόημα ή την ενέργεια που σαφώς δηλώνει- η έγκλισή του, καθώς ενδέχεται να υποδηλώνεται μέσω αυτής είτε κάτι το πραγματικό (οριστική) είτε κάποια άλλη εννοιολογική διαβάθμιση μέσω της υποτακτικής (προτροπή, επιθυμητό, απορία, υποχρέωση, πιθανότητα κ.λπ.).
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, δηλώνει μια διαπίστωση που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, και αυτό τονίζεται με την επιλογή της οριστικής έγκλισης του ρήματος. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τίτλο «Τα κοινωνικά δίκτυα θρέφουν τον ναρκισσισμό των χρηστών» του Χρήστου Λιάπη. Στον τίτλο, ωστόσο, «Να αντικρούσουμε την αντίληψη ότι τα κορίτσια αξίζουν λιγότερο», η χρήση της προτρεπτικής υποτακτικής στην πρώτη πρόταση υποδηλώνει έντονη προτροπή και φανερώνει πως πρόθεση του συντάκτη είναι να αποτελέσει το κείμενό του κάλεσμα για πιο συνειδητή αντιμετώπιση από τη μεριά των πολιτών των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών.
Αντιστοίχως, σημαντική είναι και η επιλογή του ρηματικού προσώπου, εφόσον μέσω αυτού δηλώνεται αν το περιεχόμενο του κειμένου αφορά το σύνολο των πολιτών (α΄ πληθυντικό), συγκεκριμένα πρόσωπα ή μέρος του κοινωνικού συνόλου.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Είμαστε όλοι εντός του μέλλοντός μας» του Χρήστου Χωμενίδη περιλαμβάνει μέσω του α΄ πληθυντικού όλους τους πολίτες, ακόμη και τον συντάκτη του κειμένου. Ενώ, ο τίτλος «Αυτό που έζησα στο Θέατρο Κωφών» της Μαρίσσας Δημοπούλου καθιστά εμφανές πως το γενικότερο μήνυμα του κειμένου θα προκύψει μέσα από μια προσωπική εμπειρία της γράφουσας.
δ) Συχνή είναι, επίσης, στους τίτλους η χρήση μεταφορικού λόγου ή άλλων σχημάτων λόγου προκειμένου να αποδίδεται το νόημα με πιο δραστικό και εμφατικό τρόπο, καθώς και για να διασφαλίζεται η νοηματική του διεύρυνση μέσω πιθανών συνυποδηλώσεων.
Ο τίτλος, για παράδειγμα, «Το πολιτικό “τρενάκι του τρόμου”» του Αλέξη Παπαχελά έχει εμφανή της χρήση μεταφορικού λόγου και συνυποδήλωσης μέσω της σύνδεσης των πολιτικών αλλαγών με τα σκαμπανεβάσματα που κάνει ένα «τρενάκι του τρόμου». Μέσω της αξιοποίησης του συνειρμού που προκαλείται στη σκέψη του αναγνώστη ο γράφων περνά πιο δραστικά το μήνυμά του σχετικά με τους κινδύνους που προκύπτουν όταν οι πολίτες παρασύρονται από δημαγωγούς πολιτικούς και κάνουν λανθασμένες επιλογές.
ε) Ο τίτλος ενδέχεται να έχει τη μορφή ερωτήματος -ή διλήμματος-, προκαλώντας, έτσι, εξαρχής τον προβληματισμό του αναγνώστη σχετικά με το υπό εξέταση θέμα και, συνάμα, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του, εφόσον τον καλεί σε μια ενεργητική προσέγγιση του συγκεκριμένου προβλήματος.
στ) Στον τίτλο ενδέχεται να αξιοποιούνται διάφορα μέρη του λόγου (μετοχές, επίθετα, επιρρήματα, επιφωνήματα, ουσιαστικά) προκειμένου να δημιουργηθούν ποικίλες εντυπώσεις ή να εκφραστεί κατάλληλα το ζητούμενο νόημα.
Στον τίτλο, για παράδειγμα, «Βάλε μάσκα, ρε… Τι σου ζητάνε;» της Τασούλας Επτακοίλη, η χρήση του επιφωνήματος «ρε» αποσκοπεί στο να αποδοθεί εμφατικά η αγανάκτηση των πιο ευάλωτων στον ιό πολιτών που έχουν ανάγκη να προφυλαχθούν από την αδιαφορία εκείνων που αισθάνονται πως δεν κινδυνεύουν.
 
Σχολιασμός τίτλου
Ο σχολιασμός ενός τίτλου μπορεί να αφορά διακριτά είτε τη γλωσσική μορφή του, είτε τη σχέση του με το περιεχόμενο του κειμένου, είτε την επικοινωνιακή του αποτελεσματικότητα, είτε το κατά πόσο εμπεριέχει σχόλιο ή όχι.
Γενικότερα, πάντως, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:
- Η έκτασή του: Αν ο τίτλος είναι ευσύνοπτος και επιτυχώς επιγραμματικός ή αν είναι εκτενής. Όπως είναι εύλογο, άλλοτε ο τίτλος ενός κειμένου μπορεί να είναι εξαιρετικά σύντομος (π.χ. Δίχως όρια) και άλλοτε εξαιρετικά εκτενής (π.χ. Live your myth: Η Ελλάδα μέσα από τις αφίσες του ΕΟΤ. Από το χθες στο σήμερα.). Ο γράφων καθορίζει άλλοτε συνειδητά την έκταση του τίτλου του και άλλοτε διότι λόγω του θέματος αδυνατεί να του δώσει πιο συνοπτική ή πιο εκτενή μορφή.
- Η εκφραστική του πρωτοτυπία ή κοινοτοπία: Με βάση τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί οι γράφοντες άλλοτε επιλέγουν να δώσουν έμφαση στην αμιγώς πληροφοριακή διάσταση του τίτλου -συνοπτική απόδοση του περιεχομένου- και άλλοτε επιχειρούν να προσελκύσουν μέσω αυτού το ενδιαφέρον του αναγνώστη, οπότε καταφεύγουν σε ευρηματικούς τρόπους για να διαμορφώσουν πρωτότυπους τίτλους που εκπλήσσουν τον αναγνώστη.
- Η γλωσσική του διατύπωση: Καίριο στοιχείο του τίτλου είναι το πώς λαμβάνει μορφή σε γλωσσικό επίπεδο (π.χ. απουσία ρήματος, ονοματοποίηση, χρήση σημείων στίξης, χρήση λέξεων ή φράσεων συναισθηματικά φορτισμένων, χρήση ιδιωματισμών κ.λπ.), οπότε συχνά ζητείται να ελεγχθούν οι γλωσσικές επιλογές που τον συναποτελούν.
- Η σύνδεσή του με το περιεχόμενο: Ο σχολιασμός του τίτλου -ανάλογα πάντοτε με τα ζητούμενα της σχετικής άσκησης- ενδέχεται να εστιαστεί στο πώς ή στο κατά πόσο συνδέεται με το περιεχόμενο του κειμένου. Η σύνδεση αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι είτε προφανής, είτε απαιτεί προσεκτική ανάγνωση του κειμένου όταν αυτός δεν προδίδει με σαφή τρόπο το θέμα στο οποίο αναφέρεται.
- Κυριολεκτική ή ποιητική χρήση του λόγου: Οι γράφοντες έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν είτε την κυριολεκτική χρήση του λόγου είτε την ποιητική (μεταφορική) για να διαμορφώσουν τον τίτλο του κειμένου τους. Εννοείται, βέβαια, πως χάρη στη μεταφορική χρήση του λόγου ο τίτλος αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εφόσον διευρύνεται νοηματικά μέσω των συνυποδηλώσεων που προκύπτουν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στα χέρια ενός έμπειρου συντάκτη δεν είναι δυνατή η διαμόρφωση ενός εξαιρετικά πρωτότυπου κυριολεκτικού τίτλου.
- Πιθανή ύπαρξη σχολίου στον τίτλο: Πέρα από τους τίτλους που αποδίδουν απλώς το περιεχόμενο του κειμένου, υπάρχουν και οι τίτλοι που εμπεριέχουν κάποιο σχόλιο δηλωτικό της στάσης του γράφοντος απέναντι στο θέμα που διερευνά. Το σχόλιο στο πλαίσιο του τίτλου ενδέχεται να είναι άμεσα εμφανές ή να είναι πιο διακριτικό και να δηλώνεται έμμεσα από τις λέξεις που έχει επιλέξει.
Στον τίτλο, για παράδειγμα, «Η μανία της αποδόμησης» του Αλέξη Παπαχελά σε άρθρο του σχετικά με την εμμονή της αντιπολίτευσης να βρίσκει ελαττώματα και αστοχίες σε κάθε πιθανή επιτυχία της χώρας, η λέξη «μανία» χαρακτηρίζει μεν την ένταση της τάσης αυτής, λειτουργεί, συνάμα, όμως και ως έμμεσο σχόλιο, εφόσον προσδίδει εξαρχής αρνητικό χαρακτήρα στην τάση αυτή. Αντιστοίχως σε άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα, με παρόμοιο θέμα, ο τίτλος: Στη σκιά των «ημιπιτσιρικάδων» εμπεριέχει σχόλιο, το οποίο εντοπίζεται στη λέξη που έχει τεθεί μέσα σε εισαγωγικά. Η τάση ορισμένων πολιτών να προκαλούν εντάσεις για θέματα που σε κάθε άλλη κοινωνία θα επιλύονταν από τους αρμόδιους θεσμικούς φορείς, αποδίδεται εν μέρει στην ανωριμότητά τους, καθώς πρόκειται για ενήλικες ανθρώπους, οι οποίοι ωστόσο έχουν εγκλωβιστεί σε μια προγενέστερη ηλικιακή -και χρονική- περίοδο, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αντιληφθούν την ωρίμανση της κοινωνίας που έχει στο μεταξύ προκύψει.

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Η σημασιολογική λειτουργία των εγκλίσεων

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Η σημασιολογική λειτουργία των εγκλίσεων
 
Με τις εγκλίσεις δηλώνεται πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε κάθε φορά αυτό που σημαίνει το ρήμα.
Τροπικότητες ονομάζονται οι διάφορες σημασιολογικές λειτουργίες που εκφράζονται με τη χρήση των εγκλίσεων και δείχνουν την υποκειμενική στάση του ομιλητή.
 
Οι τροπικότητες είναι δύο ειδών: η επιστημική και η δεοντική.
Επιστημική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της βεβαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής γι’ αυτό που λέει.
Π.χ. Πρέπει να περάσατε πολύ καλά στο ταξίδι.
Δεοντική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της αναγκαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής για την πραγματοποίηση αυτού που λέει.
Π.χ. Είναι ανάγκη να ληφθούν αμέσως μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
 
Οι τροπικότητες εκφράζονται στη νέα ελληνική με ένα μεγάλο αριθμό γλωσσικών (π.χ. συνδυασμοί συνδέσμων, τροπικά ρήματα, εκφράσεις κτλ.) και εξωγλωσσικών (π.χ. ανασήκωμα ώμων, χειρονομίες κτλ.) στοιχείων. Εξετάζονται μαζί με τις εγκλίσεις, γιατί και οι εγκλίσεις –κυρίως οι προσωπικές– εκφράζουν τροπικότητες.
 
Η διάκριση των νοηματικών διαφορών μεταξύ των εγκλίσεων είναι αναγκαία, προκειμένου να μην προκύπτουν παρανοήσεις κατά την ανάγνωση και κατανόηση ενός κειμένου. Είναι, για παράδειγμα, πολύ μεγάλη η νοηματική διαφορά ανάμεσα σε κάτι που παρουσιάζεται ως πραγματική κατάσταση μέσω της οριστικής και σε κάτι που παρουσιάζεται ως ζητούμενο μέσω της υποτακτικής, διότι ενώ το πρώτο έχει ήδη συντελεστεί, το δεύτερο είναι απλώς επιδιωκόμενο, όχι όμως και υλοποιημένο.  
 
Η οριστική έγκλιση
Με την οριστική έγκλιση εκφράζονται:
1. Το πραγματικό και το βέβαιο
2. Δυνατότητα
3. Πιθανότητα
4. Ευχή
5. Παράκληση
 
1- Βεβαιότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή βεβαιότητα γι’ αυτό που λέει. Εκφέρεται με απλή οριστική και συνοδεύεται συχνά από εκφράσεις (επιρρήματα κτλ.) που δηλώνουν βεβαιότητα.
Π.χ. Σίγουρα επέρχεται βελτίωση της οικονομικής κατάστασης.
 
Η οριστική εκφράζει κατά κανόνα μια ενέργεια ή μια κατάσταση πραγματική και βέβαιη, π.χ. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Προσέχουμε, ωστόσο, πως είναι διαφορετικό το να χρησιμοποιείται η οριστική έγκλιση για να δηλωθεί ένα γεγονός ή μια δεδομένη και γνωστή κατάσταση, και διαφορετικό όταν αξιοποιείται για να εκφράσει μια προσωπική άποψη του συντάκτη του κειμένου, καθώς στη δεύτερη περίπτωση, οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε πως ό,τι καταγράφεται αποτελεί κάτι το βέβαιο, κατά τη γνώμη του γράφοντος.
 
Παράδειγμα άσκησης
Στο ακόλουθο χωρίο να εξηγήσετε γιατί ο αρθρογράφος επιλέγει τη χρήση της οριστικής έγκλισης.
Οι νόμοι υπάρχουν και λειτουργούν χάρη στην οντότητα του οργανωμένου κράτους και το κράτος υφίσταται μόνο σε οριοθετημένο χωροταξικό πλαίσιο. Χωρίς το κράτος και τα σύνορά του δεν υπάρχουν δικαιώματα. Υπάρχει μόνο το δίκαιο του ισχυρού και η καλοσύνη των ξένων. Των ξένων με σύνορα.
[Άρης Αλεξανδρής]
 
Ενδεικτική απάντηση: Ο αρθρογράφος επιλέγει να αξιοποιήσει την οριστική έγκλιση προκειμένου να τονίσει πως τα όσα καταγράφει αποτελούν μια πραγματική κατάσταση, η οποία ισχύει ανεξάρτητα από τις απόψεις ή τις επιθυμίες επιμέρους ατόμων. Η ανάγκη οριοθέτησης ενός κράτους με την ύπαρξη και διαφύλαξη συνόρων, συνιστά, σε όλες τις χώρες του κόσμου, απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων κάθε πολίτη.
 
2. – Δυνατότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει. Εκφέρεται με τη μορφή: θα + οριστική.  
Π.χ. Με συστηματική μελέτη θα έχεις καλά αποτελέσματα στις εξετάσεις.
 
3. – Πιθανότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτήν την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα. Εκφέρεται με τη μορφή θα + οριστική
Π.χ. Παρά τις διαφωνίες ορισμένων, το μέτρο αυτό της κυβέρνησης θα περάσει.
 
Προσέχουμε τη λεπτή νοηματική διαφοροποίηση μεταξύ της δυνατότητας και της πιθανότητας.
Ως δυνατό να γίνει παρουσιάζεται κάτι για το οποίο υπάρχουν θεωρητικώς οι προϋποθέσεις να συμβεί (π.χ. οι δυνατότητες ενός ανθρώπου να επιτύχει κάτι), χωρίς αυτό, ωστόσο, να προεξοφλεί δεδομένα την υλοποίησή του.
Η δήλωση της πιθανότητας, από την άλλη, αποτελεί έκφραση περισσότερο βέβαιη, υπό την έννοια πως είτε αποτελεί μια πιο ρεαλιστική αποτίμηση των πραγμάτων, είτε πως αποτελεί κάτι που μοιάζει πια άμεσα υλοποιήσιμο και, άρα, πιο πιθανό.
 
4. – Ευχή (δεοντική τροπικότητα)
Π.χ. Ας τον έβλεπε κι ας ήταν για λίγο.
 
5. – Παράκληση
Π.χ. Δεν προσέχεις λιγάκι τη διατροφή σου.
 
Η υποτακτική έγκλιση
Με την υποτακτική έγκλιση εκφράζονται:
1. Το ζητούμενο
2. Το ενδεχόμενο
3. Το επιθυμητό
4. Προτροπή
5. Παραχώρηση
6. Ευχή
7. Απορία
8. Προσταγή
9. Απαγόρευση
10. Δυνατότητα
11. Πιθανότητα
12. Πρόθεση
13. Υποχρέωση
14. Υπόθεση
 
Για την πληρέστερη κατανόηση της υποτακτικής έγκλισης οφείλουμε να λάβουμε υπόψη πως πρόκειται για ρηματική έκφραση αναφερόμενη στο μέλλον, ανεξάρτητα από τον χρόνο στον οποίο τυπικά ανήκει. Οι φράσεις, για παράδειγμα, «να γράφω», «να γράψω», «να έχω γράψει», παρά το γεγονός ότι τυπικά ανήκουν στον Ενεστώτα, τον Αόριστο και τον Παρακείμενο, νοηματικά αναφέρονται στο μέλλον.
Σε αντίθεση με το παρόν και το παρελθόν, τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί, αποτελούν γεγονότα, το μέλλον δεν έχει πραγματοποιηθεί. Εγγενώς, λοιπόν, οτιδήποτε λέμε για το μέλλον περιέχει τροπικότητα, δηλαδή είτε τις προβλέψεις μας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα, είτε τις προσδοκίες και τις επιθυμίες μας. Ως εκ τούτου οι μελλοντικές εκφράσεις -όπως η υποτακτική έγκλιση- δεν είναι ποτέ τελείως απαλλαγμένες από το τροπικό στοιχείο.
Η υποτακτική χαρακτηρίζεται από τη χρήση των μορίων να, ας, καθώς και από το ότι συνδυάζεται με τους συνδέσμους αν, εάν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, για να, μήπως.
Στις απαγορεύσεις χρησιμοποιείται συνήθως η υποτακτική χωρίς το μόριο να.
Π.χ. (Να) Μην τον ακούς σε ό,τι σου λέει.
Η υποτακτική έχει την άρνηση μη(ν).
 
1. – Ζητούμενο
2. – Ενδεχόμενο
3. – Επιθυμητό (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου. Εκφέρεται συχνά με το ρήμα θέλω + υποτακτική.
Π.χ. Θα ήθελα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου.
 
Προσέχουμε τη νοηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στις τρεις αυτές υποδηλώσεις:
Ζητούμενο ενδέχεται να αποτελεί κάτι που είναι αναγκαίο ή χρήσιμο να συμβεί, χωρίς να αποτελεί κατ’ ανάγκη προσωπική επιθυμία του γράφοντος ή του ατόμου. Ζητούμενο, για παράδειγμα, ενδέχεται να είναι η βελτίωση των σχολικών επιδόσεων ενός μαθητή (έστω κι αν η προσπάθεια που απαιτείται δεν του είναι ευχάριστη ή αρεστή).
Π.χ. στην ακόλουθη φράση του Ισπανού νευροεπιστήμονα Φρανθίσκο Μόρα: «Η ευχαρίστηση είναι ο υπέρτατος μηχανισμός μέσω του οποίου μεταμφιέζεται η διαδικασία της μάθησης και ωθεί το παιδί να πετύχει τους στόχους που του έχει θέσει η φύση, όπως η πείνα το ωθεί να φάει», η υποτακτική αξιοποιείται προκειμένου να δηλωθεί κάτι το οποίο αποτελεί ζητούμενο από την ίδια τη φύση του ατόμου.
 
Αντιστοίχως, στο ακόλουθο απόσπασμα η γράφουσα αξιοποιεί την υποτακτική προκειμένου να δηλώσει με έμφαση το ζητούμενο αποτέλεσμα, ώστε να καμφθεί το φαινόμενο της αμφισβήτησης απέναντι στη λογική και την επιστήμη που λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις στις μέρες μας.
«Όμως η ζωή είναι αδύνατη χωρίς λογικά συστήματα. Το ζήτημα είναι αυτά να βελτιωθούν, όχι να απορριφθούν, να οικοδομηθεί μια ορθολογική, όχι μια στρεβλά εξορθολογισμένη κοινωνία, ώστε να γνωρίζει ο καθένας πότε αμφισβητεί και πότε εμπιστεύεται, πότε ουριοδρομεί προς την Εδέμ και πότε παγιδεύεται στην κόλαση.»
[Τασούλα Καραϊσκάκη]

Ενδεχόμενο
είναι κάτι που ενδέχεται να συμβεί ανεξάρτητα από το αν είναι επιδιωκόμενο, επιθυμητό ή όχι. Σε αντίθεση, δηλαδή, με αυτό που επιδιώκεται ως αναγκαίο ή ως επιθυμητό, το ενδεχόμενο είναι μια εξέλιξη που προκύπτει συχνά έξω από τη βούληση των ατόμων ή των κοινωνιών.

Επιθυμητό είναι κάτι που το άτομο επιθυμεί να συμβεί, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως επιδιώκει κατ’ ανάγκη την πραγματοποίησή του π.χ. Θα ήθελα κάποτε να διασχίσω όλη την Αμερική. 
Το επιθυμητό, επομένως, αποτελεί φανέρωμα μιας επιθυμίας και μπορεί είτε να είναι κάτι το υλοποιήσιμο είτε κάτι το οποίο κινείται πέρα από τις -άμεσες- δυνατότητες -ή και ανάγκες- ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας. 
Π.χ. στην ακόλουθη περίοδο: «Η αδυναμία πολλών νέων να απομακρυνθούν από τη γονεϊκή εστία, να βρουν σπίτι για να ζήσουν, είναι ένα διαπιστωμένο εδώ και καιρό πρόβλημα.», μέσω της υποτακτικής δηλώνεται κάτι το επιθυμητό, έστω κι αν αυτό εμφανίζεται ως μη εφικτό. Οι νέοι επιθυμούν να βρουν δικό τους σπίτι, για να απομακρυνθούν από το σπίτι των γονιών τους, αλλά λόγω διαφόρων δυσκολιών η επιθυμία αυτή μοιάζει δυσεπίτευκτη. 
 
4. – Προτροπή (προτρεπτική υποτακτική)
Η υποτακτική έγκλιση αξιοποιείται, επίσης, για την διατύπωση παραινέσεων, συμβουλών ή και επιτακτικών προτροπών από τη μεριά του γράφοντος. Η χρήση σε αυτή την περίπτωση της υποτακτικής -αντί της προστακτικής- προσδίδει στην έκφραση πιο ήπιο τόνο, ώστε να αποφευχθεί η δυσάρεστη εντύπωση πως ο γράφων αντιμετωπίζει με έντονα κριτική διάθεση τους άλλους ή το αναγνωστικό κοινό.
Στο ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, ο Αλέξης Παπαχελάς αξιοποιεί την προτρεπτική υποτακτική, για να τονίσει πως η θετική υποδοχή από τους Έλληνες του Γιάννη Αντετοκούνμπο, οφείλει να λειτουργήσει ως αφορμή βαθύτερου συλλογισμού σχετικά με το τι σημαίνει η επιτυχία του νέου αυτού για την ίδια τη χώρα μας και, ακόμη περισσότερο, ως αφορμή για μια εθνική αυτοκριτική, ώστε να διαπιστώσουμε αν όντως στέκουμε με ειλικρίνεια απέναντι στην επιτυχία του ή υπό άλλες συνθήκες θα τον αντιμετωπίζαμε διαφορετικά.
«Η Ελλάδα αποθέωσε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Να πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Να αναλογιστούμε τι σημαίνει η δική του ιστορία για τη χώρα μας. Και επίσης να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να δούμε αν οι πανηγυρισμοί μας κρύβουν και ένα στοιχείο υποκρισίας.»

5. – Παραχώρηση
Π.χ. Ας δεχτούμε στην εκδρομή ακόμη έναν.
 
6. – Ευχή (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου ως ευχή. Είναι πιο ισχυρή από την τροπικότητα της επιθυμίας. Εκφέρεται με απλή υποτακτική (και εκφράσεις που δείχνουν πως πρόκειται για ευχή και όχι προσταγή) και με τα ας, να, μακάρι, που + υποτακτική.
Π.χ. Μακάρι να εισακουστούν οι διαμαρτυρίες μας και να υπάρξει μια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης.
 
Προσέχουμε πως η τροπικότητα της ευχής είναι ισχυρότερη από εκείνη της επιθυμίας, διότι η ευχή αξιοποιείται όταν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για την υλοποίηση μιας κατάστασης, ενώ η επιθυμία αναφέρεται ακόμη και σε επιδιώξεις που μπορούν να μετατεθούν, χωρίς επιπτώσεις, στο μέλλον ή και να μην υλοποιηθούν ποτέ.
 
7. – Απορία
Π.χ. Δεν είναι καθόλου καλά τα νέα, πώς να του το πω;
Στο ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, από κείμενο της Τασούλας Καραϊσκάκη η υποτακτική αξιοποιείται για να διατυπωθούν μια σειρά από ερωτήματα που φαινομενικώς προκαλούν απορία στη γράφουσα. Επί της ουσίας, βέβαια, τα ερωτήματα αυτά συνιστούν έμμεσες -λογικές- παροτρύνσεις, οι οποίες παρά την εύλογη αλήθεια τους βρίσκουν σθεναρή αντίσταση από ένα μέρος των πολιτών που αρνείται να εμπιστευτεί την επιστήμη και τη λογική, οδηγούμενο σε εξαιρετικά επιζήμιες επιλογές.
«Γιατί είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς λογικός; Να αφήσει τη λογική να καθοδηγήσει τις αντιλήψεις, τις αποφάσεις, τις πράξεις του; Να δεχθεί ότι η γνώση μας για τον κόσμο στηρίζεται στην επιστήμη –που άλλωστε εμπεριέχει την αμφισβήτηση– και στον ορθό λόγο; Ίσως διότι μας χαρακτηρίζει από καταβολής έθνους ο ανορθολογισμός – δεν κατευθύνονται, ανέκαθεν, όλα από εξωτερικά μυστικά κέντρα και σκοτεινά διευθυντήρια; Ίσως διότι το ανορθολογικό στοιχείο περνά υπόγεια, δεκαετίες τώρα, μέσα στο ορθολογικό και το αλλοιώνει…»

8. – Προσταγή
Π.χ. Να τα πεις όλα.
 
9. – Απαγόρευση
Π.χ. Μην πιστεύεις τον καθένα.  
 
10. – Δυνατότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει. Εκφέρεται ως εξής: μπορεί + υποτακτική, ίσως + υποτακτική.
Π.χ. Φέτος, λόγω της βελτίωσης των συνθηκών, μπορεί να έχουμε μεγάλη προσέλευση τουριστών.
 
11. – Πιθανότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτήν την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα. Εκφέρεται με το πρέπει + υποτακτική.  Π.χ. Ο θείος σου πρέπει να έχει πολλά χρήματα για να τα ξοδεύει τόσο εύκολα.
 
12. – Πρόθεση (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πρόθεση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν πρόθεση (στοχεύω να, σκοπεύω να, προτίθεμαι να, λέω να κτλ.) + υποτακτική.
Π.χ. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου σκοπεύουν να πάνε φέτος εκδρομή στην Ιταλία.
 
13. – Υποχρέωση (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» και με ανάλογες εκφράσεις (είναι ανάγκη, είναι υποχρεωμένος κτλ.) + υποτακτική.
Π.χ. Η δουλειά πλέον του φοιτητή πρέπει να είναι εστιασμένη στις φιλοδοξίες της μελλοντικής καριέρας του.
 
Παράδειγμα άσκησης
Στο ακόλουθο χωρίο γίνεται συστηματική χρήση της υποτακτικής έγκλισης. Να αιτιολογήσετε τη χρήση της και να σχολιάσετε τον αντίκτυπο που έχει στον αποδέκτη του κειμένου.
Ο φοιτητής για να έχει επιτυχία πρέπει να μελετά σκληρά, να επιλέγει μαθήματα και ειδικεύσεις που να τον βοηθούν στην μελλοντική καριέρα που θα ακολουθήσει, να κάνει φιλίες με φοιτητές που δουλεύουν σκληρά, να μην περιμένει το τέλος των σπουδών για να σκεφτεί το επόμενο βήμα, αλλά να κυνηγάει επαφές και διασυνδέσεις από τώρα. Η δουλειά πλέον του φοιτητή πρέπει να είναι εστιασμένη στις φιλοδοξίες της μελλοντικής καριέρας του. Να έχει σωστό προγραμματισμό σε όλα τα επίπεδα της ζωής του, όπως τον οικονομικό προγραμματισμό της φοιτητικής του ζωής, τον τρόπο διασκέδασης, την μελέτη, τις συναντήσεις με άλλους φοιτητές.
[Το ΣΤΡΕΣ των φοιτητών, του Μπουντζή Πέγκου, Διπλωματική Διατριβή, 2013]
 
Ενδεικτική απάντηση: Με τη χρήση της υποτακτικής δηλώνεται αρχικά το ζητούμενο και το επιθυμητό «για να έχει επιτυχία» και ακολούθως, σε συνδυασμό με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» δηλώνεται εμφατικά η έννοια της υποχρέωσης. Καταγράφονται, δηλαδή, όλα όσα οφείλει να κάνει ο φοιτητής προκειμένου να έχει επιτυχία στις επιδιώξεις του. Η καταγραφή, μάλιστα, των ποικίλων υποχρεώσεων του φοιτητή, με τη χρήση κυρίως ασύνδετου σχήματος, φανερώνει με δραστικό τρόπο το πιεστικό πλαίσιο υπό το οποίο οφείλει να δρα και να σκέφτεται ένας φοιτητής. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης, ακόμη κι αν δεν έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο, αντιλαμβάνεται πλήρως πόσο αγχωτική και απαιτητική είναι η περίοδος των σπουδών για κάθε νέο άνθρωπο.
 
14. – Υπόθεση (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται η υπόθεση του ομιλητή γι’ αυτό που λέει. Εκφέρεται με το να + υποτακτική. Η χρήση αυτή της υποτακτικής είναι συνηθέστερη στον προφορικό λόγο.
Π.χ. Να ξέρουν οι άνθρωποι τι χάνουν από τη ζωή στο χωριό, θα φύγουν από τις πόλεις.
 
Συνηθέστερη για τη δήλωση της υπόθεσης με τη χρήση της υποτακτικής είναι η διαμόρφωση υποθετικού λόγου που εκφράζει το προσδοκώμενο ή το επαναλαμβανόμενο: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα ή κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα (προσδοκώμενο), το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου ή σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι ως επαναλαμβανόμενο, τότε το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου και σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική ενεστώτα.
 
Η προστακτική έγκλιση
Με την προστακτική έγκλιση εκφράζονται:
1. Προσταγή
Π.χ. Προχωρήστε αργά και σταθερά προς τα εμπρός.
 
2. Παράκληση
Π.χ. Ελάτε, σας παρακαλώ, στις θέσεις σας.
 
3. Υποχρέωση
Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται, εκτός της υποτακτικής, και με προστακτική.
Π.χ. Καταγράψτε οπωσδήποτε το σύνολο των ζημιών, το αργότερο μέχρι το τέλος της εβδομάδας.

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Πειστικότητα επιχειρήματος

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Σαντορίνη  

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Πειστικότητα επιχειρήματος
 
Η πειστικότητα ενός επιχειρήματος, στο πλαίσιο του νέου τρόπου εξέτασης, δεν προσεγγίζεται με την τυπική εφαρμογή της παλαιότερης θεωρίας σχετικά με την αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Αποτελεί περισσότερο μια άσκηση κριτικού στοχασμού, μέσω της οποίας επιδιώκεται να αναδειχθεί η προσωπική ανταπόκριση του μαθητή-αναγνώστη απέναντι στην επιχειρηματολογία του συγγραφέα. Υπ’ αυτή την έννοια δεν αρκεί η διαπίστωση της ορθότητας ή μη του επιχειρήματος, για να κριθεί η πειστικότητά του. Όπως είναι εύλογο, άλλωστε, μπορούν να διατυπωθούν ορθά επιχειρήματα που να υποστηρίζουν αντίθετες μεταξύ τους απόψεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο αποδέκτης πείθεται κι από τις δύο αντιτιθέμενες απόψεις.
Ο μαθητής λειτουργεί σε μια τέτοια άσκηση ως ενεργός αποδέκτης του κειμένου και αξιολογεί την επιχειρηματολογία του με βάση τις προσωπικές του αντιλήψεις, εμπειρίες, σκέψεις και προσδοκίες, όπως αντίστοιχα λειτουργεί κάθε ενήλικος αναγνώστης απέναντι σ’ ένα κείμενο.
 
Κριτήρια αξιολόγησης της πειστικότητας
- Πέρα από τις βασικές παραμέτρους της αλήθειας -οι προκείμενες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα- και της εγκυρότητας -το συμπέρασμα απορρέει με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες-, ελέγχεται το κατά πόσο ο συγγραφέας βασίζεται σε γενικά αποδεκτές αλήθειες και τεκμήρια ή σε προσωπικές γνώμες.
Τόσο η αξία των τεκμηρίων, πάντως, όσο και η ποιότητα της προσωπικής γνώμης του γράφοντος, κρίνονται από τον αποδέκτη του κειμένου με βάση τις δικές του απόψεις και αντιλήψεις. Προσέχουμε, επομένως, πως η αξιοποίηση τεκμηρίων δεν διασφαλίζει την πειστικότητα ενός επιχειρήματος, όπως και η θεμελίωσή του μόνο σε προσωπικές γνώμες του γράφοντος δεν αναιρεί την πειστικότητά του.
 
- Σημαντική ως προς την πειστικότητα ενός επιχειρήματος είναι η χρήση των γραμματικών χρόνων. Η αξιοποίηση παροντικών ή παρελθοντικών χρόνων καθιστά πειστικότερη την επιχειρηματολογία του γράφοντος, εφόσον κινείται σε χρονικά επίπεδα των οποίων έχει σαφέστερη εποπτεία. Η χρήση, αντιθέτως, μελλοντικών χρόνων τον οδηγεί στο επίπεδο της εικασίας και της υπόθεσης, γεγονός που υπονομεύει την πειστικότητα του επιχειρήματός του. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως κάθε σχετική απόπειρα προβολής στο μέλλον δεν μπορεί να είναι πειστική.
 
- Ελέγχεται, επίσης, η χρήση των εγκλίσεων, καθώς η οριστική απέχει νοηματικά σε μεγάλο βαθμό από την υποτακτική. Είναι, ειδικότερα, εντελώς διαφορετικό το νόημα όταν διατυπώνεται με την οριστική έγκλιση, η οποία δηλώνει κάτι το πραγματικό, που έχει, δηλαδή, συμβεί, απ’ ό,τι όταν διατυπώνεται με την υποτακτική, η οποία δηλώνει κάτι το ενδεχόμενο, πιθανό ή προσδοκώμενο.
 
- Ελέγχεται, συνάμα, το αν ο γράφων επιχειρεί να ενισχύσει την πειστικότητα του επιχειρήματός του βασιζόμενος στην αξιοποίηση της λογικής ή του συναισθήματος, προκειμένου να διαπιστωθεί το κατά πόσο η απόπειρα πειθούς βασίζεται σε αντικειμενικής υφής απόψεις και τεκμήρια ή σε συγκινησιακό λόγο, ο οποίος ενδεχομένως να αξιοποιείται για να αποκρυφθεί η απουσία πιο στέρεας επιχειρηματολογίας.
 
- Το τελικό και βασικότερο κριτήριο, ωστόσο, είναι οι προσωπικές αντιλήψεις, τα βιώματα και οι σκέψεις του μαθητή-αναγνώστη. Πρόκειται, άλλωστε, για μια άσκηση που απευθύνεται πρωτίστως στην προσωπική του κρίση και όχι στην τυπική εφαρμογή κάποιου θεωρητικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, ο μαθητής καλείται να εκφράσει την προσωπική του ανταπόκριση στο κείμενο που διαβάζει και να αξιολογήσει τη σχετική επιχειρηματολογία βασιζόμενος στη δική του θεώρηση της πραγματικότητας.
Έχει, άρα, τη δυνατότητα να αξιολογήσει ως μη πειστικό ένα επιχείρημα, έστω κι αν αυτό είναι λογικώς ορθό και βασίζεται σε τεκμήρια, και, αντιθέτως, μπορεί να θεωρήσει πειστικό ένα επιχείρημα που βασίζεται κυρίως στη χρήση συγκινησιακού λόγου.
 
Παραδείγματα ασκήσεων
1. «Δισεκατομμύρια άνθρωποι θα περάσουν από την αγωνία της επιβίωσης στην ευδαιμονία της υλικής αφθονίας.» Πώς τεκμηριώνει την αισιόδοξη αυτή άποψη ο συγγραφέαςΘεωρείτε πειστική την τεκμηρίωσή του;
 
Οι επιστήμονες που ιχνηλατούν το μέλλον ομοφωνούν ότι η τέταρτη τεχνολογική επανάσταση θα αυξήσει θεαματικά τον πλούτο στη Γη. Η βαριά και ανθυγιεινή εργασία θα καταργηθεί. Η γενετική θα εκτινάξει την παραγωγικότητα σε τροφή. Δισεκατομμύρια άνθρωποι θα περάσουν από την αγωνία της επιβίωσης στην ευδαιμονία της υλικής αφθονίας.
Εκτός και αν τα οφέλη της τα καρπώνεται μια ελάχιστη κάστα υπερπρονομιούχων, σπρώχνοντας όλους τους υπόλοιπους στο περιθώριο, μετατρέποντάς τους σε παρίες. Κάτι τέτοιο εντούτοις θα πυροδοτούσε διαρκώς εντάσεις και εξεγέρσεις, θα σήμαινε μια κατάσταση μόνιμης αστάθειας και οικονομικά –συν τοις άλλοις– ασύμφορη. Ποιος ο λόγος; Τα αγαθά θα αρκούν για όλους. Ο καταναλωτισμός, όπως έχει αποδειχθεί, είναι ο ισχυρότερος παράγοντας κοινωνικής ειρήνης.
Χωμενίδης, Χ. (10.03.2018 ). «Είμαστε όλοι εντός του μέλλοντός μας». Τα Νέα.
 
Απάντηση: Ο συγγραφέας λαμβάνοντας υπόψη του την επερχόμενη ισχυρή ανάπτυξη της παραγωγικότητας και τη συνεπαγόμενη διασφάλιση αφθονίας τροφίμων και υλικών αγαθών, εικάζει πως το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας θα απαλλαγεί από την αγωνία της επιβίωσης. Πιστεύει, μάλιστα, πως σε αντίθεση με το παρελθόν, αυτή τη φορά δεν θα καρπωθεί τα οφέλη της αφθονίας μια μικρή μόνο κάστα προνομιούχων, με την εξώθηση όλων των άλλων στο περιθώριο. Θεωρεί ότι οι οικονομικά ισχυροί θα θελήσουν να αποφύγουν το κλίμα αστάθειας που θα προκαλούταν από τις διαρκείς εξεγέρσεις εκείνων που θα παρέμεναν στην ένδεια ενώ θα έβλεπαν γύρω τους να υπάρχει πληθώρα αγαθών. Εικάζει πως οι ισχυροί θα συνειδητοποιήσουν πόσο ασύμφορη είναι η ύπαρξη αστάθειας και θα επιλέξουν να αξιοποιήσουν τα θέλγητρα του καταναλωτισμού για να διασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη. Αυτή τη φορά, όπως επισημαίνει, τα αγαθά θα επαρκούν για όλους, οπότε θα είναι μια εύλογη επιλογή το να προσφερθούν ισότιμα σε όλους.
Η τεκμηρίωση του συγγραφέα βασίζεται σ’ ένα συλλογισμό που υποδεικνύει πως η αποφυγή των εντάσεων κι η αποσόβηση του κινδύνου περιθωριοποίησης μέρους του πληθυσμού αποτελεί σε οικονομικό επίπεδο την πιο συμφέρουσα επιλογή για τους ισχυρούς. Υπ’ αυτό το πρίσμα η αισιόδοξη εκδοχή που παρουσιάζει λαμβάνει ικανοποιητική τεκμηρίωση. Ωστόσο, η υπάρχουσα εμπειρία των διακρίσεων και της εκμετάλλευσης, την οποία αναφέρει ο συγγραφέας ως την αρνητική εξέλιξη που θα θελήσουν οι ισχυροί να αποφύγουν, αποτελεί μια υπενθύμιση της απληστίας που έχει ως τώρα υπαγορεύσει με συνέπεια τη στάση των ισχυρών. Δημιουργείται, έτσι, μια αίσθηση αμφιβολίας, η οποία υπονομεύει τη βεβαιότητα της αισιόδοξης προοπτικής που θέλει να παρουσιάσει. Παραλλήλως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ο συγγραφέας αναφέρεται σε μελλοντικές εξελίξεις και βασίζει τον συλλογισμό του αφενός στην εικασία πως θα υπάρξει «θεαματική αύξηση του πλούτου στη Γη» και αφετέρου στην εικασία πως οι υπερπρονομιούχοι θα θελήσουν να αποφύγουν τις πιθανές εντάσεις. Ακριβώς, όμως, επειδή ο συλλογισμός του βασίζεται σε υποθέσεις, η αισιόδοξη αυτή θεώρηση του μέλλοντος δεν κρίνεται επαρκώς πειστική.
 
2. Αφού παρουσιάσετε το ακόλουθο επιχείρημα (ισχυρισμός, αιτιολόγηση / τεκμηρίωση), να εξηγήσετε αν το θεωρείτε πειστικό ή όχι.
 
Για τους υποστηρικτές των απαγορεύσεων στον μισαλλόδοξο λόγο η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει να οδηγήσει σε ασυδοσία. Υπάρχει ο φόβος ότι η δημοκρατία και ο ελεύθερος διάλογος δεν αρκούν, αλλά απαιτούνται και κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου. Η αιματοβαμμένη ιστορία άλλωστε της Ευρώπης έχει αποδείξει ότι οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν. Έτσι εξηγείται η ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα.
Αρετή Λιακάκη, Διπλωματική εργασία: «Η Ελευθερία Έκφρασης και ο Προκλητικός Μισαλλόδοξος Λόγος κατά το Εθνικό και Υπερεθνικό Δίκαιο», 2016
 
Απάντηση: Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου χωρίου διατυπώνεται ο ισχυρισμός εκείνων που υποστηρίζουν τις απαγορεύσεις πως «η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη». Ισχυρισμός που αιτιολογείται με την αναφορά στο γεγονός πως μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία. Το ζήτημα της ασυδοσίας διευκρινίζεται με την επεξήγηση πως η δημοκρατία και ο διάλογος ενδεχομένως δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τον αντίκτυπο της ρητορικής μίσους, γι’ αυτό και είναι αναγκαίες ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες, «έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου». Ακολούθως, η άποψη αυτή τεκμηριώνεται με την αναφορά στην «αιματοβαμμένη ιστορία της Ευρώπης», καθώς στη διάρκειά της έχει αποδειχθεί ότι «οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν». Το επιχείρημα αυτό ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα πως είναι αυτές οι φρικτές εμπειρίες από την επικράτηση των ολοκληρωτικών ιδεολογιών που εξηγούν την ευαισθησία που δείχνουν τα ευρωπαϊκά κράτη στην «ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα».
Θεωρώ πως το επιχείρημα αυτό είναι πειστικό, εφόσον η υπενθύμιση της επικράτησης της ολοκληρωτικής ιδεολογίας των ναζιστών αποτελεί επαρκές τεκμήριο για να υποστηριχθεί η αναγκαιότητα επιβολής περιορισμών στη ρητορική μίσους. Η δυνατότητα, άλλωστε, ενός καθεστώτος να παρασύρει μέσω της προπαγάνδας έναν ολόκληρο λαό να διαπράξει τόσο ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος της ανθρωπότητας, φανερώνει πόσο κρίσιμο είναι το να περιορίζονται οι απόψεις που προωθούν το μίσος και τις εγκληματικές ενέργειες.
 
3. Πώς αντιλαμβάνεστε το περιεχόμενο του ακόλουθου επιχειρήματος; Κατά πόσο το θεωρείτε πειστικό;
 
Η τρίτη θεμελιώδης επιδίωξη της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης είναι η καλλιέργεια της αφηγηματικής φαντασίας και της συμπάθειας, της ικανότητας δηλαδή να κατανοούμε όχι μόνον τον εαυτό μας, αλλά και τις ανάγκες και τις προσδοκίες των άλλων. Χρειάζεται να διαθέτουμε εκείνη την «εσωτερική ματιά» που μας επιτρέπει να βλέπουμε τους άλλους ανθρώπους ως πλήρη ανθρώπινα όντα, ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες με ίσο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.
Γιαλκέτσης, Θ. (2013, 20 Οκτωβρίου). Εκπαίδευση για τη δημοκρατία. Εφημερίδα των Συντακτών.
 
 Απάντηση: Ο συγγραφέας επισημαίνει την ανάγκη της καλλιέργειας των ικανοτήτων εκείνων που θα μας επιτρέπουν να κατανοούμε τις ανάγκες και την υπόσταση όχι μόνο του εαυτού μας, αλλά και των άλλων ανθρώπων. Με τη συνδρομή της συμπάθειας και της αφηγηματικής φαντασίας (λογοτεχνικός εγγραμματισμός) θα μπορούμε να αντικρίσουμε τους άλλους ανθρώπους ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες και θα τους αναγνωρίζουμε κατ’ επέκταση το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.
Πρόκειται για ένα επιχείρημα που βασίζεται στην πλέον ουσιαστική συνεισφορά των ανθρωπιστικών μαθημάτων, στη δυνατότητά τους δηλαδή να καλλιεργούν την ενσυναίσθηση του ατόμου, όπως και τη συμπάθεια απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Υπ’ αυτή την έννοια το επιχείρημα κρίνεται πειστικό, εφόσον επικαλείται διαπιστωμένες επιδράσεις των ανθρωπιστικών σπουδών. Μόνο, άλλωστε, μέσω της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης καθίσταται εφικτή η ουσιαστική ψυχική και πνευματική καλλιέργεια των ατόμων προκειμένου να είναι σε θέση να αντικρίζουν κυρίαρχα την ανθρώπινη διάσταση των συνανθρώπων τους και να μην τους κρίνουν με υλιστικά, οικονομικά, ταξικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια.
 
4. Ο συγγραφέας στο ακόλουθο χωρίο επιχειρεί να πείσει σχετικά με την αναγκαιότητα της «κατάργησης των ηλικιακών συνόρων» στον εργασιακό βίο. Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι το κατορθώνει και γιατί;
 
Βρισκόμαστε πλέον σε μια κρίσιμη καμπή, σε μια αβέβαιη μεταβατική περίοδο. Και στη χώρα μας η μέλλουσα ιστορία της γήρανσης δεν έχει ακόμη γραφεί και οι κοινωνικοί φορείς διστάζουν να επιλέξουν ανάμεσα στα υπάρχοντα σενάρια, σενάρια που δεν έχουν ούτε την ίδια οικονομική και κοινωνική βαρύτητα, ούτε τις ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης. Η καλύτερη επιλογή πιθανόν συνίσταται στην κατάργηση των ηλικιακών συνόρων, στη δημιουργία πραγματικών εναλλακτικών επιλογών ανάμεσα στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και την εκπαίδευση στη διάρκεια των διαδοχικών κύκλων της ζωής, στην κατάργηση των σινικών τειχών που διαχωρίζουν την ενεργή ζωή από τη μη ενεργή, στην ανάδειξη και αξιοποίηση του τεραστίου αποθέματος δυνάμεων και πόρων που κατέχουν τα άτομα της αποκαλούμενης ευσχήμως «τρίτης» ή ακόμη και «τέταρτης» ηλικίας». Συνίσταται στη δόμηση νέων πολιτικών, στην «επανεφεύρεση» της γήρανσης και στην αναδόμηση των θεσμών, στην αλλαγή των νοοτροπιών, στην αναθεώρηση της οπτικής γωνίας θεώρησης και σύλληψης του «προβλήματος» και, τέλος, στη δυναμική, οργανωμένη εμφάνιση στο προσκήνιο των άμεσα ενδιαφερομένων που θα πάψουν να αποτελούν μόνον- στατιστικές κατηγορίες.
Βύρων Κοτζαμάνης, Καθηγητής Δημογραφίας, Δημογραφικές εξελίξεις και προκλήσεις, 2021
 
Απάντηση: Ο συγγραφέας θεωρεί πως «τα σινικά τείχη» που διαχωρίζουν την ενεργή ζωή από τη μη ενεργή λειτουργούν -κατά περίπτωση- επιζήμια, εφόσον το να καθορίζεται οριζόντια το πότε παύουν να είναι εργασιακά ενεργοί οι άνθρωποι με βάση την ηλικία τους, δεν λαμβάνει υπόψη τις βιολογικές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν από άτομο σε άτομο. Κατά τη δική του άποψη, άτομα της «τρίτης» -ακόμη και της «τέταρτης»- ηλικίας διαθέτουν ακόμη «τεράστιο απόθεμα δυνάμεων». Κρίνει, επομένως, άστοχη την περιθωριοποίησή τους, γι’ αυτό και ζητά να έρθουν στο προσκήνιο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι προκειμένου να μπορούν οι ίδιοι να καθορίζουν κατά πόσο θέλουν ή όχι να αποσυρθούν από τον εργασιακό βίο σε μια προκαθορισμένη ηλικία.
Κατά τη γνώμη μου, το αίτημα του συγγραφέα για «επανεφεύρεση» της γήρανσης είναι πειστικό στο βαθμό που αυτό αφορά την ελεύθερη επιλογή κάθε ατόμου σχετικά με το πότε επιθυμεί να αποσυρθεί από τον εργασιακό βίο, και όχι σχετικά με τη λήψη οριζόντιων μέτρων που θα διευρύνουν για όλους τους πολίτες το συνταξιοδοτικό όριο ηλικίας. Θεωρώ πως πράγματι η ηλικία δεν μπορεί να στέκει εμπόδιο σε ζητήματα που σχετίζονται με την εργασία και την εκπαιδευτική διαδικασία, εφόσον υπάρχουν άτομα που συνεχίζουν να διατηρούν τη φιλομάθειά τους, όπως και την επιθυμία τους για εργασία, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους. Ως εκ τούτου θα ήταν θεμιτό να δίνεται στους «ηλικιωμένους» πολίτες το δικαίωμα να επιλέγουν οι ίδιοι τη στιγμή της απόσυρσής τους και να μην τους επιβάλλεται μια εξαναγκαστική «παραίτηση» από την εργασία, η οποία συχνά τους δημιουργεί την αίσθηση πως παραμερίζονται και περιθωριοποιούνται, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι έχουν και τη θέληση και την ικανότητα να συνεχίσουν να εργάζονται.
 
5. Να παρουσιάσετε το πώς οργανώνεται το επιχείρημα της συγγραφέως και να εξηγήσετε αν το θεωρείτε πειστικό ή όχι.
 
Όμως οι πρωταρχικοί παράγοντες που καθιστούν την αυτομόρφωση αναγκαία για τα άτομα των σύγχρονων κοινωνιών είναι οι νέες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και οι συνεπακόλουθες μεταμορφώσεις της αγοράς εργασίας. Μία από τις συνέπειες αυτών των αλλαγών είναι ότι πολλά επαγγέλματα χάνουν γρήγορα την αξία και τη χρησιμότητά τους, ενώ οι γνώσεις και οι δεξιότητες που τα άτομα κατέκτησαν στα πρώτα στάδια της ζωής τους καθίστανται ανεπαρκείς για το παρόν και το μέλλον. Η συνολική τεχνολογική αναδιάρθρωση της εργασιακής δραστηριότητας στερεί όλο και περισσότερο στα άτομα τη δυνατότητα να διατηρούν μία και μοναδική επαγγελματική ταυτότητα σε όλη τη διάρκεια της ενεργού ζωής τους. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες αυτής της κατάστασης για τα άτομα, οι νέοι άνθρωποι των τεχνολογικών κοινωνιών καλούνται να αλλάξουν δύο ή τρία επαγγέλματα στην επαγγελματική πορεία τους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στα άτομα να κατακτούν διαρκώς γνώσεις, να ανανεώνουν τις δεξιότητές τους, να αποκτούν γρήγορα νέες ειδικεύσεις, δηλαδή, να εκπαιδεύονται συνεχώς.  
Αλεξάνδρα Κορωναίου, Εκπαιδεύοντας Εκτός Σχολείου, 2002
 
Απάντηση: Η συγγραφέας ισχυρίζεται πως οι παράγοντες που καθιστούν αναγκαία την αυτομόρφωση είναι αφενός οι επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και αφετέρου οι συνέπειες που έχουν οι ανακαλύψεις αυτές στην αγορά εργασίας. Αιτιολογεί τον ισχυρισμό αυτό μέσα από την επισήμανση πως βασική συνέπεια της επιστημονικής εξέλιξης είναι πως πολλά επαγγέλματα χάνουν την πρότερη αξία και χρησιμότητά τους, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και δυσκολότερη η διατήρηση από τα άτομα μίας και μοναδικής επαγγελματικής ταυτότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Καταλήγει, τέλος, στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι οφείλουν να ανανεώνουν τις δεξιότητές τους και να οδηγούνται σε νέες ειδικεύσεις προκειμένου να διασφαλίζουν την επαγγελματική τους πορεία.
Το επιχείρημα αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου πειστικό, εφόσον η αναδιαμόρφωση του εργασιακού χάρτη, λόγω της διευρυμένης αξιοποίησης των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων, γίνεται ολοένα και πιο ορατή. Ο περιορισμός, για παράδειγμα, των τραπεζικών καταστημάτων, όπως και ο ανάλογος περιορισμός των τραπεζοϋπαλλήλων, συνιστούν σαφή ένδειξη πως η αξιοποίηση των δυνατοτήτων του διαδικτύου επιτρέπει τη σημαντική περικοπή θέσεων εργασίας σε ορισμένους κλάδους.
 
6. Ποιος είναι ο βασικός ισχυρισμός του συγγραφέα στο ακόλουθο χωρίο και πώς επιχειρεί να τον τεκμηριώσει; Θεωρείτε πειστικό το επιχείρημα που διαμορφώνει;
 
O κατάλληλος θεσμός για να αναπτυχθεί το παιδί κοινωνικά και να γίνει αυτόνομο είναι το σχολείο. Με την είσοδό του στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, το σκηνικό αλλάζει ξαφνικά, καθώς το παιδί δρασκελίζει το κατώφλι του ιδιωτικού χώρου και εξέρχεται στην αχανή έκταση του δημοσίου χώρου, του κοινωνικού λόγου, της προσωποποιημένης εξουσίας, της δημοκρατίας. Σ’ αυτόν τον χώρο είναι και θα πρέπει να λειτουργεί ως ίσος προς ίσους. Για πρώτη φορά, οφείλει να υπακούσει σε κανόνες λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου. Η παρουσία των άλλων συνομηλίκων και των κανόνων γίνεται αισθητή κάθε στιγμή. Στο σχολικό πλαίσιο το παιδί-μαθητής μοιράζεται τον δάσκαλο έτσι όπως δεν μοιράστηκε τον γονιό του. Μαθαίνει να χάνει, συνειδητοποιώντας ότι ο δάσκαλος συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο προς όλους τους συμμαθητές χωρίς διακρίσεις. Γι’ αυτούς τους λόγους το σχολείο θεωρείται πρώτιστα ένας θεσμός κοινωνικοποίησης του ατόμου. Είναι μ’ άλλα λόγια ένας θεσμός, που κύριο έργο του είναι η ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης.
Παντελής Γεωργογιάννης, Διαπολιτισμική Εκπαίδευση – Μετανάστευση – Διαχείριση Συγκρούσεων και Παιδαγωγική της Δημοκρατίας, 2009

Απάντηση: Ο βασικός ισχυρισμός του συγγραφέα είναι πως το σχολείο αποτελεί τον κατάλληλο θεσμό προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και να διασφαλιστεί η αυτονομία του. Προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό αυτό αναφέρεται στο γεγονός πως το παιδί προσερχόμενο στο σχολείο έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με τον δημόσιο χώρο και τον κοινωνικό λόγο της δημοκρατίας, όπου οφείλει να λειτουργεί ως ίσος προς ίσους και να υπακούσει σε κανόνες που αφορούν τη λειτουργία ενός κοινωνικού συνόλου. Επισημαίνει, επίσης, επικουρικά την πρωτόγνωρη για το παιδί εμπειρία του «μοιράσματος» της προσοχής του δασκάλου, κατά τρόπο που δεν έχει βιώσει το μοίρασμα της προσοχής του γονιού του. Το παιδί μαθαίνει σε αυτό το πλαίσιο να χάνει, εφόσον συνειδητοποιεί πως βρίσκεται σε ένα χώρο όπου δεν υφίστανται διακρίσεις και ειδικές μεταχειρίσεις. Συμπεραίνει, έτσι, ο συγγραφέας πως το σχολείο είναι πρωτίστως ένας θεσμός κοινωνικοποίησης, κύριο έργο του οποίου είναι η ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης.
Το επιχείρημα του συγγραφέα είναι, κατά τη γνώμη μου, πειστικό, εφόσον παρουσιάζει βιώματα και εμπειρίες κοινές σε όλους μας. Οι κανόνες λειτουργίας του σχολείου, η συνύπαρξη με τους συμμαθητές, η σχέση με τους δασκάλους και τους καθηγητές συνιστούν πράγματι εμπειρίες που επισπεύδουν τη διαδικασία κοινωνικοποίησης του ατόμου και ενισχύουν την επίγνωση πως προκειμένου να επιτευχθεί ορθά η ένταξη σε ένα σύνολο υπάρχουν καίριες προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούνται, όπως ο σεβασμός απέναντι στους άλλους, η αποδοχή των κοινών κανόνων, αλλά και η αντίληψη της ισότητας των ατόμων.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...