Ερμηνευτική Προσέγγιση Στο Ποίημα Του Έκτορα Κακναβάτου, «Ώρα Δειλινή», Κνλ, Γ΄ Λυκείου
Αρχικά χρειάζεται κάποια εξοικείωση με την υπερρεαλιστική γραφή του Ε. Κακναβάτου, που μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των πληροφοριών του βιβλίου και επιπρόσθετων, αν ο διδάσκων το θεωρεί απαραίτητο. Εξάλλου, οι μαθητές γνωρίζουν από άλλους ποιητές τα μέσα που χρησιμοποιεί η υπερρεαλιστική ποίηση. Ο Ε. Κακναβάτος, όμως, τους είναι άγνωστος, γι’ αυτό μπορούν να δοθούν κάποια στοιχεία που αφορούν την ιδιαιτερότητα της γραφής του, όπως:
– H χρήση μικτής γλώσσας, ανεξάρτητα από τις συμβάσεις της μορφής –δημοτική, καθαρεύουσα–.
– Η αξιοποίηση του συνολικού λεξιλογίου –αρχαίου, λόγιου, δημοτικού, διαλεκτικού και ιδιωματικού–, από κάθε γλωσσικό επίπεδο –καθημερινό, επίσημο, αργκό–, από κάθε χώρο του επιστητού, ειδική ορολογία επιστημονική ή επαγγελματική.
– Ανοίκειες λεξιλογικές συνάψεις.
– Ανακάτωμα του χωροχρόνου, χωροχρονικοί συμφυρμοί.
– Υπερρεαλιστικές εικόνες που ξαφνιάζουν.
– Συνύπαρξη πραγματικού και φανταστικού.
– Δημιουργία του κειμένου με βάση τη λέξη ή φράση και τους αναπτυσσόμενους συνειρμούς, κείμενο παράσταση, όχι αναπαράσταση, λέξη-γεγονός, ιδέες-πράγματα, ιδέες-εικόνες.
– Συντακτική οργάνωση ελλειπτική παρατακτική ή υποτακτική και ρητορικοί τρόποι, όπως επανάληψη, ερώτηση, προσφώνηση, υπερβολή, ψυχοποίηση.
– Ανατροπές σημασιολογικές που κατανοούνται στο επίπεδο του παραδείγματος και του συνειρμού.
– Αξιοποίηση του ήχου και της οπτικής παρουσίας της λέξης.
– Σημαίνουσα τυπογραφική οργάνωση του ποιήματος, γεωμετρικά σχήματα, λέξη-στίχος, αυτονόμηση άρθρων, επιθέτων, επιρρημάτων, κ.ά.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τη διδασκαλία του και ιεραρχεί κάποιους στόχους, που θεωρεί ότι πρέπει να υλοποιηθούν.
Ενδεικτικά δίνονται οι ακόλουθες επισημάνσεις οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην προσέγγιση του ποιήματος, όπως:
– Η σχέση-συνομιλία του τίτλου με λέξεις του κειμένου, που δίνουν το χρόνο ως χρονική στιγμή (γαρουφαλένια δύση, εσπέρα, Απρίλης, εσπερινούς), ως ανακάτωμα αρχαίου και νέου χρόνου με την αναφορά στον Ίακχο ή το Χριστό και τέλος ως απέραντο χρόνο (αιώνες, πλειστόκαινου).
– Σχολιάζεται η ανασήμανση και τα σημαινόμενα των λέξεων, π.χ. του εκκλησιδιού, ψαλμουδιά, τα Πάθη του Ίακχου ή του Χριστού, η ψυχή μου τρέμει, μνήμη που πονάς.
– Συζητείται πώς συγκροτείται ο τόπος με την αναφορά στη βυζαντινή ψηφίδα του εκκλησιδιού, στον ολόσωμο ασβέστη, στα θάμνα, που παραπέμπουν στο λιτό ελληνικό τοπίο.
– Γίνεται διερεύνηση του υπαρξιακού ρίγους που διαπερνά το ποίημα και σχολιάζεται η τελευταία στροφή-κραυγή του ποιητή (υπόγεια ιστορική διαδρομή, συγκρατημένος λυρισμός για τον τόπο και με ό,τι αυτός συνεπάγεται).
– Συζητείται ο τρόπος που γεννιέται αυτό το ποίημα (κειμενογένεση) με βάση τη λέξη και το συνειρμό, τα σημαινόμενα στα οποία παραπέμπει η λέξη και τη συνοχή με την επανάληψη ή επαναδίπλωση φράσης.
– Συζητείται η επιλογή του λεξιλογίου και το ύφος με τη διαπλοκή α΄ και β΄ ρηματικού προσώπου.
– Σχολιάζεται η στιχουργία και η όλη οργάνωση του ποιήματος (ανισοσυλλαβία στίχων, αυτονόμηση λέξεων-στίχων, άνισες στροφές).
– Εντοπίζονται τα στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
– Συνεξετάζεται ως παράλληλο το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού “ Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι” ή σε αντίστιξη “Ένα Ωραίο Πρωί” του Α. Εμπειρίκου (Υψικάμινος), ή όποιο άλλο σχετικό επιλέξει ο διδάσκων.
Η μέθοδος είναι μαθητοκεντρική, συνδυασμός διαλεκτικής (διάλογος, διερεύνηση θεμάτων και ερμηνεία τους) και συνερευνητικής-ερμηνευτικής.
Αρχικά διαβάζει ο καθηγητής το ποίημα, το διαβάζει πάλι ένας μαθητής και μετά καταγράφονται οι πρώτες εντυπώσεις των μαθητών. Ακολουθεί σιωπηρή μελέτη από τους μαθητές για 3-5 λεπτά κατά την οποία υπογραμμίζουν σημεία που θα ερμηνευτούν και εξοικειώνονται με το ποίημα.
Σε μια δεύτερη φάση αρχίζει η ερμηνευτική προσέγγιση με στοιχεία του κειμένου, (γλώσσα, εικόνες, ιδέες-νοήματα).
Στην α΄ στροφή σχολιάζεται η απορηματική πρόταση, το ρήμα λέω και το λαϊκό τάχαμ, που ενώ δημιουργεί ατμόσφαιρα οικεία, καθώς είναι κοντά στον προφορικό λόγο, συγχρόνως ανατρέπεται αυτή η οικειότητα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Η σύνταξη χρειάζεται κάποια αναδιάταξη λογική για να γίνουν τα λεγόμενα από τον αναγνώστη, π.χ. μη είναι η ψηφίδα… μεταβίωση βυζαντινή. Η ψηφίδα δένει αρμονικά με την εικόνα του εκκλησιδιού (μικρό εκκλησάκι, λαϊκή λέξη). Ο ποιητής φτιάνει τη λέξη ενώπια από το ενώπιον που παραπέμπει σε πρόσοψη του εκκλησιδιού, που ασπρίζει και αυτό το ρήμα παραπέμπει συνειρμικά στον ασβέστη που άγιασε (παράλογο στοιχείο, ψυχοποίηση, συνειρμική σχέση με τη λέξη, εκκλησιδιού.). Έτσι δίνεται η πρώτη ελλειπτική εικόνα με το βυζαντινό εκκλησάκι που προσδιορίζεται από τη λέξη- απορία μην είναι μεταβίωση με την αρχική σημασία της λέξης. Ο ποιητής ψάχνει, όπως λέει, για λέξεις μάχιμες, ατίθασες, αμαζόνες, χωρίς αιθάλη και φενακισμένο μανδύα, αυτό το αυθεντικό μεταβιβάζει η μεταβίωση από το βυζαντινό στο σύγχρονο.
Η επανάληψη της πλάγιας απορηματικής πρότασης (παραλείπεται η κύρια, το ρήμα λέω, ελλειπτικότητα της μοντέρνας ποίησης) μην είναι στοιχείο συνοχής- αξιοποιείται για την προέκταση του νοήματος (συνεκτικότητα). Έτσι, η δύση, η εσπέρα, συνομιλούν με τον τίτλο- επίταξη του επιθέτου, δειλινή από το δειλινό- και η ψύχρα (συνειρμικά με τη δύση του ήλιου), που ασκητεύει αντίκρυ του εκκλησιδιού (ανατροπή στη σύνταξη, υπερβατό). Οι λέξεις αυτές προβάλλονται –είναι τα κειμενικά υποκείμενα–, καθώς γίνονται στίχοι αυτοτελείς (έμφαση) και ακολουθεί η δεύτερη ασύνδετη δευτερεύουσα πρόταση (και) που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε… σπουργίτια. Εικόνες μες στις εικόνες η μια λέξη συνειρμικά γεννάει την επόμενη λέξη-γεγονός και εικόνα-ιδέα.
Ακολουθεί συσσωρευτικά ο απορηματικός λόγος: μην είν’, μην, μην, μην, με συμφυρμό χρόνου, τόπου και αποκάλυψη του συναισθήματος, της υπαρξιακής αγωνίας,, π.χ. η ψυχή μου τρέμει. Έτσι, ή ο Ίακχος πάσχει ή ο Χριστός, είτε το βημόθυρο είναι αρχαίο είτε χριστιανικό με τον Ταξιάρχη και την απειλητική έκφρασή του, ένα είναι το βέβαιο ότι η ψυχή τρέμει ως το καρυόφυλλο (διαλογικότητα με δημοτική ποίηση και λαϊκή παράδοση). Ο ποιητής μέσα από μια ψυχαναλυτική και συνειρμική διαδικασία έχτισε το ποίημά του με λέξεις και αναδυόμενες εικόνες γεμάτες συναίσθημα, ατομικό και συλλογικό, καθώς κάνει διαδρομές στην ιστορία και τον πολιτισμό.
Στη δεύτερη στροφή αναζητάμε τη σχέση της τρομαγμένης ψυχής με τη μνήμη που πονάει τον ποιητή (επιφωνηματικός λόγος, που προϋποθέτει τον άλλο, τον αναγνώστη). Η έξαρση του συναισθήματος διακόπτεται από την απορία -αναζήτηση της αρχέγονης αιτίας, μην είσαι συ η αίσθηση, λέω μην …καταβολή/ το βιός…στα κόκαλα/ οι αιώνες. Ο ελλειπτικός λόγος αναδιατάσσεται με το σχήμα του κύκλου, λέω μην, και γίνεται πιο ελλειπτικός με την απουσία του είναι και τη συσσώρευση των υποκειμένων, καταβολή, βιος. Η οργάνωση του λόγου ως αλγεβρικής παράστασης –ο ποιητής είναι μαθηματικός– σημαίνει στη γλώσσα της ποίησης την ένταση του συναισθήματος από τη διαδρομή του ρίγους στα κόκαλα του ποιητή-εκπρόσωπου της γενιάς του- και την αποκάλυψη ότι αυτή η αγωνία γίνεται πλημμύρα που ξεσπάει την ώρα τη δειλινή, με τους εσπερινούς, τότε που όλα ησυχάζουν και γίνεται μια ενδοσκόπηση. Η στροφή κινείται από το φυσικό περιβάλλον στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ζωή και ποίηση, φύση και άνθρωπος βρίσκονται σε μια άμεση σχέση.
Η 2η στροφή ολοκληρώνεται δίνοντας το φόβο μέσα από τη διάσταση, το διαρκές της μνήμης που φωνάζει, που διαμαρτύρεται και παρουσιάζεται σαν επίλογος-επιμύθιο. Εδώ μπορεί να σχολιαστεί ο τίτλος, να ενταχθεί το ποίημα στη συλλογή με το σημαίνοντα τίτλο, Τα μαχαίρια της Κίρκης, – ανασήμανση του αρχαίου συμβόλου μέσα από τα σύγχρονα δεδομένα– και να κατανοηθεί καλύτερα ως όλον και ως σημαίνον μέρος της συλλογής που διαπερνάται από τη μνήμη και την αναζήτηση δικαιοσύνης. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1977.
Συγκροτούνται τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ε. Κακναβάτου με κειμενικά στοιχεία και παρουσίαση άλλων ποιημάτων. Επίσης, μπορούν να σχολιαστούν οι απόψεις-κρίσεις μελετητών της ποίησης του Ε. Κακναβάτου, όπως: Αλ. Αργυρίου, Γ. Δάλλα, Φρ. Αμπατζοπούλου, Γ. Γιατρομανωλάκη και Χρ. Αργυροπούλου που τοποθετούν τον ποιητή στην πρωτοπορία, στους ριζοσπαστικούς και αυθεντικούς υπερρεαλιστές ποιητές.
Τέλος, γίνεται συνόψιση των κύριων σημείων και ακολουθεί συνολική θεώρηση, σύνθεση του όλου από τα επί μέρους, ανάγνωση του ποιήματος και παρουσίαση και άλλων ποιημάτων του Ε. Κακναβάτου από την ίδια ή άλλη συλλογή.
Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο (ΟΕΔΒ)
Δείτε επίσης:
Αρχικά χρειάζεται κάποια εξοικείωση με την υπερρεαλιστική γραφή του Ε. Κακναβάτου, που μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των πληροφοριών του βιβλίου και επιπρόσθετων, αν ο διδάσκων το θεωρεί απαραίτητο. Εξάλλου, οι μαθητές γνωρίζουν από άλλους ποιητές τα μέσα που χρησιμοποιεί η υπερρεαλιστική ποίηση. Ο Ε. Κακναβάτος, όμως, τους είναι άγνωστος, γι’ αυτό μπορούν να δοθούν κάποια στοιχεία που αφορούν την ιδιαιτερότητα της γραφής του, όπως:
– H χρήση μικτής γλώσσας, ανεξάρτητα από τις συμβάσεις της μορφής –δημοτική, καθαρεύουσα–.
– Η αξιοποίηση του συνολικού λεξιλογίου –αρχαίου, λόγιου, δημοτικού, διαλεκτικού και ιδιωματικού–, από κάθε γλωσσικό επίπεδο –καθημερινό, επίσημο, αργκό–, από κάθε χώρο του επιστητού, ειδική ορολογία επιστημονική ή επαγγελματική.
– Ανοίκειες λεξιλογικές συνάψεις.
– Ανακάτωμα του χωροχρόνου, χωροχρονικοί συμφυρμοί.
– Υπερρεαλιστικές εικόνες που ξαφνιάζουν.
– Συνύπαρξη πραγματικού και φανταστικού.
– Δημιουργία του κειμένου με βάση τη λέξη ή φράση και τους αναπτυσσόμενους συνειρμούς, κείμενο παράσταση, όχι αναπαράσταση, λέξη-γεγονός, ιδέες-πράγματα, ιδέες-εικόνες.
– Συντακτική οργάνωση ελλειπτική παρατακτική ή υποτακτική και ρητορικοί τρόποι, όπως επανάληψη, ερώτηση, προσφώνηση, υπερβολή, ψυχοποίηση.
– Ανατροπές σημασιολογικές που κατανοούνται στο επίπεδο του παραδείγματος και του συνειρμού.
– Αξιοποίηση του ήχου και της οπτικής παρουσίας της λέξης.
– Σημαίνουσα τυπογραφική οργάνωση του ποιήματος, γεωμετρικά σχήματα, λέξη-στίχος, αυτονόμηση άρθρων, επιθέτων, επιρρημάτων, κ.ά.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τη διδασκαλία του και ιεραρχεί κάποιους στόχους, που θεωρεί ότι πρέπει να υλοποιηθούν.
Ενδεικτικά δίνονται οι ακόλουθες επισημάνσεις οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην προσέγγιση του ποιήματος, όπως:
– Η σχέση-συνομιλία του τίτλου με λέξεις του κειμένου, που δίνουν το χρόνο ως χρονική στιγμή (γαρουφαλένια δύση, εσπέρα, Απρίλης, εσπερινούς), ως ανακάτωμα αρχαίου και νέου χρόνου με την αναφορά στον Ίακχο ή το Χριστό και τέλος ως απέραντο χρόνο (αιώνες, πλειστόκαινου).
– Σχολιάζεται η ανασήμανση και τα σημαινόμενα των λέξεων, π.χ. του εκκλησιδιού, ψαλμουδιά, τα Πάθη του Ίακχου ή του Χριστού, η ψυχή μου τρέμει, μνήμη που πονάς.
– Συζητείται πώς συγκροτείται ο τόπος με την αναφορά στη βυζαντινή ψηφίδα του εκκλησιδιού, στον ολόσωμο ασβέστη, στα θάμνα, που παραπέμπουν στο λιτό ελληνικό τοπίο.
– Γίνεται διερεύνηση του υπαρξιακού ρίγους που διαπερνά το ποίημα και σχολιάζεται η τελευταία στροφή-κραυγή του ποιητή (υπόγεια ιστορική διαδρομή, συγκρατημένος λυρισμός για τον τόπο και με ό,τι αυτός συνεπάγεται).
– Συζητείται ο τρόπος που γεννιέται αυτό το ποίημα (κειμενογένεση) με βάση τη λέξη και το συνειρμό, τα σημαινόμενα στα οποία παραπέμπει η λέξη και τη συνοχή με την επανάληψη ή επαναδίπλωση φράσης.
– Συζητείται η επιλογή του λεξιλογίου και το ύφος με τη διαπλοκή α΄ και β΄ ρηματικού προσώπου.
– Σχολιάζεται η στιχουργία και η όλη οργάνωση του ποιήματος (ανισοσυλλαβία στίχων, αυτονόμηση λέξεων-στίχων, άνισες στροφές).
– Εντοπίζονται τα στοιχεία της υπερρεαλιστικής γραφής με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
– Συνεξετάζεται ως παράλληλο το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού “ Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι” ή σε αντίστιξη “Ένα Ωραίο Πρωί” του Α. Εμπειρίκου (Υψικάμινος), ή όποιο άλλο σχετικό επιλέξει ο διδάσκων.
Η μέθοδος είναι μαθητοκεντρική, συνδυασμός διαλεκτικής (διάλογος, διερεύνηση θεμάτων και ερμηνεία τους) και συνερευνητικής-ερμηνευτικής.
Αρχικά διαβάζει ο καθηγητής το ποίημα, το διαβάζει πάλι ένας μαθητής και μετά καταγράφονται οι πρώτες εντυπώσεις των μαθητών. Ακολουθεί σιωπηρή μελέτη από τους μαθητές για 3-5 λεπτά κατά την οποία υπογραμμίζουν σημεία που θα ερμηνευτούν και εξοικειώνονται με το ποίημα.
Σε μια δεύτερη φάση αρχίζει η ερμηνευτική προσέγγιση με στοιχεία του κειμένου, (γλώσσα, εικόνες, ιδέες-νοήματα).
Στην α΄ στροφή σχολιάζεται η απορηματική πρόταση, το ρήμα λέω και το λαϊκό τάχαμ, που ενώ δημιουργεί ατμόσφαιρα οικεία, καθώς είναι κοντά στον προφορικό λόγο, συγχρόνως ανατρέπεται αυτή η οικειότητα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Η σύνταξη χρειάζεται κάποια αναδιάταξη λογική για να γίνουν τα λεγόμενα από τον αναγνώστη, π.χ. μη είναι η ψηφίδα… μεταβίωση βυζαντινή. Η ψηφίδα δένει αρμονικά με την εικόνα του εκκλησιδιού (μικρό εκκλησάκι, λαϊκή λέξη). Ο ποιητής φτιάνει τη λέξη ενώπια από το ενώπιον που παραπέμπει σε πρόσοψη του εκκλησιδιού, που ασπρίζει και αυτό το ρήμα παραπέμπει συνειρμικά στον ασβέστη που άγιασε (παράλογο στοιχείο, ψυχοποίηση, συνειρμική σχέση με τη λέξη, εκκλησιδιού.). Έτσι δίνεται η πρώτη ελλειπτική εικόνα με το βυζαντινό εκκλησάκι που προσδιορίζεται από τη λέξη- απορία μην είναι μεταβίωση με την αρχική σημασία της λέξης. Ο ποιητής ψάχνει, όπως λέει, για λέξεις μάχιμες, ατίθασες, αμαζόνες, χωρίς αιθάλη και φενακισμένο μανδύα, αυτό το αυθεντικό μεταβιβάζει η μεταβίωση από το βυζαντινό στο σύγχρονο.
Η επανάληψη της πλάγιας απορηματικής πρότασης (παραλείπεται η κύρια, το ρήμα λέω, ελλειπτικότητα της μοντέρνας ποίησης) μην είναι στοιχείο συνοχής- αξιοποιείται για την προέκταση του νοήματος (συνεκτικότητα). Έτσι, η δύση, η εσπέρα, συνομιλούν με τον τίτλο- επίταξη του επιθέτου, δειλινή από το δειλινό- και η ψύχρα (συνειρμικά με τη δύση του ήλιου), που ασκητεύει αντίκρυ του εκκλησιδιού (ανατροπή στη σύνταξη, υπερβατό). Οι λέξεις αυτές προβάλλονται –είναι τα κειμενικά υποκείμενα–, καθώς γίνονται στίχοι αυτοτελείς (έμφαση) και ακολουθεί η δεύτερη ασύνδετη δευτερεύουσα πρόταση (και) που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε… σπουργίτια. Εικόνες μες στις εικόνες η μια λέξη συνειρμικά γεννάει την επόμενη λέξη-γεγονός και εικόνα-ιδέα.
Ακολουθεί συσσωρευτικά ο απορηματικός λόγος: μην είν’, μην, μην, μην, με συμφυρμό χρόνου, τόπου και αποκάλυψη του συναισθήματος, της υπαρξιακής αγωνίας,, π.χ. η ψυχή μου τρέμει. Έτσι, ή ο Ίακχος πάσχει ή ο Χριστός, είτε το βημόθυρο είναι αρχαίο είτε χριστιανικό με τον Ταξιάρχη και την απειλητική έκφρασή του, ένα είναι το βέβαιο ότι η ψυχή τρέμει ως το καρυόφυλλο (διαλογικότητα με δημοτική ποίηση και λαϊκή παράδοση). Ο ποιητής μέσα από μια ψυχαναλυτική και συνειρμική διαδικασία έχτισε το ποίημά του με λέξεις και αναδυόμενες εικόνες γεμάτες συναίσθημα, ατομικό και συλλογικό, καθώς κάνει διαδρομές στην ιστορία και τον πολιτισμό.
Στη δεύτερη στροφή αναζητάμε τη σχέση της τρομαγμένης ψυχής με τη μνήμη που πονάει τον ποιητή (επιφωνηματικός λόγος, που προϋποθέτει τον άλλο, τον αναγνώστη). Η έξαρση του συναισθήματος διακόπτεται από την απορία -αναζήτηση της αρχέγονης αιτίας, μην είσαι συ η αίσθηση, λέω μην …καταβολή/ το βιός…στα κόκαλα/ οι αιώνες. Ο ελλειπτικός λόγος αναδιατάσσεται με το σχήμα του κύκλου, λέω μην, και γίνεται πιο ελλειπτικός με την απουσία του είναι και τη συσσώρευση των υποκειμένων, καταβολή, βιος. Η οργάνωση του λόγου ως αλγεβρικής παράστασης –ο ποιητής είναι μαθηματικός– σημαίνει στη γλώσσα της ποίησης την ένταση του συναισθήματος από τη διαδρομή του ρίγους στα κόκαλα του ποιητή-εκπρόσωπου της γενιάς του- και την αποκάλυψη ότι αυτή η αγωνία γίνεται πλημμύρα που ξεσπάει την ώρα τη δειλινή, με τους εσπερινούς, τότε που όλα ησυχάζουν και γίνεται μια ενδοσκόπηση. Η στροφή κινείται από το φυσικό περιβάλλον στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ζωή και ποίηση, φύση και άνθρωπος βρίσκονται σε μια άμεση σχέση.
Η 2η στροφή ολοκληρώνεται δίνοντας το φόβο μέσα από τη διάσταση, το διαρκές της μνήμης που φωνάζει, που διαμαρτύρεται και παρουσιάζεται σαν επίλογος-επιμύθιο. Εδώ μπορεί να σχολιαστεί ο τίτλος, να ενταχθεί το ποίημα στη συλλογή με το σημαίνοντα τίτλο, Τα μαχαίρια της Κίρκης, – ανασήμανση του αρχαίου συμβόλου μέσα από τα σύγχρονα δεδομένα– και να κατανοηθεί καλύτερα ως όλον και ως σημαίνον μέρος της συλλογής που διαπερνάται από τη μνήμη και την αναζήτηση δικαιοσύνης. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1977.
Συγκροτούνται τα χαρακτηριστικά της γραφής του Ε. Κακναβάτου με κειμενικά στοιχεία και παρουσίαση άλλων ποιημάτων. Επίσης, μπορούν να σχολιαστούν οι απόψεις-κρίσεις μελετητών της ποίησης του Ε. Κακναβάτου, όπως: Αλ. Αργυρίου, Γ. Δάλλα, Φρ. Αμπατζοπούλου, Γ. Γιατρομανωλάκη και Χρ. Αργυροπούλου που τοποθετούν τον ποιητή στην πρωτοπορία, στους ριζοσπαστικούς και αυθεντικούς υπερρεαλιστές ποιητές.
Τέλος, γίνεται συνόψιση των κύριων σημείων και ακολουθεί συνολική θεώρηση, σύνθεση του όλου από τα επί μέρους, ανάγνωση του ποιήματος και παρουσίαση και άλλων ποιημάτων του Ε. Κακναβάτου από την ίδια ή άλλη συλλογή.
Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο (ΟΕΔΒ)
Δείτε επίσης: