Έκτωρ Κακναβάτος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Έκτωρ Κακναβάτος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, με ρίζες νησιωτικές και από τους δυο γονείς του (Κεφαλονιά). Σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε ως μαθηματικός στη Β/θμια εκπαίδευση. Μελετάει ό,τι έχει σχέση με τα Μαθηματικά, την Πυρηνική Φυσική και ιδιαίτερα τη θεωρία του Χάους. Του αρέσει η Ιστορία, η Φιλοσοφία, η αρχαία ελληνική ποίηση (Όμηρος, Πίνδαρος), η βυζαντινή (Ρωμανός ο Μελωδός, τροπάριο της Κασσιανής) και το δημοτικό τραγούδι. Θαυμάζει την αντοχή της γλώσσας στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Φραγκοκρατίας και στα ενδιαφέροντά του εντάσσεται η μουσική και η ζωγραφική. Στην ποίησή του συνομιλεί με τους: Κάλβο, Καβάφη, Ελύτη, Σολωμό, Καρούζο, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Παπαδίτσα, Παλαμά, Eliot. Από το έργο του αναδύεται ένας ποιητής περήφανος, θυελλώδης, καινοτόμος, ανήσυχος και γλωσσοπλάστης. Ο Έκτωρ Κακναβάτος μπήκε στην αντίσταση, εξορίστηκε και απολύθηκε το 1949. Δεν μπόρεσε να διοριστεί στην εκπαίδευση για λόγους πολιτικών φρονημάτων γι’ αυτό εργάστηκε σε φροντιστήρια και στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Ήδη το 1943 έχει δώσει το ποιητικό του παρόν με την πρώτη ποιητική συλλογή, τη Fuga, που ο μουσικός της τίτλος σημαίνει φυγή. Ο Ε. Κακναβάτος και ο Δ. Παπαδίτσας εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στα ελληνικά γράμματα το 1943, με τη συλλογή Fuga, ο πρώτος, και Το Φρέαρ με τις Φόρμιγγες, ο δεύτερος.
Όλο το corpus της ποίησης του Ε. Κακναβάτου από το 1943 έως 1987 έχει συγκεντρωθεί σε δύο τόμους με τίτλο Ποιήματα (1990). Έτσι ενώ μετά τη Fuga, ακολουθεί εκδοτική σιωπή, δε συμβαίνει το ίδιο και στην ποιητική έμπνευση και δημιουργία, όπως φαίνεται από τις παρακάτω συλλογές: Fuga (1943), Διασπορά (1961), Η Κλίμακα του Λίθου (1964), Τετραψήφιο (1971), Τετραψήφιο με την ΄Εβδομη Χορδή (1972), Διήγηση (1974), Οδός Λαιστρυγόνων (1978), Ανάστιξη του Θρύλου για τα Νεφρά της Πολιτείας (1981), Τα Μαχαίρια της Κίρκης (1981), In Perpetuum (1983 - Κρατικό βραβείο ποίησης 1984), Κιβώτιο Ταχυτήτων (1987), Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός (1996), Χαοτικά Ι (1997), Ακαρεί (2001), Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες (2001), Βραχέα και Μακρά (2005), Στα πρόσω ιαχής (2005), Το κλαρίνο ή Σαφάρι στο verso του πραγματικού (2005) κ.ά.
Η κριτική για το έργο του
«Είναι πολύ πιθανό η λέξη (Fuga), να συνοψίζει την αγωνία του ποιητή για μια έξοδο από την κόλαση της ιστορικής πραγματικότητας την οποία βιώνει. Τα ποιήματα είναι ερωτικά. Και είναι και αυτή μια αντίσταση, γιατί ο έρωτας ως αορτή της ζωής αντιπαρατίθεται στο μακελειό του πολέμου».
(Γιολάντα Πέγκλη, “Ο Ε. Κακναβάτος ως στίλβον ποδήλατο”, Μανδραγόρας, 5, Αθήνα, 2004, σελ. 21)
«Στα Μαχαίρια της Κίρκης το τρίπτυχο ποίηση, έρωτας, πραγματικότητα δεν αλλάζει, εμφανίζεται η σιωπή δυνάμει δημιουργός, στο ποίημα “άφωνο” […] Ο Ε. Κακναβάτος είναι ίσως ο πιο πολιτικός από τους Υπερρεαλιστές ποιητής».
(Ελένη Νικολάκη “Ε. Κακναβάτος: Λόγος και Σιωπή”, Αφιέρωμα στον Ε.Κ., Πόρφυρας, 104, 2002, σελ. 195)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Έκτωρ Κακναβάτος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, με ρίζες νησιωτικές και από τους δυο γονείς του (Κεφαλονιά). Σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε ως μαθηματικός στη Β/θμια εκπαίδευση. Μελετάει ό,τι έχει σχέση με τα Μαθηματικά, την Πυρηνική Φυσική και ιδιαίτερα τη θεωρία του Χάους. Του αρέσει η Ιστορία, η Φιλοσοφία, η αρχαία ελληνική ποίηση (Όμηρος, Πίνδαρος), η βυζαντινή (Ρωμανός ο Μελωδός, τροπάριο της Κασσιανής) και το δημοτικό τραγούδι. Θαυμάζει την αντοχή της γλώσσας στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Φραγκοκρατίας και στα ενδιαφέροντά του εντάσσεται η μουσική και η ζωγραφική. Στην ποίησή του συνομιλεί με τους: Κάλβο, Καβάφη, Ελύτη, Σολωμό, Καρούζο, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Παπαδίτσα, Παλαμά, Eliot. Από το έργο του αναδύεται ένας ποιητής περήφανος, θυελλώδης, καινοτόμος, ανήσυχος και γλωσσοπλάστης. Ο Έκτωρ Κακναβάτος μπήκε στην αντίσταση, εξορίστηκε και απολύθηκε το 1949. Δεν μπόρεσε να διοριστεί στην εκπαίδευση για λόγους πολιτικών φρονημάτων γι’ αυτό εργάστηκε σε φροντιστήρια και στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Ήδη το 1943 έχει δώσει το ποιητικό του παρόν με την πρώτη ποιητική συλλογή, τη Fuga, που ο μουσικός της τίτλος σημαίνει φυγή. Ο Ε. Κακναβάτος και ο Δ. Παπαδίτσας εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στα ελληνικά γράμματα το 1943, με τη συλλογή Fuga, ο πρώτος, και Το Φρέαρ με τις Φόρμιγγες, ο δεύτερος.
Όλο το corpus της ποίησης του Ε. Κακναβάτου από το 1943 έως 1987 έχει συγκεντρωθεί σε δύο τόμους με τίτλο Ποιήματα (1990). Έτσι ενώ μετά τη Fuga, ακολουθεί εκδοτική σιωπή, δε συμβαίνει το ίδιο και στην ποιητική έμπνευση και δημιουργία, όπως φαίνεται από τις παρακάτω συλλογές: Fuga (1943), Διασπορά (1961), Η Κλίμακα του Λίθου (1964), Τετραψήφιο (1971), Τετραψήφιο με την ΄Εβδομη Χορδή (1972), Διήγηση (1974), Οδός Λαιστρυγόνων (1978), Ανάστιξη του Θρύλου για τα Νεφρά της Πολιτείας (1981), Τα Μαχαίρια της Κίρκης (1981), In Perpetuum (1983 - Κρατικό βραβείο ποίησης 1984), Κιβώτιο Ταχυτήτων (1987), Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός (1996), Χαοτικά Ι (1997), Ακαρεί (2001), Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες (2001), Βραχέα και Μακρά (2005), Στα πρόσω ιαχής (2005), Το κλαρίνο ή Σαφάρι στο verso του πραγματικού (2005) κ.ά.
Η κριτική για το έργο του
«Είναι πολύ πιθανό η λέξη (Fuga), να συνοψίζει την αγωνία του ποιητή για μια έξοδο από την κόλαση της ιστορικής πραγματικότητας την οποία βιώνει. Τα ποιήματα είναι ερωτικά. Και είναι και αυτή μια αντίσταση, γιατί ο έρωτας ως αορτή της ζωής αντιπαρατίθεται στο μακελειό του πολέμου».
(Γιολάντα Πέγκλη, “Ο Ε. Κακναβάτος ως στίλβον ποδήλατο”, Μανδραγόρας, 5, Αθήνα, 2004, σελ. 21)
«Στα Μαχαίρια της Κίρκης το τρίπτυχο ποίηση, έρωτας, πραγματικότητα δεν αλλάζει, εμφανίζεται η σιωπή δυνάμει δημιουργός, στο ποίημα “άφωνο” […] Ο Ε. Κακναβάτος είναι ίσως ο πιο πολιτικός από τους Υπερρεαλιστές ποιητής».
(Ελένη Νικολάκη “Ε. Κακναβάτος: Λόγος και Σιωπή”, Αφιέρωμα στον Ε.Κ., Πόρφυρας, 104, 2002, σελ. 195)
«[…] οι ποιητές απελευθερώνονται με τη στάση τους απέναντι στους προγενέστερους ποιητές και μας απελευθερώνουν διδάσκοντάς μας αυτή τη στάση, τη θέση της ελευθερίας […]. Ελευθερία στο ποίημα πρέπει να σημαίνει ελευθερία νοήματος, ενός ιδιαιτέρου ατομικού νοήματος […]. Είναι γεγονός ότι η γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου και ο επικοινωνιακός του λόγος δημιουργούν μια αίσθηση γλωσσικής ανθοφορίας. Αυτή η γλώσσα λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και βγαίνει δυνατή και ζωντανή μέσα από την ποιητική γονιμοποίηση καθώς ο υπερρεαλιστής ποιητής αναζητάει να προσεγγίσει “το μηδέν και το άπειρο”».
(Συνέντευξη του Ε. Κακναβάτου στον Κ. Κρεμμύδα, Μανδραγόρας, 5, 2004, σελ. 15)
«Ο Σάββας Μιχαήλ σχολιάζοντας την ποίηση του Ε. Κακναβάτου αναρωτιέται “μήπως”, όπως αναστάτωσε τα Μαθηματικά η θεωρία του απείρου από τον Καντόρ, τα υποχρέωσε να επανατοποθετούν τα θεμέλιά τους αναλόγως με τον επακριβή καθορισμό του status του πραγματικού απείρου. Μήπως, από την άλλη, δεν ήταν ο Υπερρεαλισμός που ενεργοποίησε ένα απειροσύνολο συναρτήσεων με πεδίο ορισμού το παφλάζον ασυνείδητο και με τιμές στους ανοιχτούς ορίζοντες του συνειδητού»;
(Χρ. Αργυροπούλου, Η Γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου, Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός, Αθήνα, 2003, σελ. 41)
«Η ποίηση είναι η δυνατότητα υπέρβασης των όποιων ανασταλτικών κωδίκων που αγκυλώνουν την άρθρωσή μας, άρθρωση που αυτονομείται κάτω απ’ την ώθηση της μη έλλογης αποκάλυψης των διαστάσεων του όντος [...]. Στην ποίηση η λέξη δεν νομιμοποιείται ως όχημα μεταφοράς υλικού, αλλά οντοποιείται ως περιοχή εκπομπής ενέργειας, ως προκύπτει από το πυρηνικό της περιεχόμενο (φωνητικό, εννοιολογικό, ακόμα και γραφιστικό)[...].
Ο λόγος αυτονομείται ανοίγοντας απρόβλεπτες πύλες προς μια διευρυμένη πραγματικότητα, όπου πρωταγωνιστεί η φαντασία με διαρκείς αναδιατάξεις των πραγμάτων, πράγμα που τεκμηριώνει τις δυνατότητες της γλώσσας».
(Ε. Κακναβάτος, Ελίτροχος, 1, 1994, σελ. 9, 11)
«Με τους αφορισμούς του Κακναβάτου συμβαίνει στην ελληνική γλώσσα κάτι που έχει να συμβεί από το Μονολεκτισμοί και Ολιγόλεκτα (1980) του Καρούζου ή το μεταθανάτιο Εκ του πλησίον (1998) του Ελύτη- ας μην περιμένουμε τόσο για να αναγνωρίσουμε στον Κακναβάτο τη θέση που του αξίζει στα γράμματά μας […]. Λέω ότι το βιβλίο αυτό (Στα πρόσω ιαχής) του Κακναβάτου είναι λυδία λίθος για τη συνολική εκτίμηση του ποιητικού φαινομένου στην Ελλάδα σήμερα».
(Γ. Βέλτσος, “Ο Μέγιστος Ύφαλος”, Εντευκτήριο, 70, 2005, σελ. 55)
«Ο κόσμος που αναδύεται από την ποίηση του Κακναβάτου κρατάει την υλικότητά του χωρίς να ελαττώνονται οι διαστάσεις του από μια μεροληπτική επιλογή. Ο ποιητής αυτός είναι ίσως ο πιο ακραιφνής υπερρεαλιστής της γενιάς αυτής. Η γραφή του στηρίζεται σημαντικά στην ακουστική των λέξεων, παραμένοντας στη γραμμή των πιο ριζοσπαστικών του κινήματος».
(Αλ. Αργυρίου, Διαδοχικές Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών, Γνώση, Αθήνα, 1985, σελ. 239)
Δείτε επίσης: