Robert Casilla
Ελένη
Βακαλό «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος»
[Από τη Συλλογή Του κόσμου (1978).]
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε
πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να
σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ
γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον
χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να
παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
Ερωτήσεις:
1. Ο
τίτλος δίνει και το θέμα του ποιήματος. Αφού μελετήσετε τις διαδοχικές φάσεις,
από τις οποίες περνά ο «μικρός άνθρωπος» ώσπου να γίνει κακός, να απαντήσετε
στις ερωτήσεις:
α) Γιατί
στην αρχή ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται «μικρός» και «καλός»;
Ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται
μικρός, διότι εκπροσωπεί το είδος των φιλήσυχων και αμέτοχων πολιτών που δεν
έχουν ούτε το ψυχικό σθένος να στηρίξουν έμπρακτα το αγαθό και το κοινό καλό,
μα ούτε και την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τους επέτρεπε να αντιληφθούν
πως με την παθητική τους στάση επιτρέπουν απλώς στους ισχυρούς και στους
έχοντες να καταδυναστεύουν τον λαό. Χαρακτηρίζεται μικρός, διότι είναι ένας
απλός, καθημερινός άνθρωπος που η μόνη του έγνοια είναι πώς θα φροντίσει ώστε η
δική του μετρημένη ζωή να παραμείνει αδιασάλευτη χωρίς δυσκολίες και
αντιπαραθέσεις. Δεν είναι ένας άνθρωπος που θα τολμούσε ποτέ να εναντιωθεί
στους κρατούντες και σε όποιον άλλον έθιγε τα συμφέροντα του απλού λαού, αφού η
δική του επιθυμία είναι να μην εκθέτει τον εαυτό του σε ενδεχόμενους κινδύνους
και αναστατώσεις. Έτσι, ενώ ένας μεγάλος άνθρωπος θα έδινε αγώνες για να
προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ο μικρός άνθρωπος
προσπαθεί να αποφεύγει οποιαδήποτε ένταση και οποιαδήποτε έκφραση απόψεων που
θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως δεν είναι πλήρως υποταγμένος στη
θέληση των αρχόντων.
Χαρακτηρίζεται, επίσης, καλός, εφόσον
ως αμέτοχος και αδρανής δίνει ακριβώς αυτή την εντύπωση. Στην πραγματικότητα,
βέβαια, η ποιότητα αυτή του αποδίδεται ειρωνικά, αφού το να εκλαμβάνεσαι ως
καλός μόνο και μόνο επειδή απέχεις από οποιαδήποτε δράση και μένεις
περιχαρακωμένος στην ατομική σου ζωή και στα προσωπικά σου ζητήματα, δεν
συνιστά ουσιαστική ένδειξη καλοσύνης. Καλός είναι ο άνθρωπος που υπηρετεί με
πράξεις και με συνέπεια το καλό και το αγαθό∙ καλός δεν είναι ο άνθρωπος που
απλώς δεν έχει κάνει τίποτε το κακό, αφού εν γένει αποφεύγει να δρα.
β) Ποια
είναι η αιτία των μεταλλαγών του;
Η αλλαγή που παρατηρείται στον μικρό
και καλό άνθρωπο της ιστορίας προκύπτει όταν συναντά στο δρόμο του έναν
χτυπημένο άνθρωπο. Το θέαμα αυτό του προκαλεί στην αρχή, όπως είναι λογικό,
μεγάλη συγκίνηση, όμως η συγκίνηση αυτή γρήγορα μεταλλάσσεται σε φόβο, κι ο
φόβος τον οδηγεί σε μια συμπεριφορά -φαινομενικά- τελείως απρόσμενη. Η κύρια
αιτία, επομένως, της μεταλλαγής του ανθρώπου του ποιήματος είναι ο φόβος.
γ) Ποιες
είναι οι δικαιολογίες που επικαλείται κάθε φορά και ποιον εξυπηρετούν;
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Το θέαμα του χτυπημένου ξυπνά στον
«μικρό και καλό» άνθρωπο του ποιήματος το αίσθημα του φόβου, αφού θεωρεί ίσως
πως στην ίδια θέση θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί κι ο ίδιος. Φοβάται τη βία, που
θα μπορούσε να έχει υποστεί κι αυτός, φοβάται, όμως και την όποια συσχέτιση με
τον χτυπημένο άνθρωπο.
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να
σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ
γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Ενώ, λογικά, η πρώτη του κίνηση θα
έπρεπε να είναι το να βρεθεί κοντά στον πληγωμένο συνάνθρωπό του, εντούτοις
εκείνος το σκέφτεται «καλύτερα» και δεν προχωρά σ’ αυτή την αυτονόητη ενέργεια.
Ο «φιλήσυχος» άνθρωπος του ποιήματος δεν θέλει να μπλέξει πλησιάζοντας τον
χτυπημένο, αφού, πιθανώς, θεωρεί πως από τη στιγμή που θα βρεθεί κοντά του, θα
είναι σαν να παίρνει το μέρος του σε ό,τι κι αν έχει συμβεί. Θα είναι, δηλαδή,
σαν να παίρνει θέση. Δεν αντιλαμβάνεται την πράξη του αυτή ως πράξη
φιλανθρωπίας, όπως θα έπρεπε, αλλά ως πηγή πιθανών προβλημάτων. Βρίσκει,
μάλιστα, ως εύκολη δικαιολογία το γεγονός ότι όλο και κάποιος άλλος άνθρωπος θα
δει τον χτυπημένο και θα του συμπαρασταθεί∙ τόσοι άνθρωποι περνούν από εκεί,
οπότε, ακόμη κι αν εκείνος προσπεράσει, ο χτυπημένος δεν θα μείνει αβοήθητος
για πολύ. Αρκεί εκείνος να μην μπλεχτεί με την υπόθεση, αρκεί να μείνει καλά
προστατευμένος στην απραξία του και στη μη συμμετοχή του.
Η δικαιολογία ότι κάποιος άλλος θα
«ψυχοπονέσει τον καημένο», φανερώνει την άκρως επιζήμια εκείνη τακτική πολλών
πολιτών να μεταθέτουν τις ευθύνες τους διαρκώς σε άλλους και να μην
αναλαμβάνουν ποτέ οι ίδιοι ενεργή δράση για χάρη των συνανθρώπων τους.
Πρόκειται, φυσικά, για μια απαράδεκτη λογική, εφόσον υπηρετεί επί της ουσίας
την αδιαφορία απέναντι σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά και γενικότερα την αδιαφορία
απέναντι στο ηθικό χρέος των πολιτών να συνεισφέρουν με κάθε τρόπο για την
προάσπιση του αγαθού και των συνανθρώπων τους. Μια κοινωνία, όμως, της οποίας τα
μέλη συνηθίζουν στην απάθεια και στην αδιαφορία, είναι μια κοινωνία αδύναμη να
αποκτήσει εκείνη τη συνοχή κι εκείνο το αίσθημα αλληλεγγύης που θα της
επιτρέψει να αντιμετωπίσει από κοινού και με αποτελεσματικότητα τις προσπάθειες
των κρατούντων να περιορίσουν τα δικαιώματα των πολιτών. Καθίσταται, άρα, μια
κοινωνία διχασμένη, ευάλωτη και αέναα στο έλεος των ισχυρών.
Η στάση του «μικρού και καλού» ανθρώπου
του ποιήματος αποτελεί σαφές παράδειγμα για το πώς η πρώτη κιόλας ένδειξη
αδιαφορίας για το ηθικός χρέος που έχουμε απέναντι στους συνανθρώπους μας
μπορεί να οδηγήσει κλιμακωτά σ’ εκείνη την κοινωνική διάσπαση που εξυπηρετεί
άριστα τα συμφέρονταν των κρατούντων. Τον βλέπουμε, λοιπόν, να περνά από την απόφαση
να μη βοηθήσει τον χτυπημένο συνάνθρωπό του, στο να θεωρεί ακόμη ιδανικότερο να
προσποιηθεί πως δεν τον είδε καν∙ σαν να μη συνέβη, δηλαδή, ποτέ η αδικία αυτή
απέναντι στον συνάνθρωπό του. Έτσι, όχι μόνο αρνείται να προσφέρει τη βοήθειά
του, αλλά ακόμη περισσότερο επιλέγει να προσποιηθεί πως δεν είδε και δεν
αντιλήφθηκε ποτέ τίποτε∙ απόφαση, ωστόσο, που τον καθιστά συνένοχο στο έγκλημα
αυτό, αφού με τη σιωπή του είναι σαν να συναινεί σε αυτό και σαν να το
αποδέχεται.
Πλείστα, βέβαια, τα παραδείγματα από
την καθημερινή κοινωνική και πολιτική ζωή, όπου οι πολίτες με τη σιωπή και με
την ανοχή που επιδεικνύουν καθίστανται συνένοχοι στην παραβίαση ανθρώπινων
δικαιωμάτων, στην κοινωνική αδικία και καταπίεση, στη βία, στον εκφοβισμό, στην
εκμετάλλευση και στην εκμηδένιση ουσιαστικά της απόλυτης αξίας που θα έπρεπε να
έχει η ανθρώπινη ζωή.
Το πέρασμα από την απραξία στη συνένοχη
σιωπή και στην παθητική αποδοχή της αδικίας είναι ατυχώς εύκολο και οδηγεί
σταδιακά σε ακόμη μεγαλύτερα δεινά.
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον
χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να
παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Το επόμενο βήμα στην απευαισθητοποίηση
των ανθρώπων απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους είναι η απόφαση να πάρουν
το μέρος των ισχυρών, με την υστερόβουλη σκέψη πως έτσι θα είναι τουλάχιστον οι
ίδιοι ασφαλείς, αφού έτσι θα εκφράσουν έμπρακτα την υποταγή τους και την
αφοσίωσή τους στους άρχοντες. Ο «μικρός και καλός» άνθρωπος, λοιπόν, έχοντας
αισθανθεί βαθιά μέσα του τον φόβο, αρχίζει να σκέφτεται πως το να μη βοηθήσει
και το να κάνει πως δεν είδε τίποτα, δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν τη δική
του ασφάλεια∙ σκέφτεται πως εφόσον υπάρχει μια ανοιχτή αντιπαράθεση ανάμεσα
στους απλούς πολίτες, όπως είναι αυτός κι όπως είναι ο χτυπημένος, και τους
άρχοντες, η καλύτερη επιλογή είναι να πάρει εμφανώς το μέρος των αρχόντων.
Αποτυγχάνει να αντιληφθεί πως αν ενωθεί με τους απλούς πολίτες η συλλογική τους
δύναμη θα είναι κατά πολύ ισχυρότερη από τη δύναμη των αρχόντων, και προχωρά σε
ό,τι νομίζει πως είναι η πιο βέβαιη και πιο σίγουρη επιλογή.
Η συλλογιστική διαδικασία που του
επιτρέπει να δικαιολογήσει αυτή του την επιλογή είναι ενδεικτική της
εκλογίκευσης εκείνης που επιτρέπει σ’ έναν άνθρωπο να προδώσει ουσιαστικά τους
ανυπεράσπιστους πολίτες της δικής του τάξης και να πάρει το μέρος των ισχυρών.
Συλλογίζεται πως για να τον έχουν χτυπήσει θα έχει φταίξει σε κάτι -θα είναι
ένοχος για κάτι-, αφού δεν είναι λογικό να τον έχουν χτυπήσει χωρίς να φταίει.
Κι αφού, λοιπόν, είναι ένοχος -η ενοχή θεωρείται βολικά αποδεδειγμένη αφού έχει
δεχτεί τα χτυπήματα, και τα χτυπήματα υποδηλώνουν τιμωρία-, τότε, λογικά, θα
έλαβε εντελώς δικαιολογημένα την τιμωρία του, καθώς, προφανώς, το έγκλημά του
θα στράφηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατά των αρχόντων∙ κι αφού τόλμησε να
αντιταχθεί στους άρχοντες -την εύνοια των οποίων τόσο απεγνωσμένα αποζητά ο
μικρός άνθρωπος-, τότε θα πρέπει να τον χτυπήσει κι εκείνος. Θα υπηρετήσει,
έτσι, το δίκαιο (των ισχυρών) και συνάμα θα γίνει αρεστός στους άρχοντες.
Ο φόβος μήπως και βρεθεί στη θέση του
θύματος∙ ο φόβος μήπως και χρειαστεί να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του και τα
δικαιώματα των συνανθρώπων του∙ ο φόβος μήπως χάσει την ηρεμία της μικρής και
περιορισμένης του ζωής, τον οδηγεί στο να αναζητήσει έναν τρόπο για να
προφυλαχθεί απέναντι σε ό,τι θα μπορούσε να τον φέρει σε αντιπαράθεση με τους
ισχυρούς. Αναζητά τον τρόπο με τον οποίο θα απαλλαγεί από το αίσθημα της
ανασφάλειας, από την αίσθηση της αδυναμίας και από τον φόβο πως είναι τόσο
απόλυτα ευάλωτος απέναντι στους ισχυρούς. Έτσι, αντί να σταθεί πλάι στον
συνάνθρωπό του, αποφασίζει να πάει καθαρά με το μέρος των αρχόντων και να
διασφαλίσει την προστασία και την εύνοιά τους. Κι είναι αυτός ο τρόπος με τον
οποίο ένας καλός άνθρωπος γίνεται κακός, αφού η μόνη στιγμή που αποφάσισε
επιτέλους να δράσει, οι πράξεις του στράφηκαν, εκ του ασφαλούς, εις βάρος ενός
αδύναμου και ήδη χτυπημένου ανθρώπου. Ο μικρός άνθρωπος που δεν θα τολμούσε
ποτέ να υψώσει το ανάστημά του, βρίσκει τώρα την ευκαιρία να πάρει θέση,
στρεφόμενος ενάντια σ’ έναν άνθρωπο που είναι ήδη σωριασμένος στο έδαφος και
που δεν έχει φυσικά τη δυνατότητα να αντιδράσει στα νέα χτυπήματα που δέχεται.
Το γεγονός, βέβαια, ότι υπάρχουν πολίτες
που φοβούνται τόσο πολύ να πάρουν θέση απέναντι στην ασυδοσία των ισχυρών, ώστε
επιλέγουν τελικά να πάνε με το μέρος τους και να υποταχθούν πλήρως στη θέλησή
τους, είναι κάτι που εξυπηρετεί απόλυτα τα συμφέροντα των κρατούντων, καθώς
αποδυναμώνει τη σθεναρή αντίδραση που θα μπορούσαν να προβάλουν οι πολίτες, αν
παρέμεναν ενωμένοι μεταξύ τους και άφοβοι απέναντι στη δύναμη των αρχόντων.
2. Το
ποίημα τελειώνει με μια φράση που συνηθίζεται στην αρχή των παραμυθιών. Τι
θέλει να δηλώσει μ’ αυτήν η ποιήτρια; Να
βρείτε άλλα στοιχεία του ποιήματος, σχετικά με το περιεχόμενο και την έκφραση,
που προσιδιάζουν στα παραμύθια.
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
Η δήλωση στο τέλος του ποιήματος πως
αυτή είναι η αρχή του παραμυθιού έρχεται να τονίσει πως η στιγμή ακριβώς που ο
φοβισμένος και αδύναμος πολίτης αποφασίζει να πάει με το μέρος των ισχυρών, για
να διασφαλίσει έτσι μια κάποια αίσθηση ασφάλειας για τον εαυτό του, είναι η
στιγμή που ξεκινά η μεγάλη αυταπάτη∙ το παραμύθι. Ο φοβισμένος πολίτης, μη
συναισθανόμενος πως η δική του θέση είναι πλάι στους ανθρώπους της δικής του
τάξης, μαζί με τους οποίους μπορεί και πρέπει να αντιταχθεί στη θέληση των
αρχόντων -όταν φαλκιδεύονται τα δικαιώματα των πολιτών-, απλώς εξαπατά τον
εαυτό του νομίζοντας πως έχει κερδίσει κάτι, αφού στην πραγματικότητα έχει
υποταχθεί στους κρατούντες κι έχει προδώσει τους συνανθρώπους του. Κι είναι
πολίτες σαν αυτόν που διασπούν τη συνοχή της κοινωνίας και καθιστούν ανέφικτη
την αποτελεσματική αντίδραση των πολιτών. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά το παραμύθι ότι
οι πολίτες δεν έχουν τη δύναμη να αντιταχθούν στους άρχοντες.
Το ποίημα ήδη με τη στενή συσχέτιση του
τίτλου του και των πρώτων στίχων φανερώνει πως αποτελεί μια αφήγηση, μια
αφήγηση παραμυθιού: «Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος; Θα σας πω πώς έγινε, έτσι
είναι η σειρά…». Κατά τον ίδιο τρόπο κι οι επόμενοι στίχοι δημιουργούν την
αίσθηση πως μας δίνεται η αφήγηση ενός παραμυθιού: «Ένας μικρός καλός άνθρωπος
αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο…».
Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι το
ποίημα μιμείται το ύφος αφήγησης των παραμυθιών, ακόμη και η έλλειψη
συγκεκριμένων χρονικών και τοπικών προσδιορισμών, όπως και η απουσία καταγραφής
ονομάτων, δημιουργεί το κλίμα ενός παραμυθιού, αφού όσα συμβαίνουν
τοποθετούνται αόριστα σε κάποιον τόπο, κάποια στιγμή, χωρίς να αποκτούν πιο
συγκεκριμένη σύνδεση με την πραγματικότητα. Πρόκειται, φυσικά, για μια αναγκαία
επιλογή, μιας και η ιστορία του ανθρώπου αυτού επαναλαμβάνεται διαρκώς υπό
διαφορετικές συνθήκες σε διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά πάντα με το ίδιο
αποτέλεσμα.
Σημαντικό, επίσης, στοιχείο που δημιουργεί
την αίσθηση πως πρόκειται για μια αφήγηση που παραπέμπει σε παραμύθι, είναι το
γεγονός ότι το ποίημα της Βακαλό βρίσκεται σε συνομιλία σχεδόν με την παραβολή
του καλού Σαμαρείτη. Με τη διαφορά ότι η ποιήτρια επιλέγει να μιλήσει όχι για
τον καλό Σαμαρείτη που προσέφερε τη βοήθειά του στον χτυπημένο, αλλά για
εκείνους πριν από αυτόν που θεώρησαν σκόπιμο να αδιαφορήσουν για τον πληγωμένο
συνάνθρωπό τους.
Ελένη
Βακαλό
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921
και το 1922 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε
Αρχαιολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι. Παντρεύτηκε το
ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Στην ποίησή της χρησιμοποιεί μια γλώσσα
απογυμνωμένη από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους, που αποβλέπει στο να
εκφράσει την ουσία των πραγμάτων. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Θέμα και
παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των
Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας
(1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να
κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από το λυρισμό
(1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της
Τέχνης. Έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1991).