Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου Στου Κεμάλ το Σπίτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου Στου Κεμάλ το Σπίτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα; Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Svetlana Sewell

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα; Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;


Η ηρωίδα του διηγήματος είναι κυριευμένη από συναισθήματα νοσταλγίας και πόνου για τη ζωή που έχασε, όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Εγκλωβισμένη από την εθνική της ταυτότητα αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη που αναγνωρίζει ως πατρίδα της για να πάει σε μια πατρίδα που μοιάζει με ξενιτιά ή εξορία και δεν κατορθώνει ποτέ να ξεχάσει όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στη Θεσσαλονίκη στα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και επιστρέφει ξανά και ξανά στην πόλη που γεννήθηκε και στο σπίτι που μεγάλωσε.
Η νοσταλγία που αισθάνεται η γυναίκα αυτή ίσως επιτάθηκε από τις απώλειες αγαπημένων της προσώπων κι αυτό την έκανε να θέλει ακόμη περισσότερο να έρθει σε επαφή με το παρελθόν της, με το πατρικό της σπίτι και όλες εκείνες τις αναμνήσεις των χρόνων που η ζωή της ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Είναι, άλλωστε, λογικό για κάθε άνθρωπο να θέλει να διατηρεί μια συνεχή επαφή με τον τόπο που γεννήθηκε, με τα μέρη στα οποία μεγάλωσε και έζησε πολλές και σημαντικές εμπειρίες για τη διαμόρφωσή του.
Η Τουρκάλα ζει πλέον στα πλαίσια του τουρκικού κράτους, αλλά η ίδια αισθάνεται πως είναι στην πραγματικότητα εξορισμένη από την πατρίδα της, από την πόλη της κι αυτό την ωθεί σε μια συνεχή διάθεση επιστροφής στα μέρη που η ίδια αντιλαμβάνεται ως πατρογονικά. Παρά τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την ανταλλαγή των πληθυσμών και το μοίρασμα των εδαφών, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν δεν μπορούσαν έτσι απλά με μία συμφωνία να ξεχάσουν το παρελθόν τους, να ξεχάσουν τον τόπο που γεννήθηκαν και να ξεκινήσουν από την αρχή σ’ ένα καινούριο τόπο, χωρίς να αισθάνονται πόνο για την πατρίδα που μόλις εγκατέλειψαν.
Η γυναίκα αυτή αποτελεί ένα από τα εκατομμύρια πρόσωπα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη, και το γεγονός ότι δεν είναι μια Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα, έρχεται απλώς να επισημάνει το αυτονόητο. Ο πόνος της προσφυγιάς είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Μπορεί σε ιστορικό επίπεδο η ανταλλαγή των πληθυσμών να έφερε μια ισορροπία στην εθνολογική σύσταση των περιοχών που επιδικάστηκαν σε κάθε κράτος, αλλά σε προσωπικό επίπεδο αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν έπαψαν να θυμούνται με πόνο την πατρίδα που άφησαν πίσω.
Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», μάλιστα, ο Ιωάννου μας περιγράφει πως η γιαγιά του, που είχε έρθει ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη, ξεκίνησε κάποια στιγμή με τα πόδια και γύρισε στο σπίτι της στη Θράκη, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την πατρίδα της. Το ίδιο ισχυρό αίσθημα νοσταλγίας που ώθησε τη γιαγιά του συγγραφέα να περπατήσει ως την Ανατολική Θράκη, είναι που ωθούσε και την Τουρκάλα να έρχεται ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη για να περάσει λίγες στιγμές στο κατώφλι του παλιού της σπιτιού, να πιει νερό από το πηγάδι και να γευτεί μούρα από το δέντρο του σπιτιού.


Γιώργος Ιωάννου "Στου Κεμάλ το Σπίτι"

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Edgar Degas

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;


Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του πολέμου οι Ιταλοί είχαν βομβαρδίσει τη Θεσσαλονίκη και μια βόμβα είχε πέσει στο σπίτι της οικογένειας του αφηγητή. Όταν η Τουρκάλα ήρθε ξανά στην πόλη λίγο μετά το τέλος του πολέμου και αντίκρισε το κατεστραμμένο σπίτι, είχε μείνει ακίνητη να κοιτάζει τα ερείπια. Η καταστροφή του πατρικού της σπιτιού ήταν για τη γυναίκα αυτή ένα μεγάλο χτύπημα, καθώς το σπίτι αυτό αποτελούσε ένα σταθερό σημείο επαφής με το παρελθόν και της προσέφερε δύναμη και χαρά να το επισκέπτεται και να αναβιώνει τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών της χρόνων.
Για την Τουρκάλα που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη όπου μεγάλωσε, το παλιό της σπίτι ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο από μια απλή πηγή αναμνήσεων, ήταν το μοναδικό σταθερό σημείο του παρελθόντος της που είχε μείνει ανέπαφο και διατηρούσε ακόμη την εικόνα που είχε τα χρόνια που εκείνη ζούσε εκεί. Ενώ, οι δικοί της άνθρωποι έφευγαν σταδιακά από τη ζωή -η γυναίκα ήταν μαυροφορεμένη- το σπίτι έμενε σταθερά εκεί, ως ένδειξη πως σ’ αυτή τη ζωή όπου όλα αλλάζουν είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχουν ακόμη στοιχεία που παραμένουν αναλλοίωτα. Η γυναίκα αντλούσε δύναμη από το σπίτι αυτό, καθώς της προσέφερε μια διαβεβαίωση πως δεν έχουν διαλυθεί όλα όσα αποτελούσαν κάποτε τη ζωή της. Η καταστροφή, επομένως, του σπιτιού ήταν παράλληλα η καταστροφή και του τελευταίου στοιχείου της παλιάς της ζωής που παρέμενε ακόμη ανάλλαχτο. Ο βομβαρδισμός του σπιτιού σήμαινε το τέλος και του ύστατου συνεκτικού δεσμού με όσα η γυναίκα αυτή γνώριζε και αγαπούσε. Όπως γράφει και ο Ιωάννου στο διήγημα «Η αποζημίωση» μιλώντας για τα συναισθήματά της δικής του οικογένειας όταν έμαθαν για το βομβαρδισμό του σπιτιού: «Ένας γείτονας μας πληροφορούσε πως είχε πέσει μπόμπα στο σπίτι... Νιώσαμε εντελώς ξεριζωμένοι». Παρόμοια θα ήταν και τα συναισθήματα της Τουρκάλας, η οποία θα ένιωσε πια τελείως ξεριζωμένη από τη Θεσσαλονίκη, αφού το τελευταίο κομμάτι της ζωής της στην πόλη αυτή είχε πια καταστραφεί.


Ερωτήσεις σχολικού για το "Στου Κεμάλ το Σπίτι": Η απουσία μελοδραματισμού και η ποιητική ελλειπτικότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την εσωτερική φόρτιση και τη συγκίνησή του ο πεζογράφος.

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Πώς αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της γυναίκας; Επέδρασε αυτή η αποκάλυψη στα συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο αφηγητής και οι δικοί του; Πώς δικαιολογούνται;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nicolas Martin

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Πώς αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της γυναίκας; Επέδρασε αυτή η αποκάλυψη στα συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο αφηγητής και οι δικοί του; Πώς δικαιολογούνται;


Η Τουρκάλα μόλις ολοκλήρωνε την «τελετουργική» επίσκεψη στο σπίτι που κάποτε ήταν το πατρικό της και τώρα διέμενε σε αυτό η οικογένεια του Ιωάννου, πήγαινε δίπλα στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ κι έβρισκε μια ομάδα Τούρκων προσκυνητών, με τους οποίους ερχόταν η γυναίκα αυτή στην Ελλάδα. Η Τουρκάλα, επομένως, ερχόταν μαζί με όσους ήθελαν να επισκεφτούν το σπίτι του Κεμάλ για να αποδώσουν τιμές στο δημιουργό του τουρκικού κράτους κι έβρισκε την ευκαιρία να επισκεφτεί το παλιό της σπίτι. Οι εκδρομές αυτές που διοργανώνονταν ως προσκυνήματα για το σπίτι του Κεμάλ αποτελούσαν ιδανική ευκαιρία για την Τουρκάλα να πραγματοποιήσει το δικό της ιδιαίτερο προσκύνημα.
Η ταυτότητα της Τουρκάλας αποκαλύφθηκε ήδη μόλις ολοκληρώθηκε η δεύτερη επίσκεψή της στο σπίτι της οικογένειας του αφηγητή, το 1938.
[Συνολικά ο αφηγητής μας μιλά για τέσσερις επισκέψεις της γυναίκας: Η πρώτη έγινε το 1936, η δεύτερη το 1938, η τρίτη το 1939 λίγο προτού ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η τέταρτη και τελευταία έγινε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, οπότε κάποια στιγμή στις αρχές του 1945. Ο αφηγητής στα πλαίσια της τρίτης επίσκεψης της Τουρκάλας, το 1939, μας εξηγεί πως κατάλαβαν για την καταγωγή της γυναίκας όταν είχε έρθει τον προηγούμενο χρόνο, το 1938: «Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: “Θα σου τα έβαζα σ’ ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά”. Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά, είδαμε πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από Τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο». Είναι προφανές, επομένως, πως όταν η γιαγιά του αφηγητή κατά την τρίτη επίσκεψη της γυναίκας, της λέει πως θα σου έβαζα του μούρα σ’ ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά, γνωρίζει ήδη πως η ξένη γυναίκα είναι Τουρκάλα.]
Η αρχική αντίδραση της οικογένειας του αφηγητή, μόλις αντιλήφθηκαν την τουρκική καταγωγή της γυναίκας, ήταν αρνητική, καθώς θεώρησαν πως το γεγονός ότι το σπίτι του Κεμάλ ήταν δίπλα τους αποτελούσε ήδη μια αρκετά ενοχλητική καθημερινή υπενθύμιση της καταστροφής που είχαν επιφέρει οι Τούρκοι στη ζωή τους, οπότε το να έχουν και μια Τουρκάλα να τους επισκέπτεται ήταν πια υπερβολικό. Τους αρκούσε το σπίτι του Κεμάλ για να θυμούνται τους Τούρκους και τα καταστροφικά τους έργα, δε χρειάζονταν και την Τουρκάλα στη ζωή τους. Οι γονείς του Ιωάννου ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την περιουσία τους και τον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εξαιτίας των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν ήθελαν να έχουν επαφές μαζί τους. Βέβαια, ακριβώς το γεγονός ότι ήταν πρόσφυγες αποτέλεσε τελικά και την αιτία που κατάφεραν πολύ γρήγορα να καταλάβουν το λόγο που τους επισκεπτόταν η Τουρκάλα και να κατανοήσουν τα συναισθήματα νοσταλγίας που έφερναν τη γυναίκα αυτή ως τη Θεσσαλονίκη. Όπως οι γονείς του Ιωάννου είχαν εγκαταλείψει τα πατρικά τους σπίτια στην Ανατολική Θράκη και είχαν πάντοτε στο νου τους τον πόνο που τους είχε προκαλέσει η ξαφνική φυγή από τα πατρογονικά τους εδάφη, έτσι και η γυναίκα αυτή είχε προφανώς εκδιωχθεί από τη Θεσσαλονίκη και ήθελε να δει ξανά το σπίτι που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Με τη σκέψη αυτή η οικογένεια του Ιωάννου κατόρθωσε να κατανοήσει τον πόνο και τη νοσταλγία της Τουρκάλας, καθώς πέρα από τις διαφορές που χώριζαν τις δύο χώρες, ο πόνος της προσφυγιάς είναι κοινός και το ίδιο δυσβάστακτος και για τους δύο λαούς. Είναι, βέβαιο, πως και οι ίδιοι αν μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ανατολική Θράκη για να δουν ξανά τα μέρη όπου μεγάλωσαν και είχαν τόσες αναμνήσεις, θα το έκαναν, οπότε μπορούσαν να νιώσουν τα δυνατά συναισθήματα που παρακινούσαν την Τουρκάλα να φτάνει ως το κατώφλι του σπιτιού τους.


Γιώργος Ιωάννου: «Η αφηγηματική ύλη των πεζογραφημάτων του Ιωάννου «θησαυρίστηκε» με δύο κυρίως «όργανα»: τη μνήμη και την παρατήρηση».

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα μούρα;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Edgar Degas

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα μούρα; Γιατί επεκτείνεται, κατά την άποψή σας, στην αναλυτική περιγραφή του δέντρου τους και του καρπού του;

Ο αφηγητής μη γνωρίζοντας τη σχέση που είχε η ξένη γυναίκα με το σπίτι της οικογένειάς του αποδίδει την ευχαρίστηση που της προσέφεραν τα μούρα, από το δέντρο που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού, στο γεγονός ότι δεν ήταν από τα συνηθισμένα άγευστα μούρα, καθώς επρόκειτο για μεγάλα κόκκινα μούρα, ξινά σαν βύσσινα. Η ιδιαίτερη γεύση επομένως που είχαν τα μούρα αυτά καθιστούσε απόλυτα λογικό το γεγονός ότι η ξένη γυναίκα τα απολάμβανε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Η εκτεταμένη περιγραφή της μουριάς λειτουργεί αφενός ως στοιχείο επιβράδυνσης στο πλαίσιο της αφήγησης, καθώς ο χρόνος της αφήγησης επεκτείνεται και ξεπερνά το χρόνο της ιστορίας και αφετέρου λειτουργεί ως έμμεσος προϊδεασμός για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην Τουρκάλα και το σπίτι του αφηγητή. Το γεγονός ότι το δέντρο αυτό ήταν παλιό και τεράστιο, όπως μας λέει ο αφηγητής, σημαίνει ότι βρίσκεται εκεί πάρα πολλά χρόνια και άρα βρισκόταν εκεί πολύ προτού πάρει το σπίτι η προσφυγική οικογένεια του συγγραφέα. Είναι λογικό επομένως ότι το δέντρο κατά την πολύχρονη ύπαρξή του έχει προσφέρει τους καρπούς του σε πολλούς ανθρώπους.
Εφόσον η πρώτη επίσκεψη της Τουρκάλας έγινε το 1936 και με δεδομένο ότι η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τους Έλληνες το 1912, είναι λογικό ένα τόσο μεγάλο και παλιό δέντρο να βρίσκεται εκεί πολύ περισσότερο καιρό από τα μόλις 24 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την απελευθέρωση της πόλης.
Η μουριά επομένως λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση της πόλης και την περίοδο που η πόλη ήταν τουρκοκρατούμενη. Παρά την πληθυσμιακή αλλαγή της πόλης, η μουριά αποτελεί συνεκτικό δεσμό που διατρέχει την ιστορία της περιοχής και ενώνει τους Τούρκους κατοίκους με τους Έλληνες.


Γιώργος Ιωάννου: Το έργο του Ιωάννου αποπνέει την έντονη αίσθηση μιας χαμένης ζωής μέσα σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη με μεγάλη ιστορία.

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Η κεντρική μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα, κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή τη νοσταλγική της διάθεση;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mahir Guven

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Η κεντρική μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα, κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή τη νοσταλγική της διάθεση;



Η επιθυμία της Τουρκάλας να βρεθεί ξανά στο χώρο που μεγάλωσε, η νοσταλγία της δηλαδή, γίνεται κατ’ αρχάς εμφανής από το γεγονός ότι ανά διαστήματα ταξιδεύει ως τη Θεσσαλονίκη για να μπορέσει να περάσει λίγη ώρα στο κατώφλι του πατρικού της σπιτιού. Έπειτα ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί τις πολύτιμες στιγμές που περνά κοντά στο παλιό της σπίτι δείχνει ότι έχει δημιουργήσει μια μορφή ιεροτελεστίας κατά την οποία ανακαλεί στη σκέψη της τα πρόσωπα που κυριαρχούσαν στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας, πρόσωπα που ίσως να μην υπάρχουν πια, καθώς τα μαύρα ρούχα που φορά αποτελούν ένδειξη πένθους. «Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα.» Η Τουρκάλα αποτίνει φόρο τιμής στα μέλη της οικογένειάς της, μιας και η παρουσία της στο κατώφλι του σπιτιού δεν αρκεί να αναβιώσει τις περασμένες μέρες της ευτυχίας της, χρειάζεται να έχει κοντά της και τα πρόσωπα που πλούτισαν με τη ζεστασιά και την αγάπη τους τη ζωή της κι αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει νοητά με την αναφορά των ονομάτων τους.
Η Τουρκάλα, παράλληλα, επιχειρεί να επαναφέρει τις μνήμες του παρελθόντος γευόμενη τα μούρα από το δέντρο του σπιτιού, που με τη γεύση τους την γυρίζουν χρόνια πίσω και της προσφέρουν μια πιο απτή υπενθύμιση των χρόνων της ευτυχίας. «Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση»: η Τουρκάλα απολαμβάνει τα φρούτα που έτρωγε όταν ήταν μικρή κι αφήνεται σ’ ένα ταξίδι νόστου στα περασμένα. Τα μούρα, όπως και το νερό από το πηγάδι του σπιτιού, αποτελούν τα πια απτά μέσα για να μπορέσει η γυναίκα αυτή να έρθει σ’ επαφή με τα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και εκτιμά πάρα πολύ το γεγονός ότι η οικογένεια των Ελλήνων που μένουν τώρα στο σπίτι που εκείνη μεγάλωσε, της τα προσφέρουν με προθυμία. «Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: “Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό”.


Γιώργος Ιωάννου «Η αποζημίωση» παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Σε ποιο σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τεχνική της προοικονομίας και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mahir Guven

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Σε ποιο σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τεχνική της προοικονομίας και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν; Πώς συνδέονται οι τελευταίες φράσεις: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης … Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα» με το υπόλοιπο πεζογράφημα;

Προοικονομία στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» έχουμε ήδη από την αρχική περιγραφή της Τουρκάλας, η οποία παρουσιάζεται να έχει αρχοντική ομορφιά και τόσο ευγενικούς τρόπους που δεν μπορούσε παρά να είναι αρχόντισσα. Ο συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει αμέσως την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας, αλλά μας δίνει κάποιες ενδείξεις για την αρχοντική της καταγωγή, έτσι ώστε όταν φτάνουμε στη διήγηση της γριάς γυναίκας που κλείνει το διήγημα και γίνεται λόγος για την κόρη του Τούρκου μπέη να μπορέσουμε ευκολότερα να ταυτίσουμε την άγνωστη μαυροφορεμένη Τουρκάλα με την κόρη του μπέη που σπάραζε όταν αναγκάστηκε η οικογένειά της να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και το σπίτι τους. Η τελευταία αυτή διήγηση δημιουργεί το σχήμα κύκλου που κλείνει το πεζογράφημα επαναφέροντας την αφήγηση στην Τουρκάλα, η οποία αποτελεί άλλωστε και το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας.
Πέρα, πάντως, από την αρχική αυτή προοικονομία μπορούμε να εντοπίσουμε δύο ακόμη, καθώς αφενός η καταστροφή του πηγαδιού μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού που θα ακολουθήσει, κι αφετέρου η έντονη θλίψη της Τουρκάλας όταν έρχεται αντιμέτωπη με την καταστροφή του σπιτιού αποτελεί σαφή ένδειξη πως η γυναίκα αυτή δεν έχει πια λόγους να επιστρέψει ξανά στη Θεσσαλονίκη.

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Θεσσαλονίκη

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση του;


Ο Ιωάννου αγαπά ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη και θεωρεί πολύ άσχημο τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι εργολάβοι προκειμένου να κερδίσουν χρήματα χτίζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτίρια, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική της πόλης. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν παραδοσιακά και καλαίσθητα σπίτια, χτίζουν πλέον πολυκατοικίες, χωρίς καμία μέριμνα για την εικόνα της πόλης. Ο Ιωάννου αγανακτεί με την τσιμεντοποίηση της Θεσσαλονίκης και τη βίαιη απομάκρυνση κάθε στοιχείου γραφικότητας, από την κάποτε υπέροχη πόλη του. Για το συγγραφέα που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη κι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη αυτή με την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική και την γοητεία που απέπνεαν τα παλιά αρχοντικά, είναι σημαντικό πλήγμα να τη βλέπει ξαφνικά να μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη με γκρίζες πολυκατοικίες και καμία ομορφιά.
Στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» η αγανάκτηση του συγγραφέα είναι εμφανής, καθώς δε διστάζει να χρησιμοποιήσει έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα που δε σέβονται τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης και επιμένουν στον άναρχο εκσυγχρονισμό της. Για παράδειγμα, όταν η Τουρκάλα αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, ο συγγραφέας μας εξηγεί: «Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι». Ο Ιωάννου με τη χρήση του επιθέτου «σιχαμένος» εκφράζει με τον πλέον σαφή τρόπο την αγανάκτηση που του προκαλεί η πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του σπιτιού να καταστρέψει το πηγάδι, από το οποίο η οικογένεια προμηθευόταν νερό. Παρά την ευκολία που επιφέρει η ύπαρξη των εσωτερικών σωλήνων και της βρύσης, ο συγγραφέας μοιάζει να προτιμά την κούραση του πηγαδιού, αλλά και το σαφώς πιο αγνό νερό που αντλούσαν από αυτό. Η καταστροφή του πηγαδιού, πάντως, μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την έλευση του εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει στη χώρα λίγο προτού ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
Η αρνητική στάση του Ιωάννου απέναντι στον εκσυγχρονισμό της πόλης γίνεται πιο έκδηλη όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην πολυκατοικία που χτίστηκε στη θέση του παλιού τους σπιτιού, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης από τους Ιταλούς τον πρώτο χρόνο του πολέμου. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία από τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος». Παρατηρούμε πως ο Ιωάννου αντιμετωπίζει με καθαρά υποτιμητικό τρόπο τους εργολάβους, οι οποίοι κατά την άποψή του αποτελούν σημαντικούς φορείς του εκσυγχρονισμού της πόλης, υπό την έννοια πως αυτοί αναλαμβάνουν το χτίσιμο των πολυκατοικιών που τόσο επιβαρύνουν την εικόνα της πόλης. Ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους συμμορία, θέλοντας να τονίσει πως η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και χαρακτηρίζει τα έργα τους, τις πολυκατοικίες δηλαδή, φρικαλέες και εξαμβλώματα. Με τα επίθετα αυτά ο συγγραφέας επιχειρεί να εκφράσει με έμφαση την πλήρη απαξίωση που έχει για τα δημιουργήματα των εργολάβων. Επιπλέον, ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους γελοίους και τους ειρωνεύεται όταν αναφέρεται στο πονηρό μυαλό τους, αλλά και στο μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, μιας και το μόνο που απασχολεί τους εργολάβους είναι πως θα χτίσουν ακόμη μεγαλύτερα κτίρια, για να διασφαλίσουν έτσι περισσότερο κέρδος.
Ο Ιωάννου, επομένως, στα πλαίσια ενός εσωτερικού μονολόγου καταθέτει τις σκέψεις του για την επιζήμια δράση των εργολάβων και φροντίζει με μια σειρά επιθέτων να εκφράσει την απαρέσκειά του για τα έργα τους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επομένως τη λεκτική ειρωνεία για να αποτυπώσει εναργέστερα την αντίθεσή του στον εκσυγχρονισμό της πόλης.

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Να χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή της μορφής και της συμπεριφοράς της.

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mahir Guven

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Να χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή της μορφής και της συμπεριφοράς της.


Η άγνωστη γυναίκα που έρχεται ανά διαστήματα στο σπίτι του συγγραφέα είναι μαυροφορεμένη, γεγονός που σημαίνει πως έχει κάποιο πένθος στην οικογένειά της και φαίνεται πολύ κουρασμένη, αποτέλεσμα είτε κάποιου μακρινού ταξιδιού είτε εν γένει δυσκολιών στη ζωή της που την έχουν καταβάλει. Ο συγγραφέας μας επισημαίνει ότι η γυναίκα αυτή διατηρούσε ακόμη στοιχεία μιας αρχοντικής ομορφιάς, κάτι που μας υποδεικνύει πως δεν βρίσκεται πια στα χρόνια της νεότητάς της. Η αρχοντική ομορφιά της, πάντως, σε συνδυασμό με την ευγένεια στη συμπεριφορά και τους τρόπους της, υποδηλώνουν πως η γυναίκα αυτή ανήκε σε κάποια καλή οικογένεια και πως είχε μεγαλώσει σε κάποιο αρχοντικό σπίτι. Επρόκειτο, επομένως για μια γυναίκα που έχει ανατραφεί με καλούς τρόπους από κάποια πλούσια οικογένεια και έχει διατηρήσει την ευγενική της συμπεριφορά. Το γεγονός, επίσης, ότι μιλάει τούρκικα σημαίνει πως είτε ήταν Τουρκάλα είτε ήταν μια από τις Ελληνίδες που είχαν μεγαλώσει στην Ανατολική Θράκη και είχε φύγει από τα μέρη εκείνα λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κάθεται πάντοτε στο κατώφλι της αυλής και κοιτάζει το σπίτι του συγγραφέα με εμφανή συναισθηματική ένταση, παραμιλώντας σιγανά και επαναλαμβάνοντας διάφορα ονόματα. Η συγκεκριμένη αυτή διαδικασία που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά που η άγνωστη γυναίκα ερχόταν στο σπίτι του Ιωάννου δείχνει πως η γυναίκα βρισκόταν εκεί για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, σαν να έχει κάποιο ψυχικό δεσμό με το σπίτι αυτό και βρίσκεται εκεί για να αποδώσει φόρο τιμής σε ανθρώπους και γεγονότα του παρελθόντος. Άλλωστε, τόσο η εμφανής ευχαρίστηση που έχει κάθε φορά που τρώει μούρα από το δέντρο που υπήρχε στο σπίτι, όσο και η ευχή που έδινε στην οικογένεια του Ιωάννου όταν της προσέφεραν νερό από το πηγάδι του σπιτιού, καθιστά εμφανές το γεγονός πως η γυναίκα αυτή εκτιμούσε σε μεγάλο βαθμό τις στιγμές που βρισκόταν στο χώρο εκείνο.

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε να εντοπίσετε τα διαφορετικά επίπεδά του;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mahir Guven

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε να εντοπίσετε τα διαφορετικά επίπεδά του; Σε ποια σημεία της αφήγησης χρησιμοποιείται η τεχνική της επιβράδυνσης και σε ποια η τεχνική της επιτάχυνσης;


Η αφήγηση έχει οργανωθεί σε τρία βασικά επίπεδα χρόνου: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Το παρόν της αφήγησης δίνεται φευγαλέα όταν έχουν πια δοθεί τα βασικά σημεία της ιστορίας και ο αφηγητής μας έχει ήδη παρουσιάσει τις επισκέψεις της Τουρκάλας. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους». Το παρόν της αφήγησης τοποθετείται αρκετό καιρό μετά το τέλος του πολέμου, όταν πια η πόλη βρίσκεται σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού που δημιουργεί μεγάλη ενόχληση στο συγγραφέα. Μάλιστα, μπορούμε να εντοπίσουμε το παρόν της αφήγησης, χωρίς και πάλι να προσδιορίζεται χρονικά, στην αρχή της διήγησης «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα...». Όταν ο Ιωάννου ξεκινά την αφήγηση της ιστορίας κάθε τι που σχετίζεται με τις επισκέψεις της Τουρκάλας αποτελεί παρελθόν.
Επομένως, παρελθόν της αφήγησης αποτελούν τα γεγονότα που αφορούν τις επισκέψεις της Τουρκάλας, οι οποίες ξεκινούν το 1936 και ολοκληρώνονται λίγο μετά το τέλος του πολέμου, οπότε η Τουρκάλα έρχεται στη Θεσσαλονίκη -απ’ όσο γνωρίζει ο αφηγητής- για τελευταία φορά. Στο παρελθόν επίσης τοποθετείται και η αναφορά με την οποία κλείνει το διήγημα, όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα θυμάται τον έντονο πόνο που βίωσε η κόρη του μπέη, που έμενε στο παλιό σπίτι του συγγραφέα, όταν η οικογένειά της είχε αναγκαστεί να φύγει από κει. Η αναφορά της γριάς γυναίκας μας γυρίζει πίσω στα γεγονότα που συνέβησαν όταν προφανώς με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 η οικογένεια της Τουρκάλας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη.
Ενώ, η αφήγηση επεκτείνεται στο μέλλον με την αναφορά του Ιωάννου ότι σκοπεύει να παραφυλάει νύχτα μέρα για να εμποδίσει τους εργολάβους να χτίσουν ένα νέο εξάμβλωμα εκεί που κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειάς του.
Η τεχνική της επιβράδυνσης χρησιμοποιείται από τον Ιωάννου όταν αναφέρεται στις επισκέψεις της Τουρκάλας, μιας και αυτές αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της αφήγησής του και ο συγγραφέας επιθυμεί να μας μεταφέρει με αρκετές λεπτομέρειες τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα της γυναίκας αυτής. Επιβράδυνση, επομένως, έχουμε όταν ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τη συμπεριφορά της γυναίκας, όταν μας δίνει στοιχεία για την εμφάνισή της αλλά και για την αρχοντιά που χαρακτήριζε τις κινήσεις της και φυσικά επιβράδυνση έχουμε όταν ο Ιωάννου στρέφει την προσοχή του στη μουριά που είχαν στο σπίτι τους και μας μιλά τόσο για το δέντρο όσο και για τον καρπό του. Τα στοιχεία, δηλαδή, που θεωρούνται σημαντικά από το συγγραφέα για την κατανόηση της ψυχολογικής κατάστασης της ηρωίδας, δίνονται αναλυτικά κι αυτό επιβραδύνει αναγκαστικά το ρυθμό της αφήγησης. Από την άλλη, όταν έχουν ολοκληρωθεί οι επισκέψεις της Τουρκάλας, ο Ιωάννου προσπερνά με δυο φράσεις αρκετά χρόνια και φτάνει στο παρόν της αφήγησης. «Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο.» Στο σημείο αυτό, επομένως, ο αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική της επιτάχυνσης καθώς θεωρεί ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1945, χρονιά της τελευταίας επίσκεψης της Τουρκάλας, μέχρι το παρόν της αφήγησης, ίσως και δύο δεκαετίες μετά, δεν έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ιστορία που μας αφηγείται γι’ αυτό και τα προσπερνά.

Ερωτήσεις ΚΕΕ Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι»: Ποιος είναι ο χώρος (στενότερος – ευρύτερος) στον οποίο εξελίσσεται η δράση; Ποια είναι οπτική γωνία της αφήγησης;

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Ιωάννου «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Ποιος είναι ο χώρος (στενότερος – ευρύτερος) στον οποίο εξελίσσεται η δράση; Ποια είναι οπτική γωνία της αφήγησης;

Ο ευρύτερος χώρος στον οποίο εξελίσσεται η δράση του διηγήματος είναι η Θεσσαλονίκη, η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο συγγραφέας. Αν θέλουμε όμως να περιορίσουμε σε στενότερα και πιο συγκεκριμένα όρια το χώρο της δράσης τότε μπορούμε να δούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων διαδραματίζεται στο κατώφλι της αυλής του σπιτιού όπου διέμενε η οικογένεια του συγγραφέα προτού ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο χώρος σταδιακά διευρύνεται για να συμπεριλάβει και το πλαϊνό σπίτι, το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ κατά την τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας έχουμε μια ακόμη διεύρυνση του χώρου ώστε να συμπεριληφθεί και το νέο σπίτι διαμονής της οικογένειας του συγγραφέα, το οποίο βρισκόταν στον ίδιο δρόμο με το παλιό, αλλά λίγο παραπάνω.
Η οπτική γωνία της αφήγησης είναι αυτή του αφηγητή – συγγραφέα, ο οποίος μας μεταφέρει τις μνήμες του από τις επισκέψεις της μυστηριώδους Τουρκάλας. Μνήμες που ξεκινούν από το 1936 όταν η Τουρκάλα ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι τους και ο συγγραφέας ήταν τότε μόλις εννέα ετών και συνεχίζουν μέχρι μετά το τέλος του πολέμου, όπου ο αφηγητής με αφορμή την καταστροφή του παλιού τους σπιτιού συνεχίζει την αφήγηση μέχρι το παρόν του και την προεκτείνει στο μέλλον αναφέροντας πως είναι αποφασισμένος να εμποδίσει τα σχέδια των εργολάβων.
Ο Ιωάννου μας δίνει τις περισσότερες διηγήσεις του με εσωτερική εστίαση, παρουσιάζοντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα θυμάται ο ίδιος, μέσα από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που δίνουν την αίσθηση της προσωπικής εξομολόγησης και ενισχύουν την οικειότητα που αποπνέουν τα πεζογραφήματά του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...