Kalle Gustafsson
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα" (ερωτήσεις σχολικού)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα" (ερωτήσεις σχολικού)
Τι ρόλο παίζει το ονειρικό στοιχείο στην αφήγηση; Υπάρχουν στοιχεία
στο διήγημα που μας μεταφέρουν διαδοχικά από τον κόσμο του ονείρου στον κόσμο
της πραγματικότητας;
Το διήγημα αναφέρεται στο όνειρο,
που έζησε ο αφηγητής, στο κύμα, τη θέαση δηλαδή του γυμνού σώματος της
Μοσχούλας κι αμέσως κατόπιν την επαφή με το θεσπέσιο σώμα της κοπέλας, στα
πλαίσια της διάσωσής της. Η μετάβαση επομένως της αφήγησης στον κόσμο του
ονείρου γίνεται κατά κύριο λόγο στις στιγμές που ο ήρωας παρατηρεί σε εκστατική
κατάσταση την ομορφιά του σώματος της κοπέλας, καθώς και στις σύντομες στιγμές
που αισθάνεται το γυμνό της σώμα επάνω του, όταν προσπαθεί να τη μεταφέρει στην
ακτή.
Η περιγραφή της Μοσχούλας που
κολυμπά αμέριμνη, δίνεται από τον συγγραφέα με εξαιρετική ποιητικότητα κι
αποτελεί επί της ουσίας το κεντρικό σημείο του κειμένου, υπό την έννοια πως μας
αποκαλύπτει το «όνειρο» του νεαρού αφηγητή. Η παρατήρηση της Μοσχούλας, θα
μπορούσε να παραταθεί από τον έκθαμβο νεαρό επ’ αόριστον, αλλά τον επαναφέρει
στον κόσμο της πραγματικότητας το βέλασμα της κατσίκας-Μοσχούλας και η ξαφνική
συνειδητοποίηση από τον ήρωα πως το αγαπημένο του ζώο μπορεί να κινδυνεύει.
Στα πλαίσια του ονείρου του
αφηγητή μας δίνεται και η ανεπανάληπτη αίσθηση που είχε ο νεαρός καθώς ένιωθε
επάνω του το σώμα της κοπέλας, την ώρα που την έσωζε από βέβαιο πνιγμό. Η
μετάβαση, όμως, από την ονειρική για τον ήρωα εμπειρία της διάσωσης, στον κόσμο
της πραγματικότητας, γίνεται απότομα, καθώς ο ήρωας περνά στο παρόν της
αφήγησης και ως ενήλικας πλέον μας πληροφορεί απλά και αποστασιοποιημένα πως η
κοπέλα επέζησε.
Πέραν, πάντως, από τις στιγμές
που ο αφηγητής βιώνει το όνειρο στο κύμα, η αφήγηση περιλαμβάνει κι άλλες
επιμέρους στιγμές όπου η ποιητικότητα της περιγραφής μας απομακρύνει από την
πραγματικότητα και μας παρασύρει σ’ έναν κόσμο ονειρικής ομορφιάς. Όταν, για
παράδειγμα, ο νεαρός παρατηρεί την ομορφιά του γιαλού και του έρχεται η
επιθυμία να κολυμπήσει, έχουμε εξαίσιες περιγραφές από τον συγγραφέα, οι οποίες
όχι μόνο τονίζουν την ομορφιά του νησιού, αλλά προετοιμάζουν και για την
κορύφωση του διηγήματος, μιας και ο χώρος που με τόση επιμέλεια περιγράφει ο
συγγραφέας είναι ο χώρος στον οποίο θα πέσει σύντομα να κολυμπήσει και η Μοσχούλα,
είναι ο χώρος δηλαδή στον οποίο ο νεαρός ήρωας θα μπορέσει να θαυμάσει την
ομορφιά του κορμιού της.
«…Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις
τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς
κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα…», «Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν
βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα
κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το
είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων».
Ο νεαρός παρατηρεί και θαυμάζει
την ομορφιά του γιαλού κι αμέσως πέφτει να κολυμπήσει, αισθανόμενος ανείπωτη
γλύκα και μαγεία, στοιχεία που μας παραπέμπουν στην ονειρική ατμόσφαιρα του
διηγήματος. Η ανησυχία του όμως για την ασφάλεια του κοπαδιού, θα τον αναγκάσει
να βγει από τη θάλασσα κι ενώ θα ετοιμάζεται να απομακρυνθεί ένας πλαταγισμός
θα τον ξαφνιάσει και θα τον επαναφέρει στον κόσμο του ονείρου. Η Μοσχούλα έχει
πέσει γυμνή στη θάλασσα.
Πώς λειτουργεί στην υπόθεση του διηγήματος η αναφορά στην προσωπική
ιστορία του πατέρα Σισώη;
Ο πατέρας Σισώης που αναφέρεται
ως το πρόσωπο που έμαθε τα πρώτα γράμματα στον νεαρό αφηγητή και άσκησε μια
πρώτη επίδραση στην προσωπικότητά του, έχει μια ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία,
η οποία ενέχει αναλογίες με την ιστορία του νεαρού όπως αυτή θα αποκαλυφθεί
σταδιακά.
Ο πατέρας Σισώης στα χρόνια της
επανάστασης ήταν μοναχός και είχε ερωτευτεί μια Τουρκοπούλα, την οποία και
παντρεύτηκε. Στην πορεία όμως συνειδητοποίησε πως είχε αθετήσει την υπόσχεσή
του να αφοσιωθεί στο Θεό κι έτσι επέστρεψε ως μοναχός στην Ιερά Μονή του
Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, όπου έκλαψε για το αμάρτημά του και κατόρθωσε να σώσει
την ψυχή του.
Η πορεία που ακολουθεί η ζωή του
πατέρα Σισώη βρίσκει αναλογίες με τη ζωή του ήρωα, καθώς και οι δύο ξεκινούν με
μια ζωή αγνότητας και κατόπιν έρχονται αντιμέτωποι με τον πειρασμό. Κι ενώ ο
πατέρας Σισώης θα ενδώσει στον πειρασμό, αλλά θα κατορθώσει να επιστρέψει στη
μοναστική ζωή, ο νεαρός θα καταπιέσει τα ερωτικά του συναισθήματα, αφήνοντάς τα
να κυριαρχήσουν στη σκέψη του και να τον αποτρέψουν τελικά από τη σωτηρία. Ο
ήρωας δεν θα μπορέσει να αφοσιωθεί στο Θεό, καθώς θεωρεί ότι ο πειρασμός θα
στέκει διαρκώς εμπόδιο στο δρόμο του, και καταλήγει έτσι να ζει μια ζωή
καταπίεσης σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, όπου ασφυκτιά.
Να προσδιορίσετε τα στάδια που προάγουν το μύθο στο διήγημα.
Στην αρχή κιόλας του διηγήματος
με την αναφορά του αφηγητή πως στα 18 του χρόνια, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει
ήταν ευτυχισμένος και πως εκείνο το καλοκαίρι ήταν η τελευταία φορά που γεύθηκε
την ευτυχία, καταγράφεται μια αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν του
αφηγητή και δημιουργείται οι πρώτες απορίες στον αναγνώστη. Ποια ήταν η πηγή
της ευτυχίας εκείνης και γιατί δεν είναι πια ευτυχισμένος ο αφηγητής;
Η παρουσίαση του παρόντος του
αφηγητή επιλύει συνοπτικά την απορία για τη σημερινή του κατάσταση, εντείνει
όμως την απορία για τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιρού. Ο αφηγητής θα
περιγράψει τον τόπο των γεγονότων, δημιουργώντας επιβράδυνση στην εξέλιξη του
διηγήματος, αλλά κατόπιν με την αναφορά του στη Μοσχούλα θα μας δώσει το πρώτο
στοιχείο για το χτίσιμο του μύθου. Τα περιστατικά των τυχαίων συνομιλιών τους
και η επιλογή του νεαρού να ονομάσει την κατσίκα του Μοσχούλα, θα αποκαλύψουν
τα συναισθήματα του ήρωα και θα θέσουν τις βάσεις της ιστορίας.
Η πορεία προς την κορύφωση της
ιστορίας θα επιβραδυνθεί από τη λεπτομερή περιγραφή του χώρου όπου θα
συναντηθούν τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, ενώ το ξαφνικό πλατάγισμα που θα
ακούσει ο ήρωας, καθώς η Μοσχούλα θα πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει, θα
δημιουργήσει συνθήκες ενδιαφέροντος και αγωνίας για τη στάση του ήρωα.
Η θέαση του γυμνού σώματος, θα
αποτελέσει την πρώτη κορύφωση της ιστορίας, ενώ οι διάφοροι συλλογισμοί του
νεαρού για το πώς να διαφύγει, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη Μοσχούλα, θα
δώσουν μια στατική διάσταση στα γεγονότα.
Το βέλασμα όμως της κατσίκας και
ο πανικός της κοπέλας, θα ωθήσουν την ιστορία σε νέα κορύφωση, με τον ήρωα να
κινείται αποφασιστικά για τη σωτηρία της. Εδώ, το όνειρο στο κύμα, θα περάσει
από την απλή θέαση, στην άμεση αντίληψη, στην επαφή και ο νεαρός θα αισθανθεί
την ευτυχία του να κορυφώνεται.
Ποια είναι η άποψη του αφηγητή για την «κοσμική» μόρφωση;
Ο αφηγητής συνδυάζει στο μυαλό
του την απώλεια της ελεύθερης και ευδαιμονικής διαβίωσης, με την μακρόχρονη
ενασχόλησή του με την κοσμική μόρφωση. Το γεγονός ότι τώρα πια βρίσκεται
εγκλωβισμένος στο γραφείο ενός επιφανούς δικηγόρου και αισθάνεται πως παρά τους
κόπους του δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε το σπουδαίο, ο αφηγητής το προσάπτει
στις πολύχρονες σπουδές του. Ενώ θα μπορούσε με τα λίγα γράμματα που του είχε
μάθει ο πάτερ Σισώης να αφοσιωθεί, ως μοναχός, στη λατρεία του Θεού και να
σώσει την ψυχή του, κατέληξε να είναι ένας δυστυχισμένος ασκούμενος δικηγόρος. Η
άποψή του, επομένως, για την κοσμική μόρφωση είναι καθαρά αρνητική, καθώς τη
θεωρεί αν όχι τελείως περιττή, πάντως σίγουρα επιζήμια.
Αποβαίνει λυτρωτικό ή βασανιστικό για τον αφηγητή το «ζωντανό»
όνειρό του;
Η θέαση του γυμνού σώματος της
Μοσχούλας, θα αποτελέσει μια εμπειρία καθοριστική για τη μετέπειτα ζωή του
αφηγητή, υπό την έννοια πως έχοντας στη σκέψη του την ομορφιά του κορμιού της
και την ιδιαίτερη απόλαυση που του προσέφερε η σύντομη επαφή με το σώμα της, τη
στιγμή που τη διέσωζε, θα θεωρήσει πως δεν είναι ικανός να ακολουθήσει
μοναστική ζωή. Ο νεαρός έρχεται σ’ επαφή με τον πειρασμό, αλλά καταπιέζει την
επιθυμία του και δεν επιδιώκει την ολοκλήρωση του πόθου του, στοιχείο που
οδηγεί στην εξιδανίκευση της κοπέλας και στην απόλυτη κυριαρχία της στη σκέψη
του.
Ο αφηγητής, βέβαια, στην πορεία
κι έχοντας γνωρίσει καλύτερα τον κόσμο και τις άσχημες πτυχές του,
συνειδητοποιεί πως η εμπειρία αυτή όχι μόνο δεν θα έπρεπε να τον αποτρέψει από
την απόφασή του να μονάσει, αλλά πολύ περισσότερο θα έπρεπε να τον ωθήσει στο
να γίνει κληρικός. Ο νεαρός αφήνει τον πειρασμό να τον απομακρύνει από τη
μοναστική ζωή, καθώς πιστεύει πως κάθε επαφή του με γυναίκες θα του προσφέρει μια τόσο υψηλή
συναισθηματική απόλαυση κι εγρήγορση. Ενώ, όπως διαπιστώνει στην πορεία, η
πραγμάτωση της ερωτικής του επιθυμίας, αντί να λειτουργήσει ως πηγή ευτυχίας,
λειτούργησε ως αιτία βαθιάς απογοήτευσης. Ο νεαρός συνειδητοποιεί πως τα
συναισθήματα που είχε για τη Μοσχούλα δεν μπορούν να επαναληφθούν και πως οι
ιδιοτελείς περιπτύξεις και οι κυνέρωτες, δεν έχουν απολύτως τίποτε να του
προσφέρουν.
Η επαφή του, επομένως, με το
όνειρο στο κύμα, όχι μόνο δεν τον λυτρώνει, αλλά τον οδηγεί σε μια λανθασμένη
επιλογή για το μέλλον του και παράλληλα θέτει ένα εξιδανικευμένο μέτρο
σύγκρισης για κάθε επόμενη ερωτική του σχέση, που του στερεί την ευκαιρία να
απολαύσει τουλάχιστον την ερωτική ελευθερία της κοσμικής ζωής. Έτσι, ο αφηγητής
ούτε κατορθώνει να μονάσει, ούτε καταφέρνει να ζήσει ευτυχισμένος ως απλός
πολίτης.
Με υλικά του διηγήματος συνθέστε το πρόσωπο
α) του ώριμου αφηγητή της ιστορίας και
β) του νεαρού βοσκόπουλου.
Να επιχειρήσετε επίσης να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
α) Ποια είναι η αιτία της δυστυχίας του ώριμου αφηγητή;
β) Ποια η πηγή της ευτυχίας του νεαρού βοσκόπουλου;
α) Ο ώριμος αφηγητής της ιστορίας
είναι ένας δικηγόρος που εργάζεται ακόμη ως απλός βοηθός στο γραφείο ενός
επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτή, τον οποίο όμως μισεί, πιθανότατα γιατί είναι
προστάτης κι ευεργέτης του, γεγονός που καθιστά αυτόματα κάθε διαμαρτυρία του
αφηγητή ως αχαριστία. Ο αφηγητής αισθάνεται καταπιεσμένος, γιατί δεν έχει
αρκετά χρήματα και γιατί δεν έχει την ελευθερία να πράττει και να λέει ό,τι
επιθυμεί, μιας και οφείλει να περιορίζεται στα στενά όρια της δικαιοδοσίας που
του παρέχει η θέση του στο γραφείο όπου εργάζεται. Η ζωή του στην Αθήνα και οι
μακροχρόνιες σπουδές του (δύο ιερατικές σχολές), έχουν αλλάξει το χαρακτήρα του
αφηγητή, που έχει πια χάσει την αθωότητα των εφηβικών του χρόνων κι έχει
αποκτήσει μια κυνική αντιμετώπιση της ζωής και των ανθρώπων.
β) Ο νεαρός αφηγητής, στα 18 του
χρόνια εργάζεται ως βοσκός για την Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, βρίσκεται στην
ακμή της νεότητάς του, έχει όμορφο παρουσιαστικό και καλά γυμνασμένο σώμα. Η
ζωή του κοντά στη φύση του νησιού, του προσφέρει ψυχική γαλήνη και μια πρωτόγονη
σχεδόν διάθεση να απολαύσει τις ομορφιές της ζωής. Είναι αγνός στην ψυχή και
παρά τα πενιχρά του εισοδήματα, εφευρίσκει τρόπους να καλύπτει τις
βιοποριστικές του ανάγκες, χωρίς να διαμαρτύρεται ή να απογοητεύεται από τη ζωή
του. Η αθωότητα που τον διακρίνει γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή στον τρόπο με τον
οποίο αντιμετωπίζει τα ερωτικά συναισθήματα που έχει για τη Μοσχούλα, αν και
δεν κατορθώνει να ελέγξει πλήρως τον εαυτό του όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον
πειρασμό.
α) Ο ώριμος αφηγητής αισθάνεται
δυστυχισμένος στην Αθήνα, κυρίως γιατί έχει απομακρυνθεί από την ξέγνοιαστη ζωή
της απόλυτης ελευθερίας και της συνεχούς επαφής με τη φύση, όπως την είχε
συνηθίσει μέχρι τα εφηβικά του χρόνια. Η αίσθηση δυστυχίας, όμως, ενισχύεται
και από την έλλειψη χρημάτων, αλλά και από την αδυναμία του να αναβιώσει τα
συναισθήματα του αγνού έρωτα που είχε αισθανθεί για τη Μοσχούλα. Ο ώριμος
αφηγητής αντιμετωπίζει τις γυναίκες πλέον ως φορείς πειρασμού και δεν μπορεί να
φτάσει ξανά στο σημείο της πλήρους εξιδανίκευσης, όπως είχε συμβεί όταν είχε
ερωτευτεί τη Μοσχούλα. Γνωρίζει πλέον την επαφή με τις γυναίκες μέσα από τον
αγοραίο έρωτα και δεν έχει τη δυνατότητα να αφεθεί στην ομορφιά που προσφέρει
το αγνό ερωτικό συναίσθημα.
Παράλληλα, ο ενήλικας αφηγητής,
έχει μετανιώσει για την απόφασή του να μην γίνει κληρικός και αντιμετωπίζει
πλέον τη ζωή που ακολούθησε ως απόρροια μιας λανθασμένης επιλογής.
β) Το νεαρό βοσκόπουλο είναι,
χωρίς να το συνειδητοποιεί, απόλυτα ευτυχισμένο, καθώς έχει την ευκαιρία να ζει
ελεύθερο και να απολαμβάνει την ομορφιά και την αίσθηση πληρότητας που χαρίζει
η επαφή με τη φύση. Ο νεαρός αφηγητής αισθάνεται πως βρίσκεται σε απόλυτη
ταύτιση με τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα νιώθει πως όλος
ο χώρος στον οποίο κινείται είναι δικός του, μιας και είναι ελεύθερος να
πηγαίνει όπου θέλει και να εκμεταλλεύεται ό,τι έχει να προσφέρει η γη του
νησιού του. Με τις πενιχρές του γνώσεις και με την έλλειψη ουσιαστικής επαφής
με την άσχημη πλευρά του κόσμου, ο νεαρός ζει διατηρώντας την αγνότητα της ψυχής
του και την αθωότητα στη θέαση του κόσμου.
Επιπλέον, τα ανομολόγητα ερωτικά
του συναισθήματα για τη Μοσχούλα κοσμούν την καθημερινότητά του με τη γλυκιά
αδημονία για την επόμενη ευκαιρία να δει και να θαυμάσει την αγαπημένη του.
Διαφέρει η Μοσχούλα του Ονείρου από τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας;
Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε να παραλείψει την αναφορά στην τύχη της
ενήλικης Μοσχούλας;
Η κατά δύο χρόνια νεότερη από τον αφηγητή
Μοσχούλα είναι λογικό να έχει αλλάξει με το πέρασμα των χρόνων και να έχει
χάσει την αθωότητα των 16 της χρόνων, όπως άλλωστε και ο αφηγητής δεν είναι πια
ο αγνός νέος που ήταν στα 18 του. Εντούτοις, θα πρέπει να καταστεί σαφές πως η
άποψη που σχηματίζουμε για τη Μοσχούλα βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στα
σχόλια που κάνει ο αφηγητής για εκείνη. Επομένως, όταν ο ώριμος αφηγητής
σχολιάζει πως τώρα πια η Μοσχούλα είναι μια απλή κόρη της Εύας, όπως όλες οι
γυναίκες, εκείνο που κυρίως αντιλαμβανόμαστε είναι η αλλαγή στον τρόπο που ο
αφηγητής αντιμετωπίζει τη Μοσχούλα, αλλά και τις γυναίκες γενικότερα. Ο
μισογυνισμός του αφηγητή και η αρνητική του αντιμετώπιση για τις γυναίκες, που
προκύπτει από την αδυναμία του να εκπληρώσει τον εφηβικό του έρωτα και από την
μετέπειτα απογοήτευσή του από τις συναισθηματικά κενές επαφές του με τις
γυναίκες, δεν βαρύνει τη Μοσχούλα, αλλά τη συναισθηματική ανωριμότητα του
αφηγητή.
Η Μοσχούλα, πιθανότατα, με το
πέρασμα των χρόνων θα δημιούργησε δική της οικογένεια και φυσικά θα έπαψε να
έχει την ομορφιά και τη γοητεία των δεκαέξι της χρόνων, χωρίς όμως αυτό να
σημαίνει ότι αλλοιώθηκε η ηθική της ακεραιότητα. Ο Παπαδιαμάντης, επομένως,
εντάσσει το σχόλιο του αφηγητή, την αναφορά του δηλαδή για την τύχη της
κοπέλας, περισσότερο για να αναδείξει την εξέλιξη του ίδιου του ήρωα και του
τρόπου με τον οποίο βλέπει πλέον τις γυναίκες. Ο ήρωας έχοντας χάσει την
ευκαιρία να βιώσει τον έρωτά του για τη Μοσχούλα στην πληρότητά του, κατέληξε
να γνωρίσει τον έρωτα, χωρίς την εξαγνιστική παρέμβαση της συναισθηματικής
επαφής και της εξιδανίκευσης του άλλου προσώπου, βιώνοντας έτσι την απογοήτευση
της χωρίς συναισθηματικό περιεχόμενο ερωτικής επαφής, που τον οδήγησε σε μια
απαξίωση των γυναικών συλλήβδην.
Η Μοσχούλα του ονείρου, η κοπέλα
των δεκαέξι ετών, με την ιδανική ομορφιά που καθηλώνει τον ήρωα και του δημιουργεί
την αίσθηση πως ζει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, δεν υπάρχει πια,
καθώς το πέρασμα του χρόνου είναι αμείλικτο και τίποτε δεν μπορεί να διαρκέσει
για πάντα. Η Μοσχούλα του παρόντος είναι μια ενήλικη γυναίκα, που η ύπαρξή της
δεν μπορεί να επηρεάσει συναισθηματικά τον ήρωα, ο οποίος όχι μόνο την έχει
απομυθοποιήσει, αλλά την έχει εντάξει στο μυαλό του μαζί με όλες τις άλλες
γυναίκες, για τις οποίες δεν τρέφει πια καμία εκτίμηση.
Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα, στα οποία διαφαίνεται αντινομία του
φυσικού (ποιμενικού) με τον κοινωνικό (αστικό) βίο;
Η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα
στη ζωή του ενήλικα αφηγητή και στη ζωή του εφήβου αφηγητή, βασίζεται σε μεγάλο
βαθμό στο γεγονός ότι ο ήρωας έχει απομακρυνθεί από την αρμονική ζωή του
ποιμενικού του βίου. Από τη μία έχουμε την ελευθερία, την αγνότητα και την
ευδαιμονική επαφή με τη φύση κι από την άλλη την καταπίεση, τη δυστυχία και την
κυνικότητα που συνοδεύουν τον αστικό βίο και τη γνωριμία με τις αρνητικές
πτυχές της κοινωνικής συνύπαρξης.
Ο ενήλικας αφηγητής αναγκάζεται
να ζει με βάση τις κοινωνικές συμβάσεις και μέσα στα όρια που του επιτρέπει η
εργασιακή και κοινωνική του θέση, σε αντίθεση με την ελευθερία που βίωνε όταν
ζούσε στο νησί του, κινούμενος στα βουνά και τις παραλίες, μακριά από τους
πολλαπλούς περιορισμούς που θέτει η αστική ζωή. Ο ενήλικας αφηγητής δεν χάνει
μόνο την ελευθερία του, αλλά και την ευτυχία που του προσέφερε η αθωότητα των
εφηβικών του χρόνων. Ερχόμενος σ’ επαφή με τους ανθρώπους της πόλης, με τις
εκφάνσεις εκφυλισμού του αστικού βίου, όπως είναι ο αγοραίος έρωτας και οι
ιδιοτελείς περιπτύξεις, χάνει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και το
κυριότερο χάνει την ικανότητά του να διακρίνει την ομορφιά και την αγάπη που
μπορεί να αντληθεί μέσα από μια ουσιαστική επαφή.
Οι πολυετείς σπουδές και η
γνωριμία με τις άσχημες πτυχές της κοινωνίας, μεταλλάσσουν τον κάποτε αγνό και
ανέμελο έφηβο, σ’ έναν δυστυχισμένο και καταπιεσμένο ενήλικα που αδυνατεί πλέον
να βρει πηγές ευτυχίας στη ζωή του.
Ποια στοιχεία προσδίδουν στο διήγημα ποιητική λειτουργία;
Η ποιητικότητα του διηγήματος
είναι προφανής τόσο στις περιγραφές του τοπίου όσο και στην περιγραφή της
εξαίσιας ομορφιάς της νεαρής κοπέλας. Ο Παπαδιαμάντης κατέχει μια ξεχωριστή
περιγραφική ικανότητα, η οποία στο συγκεκριμένο διήγημα λειτουργεί πολυσήμαντα,
καθώς πέρα από το γεγονός ότι πλαισιώνει το αφηγηματικό μέρος, κατορθώνει να
ενισχύσει το ονειρικό στοιχείο που αποτελεί την ουσία όλου του διηγήματος.
Είναι σημαντικό πάντως να
προσέξουμε πως οι ποιητικές περιγραφές που συναντάμε στο διήγημα αναφέρονται
στην περιγραφή του χώρου όπου οι δύο ήρωες θα συναντηθούν -άθελά τους- και ο
νεαρός βοσκός θα έχει την ευκαιρία να αντικρίσει το όνειρο στο κύμα. Η φροντίδα
του συγγραφέα αποσκοπεί στο να αποδώσει στο σκηνικό χώρο τη μαγεία εκείνη και
την ομορφιά που μπορεί να δικαιολογήσει την εμφάνιση και τη βίωση ενός ονείρου.
Ο γιαλός και η θάλασσα όπου θα αποκαλυφθεί το όνειρο του νεαρού, κατέχουν
ομορφιά άξια για να υποδεχτεί το ανείπωτο κάλλος του γυμνού σώματος της
κοπέλας.
Η ποιητικότητα, πάντως, του
διηγήματος φτάνει στην κορύφωσή της όταν ο νεαρός παρακολουθεί μαγεμένος την
αγαπημένη του να κολυμπά στη θάλασσα και το νερό χαϊδεύει αναδεικνύοντας και
συνάμα αποκρύπτοντας μέρη του σώματός της.