Design Turnpike
Εύα Νεοκλέους «Ήχος σειρήνων»
Υπόκωφος ήχος σειρήνων.
Σαράντα ένα, συν ένα,
συν χρόνια χωρίς αριθμό.
Συριστικός ήχος σειρήνων.
Στις πέντε και τριάντα το πρωί.
Ώρα σκοταδιού.
Διαπεραστικός ήχος σειρήνων.
Βρυχηθμός πληγών
που αιμάσσουν.
Σε νησί
με μνήμες
οδύνες...
Εύα Νεοκλέους, Λευκή Σελίδα, Εκδόσεις
Το Ροδακιό, 2020
Στις 20 Ιουλίου του 1974 στις ακτές της
Κερύνειας ξεκίνησε η φονική τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό
αποτελεί το βασικό υλικό του ποιήματος της Εύας Νεοκλέους, που με χαρακτηριστική
λιτότητα εκφραστικών μέσων, μάς υπενθυμίζει δραστικά τη διάρκεια και την ένταση
του πόνου των ανθρώπων της Κύπρου.
«Υπόκωφος ήχος σειρήνων.
Σαράντα ένα, συν ένα,
συν χρόνια χωρίς αριθμό.»
Στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε και μισή το
πρωί, ακούστηκε ο ήχος των σειρήνων που ειδοποιούσε τους κατοίκους της Κύπρου
για την τουρκική εισβολή. Έκτοτε κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία και την ίδια
ώρα ηχούν ξανά οι σειρήνες, όχι πια για να ειδοποιήσουν, αλλά για να
υπενθυμίσουν το τραγικό αυτό γεγονός, οι συνέπειες του οποίου συνεχίζουν να
ταλανίζουν τους ανθρώπους του νησιού.
Ο ήχος αυτός χαρακτηρίζεται αρχικά υπόκωφος
και ακολούθως, με δραματική κλιμάκωση, «συριστικός» κι ύστερα «διαπεραστικός». Ένας
ήχος που σφράγισε τις μνήμες μιας ολόκληρης γενιάς κι έγινε από τότε κομμάτι της
ιστορικής ταυτότητας ενός λαού, κυρίως γιατί παραπέμπει σ’ ένα τραύμα που
παραμένει ανεπούλωτο.
Προκειμένου, άλλωστε, να αποδώσει τη
διαχρονικότητα αυτού του τραύματος, όπως και την αβεβαιότητα για το αν θα
υπάρξει ποτέ αποκατάσταση της πληγής που προκλήθηκε στο σώμα του νησιού και στις
ψυχές των ανθρώπων του, η ποιήτρια αριθμεί τα χρόνια που πέρασαν μ’ έναν ιδιάζοντα
τρόπο «σαράντα ένα, συν ένα, συν χρόνια χωρίς αριθμό». Ο φόβος της, που είναι
κοινός φόβος των Ελλήνων της Κύπρου, είναι πως θα συνεχίσουν να περνούν τα
χρόνια, χωρίς να παρέχεται στους ανθρώπους η παραμυθία κι η αποκατάσταση που
χρειάζονται και απαιτούν. Θα περάσουν χρόνια χωρίς αριθμό κι ακόμη το πολύπαθο
αυτό νησί θα παραμένει αφύσικα χωρισμένο στα δύο. Θα περάσουν χρόνια χωρίς
αριθμό κι ακόμη οι άνθρωποι του θα πονούν και θα θυμούνται εκείνους που χάθηκαν
κι εκείνα που βιαίως τους στέρησαν.
«Συριστικός ήχος σειρήνων.
Στις πέντε και τριάντα το πρωί.
Ώρα σκοταδιού.»
Ο συριστικός ήχος των σειρήνων -εμφανής
εδώ η παρήχηση του σ- μεταδίδει τη φρίκη που ξύπνησε στις καρδιές των ανθρώπων
που τον άκουσαν τότε για πρώτη φορά, όπως και τη θλίψη σε όσους τον ακούν
έκτοτε. Στις πέντε και τριάντα το πρωί, κατά τρόπο άνανδρο και αιφνιδιαστικό,
οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την επίθεση που έμελλε να χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη
όλων των Κυπρίων. Μια επίθεση που ξεκίνησε μέσα στο σκοτάδι και καταδίκασε το
νησί να ζει από τότε μια διαρκή «ώρα σκοταδιού», αφού παρά τον παράνομο
χαρακτήρα της εδραίωσε μια κατάσταση διχοτόμησης του νησιού που πληγώνει τους ανθρώπους
του κι εκθέτει διαχρονικά τη διεθνή κοινότητα για την αδράνεια που επέδειξε και
συνεχίζει να επιδεικνύει.
«Διαπεραστικός ήχος σειρήνων.
Βρυχηθμός πληγών
που αιμάσσουν»
Κλιμακωτά και με ιδιαίτερα εμφατικό
τρόπο η ποιήτρια χαρακτηρίζει διαπεραστικό τον ήχο των σειρήνων και τον συνδέει
πλέον με τον «βρυχηθμό», την κραυγή, από τις αιμορραγούσες πληγές που προξένησε
στους Κυπρίους. Οι νεκροί, οι αγνοούμενοι, οι χιλιάδες πρόσφυγες μέσα στο ίδιο τους
το νησί, οι χαμένες περιουσίες, η διαρκής ανασφάλεια μιας εύθραυστης
ισορροπίας, η χαμένη ψυχική γαλήνη κι ο φόβος, είναι μερικά από τα οδυνηρά
τραύματα που προκάλεσε η εισβολή. Τραύματα που ήρθαν να προστεθούν στους αλλεπάλληλους
αγώνες των Κυπρίων που είχαν προηγηθεί, στις δεκαετίες καταπίεσης και υποταγής,
στους αιώνες ξενικής κατοχής, στη μάταιη προσδοκία της ένωσης με τη μητέρα
πατρίδα, στη μάταιη ελπίδα μιας ακέραιας και αυτόνομης ύπαρξης.
«Σε νησί
με μνήμες
οδύνες...»
Το χτύπημα της εισβολής, άλλωστε,
επήλθε σ’ ένα νησί που δεν κατόρθωσε ποτέ κατά τη διάρκεια της μακραίωνης
ιστορίας του να γευτεί τη χαρά της πλήρους ελευθερίας. Σ’ ένα νησί που για
αιώνες περνούσε από τα χέρια του ενός κατακτητή στα χέρια του άλλου, και το
οποίο, παρά τις αιματηρές θυσίες και τους αγώνες των ανθρώπων του, δεν μπόρεσε ποτέ
να βιώσει τη γαλήνη της ανεμπόδιστης ειρήνης.
Οι «μνήμες οδύνες», ωστόσο, όπως εύστοχα
τις χαρακτηρίζει η ποιήτρια, δεν μπορούν παρά να φέρουν στη σκέψη μας τα όσα
προηγήθηκαν αμέσως πριν από την εισβολή. Η επίγνωση, άλλωστε, πως η αφορμή για
την πολεμική αυτή ενέργεια της Τουρκίας δόθηκε από τους Έλληνες, δεν μπορεί
παρά να συνιστά μια πραγματικότητα εξαιρετικά επώδυνη.
Πέντε μέρες πριν την εισβολή των Τούρκων
ο τότε δικτάτορας της Ελλάδας Δημήτριος Ιωαννίδης πραγματοποίησε πραξικόπημα
για να ανατρέψει τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, προσφέροντας
στους Τούρκους ακριβώς την αφορμή που ζητούσαν. Έτσι, κατά τρόπο ακούσιο, η ελληνική
πλευρά προετοίμασε το έδαφος για την τουρκική αυθαιρεσία, προκαλώντας ακόμη
βαθύτερο τραύμα στους Κύπριους, που, θέλοντας και μη, κάθε φορά που θυμούνται το
γεγονός της εισβολής, ανακαλούν και το ρόλο που έπαιξαν οι Έλληνες σε αυτή. Εύλογα,
λοιπόν, ό,τι συνοδεύει το νησί αυτό είναι «μνήμες οδύνες» -κι είναι, ας μην το
ξεχνάμε, πολύ πιο επώδυνα τα τραύματα εκείνα που προέρχονται από χέρι αδελφικό.
Ιστορικό πλαίσιο:
Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη
Λευκωσία το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας και των εκεί συνεργών
της κατά του Κύπριου Εθνάρχη. Ο Ιωαννίδης δεν στόχευε βέβαια στην ένωση, αλλά
στην επέκταση της δικτατορίας στην Κύπρο. Κι οι πιο ανεγκέφαλοι πραξικοπηματίες
δεν μπορούσαν να περιμένουν παρά τη διπλή ένωση, τη διαίρεση του νησιού, ή όπως
έχει επικρατήσει να λέγεται (παρά το γεγονός ότι διχοτομία με μιαν αυστηρή
έννοια σημαίνει την τομή σε δύο ίσα μέρη) τη διχοτόμηση. «Πιθανόν είναι»,
έγραψε ο C. M. Woodhouse, «ότι ο Ιωαννίδης συζήτησε τα σχέδιά του
με πράκτορες της CIA». Πάντως
η Ουάσιγκτον δεν επανέλαβε, ό,τι έκανε ο Τζόνσον το 1964. Ο Αμερικανός υπουργός
Εξωτερικών Henry Kissinger δεν
αντιτάχθηκε στην τουρκική εισβολή. Πολύ αργότερα επίσημοι εκπρόσωποι των ΗΠΑ θα
αναγνωρίσουν τις ευθύνες της χώρας τους για τη δικτατορία και το Κυπριακό.
Όποιες κι αν είναι οι ευθύνες των ξένων (και δεν είναι λίγες), δεν θα έπρεπε να
μας κάνουν να ξεχνάμε, πως δυστυχώς, όπως έγραψε ο Ασημάκης Πανσέληνος, Έλληνες
αξιωματικοί χτύπησαν τη Μεγαλόνησο.
Το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας
κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974) έδωσε στην Τουρκία το ευπρόσδεκτο πρόσχημα -εφαρμόζοντας
παλιά της σχέδια- να εισβάλει στην Κύπρο. Η στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας
έγινε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (20-22 Ιουλίου 1974) δημιουργήθηκε στον βορρά
ένα τουρκικό προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε από την Άγκυρα παράνομα και μετά
τη σύναψη συμφωνίας ανακωχής στις 22 Ιουλίου 1974. Στη δεύτερη φάση (14-16
Αυγούστου 1974) ολοκληρώθηκε το τουρκικό σχέδιο, το οποίο πέρασε στην ιστορία
με το όνομα «Αττίλας». Ο στρατός εισβολής είχε στην κατοχή του σχεδόν 37% του
κυπριακού εδάφους και δη το από οικονομική άποψη σημαντικότερο τμήμα της
μεγαλονήσου.
Η Άγκυρα πραγματοποίησε το μακροχρόνιο
σχέδιο της de facto διαίρεσης
της Μεγαλονήσου. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έχασαν τις πατρογονικές εστίες
τους. Οι πρόσφυγες αυτοί, οι οποίοι εξαιτίας της εισβολής εγκαταστάθηκαν στον
νότο, συνιστούσαν περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Οι
αγνοούμενοι (1.619 Ελληνοκύπριοι) κι οι εγκλωβισμένοι (αρχικά περίπου 20.000)
υπογράμμιζαν την έκταση της κυπριακής τραγωδίας. Η Άγκυρα κι η τουρκοκυπριακή
ηγεσία άρχισαν να μεταβάλλουν το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού με
συστηματικό αποικισμό από την Τουρκία.
Για να δικαιολογήσει την εισβολή της,
την οποία χαρακτήριζε κυνικά «ειρηνευτική επιχείρηση», η Άγκυρα επικαλέστηκε τη
συνθήκη εγγύησης του 1960. Όμως η προβληματικότητα αυτής της συνθήκης υπήρξε
ευθύς εξαρχής σαφής. Πρέπει να σημειωθεί εδώ η διευκρίνιση του Νομικού Τμήματος
της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι από τη συνθήκη εγγύησης δεν απέρρεε δικαίωμα
μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. Η προβληματικότητα της συνθήκης εγγύησης
έγινε οξύτερη με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου και
κυρίαρχου κράτους από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό απέκλειε τις ξένες επεμβάσεις.
Το ίδιο ήταν και το θεμελιακό νόημα του ομόφωνου ψηφίσματος του Συμβουλίου
Ασφαλείας του ΟΗΕ της 20ης Ιουλίου 1974, το οποίο απαιτούσε τον
άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών]