Κρυφά το λένε τα πουλιά
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν’
τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια
Λαύρα:
«Παιδιά, για μεταλάβετε, για
ξεμολογηθείτε·
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός
χειμώνας.
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι
μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους
Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να
χαθούμε ούλοι».
Στο δημοτικό αυτό τραγούδι αποτυπώνεται
με άριστα επιγραμματικό τρόπο η αίσθηση που επικρατούσε τη στιγμή που ο ελληνικός
λαός αποφάσισε να προχωρήσει στην έναρξη της επαναστατικής του προσπάθειας.
Επρόκειτο για ένα τόλμημα που έπρεπε να προετοιμαστεί με απόλυτη μυστικότητα
προκειμένου να μην καταπνιγεί προτού καν ξεκινήσει, και συνάμα για ένα τόλμημα
που θα ανέτρεπε τα πάντα στη ζωή των Ελλήνων.
Το νέο για την έναρξη της Επανάστασης∙
το νέο πως ήρθε πια η ώρα του ξεσηκωμού, το λένε κρυφά τα πουλιά και τα
αηδόνια, υπακούοντας κι αυτά στην παλλαϊκή βούληση για την προφύλαξη του
κρίσιμου αυτού μυστικού. Κι είναι το δίχως άλλο γεμάτη τρυφερότητα η ένταξη
ακόμη και της φύσης στην εθνική αυτή προσπάθεια∙ της φύσης που προσδοκά κι
εκείνη μαζί με τους Έλληνες την εκδίωξη του ξένου δυνάστη και κατακτητή.
Κρυφά το λέει και ο ηγούμενος από την
Αγία Λαύρα, ο οποίος με το κάλεσμά του στους πιστούς φανερώνει πόσο επικίνδυνη
-πόσο θανάσιμα επικίνδυνη- είναι ετούτη η απόφαση. Το κάλεσμά του να μεταλάβουν
και να εξομολογηθούν είναι ακριβώς η εκ των προτέρων υπόμνηση στους Έλληνες πως
ό,τι τώρα ξεκινούν θα φέρει το θάνατο σε πολλούς από αυτούς. Η Επανάσταση αυτή
δεν ήταν ούτε εύκολη, μα ούτε και διασφαλισμένη, κι οι Έλληνες το γνώριζαν
καλά, καθώς ξεκινούσαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν ισχυρό αντίπαλο έχοντας στη
διάθεσή τους μηδαμινά μέσα.
«δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο
φετινός χειμώνας»
Δεν είναι πια ο περσινός καιρός για
τους Έλληνες, δεν είναι καν ο φετινός χειμώνας∙ ό,τι γνώριζαν μέχρι τότε
επρόκειτο ν’ αλλάξει δραματικά, εφόσον σκόπευαν να ανατρέψουν τη μόνη κατάσταση
διαβίωσης που ήξεραν. Η παγιωμένη τους σχέση με τους Τούρκους θα ανατρεπόταν
διαμιάς, και πλέον δεν θα είχαν απέναντί τους τούς εφησυχασμένους αφέντες, αλλά
ένα πολεμικό έθνος που θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να καταπνίξει την εξέγερσή
τους.
Η άνοιξη που ήρθε και το καλοκαίρι που
θ’ ακολουθούσε θα ήταν για τους Έλληνες στιγμές εξαιρετικά δύσκολες και
κρίσιμες, διότι έπρεπε, όπως μπορούσαν, με όλη την αποφασιστικότητα της ψυχής
τους, να δώσουν μια μάχη άνιση για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους.
Ο πόλεμος με τους Τούρκους δεν μπορούσε
παρά να είναι ένας αγώνας μέχρι τέλους, καθώς απ’ τη στιγμή που θα χυνόταν το
πρώτο τούρκικο αίμα, δεν θα υπήρχε πια δυνατότητα επιστροφής για τους Έλληνες.
Θα έπρεπε ή να διώξουν τελείως τους Τούρκους ή να βιώσουν την ανελέητη
σκληρότητα του κατακτητή που θα ήταν αποφασισμένος να τιμωρήσει παραδειγματικά
εκείνους που αμφισβήτησαν την εξουσία του.
Έτσι, από τη στιγμή που θα ξεκινούσε ο
ξεσηκωμός, ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν οι Έλληνες θα ήταν να νικήσουν
ολοκληρωτικά τους Τούρκους.
Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα
Η έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα
δεν πραγματοποιήθηκε σε μια ημέρα μόνο, ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν
και είχε ορισθεί ως ημέρα γενικής εξεγέρσεως η 25η Μαρτίου.
Πολλοί παράγοντες και οι τοπικές
ιδιομορφίες συνετέλεσαν, ώστε η Επανάσταση να αρχίσει πριν την 25η Μαρτίου και ακόμη άλλες περιοχές να
προηγηθούν στην εξέγερση και άλλες να ακολουθήσουν, η έναρξη δηλαδή της
Επανάστασης να γίνει σταδιακά, να κλιμακωθεί σε χρόνο μακρότερο από δύο μήνες,
ενώ μεμονωμένες εξεγέρσεις έγιναν και αργότερα.
Ωστόσο, τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα,
από τις 21 ως τις 31 Μαρτίου, οπότε επαναστάτησαν η Πελοπόννησος πρώτα και
αμέσως ύστερα τμήμα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, συνιστούν την κυρίως έναρξη
της Επανάστασης στην Ελλάδα.
Έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
και πρώτες πολεμικές συγκρούσεις
Η Επανάσταση στην Ελλάδα άρχισε από την
Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες ημέρες, από τις 21 ως τις 28 Μαρτίου, είχε
γενικευτεί και είχε επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες της. Ουσιαστικά μόνο τα
φρούρια, η Τριπολιτσά με τη γύρω περιοχή της και το Λάλα είχαν παραμείνει στην
εξουσία των Τούρκων.
Όλες οι επαρχίες κινήθηκαν για την
Επανάσταση με την ίδια προθυμία. Ο χρόνος της ενάρξεώς της προσδιορίσθηκε από
τις ειδικές συνθήκες σε κάθε επαρχία και από τα τοπικά επεισόδια, που είχαν προηγηθεί.
Πολιορκία και παράδοση των Καλαβρύτων
Στις 21 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν στα
Καλάβρυτα 600 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Φωτήλα,
τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάν. Παπαδόπουλο, τον Νικ. Σολιώτη και τους
Πετμεζαίους και επιτέθηκαν εναντίον των Καλαβρυτινών Τούρκων, που είχαν
καταφύγει στους πύργους. Ύστερα από πενθήμερη αντίσταση ο Αρναούτογλου
αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο απολογισμός των πρώτων αυτών επιχειρήσεων του
Αγώνος ήταν 2 νεκροί Έλληνες και 3 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο ηρωικός
Σολιώτης. Με τα 100 όπλα, που οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν στους
νικητές, εξοπλίστηκαν και άλλοι αγωνιστές. Η επίθεση αυτή των Ελλήνων εναντίον
των πύργων των Καλαβρύτων, στις 21 Μαρτίου, είναι η πρώτη πολεμική επιχείρηση
του Αγώνος στην Πελοπόννησο.
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας
Για την έναρξη του Αγώνος είχε
δημιουργηθεί πολύ νωρίς και είχε επικρατήσει ο θρύλος της 25ης Μαρτίου και της Αγίας Λαύρας. Σύμφωνα
με αυτόν, στις 25 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αφού ύψωσε στην Αγία Λαύρα
το λάβαρο της μονής που είχε χρυσοκεντημένη την εικόνα της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου, όρκισε σ’ αυτό τα παλικάρια και τα οδήγησε στην επίθεση εναντίον των
Τούρκων των Καλαβρύτων.
Η ιστορική όμως αλήθεια απέχει πολύ από
τον θρύλο. Ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και στις 21 που έγινε η πρώτη
πολεμική επιχείρηση βρισκόταν κανείς στην Αγία Λαύρα. Λίγες ημέρες μετά την
άφιξή τους εκεί, στις 10 ή 13 Μαρτίου, όλοι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι
διασκορπίσθηκαν στα ορεινά χωριά της Αχαΐας. Ειδικότερα ο Παλαιών Πατρών
Γερμανός έμεινε στα Νεζερά ως την ημέρα των τουρκικών προκλήσεων στην Πάτρα (23
Μαρτίου). Από τους Έλληνες απομνημονευματογράφους μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης,
που έγραψε πολύ αργότερα τα απομνημονεύματά του και θέλησε μάλιστα να συνδέσει
με την εξέγερση της ιδιαίτερης πατρίδας του τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας,
αναφέρει ότι από εκεί άρχισε ο αγώνας στις 23 Μαρτίου.
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ]