Κωνσταντίνος
Καβάφης «Όποιος απέτυχε»
Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει
τι δύσκολο να μάθει της πενίας
την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.
Εις τ’ άθλια ξένα σπίτια πώς θα πάει! —
με τι καρδιά θα περπατεί στον δρόμο
κι όταν στην πόρτα εμπρός βρεθεί πού θά
’βρει
την δύναμι ν’ αγγίξει το κουδούνι.
Για του ψωμιού την ποταπήν ανάγκη
και για την στέγη, πώς θα ευχαριστήσει!
Πώς θ’ αντικρίσει τες ματιές τες κρύες
που θα τον δείχνουνε που είναι βάρος!
Τα χείλη τα υπερήφανα πώς τώρα
θ’ αρχίσουν να ομιλούνε ταπεινά·
και το υψηλό κεφάλι πώς θα σκύψει!
Τα λόγια πώς θ’ ακούσει που ξεσκίζουν
τ’ αυτιά με κάθε λέξι — κ’ εν τοσούτω
πρέπει να κάμνεις σαν να μην τα νιώθεις
σαν να ’σαι απλούς και δεν
καταλαμβάνεις.
Το «Όποιος απέτυχε» ανήκει στα Κρυμμένα
ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και, ως ένα βαθμό, απηχεί μια κατάσταση οικεία
στον ποιητή, μιας και η οικογένειά του μετά το θάνατο του πατέρα του,
Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη, το 1970, ήρθε αντιμέτωπη με οικονομικές δυσκολίες και
αναγκάστηκε να μετοικήσει στην Αγγλία. Η εμπορική δραστηριότητα του πατέρα του
ποιητή διασφάλιζε ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης στα μέλη της οικογένειάς του,
αφού ο εμπορικός του οίκος ήταν ένας από τους πλέον επιτυχημένους στην
Αλεξάνδρεια. Έτσι, το κλείσιμο της επιχείρησης λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο
του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη, δημιουργεί νέες και πρωτόγνωρες συνθήκες για την
οικογένεια του ποιητή, που είχε συνηθίσει σ’ έναν άνετο οικονομικά βίο.
«Το χειρόγραφο συνοδεύεται από την
σημείωση: “Not
for publication; but may remain here”.
Αρχικά, φαίνεται πως το ποίημα είχε για
τίτλο την ισπανική φράση «Como
sabra pedir» [= Πώς θα μάθει να ζητά], που
αποδίδεται στον Calderon.
Σημειωτέον πως ο Καβάφης δεν εγνώριζε ισπανικά.» Γ. Π. Σαββίδης
Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει
τι δύσκολο να μάθει της πενίας
την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.
Πέρα, βέβαια, από τις ενδεχόμενες
ομοιότητες που έχει το ποίημα αυτό με μια κατάσταση που βίωσε ο ίδιος ο ποιητής
σε νεαρή ηλικία, τα όσα καταγράφονται στους στίχους αυτούς δεν έχουν την αξία
ενός προσωπικού βιώματος, αλλά μιας γενικότερης αλήθειας που αφορά πολλούς
ανθρώπους.
Η αποτυχία στον επαγγελματικό και
οικονομικό τομέα, κι ιδίως η αιφνίδια ανατροπή μιας προγενέστερης επιτυχούς
πορείας, φέρνει τα άτομα αντιμέτωπα με μια επώδυνη και ψυχοφθόρα εμπειρία. Ο
ποιητής, μάλιστα, δεν αναφέρεται σ’ εκείνους που δεν κατόρθωσαν ποτέ να
γνωρίσουν τα οφέλη της επαγγελματικής επιτυχίας και της οικονομικής ευημερίας,
αλλά σ’ εκείνους που ενώ βρίσκονταν ήδη σε μια καλή οικονομική πορεία, απέτυχαν
για τον οποιονδήποτε λόγο ή εξαιτίας οποιονδήποτε καταστάσεων να τη διατηρήσουν.
Αυτά τα άτομα βιώνουν ακόμη πιο έντονα την οδύνη της αποτυχίας, διότι είναι
αναγκασμένα να προσαρμοστούν σε μια κατάσταση άγνωστη σ’ αυτούς∙ είναι
αναγκασμένα -αφού ξέπεσαν- να μάθουν τη γλώσσα και τους τρόπους της φτώχειας.
Όπως τονίζει ο ποιητής, είναι πολύ
δύσκολο για ανθρώπους άλλοτε ευκατάστατους να μάθουν αίφνης τη νέα αυτή γλώσσα
της πενίας και τους τρόπους της, αφού επί της ουσίας ό,τι καλούνται να μάθουν
είναι να ζουν χωρίς τις ανέσεις και το κύρος του παρελθόντος ή ακόμη χειρότερα -όπως
είναι η περίπτωση που επιλέγει να παρουσιάσει ο ποιητής- είναι αναγκασμένοι να
ζήσουν χωρίς κανέναν απολύτως οικονομικό πόρο.
Εις τ’ άθλια ξένα σπίτια πώς θα πάει! —
με τι καρδιά θα περπατεί στον δρόμο
κι όταν στην πόρτα εμπρός βρεθεί πού θά
’βρει
την δύναμι ν’ αγγίξει το κουδούνι.
Ο άνθρωπος που έχει αποτύχει κι έχει
ξαφνικά χάσει όλη του την περιουσία, βρίσκεται αίφνης αντιμέτωπος με την ανάγκη
να ζητήσει τη βοήθεια άλλων ανθρώπων∙ βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανάγκη να
παρακαλέσει, να ικετεύσει για τη βοήθειά τους. Πρόκειται για μια κατάσταση που
του προκαλεί ένα οδυνηρό αίσθημα ντροπής και ταπείνωσης, και δοκιμάζει σε
απερίγραπτο βαθμό το ψυχικό του σθένος, καθώς του είναι σχεδόν αδιανόητη η
σκέψη ότι θα πρέπει να βρει το κουράγιο να προστρέξει στα «άθλια» τα ξένα
σπίτια. Τα ξένα σπίτια που πλέον μοιάζουν σχεδόν εχθρικά, αφού ακόμη κι αν σ’
αυτά τύχει να βρει την αναγκαία βοήθεια, δεν παύουν να αποτελούν μια διαρκή και
επώδυνη υπόμνηση της δικής του αποτυχίας και της αδυναμίας του να διαφυλάξει τα
πλούτη και την περιουσία του.
Όποιος απέτυχε δεν έχει πια ούτε το
κουράγιο να περπατά στο δρόμο ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, αφού νιώθει πως
όλοι γνωρίζουν το τι του συνέβη και είτε τον λυπούνται είτε τον κακολογούν.
Ντρέπεται να περπατήσει στο δρόμο, μα ακόμη περισσότερο αισθάνεται πως δεν θα
βρει την αναγκαία δύναμη για να χτυπήσει το κουδούνι μόλις βρεθεί σε κάποιο από
τα σπίτια στα οποία θα καταφύγει για να ζητήσει βοήθεια. Νιώθει πως κάτι τέτοιο
θα είναι πάνω απ’ τις ψυχικές του αντοχές, αφού το χτύπημα του ξένου κουδουνιού
θα ισοδυναμεί με δημόσια και οριστική παραδοχή της αποτυχίας του∙ θα ισοδυναμεί
με πλήρη εκμηδένιση της υπερηφάνειας και της αξιοπρέπειάς του.
Για του ψωμιού την ποταπήν ανάγκη
και για την στέγη, πώς θα ευχαριστήσει!
Πώς θ’ αντικρίσει τες ματιές τες κρύες
που θα τον δείχνουνε που είναι βάρος!
Ο άνθρωπος που απέτυχε∙ ο άνθρωπος που
είχε περιουσία αλλά ξέπεσε, νιώθει δυσβάσταχτη την προοπτική να χρωστά σε
άλλους ανθρώπους το αναγκαίο για την επιβίωσή του ψωμί, όπως και τη δυνατότητα
να διασφαλίζει ένα χώρο για να μείνει. Δεν ξέρει πώς θα μπορούσε να
ευχαριστήσει εκείνους που θα του κάλυπταν αυτές τις ανάγκες, αλλά πολύ
περισσότερο, δεν ξέρει πως θα μπορούσε να αντικρίσει τις ψυχρές ματιές εκείνων
που θα του έδειχναν πως τους είναι βάρος και πως τους ενοχλεί με την αξίωσή να
τον βοηθήσουν.
Η εικόνα, μάλιστα, του ανθρώπου που
αντικρίζει την απροθυμία των άλλων να του προσφέρουν βοήθεια και ελεημοσύνη,
φέρνει στη σκέψη την έξοχη διαπίστωση του Διονύσιου Σολωμού από τον «Ύμνο εις
την Ελευθερίαν»: Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλή.
Ακόμη κι εκείνοι που κάποτε, όταν είχε
χρήματα τον δέχονταν μ’ ευχαρίστηση και διεκδικούσαν την παρέα και τη συντροφιά
του, τώρα, μπροστά στην οικονομική του καταστροφή θα τον αντικρίζουν με
περιφρόνηση και δεν θα θέλουν να έχουν επαφές μαζί του. Οι πόρτες που τόσο
εύκολα ανοίγονται για εκείνους που έχουν χρήματα κι επιτυχία, κλείνουν ακόμη
πιο εύκολα και οριστικά, όταν αυτά χαθούν.
Τα χείλη τα υπερήφανα πώς τώρα
θ’ αρχίσουν να ομιλούνε ταπεινά∙
και το υψηλό κεφάλι πώς θα σκύψει!
Πώς ένας άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη
στιγμή ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και πλήρως αυτεξούσιος, θα μάθαινε ξαφνικά
να μιλά με την ταπεινότητα που είναι κατ’ ανάγκη συνυφασμένη με τη φτώχεια και
την αδυναμία; Πώς τα περήφανα χείλη εκείνου που είχε ό,τι ήθελε και μπορούσε να
επαίρεται για την επιτυχία του, θα ξεχάσουν ξαφνικά την ικανοποίηση του κύρους
και θα μάθουν να ικετεύουν; Πώς θα μπορέσει αυτός ο άνθρωπος, που δεν είχε
ανάγκη κανέναν και ήταν περήφανος για τον εαυτό του, να σκύψει το κεφάλι του
και να προσαρμοστεί στη νέα του κατάσταση;
Τα λόγια πώς θ’ ακούσει που ξεσκίζουν
τ’ αυτιά με κάθε λέξι — κ’ εν τοσούτω
πρέπει να κάμνεις σαν να μην τα νιώθεις
σαν να ’σαι απλούς και δεν
καταλαμβάνεις.
Πώς θα υπομείνει τα περιφρονητικά λόγια
των άλλων, τις ειρωνείες και τους σαρκασμούς, που θα ξεσκίζουν τ’ αυτιά του με
κάθε τους λέξη; Λόγια που ενώ θα τον κάνουν να υποφέρει, θα είναι τώρα
υποχρεωμένος να υποκρίνεται πως δεν τον επηρεάζουν και πως δεν καταλαβαίνει το
πραγματικό τους νόημα, σαν να είναι αγαθός στο μυαλό και δεν μπορεί να τα
κατανοήσει. Μη έχοντας πια τη δύναμη να ορίζει τη ζωή του και μη έχοντας την
αναγκαία οικονομική ανεξαρτησία, θα είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την
περιφρόνηση και τις προσβολές των άλλων, ανήμπορος επί της ουσίας να
αντιδράσει, αφού ακόμη και η καθημερινή του επιβίωση εξαρτάται πια από
εκείνους.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι
αντιμετωπίζουν ως κατώτερους τους οικονομικά ασθενέστερους είναι ούτως ή άλλως
μια επώδυνη πραγματικότητα, η οποία γίνεται όμως πολλαπλά πιο οδυνηρή για
εκείνους που μέχρι πρότινος είχαν χρήματα και ζούσαν ανεξάρτητοι με την
αξιοπρέπειά τους αλώβητη. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν ξεπέφτουν οικονομικά,
δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να αντέξουν την περιφρόνηση που συνοδεύει τη νέα
δεινή τους οικονομική θέση. Δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να συνηθίσουν το
γεγονός ότι οι άλλοι δεν τους αναγνωρίζουν καμία αξία και τους συμπεριφέρονται
σαν να μην είναι καν άνθρωποι.
Με αυτό το παράδειγμα, ο Καβάφης
επιχειρεί να αναδείξει τη σαθρότητα του σύγχρονου ανθρώπου, που τείνει να
αποδέχεται και να εκτιμά τους άλλους με βάση την οικονομική τους κατάσταση και
όχι την προσωπικότητα και το χαρακτήρα τους. Ένας άνθρωπος, άλλωστε, που δεν
έχει χρήματα και μια επικερδή επαγγελματική ενασχόληση, μοιάζει να λογίζεται ως
ένα κατώτερο ον που είναι υποχρεωμένο να ανέχεται όλη τη μικροπρέπεια και τη
χαιρεκακία των άλλων. Μοιάζει, λοιπόν, σαν να είναι ο σεβασμός κάτι που
κερδίζεται μόνο μέσω της οικονομικής επιτυχίας, αφού οι άνθρωποι πλέον δεν
αναγνωρίζουν καμία άλλη αξία.