Κωνσταντίνος
Καβάφης «Αιωνιότης»
Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος
και πράος,
μισούσε τες σφαγές. Ποτέ δεν έκαμνε
πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός
δυσηρεστήθη —
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι
ναοί του) —
και μπήκε με θυμό πολύ στου Aρσούνα το
παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει· «Θεέ
μεγάλε,
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω
ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε· «Από
μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη
γελιέσαι.
Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως
ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς
πεθαίνει».
«Πρόκειται για δάνειο (μάλλον από
δεύτερο χέρι) από το ινδικό μυστικο-φιλοσοφικό ποίημα Bhagavad-Gita [= Το Άσμα του Μακαρίου] που είναι
ενσωματωμένο στο έκτο βιβλίο του απέραντου έπους Maha-Bharata [= Ο μεγάλος πόλεμος των Μπαράτα]. Ο
διάλογος είναι ανάμεσα στον ευγενικό ήρωα Αρσούνα (Arjuna) και στον ηνίοχό του Krishna, γήινη ενσάρκωση του θεού Vishnu.» Γ. Π. Σαββίδης
Ο Ρένος Αποστολίδης παραθέτει το
απόσπασμα του έπους που αποτέλεσε το αρχικό υλικό του Καβάφη, σε μετάφραση του
Δ. Γαλανού (εκδ. Γ. Κ. Τυπάλδου, εν Αθήναις, 1848):
ΚΡΙΣΝΑΣ: «Πόθεν, ω Αρζούνα, προσεγένετό
σοι επί του πολέμου η άγνοια αύτη, η ζηλωτή μικροπρεπέσιν, η ούσα παράνομος,
αθέμιτος και δυσφημίας πρόξενος; Μη ποίει έργον αγενούς και ανάνδρου∙ επεί ουχ
αρμόζει σοι∙ άφες την ευτελή αδράνειαν και έκλυσιν της καρδίας σου, και ανάστα
εις πόλεμον.»
ΑΡΖΟΥΝΑΣ: «Πώς εγώ, ω Κρισνά, μαχόμενος
βέλη βάλω κατά του Βήσμα και Δρόνα, αξίοιν όντοιν τιμής και θεραπείας; Κάλλιον
εστί μοι ζην επαίτην γενόμενον, ή ανελείν τοιούτους άνδρας σεβασμίους και
περιφανείς και πιστούς θεράποντας εν τούτω τω βίω και τρυφήσαι τρυφάς βιωτικάς,
μεμιγμένας αίματι»…[]
ΚΡΙΣΝΑΣ: «Συ μεν λυπή επί τοις μη
αξίοις λυπής, και σοφούς λέγεις λόγους∙ οι σοφοί δ’ όμως ουδέποτε λυπούνται,
ούτ’ επί τοις θνήσκουσιν, ούτ’ επί τοις ζώσιν. Ουκ ην χρόνος, ότε ουκ ήμεν,
ούτ’ εγώ, ούτε συ, ούθ’ ούτοι οι βασιλείς και ηγεμόνες, ουδέ μην έσται, ότε ουκ
εσόμεθα∙ άπαντες δ’ ήμεν και εξάπαντος εσόμεθα. Και [] μετά θάνατον άλλο πάλι
σώμα συλλαμβάνει [] η ψυχή∙ ώστε ο σοφός ουκ ανοηταίνει εν τη γενέσει και φθορά
του σώματος… [] η γαρ ψυχή ούτε φθείρει, ούτε φθείρεται, ούτε μην γεννάται
ποτέ, ούτε θνήσκει, αλλ’ ουδέ μεταγίνεται, μη γεγενημένη∙ αγέννητος δε, αΐδιος,
αμείωτος, αμετάτρεπτος, διηνεκής, παλαιά και αναλλοίωτος εστί, και ουκ
αναιρείται, του σώματος αναιρουμένου.
Όστις ουν δοξάζει την ψυχήν άφθαρτον, αΐδιον,
αγέννητον και αμετάτρεπτον, πως ούτος οιηθήσεται, ως αυτός αναιρεί, ή αίτιος
γίνεται αναιρεθήναι;».
Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος
και πράος,
μισούσε τες σφαγές. Ποτέ δεν έκαμνε
πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός
δυσηρεστήθη —
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι
ναοί του) —
και μπήκε με θυμό πολύ στου Aρσούνα το
παλάτι.
Ο Καβάφης αντλώντας στοιχεία από το
ινδικό έπος Μαχαβαράτα συνθέτει ένα σύντομο αφηγηματικό ποίημα για να αποδώσει
τη σχετικότητα της ύπαρξης, όπως αυτή παρουσιάζεται στην ινδική φιλοσοφία.
Ο Ινδός Αρσούνας (ή Αρζούνας) είναι
-όπως τουλάχιστον τον παρουσιάζει ο ποιητής- ένας φιλάνθρωπος και πράος
βασιλιάς, που μισεί τις σφαγές και δεν θέλει ποτέ να κάνει πολέμους∙ επιλογή,
εντούτοις, που προκαλεί αγανάκτηση στον θεό του πολέμου, ο οποίος βλέπει τους
ναούς του να αδειάζουν και τη δόξα του να λιγοστεύει. Ο θεός αυτός, μάλιστα,
δεν διστάζει να εκφράσει ξεκάθαρα τη δυσαρέσκειά του για την επίμονη αποχή του
βασιλιά Αρσούνα από τους πολέμους, μπαίνοντας θυμωμένος στο παλάτι του κι
έτοιμος να τον επικρίνει γι’ αυτή του τη στάση.
Ο θεός του πολέμου εμφανίζεται με τη
μορφή του Κρίσνα, που αποτελεί επί της ουσίας μετενσάρκωση του Βίσνου, μιας
θεότητας που συμπυκνώνει πλήθος ιδιοτήτων και αποτελεί για τους ινδουιστές έναν
από τους σημαντικότερους θεούς, καθώς στο πρόσωπό του λατρεύουν, με μια
διαδικασία συγκρητισμού, πολλές επιμέρους θεότητες.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει∙ «Θεέ
μεγάλε,
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω
ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε∙ «Από
μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη
γελιέσαι.
Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως
ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς
πεθαίνει».
Ο Αρσούνας, βλέποντας και
αναγνωρίζοντας τον θεό του πολέμου, σπεύδει έντρομος να απολογηθεί για την
αδυναμία του να τον τιμήσει έμπρακτα, ζητώντας του να τον συγχωρέσει, διότι δεν
μπορεί να πάρει τη ζωή ανθρώπου.
Ο θεός, ωστόσο, δέχεται με περιφρόνηση
τη φιλειρηνική αυτή δήλωση του Αρσούνα, αφού θεωρεί πως με αυτή φανερώνεται η
άγνοια του βασιλιά για την πραγματική φύση των ανθρώπων. Του δηλώνει, λοιπόν,
πως σφάλλει αν νομίζει πως είναι πιο δίκαιος από εκείνον, επειδή και μόνο
ισχυρίζεται ότι του είναι ηθικά αδύνατο να σκοτώσει κάποιον συνάνθρωπό του. Το
να λέει ότι δεν μπορεί να πάρει τη ζωή ανθρώπου, δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με
τις λέξεις, χωρίς ουσιαστικό νόημα, αφού στην πραγματικότητα καμία ζωή δεν
μπορεί να αφαιρεθεί.
Εκείνο που δεν έχει αντιληφθεί ο
βασιλιάς είναι ότι κανείς δεν πεθαίνει, αφού κανείς δεν έχει ποτέ του γεννηθεί.
Ό,τι εκλαμβάνει ο βασιλιάς ως ανθρώπινη οντότητα και του προσδίδει την αξία της
αυθύπαρκτης ταυτότητας, δεν είναι παρά μια προσωρινή παρουσία της αιώνιας ψυχής
σ’ ένα φθαρτό σώμα. Ο θάνατος του σώματος δεν συνεπάγεται ωστόσο το θάνατο της ψυχής,
καθώς η ψυχή είναι «αγέννητη, αιώνια, αμείωτη, αμετάτρεπτη, διηνεκής, παλαιά
και αναλλοίωτη». Το γεγονός, μάλιστα, ότι η ψυχή είναι αιώνια και ακατάλυτη,
καθιστά εντέλει την έννοια του χρόνου και της ανθρώπινης ύπαρξης τελείως σχετική,
διότι το ελάχιστο διάστημα που περνά μια ψυχή σ’ ένα φθαρτό σώμα δεν επαρκεί
ώστε να ταυτιστεί με αυτό και να δεσμευτεί στα όρια μιας ταυτότητας. Υπ’ αυτή
την έννοια, δεν υπάρχει ούτε το εγώ ούτε το εσύ, καθώς ό,τι εκλαμβάνουν οι
άνθρωποι ως αυτόνομη ανθρώπινη προσωπικότητα και, άρα, ταυτότητα, δεν είναι
παρά μια προσωρινή και μόνο έκφανση της αιώνιας ψυχής, η οποία σαφώς και δεν γνωρίζει
τέτοιους περιορισμούς. Όταν, λοιπόν, ο βασιλιάς Αρσούνας ισχυρίζεται ότι δεν
θέλει να πάρει τη ζωή άλλων ανθρώπων, έχει την ψευδή εντύπωση πως τόσο ο ίδιος όσο
και οι άλλοι γύρω του συνιστούν αυτόνομες και πεπερασμένες προσωπικότητες, που χάνονται
αμέσως μόλις νεκρωθεί το σώμα τους. Αυτό, όμως, δεν ευσταθεί αφού η ψυχή, στην
οποία και εντοπίζεται η ζωτική ενέργεια της ύπαρξης, δεν μπορεί ποτέ να
νεκρωθεί, καθώς είναι αιώνια και ξεπερνά κάθε έννοια χρόνου και φθοράς. Πολύ
περισσότερο, το γεγονός ότι η πορεία της ψυχής είναι διηνεκής κι ίδια είναι
ακατάλυτη, καθιστά εντελώς ανυπόστατη την έννοια της ταυτοποιημένης ατομικής
ύπαρξης. Δεν υπήρξε, επομένως, ποτέ κι ούτε μπορεί να υπάρξει άνθρωπος με
συγκεκριμένη ταυτότητα, όπως για παράδειγμα ο βασιλιάς Αρσούνας, μιας και το
ελάχιστο της πορείας που θα διανύσει το φθαρτό του σώμα, δεν μπορεί να προσδώσει
στην αιώνια ψυχή συγκεκριμένες ιδιότητες και να την περιορίσει στα ασφυκτικά
όρια της μιας ανθρώπινης μονάδας.
Με δεδομένο το γεγονός, λοιπόν, ότι η
ψυχή είναι αιώνια, άφθαρτη και αναλλοίωτη, εκμηδενίζεται όχι μόνο η έννοια της ανθρώπινης
ταυτότητας, αλλά και αυτής ακόμη της έννοιας του χρόνου. Ό,τι αντιλαμβάνονται
τα τελείως προσωρινά σώματα των ανθρώπων ως χρόνο και το χρησιμοποιούν για να
προσδιορίσουν την ύπαρξή τους δεν είναι παρά μια πλάνη των αισθήσεων, αφού το
αιώνιο και ακατάλυτο δεν έχει μήτε αρχή, μήτε τέλος, και, άρα, δεν υπόκειται σε
κάτι το τόσο σχετικό όπως είναι η αίσθηση του χρόνου. Μόνο στο στενό πλαίσιο της
προσωρινής σωματικής ύπαρξης μπορεί να νοηθεί η απόπειρα προσμέτρησης ενός τέτοιου
στοιχείου, όπως είναι ο χρόνος, που δεν έχει φυσικά καμία απολύτως αξία και
κανένα νόημα, αν ιδωθεί από την οπτική μιας διηνεκούς, αιώνιας και ακατάλυτης
ύπαρξης.