Beth Davies
Κωνσταντίνος Καβάφης «Από υαλί χρωματιστό»
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του
Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους
πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν
μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό
κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια.
Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια
αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε
τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των
στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να
έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να
έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης
Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου
Aσάν.
Ο εξαετής εμφύλιος πόλεμος μεταξύ
του Ιωάννη Καντακουζηνού και της αντιβασιλείας, στην οποία πρωτοστατούσε η Άννα
της Σαβοΐας, μητέρα τους Ιωάννη Ε΄, ολοκληρώνεται το 1347 με νίκη του πρώτου.
Έτσι, το Μάιο του 1347 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, μαζί με τη σύζυγό του Ειρήνη
Ανδρονίκου Ασάν, θα στεφθεί αυτοκράτορας, μοιραζόμενος την εξουσία με τον
Ιωάννη τον Ε΄ και τη μητέρα του νεαρού αυτοκράτορα. Το θέμα της εμφύλιας αυτής
σύγκρουσης και τη νίκη του Ιωάννη Καντακουζηνού πραγματεύεται ο Καβάφης στο
ποίημα «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει».
Η εδαφικά συρρικνωμένη και
οικονομικά εξαθλιωμένη αυτοκρατορία δεν παρέχει σε κανέναν από τους διεκδικητές
της εξουσίας τη δυνατότητα μιας αυτόνομης συμμετοχής στις πολεμικές
συγκρούσεις. Τόσο ο Ιωάννης Καντακουζηνός όσο και η Άννα της Σαβοΐας στρέφονται
για βοήθεια στους γειτονικούς λαούς, προσφέροντάς τους μ’ αυτόν τον τρόπο
δικαίωμα παρέμβασης και παρουσίας στα εδαφικά όρια της αυτοκρατορίας. Είναι
μάλιστα τέτοια η έλλειψη οικονομικών πόρων, ώστε το 1343 η Άννα της Σαβοΐας θα
ζητήσει δάνειο από τη Βενετία, ύψους 30.000 δουκάτων, βάζοντας ως ενέχυρο τα αυτοκρατορικά
κοσμήματα. Η αδυναμία της δε να αποπληρώσει το εν λόγω δάνειο θα στερήσει από
την αυτοκρατορία τα πολύτιμα κοσμήματα του στέμματος, που πέρασαν έκτοτε στην
ιδιοκτησία της Βενετίας.
Στη στέψη του Ιωάννη
Καντακουζηνού θα χρησιμοποιηθούν τελικά κοσμήματα από γυάλινες πέτρες και
επιχρυσωμένα δέρματα, στοιχείο απόλυτα ενδεικτικό της παρακμής στην οποία είχε
περιέλθει η βυζαντινή αυτοκρατορία.
Την περιγραφή της στέψης τη
βρίσκουμε στο έργο του βυζαντινού ιστορικού Νικηφόρου Γρηγορά:
«Ἐῶ γάρ λέγειν, ὅτι καί τά
βασιλικά τῆς ἑορτῆς ἐκείνης διαδήματά τε καί περιβλήματα, ὡς ἐπί τό πλεῖστον,
χρυσοῦ μέν εἶχον τήν φαντασίαν καί λίθων δῆθεν πολυτίμων∙ τά δ’ ἦν ἐκεῖνα μέν
ἀπό σκύτους, ὁπόσα χρυσός ἐπιχρώζει πρός τήν τῶν σκυτέων ἐνίοτε χρείαν∙ ταῦτα
δ’ ἐξ ὑέλων, παντοδαπήν ἐχόντων χροιάν πρός το διαυγές. Ἦσαν δ’ οὗ καί σποράδην
εἰπεῖν εὐκοσμίαν ἔχοντες ἀληθεύουσαν λίθοι πολυτελεῖς καί μαργάρων στιλπνότης,
οὐκ ἀπατῶσα τάς ὄψεις. Οὕτως ἔρρει καί σφόδρα ἔσβη καί κατηνέχθη τά τῆς ἀρχαίας
ἐκείνης εὐδαιμονίας τε καί λαμπρότητος τῶν Ρωμαϊκών πραγμάτων∙ ὡς νῦν γε μηδ’
ἄνευ αἰσχύνης ἔχειν ἡμᾶς ἐκτιθέναι τήν των τοιούτων ἀφήγησιν.»
Το ποίημα
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του
Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Η στέψη του Καντακουζηνού και της
συζύγου του, της εγγονής του τσάρου των Βουλγάρων Ιωάννη Ασάν Γ΄, Ειρήνης
Ανδρονίκου Ασάν, γίνεται στην Παναγία των Βλαχερνών. Μια στέψη που δε θα έχει
τίποτε από την πολυτέλεια και τη λάμψη παλαιότερων εποχών, καθώς η αυτοκρατορία
βρισκόταν πια σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης.
Ο Καβάφης, σε πρώτο πρόσωπο,
εκφράζει τη συγκίνηση που του προκαλεί μια λεπτομέρεια από την τελετή αυτή∙ αναφέρεται βέβαια στους
ψεύτικους λίθους που κοσμούσαν το στέμμα, το διάδημα και τα ενδύματα των νέων
αυτοκρατόρων.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους
πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν
μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό
κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια.
Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια
αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε
τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των
στεφομένων.
Από τα κάποτε υπερπολυτελή
βασιλικά κοσμήματα δεν έχουν μείνει πια παρά μόνο ελάχιστοι πολύτιμοι λίθοι, οι
οποίοι τοποθετούνται μαζί με κομμάτια χρωματισμένου γυαλιού, προκειμένου να
συμπληρωθεί η κόσμηση των στεμμάτων. Κομμάτια γυαλιού και επιχρυσωμένα δέρματα,
τα οποία, όπως σχολιάζει και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, δεν ξεγελούσαν κανέναν. Η
ένδεια της αυτοκρατορικής ενδυμασίας είναι εμφανής και δηλωτική της τραγικής
κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η κάποτε ακμάζουσα αυτοκρατορία.
Ο ποιητής μάλιστα εντάσσοντας τον
εαυτό στον κόσμο των βυζαντινών εξηγεί απολογητικά πως ήταν μεγάλη η φτώχεια
του ταλαίπωρου κράτους «μας». Με αυτή την οικειοποίηση της δύσκολης κατάστασης,
το ιστορικό γεγονός τρέπεται αίφνης σ’ ένα κομμάτι της ζωής του ποιητή, σ’ ένα κομμάτι
της ζωής των Ελλήνων. Η ένδεια της στέψης του Καντακουζηνού, που αυστηρά
ιδωμένη θα μπορούσε να κριθεί ως μια στιγμή πτώσης ή και γελοιοποίησης όσων
κάποτε είχαν μια ουσιαστικότερη αξία, εκλαμβάνεται από τον ποιητή, όχι ως ένα
συμβάν που γεννά την ειρωνεία και το χλευασμό, αλλά ως το φανέρωμα εκείνης της
αντιστροφής των δεδομένων, που αν και οδηγεί προς το τέλος, αξίζει ωστόσο το
σεβασμό μας.
Τίποτε το αναξιοπρεπές δεν έχουν «κατ’
εμέ» τα κομματάκια αυτά, σχολιάζει ο ποιητής, και ορίζει έτσι με σαφήνεια την
προσωπική του θέση. Ο Καβάφης δε βλέπει τίποτε το ταπεινό ή το μειωτικό στα κομματάκια
χρωματιστού γυαλιού, καθώς τα εκλαμβάνει περισσότερο ως μια ένδειξη
διαμαρτυρίας για την άδικη «κακομοιριά» του αυτοκρατορικού ζεύγους. Η παρούσα
φτώχεια του Βυζαντίου αδικεί τον Καντακουζηνό, ο οποίος θα μπορούσε υπό
διαφορετικές συνθήκες να είναι ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες∙ έχοντας τις ικανότητες και την
πνοή αλλοτινών αυτοκρατόρων θα μπορούσε να φέρει μια νέα εποχή, επεκτείνοντας
και ισχυροποιώντας την αυτοκρατορία.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να
έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να
έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης
Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου
Aσάν.
Ο ποιητής, επομένως, τα ψεύτικα
κοσμήματα του στέμματος τα αντικρίζει περισσότερο ως σύμβολα του τι θα έπρεπε
και του τι θα άξιζε να έχουν στη στέψη τους οι νέοι αυτοκράτορες, παρά ως κάτι
που θα μπορούσε να τους μειώσει και να τους εκθέσει. Το γεγονός πως η
αυτοκρατορία έχει πια εκπέσει είναι μια σύμπτωση, που δε θα πρέπει να σταθεί
ικανή να υπονομεύσει την αξία του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο ίδιος, άλλωστε,
απέδειξε με το πείσμα, τη μαχητικότητα και την αδιάκοπη παρουσία του στα της
αυτοκρατορίας πως ήταν πολύ σημαντικότερος από τη θέση που του επιφύλαξαν οι
συγκυρίες.
Στο πρόσωπο του Καντακουζηνού ο Καβάφης αντικρίζει την ίδια την αυτοκρατορία και θλίβεται για την παρακμή και την αναπόφευκτη πτώση μιας ελληνικής, ως επί το πλείστον, κρατικής δημιουργίας. Τα χρόνια της ακμής, τα χρόνια που το ελληνικό στοιχείο δέσποζε, παρέρχονται πια ανεπιστρεπτί κι αυτή είναι μια σκέψη που δημιουργεί εύλογη συγκίνηση στον Κωνσταντινουπολίτη ποιητή. Έτσι, ό,τι στο πλαίσιο της στέψης μοιάζει να λειτουργεί μειωτικά για τον Καντακουζηνό, δεν είναι παρά μια σαφής ένδειξη για την επερχόμενη πτώση όλου του βυζαντινού οικοδομήματος. Ο Καβάφης υπερασπιζόμενος τα δίκαια και τα αρμόζοντα για τον Καντακουζηνό, υπερασπίζεται ουσιαστικά τα δίκαια και τα αρμόζοντα για τον βυζαντινό ελληνισμό.
Στο πρόσωπο του Καντακουζηνού ο Καβάφης αντικρίζει την ίδια την αυτοκρατορία και θλίβεται για την παρακμή και την αναπόφευκτη πτώση μιας ελληνικής, ως επί το πλείστον, κρατικής δημιουργίας. Τα χρόνια της ακμής, τα χρόνια που το ελληνικό στοιχείο δέσποζε, παρέρχονται πια ανεπιστρεπτί κι αυτή είναι μια σκέψη που δημιουργεί εύλογη συγκίνηση στον Κωνσταντινουπολίτη ποιητή. Έτσι, ό,τι στο πλαίσιο της στέψης μοιάζει να λειτουργεί μειωτικά για τον Καντακουζηνό, δεν είναι παρά μια σαφής ένδειξη για την επερχόμενη πτώση όλου του βυζαντινού οικοδομήματος. Ο Καβάφης υπερασπιζόμενος τα δίκαια και τα αρμόζοντα για τον Καντακουζηνό, υπερασπίζεται ουσιαστικά τα δίκαια και τα αρμόζοντα για τον βυζαντινό ελληνισμό.