Rene Capone
Κωνσταντίνος Καβάφης «Αριστόβουλος»
Κλαίει
το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς,
απαρηγόρητος
θρηνεί ο βασιλεύς Ηρώδης,
η
πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Aριστόβουλο
που
έτσι άδικα, τυχαίως πνίχθηκε
παίζοντας
με τους φίλους του μες στο νερό.
Κι όταν το μάθουνε και στ’ άλλα μέρη,
όταν
επάνω στην Συρία διαδοθεί,
κι
από τους Έλληνας πολλοί θα λυπηθούν·
όσοι
ποιηταί και γλύπται θα πενθήσουν,
γιατ’
είχεν ακουσθεί σ’ αυτούς ο Aριστόβουλος,
και
ποια τους φαντασία για έφηβο ποτέ
έφθασε
τέτοιαν εμορφιά σαν του παιδιού αυτού·
ποιο
άγαλμα θεού αξιώθηκεν η Aντιόχεια
σαν
το παιδί αυτό του Ισραήλ.
Οδύρεται και κλαίει η Πρώτη Πριγκηπέσσα·
η
μάνα του η πιο μεγάλη Εβρέσσα.
Οδύρεται
και κλαίει η Aλεξάνδρα για την συμφορά.—
Μα
σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καϋμός της.
Βογγά·
φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.
Πώς
την εγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!
Πώς
επί τέλους έγινε ο σκοπός των!
Το
ρήμαξαν το σπίτι των Aσαμωναίων.
Πώς
το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς·
ο
δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος.
Πώς
το κατόρθωσε. Τι καταχθόνιο σχέδιο
που
να μη νοιώσει κ’ η Μαριάμμη τίποτε.
Αν
ένοιωθε η Μαριάμμη, αν υποπτεύονταν,
θάβρισκε
τρόπο το αδέρφι της να σώσει·
βασίλισσα
είναι τέλος, θα μπορούσε κάτι.
Πώς
θα θριαμβεύουν τώρα και θα χαίρονται κρυφά
η
μοχθηρές εκείνες, Κύπρος και Σαλώμη·
η
πρόστυχες γυναίκες Κύπρος και Σαλώμη.—
Και
νάναι ανίσχυρη, κι αναγκασμένη
να
κάνει που πιστεύει τες ψευτιές των·
να
μη μπορεί προς τον λαό να πάγει,
να
βγει και να φωνάξει στους Εβραίους,
να
πει, να πει πώς έγινε το φονικό.
Αριστόβουλος Γ΄ (Ιωνάθαν) (; - 35 π.Χ.)
Ασμοναίος
πρίγκιπας και αρχιερέας των Ιουδαίων (35), ήταν γιος του Αλεξάνδρου Β΄ της
Ιουδαίας και της Αλεξάνδρας -κόρης του Υρκανού Β΄-, και αδερφός της Μαριάμμης,
της γυναίκας του Ηρώδη του Μεγάλου. Αναδείχθηκε αρχιερέας των Ιουδαίων από το
γαμπρό του Ηρώδη ο οποίος απομάκρυνε από τον αρχιερατικό θρόνο τον αρχιερέα
Ανανήλ. Ο νεαρός νέος αρχιερέας Αριστόβουλος κέρδισε γρήγορα την αγάπη του λαού
και γι’ αυτό θεωρήθηκε επικίνδυνος αντίπαλος από τον Ηρώδη, που διέταξε να τον
πνίξουν στο λουτρό του.
Ηρώδης ο Μέγας (73-4 π.Χ.)
Βασιλιάς
των Ιουδαίων (37-4 π.Χ.), ιουδαϊκής καταγωγής. Γιος του στρατηγού Αντίπατρου ή
Αντίπα, υπηρετούσε στην αυλή του ηγεμόνα-αρχιερέα Ιωάννη Υρκανού Β΄, όπου είχε
αποκτήσει μεγάλα αξιώματα, όπως του διοικητή της Γαλιλαίας (47-40). Το 40, μετά
την εισβολή των Πάρθων στην Ιουδαία, ο Ηρώδης κατέφυγε στη Ρώμη και με την
εύνοια του φίλου του Ρωμαίου πολιτικού ηγέτη Μάρκου Αντωνίου ονομάστηκε
βασιλιάς της Ιουδαίας. Ο Ηρώδης επικράτησε οριστικά στη χώρα του το 37, όταν με
τη βοήθεια ρωμαϊκού εκστρατευτικού σώματος κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και έκανε
σύζυγό του την Ασμοναία πριγκίπισσα Μαριάμμη Α΄. Κατά τη διάρκεια του ρωμαϊκού
Εμφυλίου πολέμου ο Ηρώδης υποστήριξε το Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό
(Αύγουστο), ενώ αργότερα υποστήριξε τον πρώτο στον αγώνα του εναντίον του
δευτέρου. Μετά την επικράτησή του, ο Οκταβιανός εκτιμώντας τον Ηρώδη για τη
συνεπή υποστήριξή του προς τον ηττημένο Μάρκο Αντώνιο, τον αντάμειψε
αναγνωρίζοντας το βασιλικό του αξίωμα και προσαυξάνοντας τα εδάφη του.
Ο
Ηρώδης, θαυμαστής του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ευεργέτησε με οικοδομήματα
πολλές ελληνικές και ελληνιστικές πόλεις. Χρημάτισε μάλιστα και πρόεδρος των
Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας του επέδειξε ασυνήθιστη
οικοδομική δραστηριότητα κοσμώντας την Παλαιστίνη με ωραιότατα κτίσματα
ελληνικού και ρωμαϊκού ρυθμού (θέατρα, γυμναστήρια, φρούρια κτλ.). Για να
αποκτήσει μάλιστα τη συμπάθεια του ιουδαϊκού λαού, ο οποίος τον μισούσε γιατί,
ανάμεσα στα άλλα ακολουθούσε και φιλορωμαϊκή πολιτική, ανοικοδόμησε στα Ιεροσόλυμα
νέο, μεγαλοπρεπέστατο ναό, στο λόφο που ήταν κτισμένος παλιότερα και ο
πασίγνωστος ναός του Σολομώντα και μετά την καταστροφή του ο ναός του
Ζοροβάβελ.
Ο
Ηρώδης, ηγεμόνας εξαιρετικά ικανός και ευφυής αλλά και σκληρός, καχύποπτος και
διεστραμμένος, προσβλήθηκε στο τέλος της ζωής του από μανία καταδίωξης, με
αποτέλεσμα να θανατώσει πολλούς δημόσιους άνδρες, τη σύζυγό του Μαριάμμη με τα
περισσότερα μέλη της οικογένειάς της, καθώς και τρία παιδιά του. Σύμφωνα με την
Καινή Διαθήκη (Ματθ., 2), τον τελευταίο χρόνο της βασιλείας του γεννήθηκε ο
Ιησούς Χριστός και λίγο μετά ο Ηρώδης διέταξε τη σφαγή των αθώων αρρένων νηπίων
της Βηθλεέμ. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα από οδυνηρή ασθένεια.
Μακκαβαίοι
Ονομασία
μεγάλης και δυναμικής οικογένειας της Ιερουσαλήμ κατά τους τελευταίους
προχριστιανικούς χρόνους, η οποία διακρίθηκε για τους συνεχείς αγώνες της για
τη διάσωση της πατρώας θρησκείας και της ελευθερίας της ιουδαϊκής λατρείας από
την καταπιεστική πολιτική της δυναστείας των Σελευκιδών. Η ονομασία τους προέρχεται
από τον Ιούδα, τριτότοκο γιο του ιερέα και αρχηγού της οικογένειας Ματταθία, ο
οποίος προσωνυμήθηκε πρώτος Μακκαβαίος (από το εβραϊκό μακκαμπά = σφύρα,
σφυροκοπώ). Κατά τον Ιώσηπο, ο προπάππος του αρχηγού της οικογένειας των
Μακκαβαίων ονομαζόταν Ασμών, γι’ αυτό και τα μέλη της οικογένειας ονομάζονταν
Ασμοναίοι.
Ο
αρχηγός της οικογένειας ιερέας Ματταθίας, οι γιοι και οι εγγονοί του εκφράζουν
μια ολόκληρη περίοδο της ιστορίας του μεταγενέστερου ιουδαϊσμού, αφού οι αγώνες
για την ελευθερία της λατρείας δεν ήταν άσχετοι προς τα εθνικά οράματα του
ιουδαϊσμού. Η αφετηρία των αγώνων συνδέεται με τη σθεναρή αντίδραση του ιερέα
Ματταθία εναντίον της πολιτικής του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Δ΄ του
Επιφανούς (175-164 π.Χ.), ο οποίος επιδίωκε την εκρίζωση της ιουδαϊκής
θρησκείας με την επιβολή της εθνικής θρησκείας και βεβήλωσε τον Ναό με την
τοποθέτηση στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων λίθινου βωμού του Ολυμπίου Διός,
προς τιμήν του οποίου τέλεσε και θυσία (168 π.Χ.). Η αντίδραση του Ματταθία
προκάλεσε την ένοπλη εξέγερση των Ιουδαίων. Μετά τον θάνατο του Ματταθία (166
π.Χ.) η αρχηγία περιήλθε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα τους, στον
τριτότοκο Ιούδα, ο οποίος είχε διακριθεί από τους άλλους τέσσερεις γιους του
για τις στρατηγικές ικανότητες και την πολεμική του αρετή στους αγώνες εναντίον
του στρατού των Σελευκιδών της Συρίας. Μετά από μακροχρόνιους αγώνες και
σημαντικές επιτυχίες, ο Ιούδας έγινε κύριος της Ιερουσαλήμ, αποκάθαρε τον Ναό
από τη βεβήλωση και εξασφάλισε σχετική ελευθερία της ιουδαϊκής λατρείας (162).
Το 161 νίκησε τον Νικάνορα, αλλά, τελικά, φονεύθηκε σε μάχη εναντίον του
Βακχίδη (160). Τον διαδέχθηκε ο νεώτερος αδερφός του Ιωνάθαν (160-143 π.Χ.), ο
αποκαλούμενος και Απφούς. Ο Ιωνάθαν, παρά τις περιορισμένες στρατηγικές του
ικανότητες, διακρινόταν για τα διπλωματικά του χαρίσματα και κατόρθωσε όχι μόνο
να τονώσει το φρόνημα των Ιουδαίων, αλλά και να εκμεταλλευθεί τις εσωτερικές
έριδες των Σελευκιδών για να κατοχυρώσει την πολιτική και τη θρησκευτική
ανεξαρτησία του λαού του. Ο Ιωνάθαν έγινε και ο ιδρυτής της αρχιερατικής
δυναστείας των Μακκαβαίων ή Ασμοναίων με την ανάληψη από την οικογένειά του και
του αρχιερατικού αξιώματος.
Η
αιχμαλωσία και η θανάτωση του Ιωνάθαν έφερε στην εξουσία τον δευτερότοκο γιο
του Ματταθία Σίμωνα (143-135 π.Χ.), ο οποίος εκμεταλλεύθηκε με διπλωματία τις
έριδες του Δημητρίου Β΄ και του Τρύφωνος για να πετύχει πλήρη φορολογική
απαλλαγή, να επεκτείνει την κυριαρχία του σε άλλες σημαντικές πόλεις και να
εξασφαλίσει την ευημερία του λαού του. Το 141 π.Χ. ανακηρύχθηκε εθνάρχης από
γενική λαϊκή συνέλευση και εγκαταστάθηκε ισόβιος αρχιερέας και στρατηγός. Οι
προσπάθειες των Σελευκιδών να ανακτήσουν την επιρροή τους στην Παλαιστίνη με
τις πρωτοβουλίες του Αντιόχου Ζ΄ αποκρούστηκαν από τους γιους του Σίμωνος, ο
οποίος όμως δολοφονήθηκε από τον γαμπρό του στρατηγό Πτολεμαίο μαζί με τους δυο
γιους του Ιούδα και Ματταθία. Τελικά, η εξουσία περιήλθε στον άλλο γιο του,
Ιωάννη τον Υρκανό Α΄ (135-105 π.Χ.), ο οποίος συνέχισε με επιτυχία τους αγώνες
των Μακκαβαίων. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αριστόβουλος Α΄ (105-104 π.Χ.), ο
οποίος έλαβε και τον βασιλικό τίτλο. Διάδοχός του ήταν ο αδελφός του Αλέξανδρος
ο Ιανναίος (104-78 π.Χ.), ο οποίος νυμφεύθηκε τη χήρα του Αριστοβούλου
Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα διαδέχθηκε τον σύζυγό της (78-69 π.Χ.), μετά δε τον
θάνατό της ξέσπασε η διαμάχη των γιων της Αριστοβούλου Β΄ και Υρκανού Β΄.
Τελευταίος ηγεμόνας της οικογένειας των Ασμοναίων ή Μακκαβαίων υπήρξε ο γιος
του Αριστοβούλου Β΄ Αντίγονος, ο οποίος θανατώθηκε από τον Μάρκο Αντώνιο,
σύμφωνα με την επιθυμία του Ηρώδη του Μεγάλου (37 π.Χ.).
Η
οικογένεια των Μακκαβαίων προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον ιουδαϊκό λαό σε
κρίσιμες στιγμές για τη διατήρηση της εθνικής και της θρησκευτικής αυτονομίας
του.
Το ποίημα
Κλαίει
το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς,
απαρηγόρητος
θρηνεί ο βασιλεύς Ηρώδης,
η
πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Aριστόβουλο
που
έτσι άδικα, τυχαίως πνίχθηκε
παίζοντας
με τους φίλους του μες στο νερό.
Ο
Κωνσταντίνος Καβάφης δημιουργεί εδώ ένα ακόμη έξοχο ποίημα πολιτικής για να
παρουσιάσει με έμφαση το πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος των προσώπων
εξουσίας. Η ανθρώπινη ζωή, που τόσο εκτιμάται και προστατεύεται από τους απλούς
πολίτες, χάνει πλήρως την αξία της όταν μπαίνει εμπόδιο -ή μοιάζει να μπαίνει
εμπόδιο- στη διαφύλαξη της εξουσίας. Έτσι, ο Ηρώδης που δείχνει σε όλους να
θρηνεί απαρηγόρητος το χαμό του Αριστόβουλου, στην πραγματικότητα είναι εκείνος
που καθ’ υπόδειξη της μητέρας του, Κύπρου και της αδελφής του, Σαλώμης, διέταξε
τη δολοφονία του νεαρού αρχιερέα που είχε κερδίσει την αγάπη και των σεβασμό
του λαού.
Ολόκληρη
η πολιτεία θρηνεί με ειλικρινή πόνο τον θάνατο του Αριστόβουλου, για τον οποίο
έχουν την εντύπωση πως πνίγηκε εντελώς τυχαία παίζοντας με τους φίλους του μες
στο νερό. Οι πολίτες -που αγνοούν τη δόλια ανάμειξη του Ηρώδη- νομίζουν πως
βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα τραγικό ατύχημα, μ’ ένα μοιραίο παιχνίδι της
τύχης. Ενώ ο Ηρώδης, που ξέρει πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί κανείς στην
εξουσία, δεν έχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη στην τύχη, γι’ αυτό και αμέσως
μόλις διαπιστώνει την αύξηση της δημοτικότητας του νεαρού Αριστόβουλου
φροντίζει να απαλλαγεί από αυτόν.
Ο
Αριστόβουλος, που από τη μεριά της μητέρας του Αλεξάνδρας συνδέεται με την
ιστορική οικογένεια των Μακκαβαίων, αντιμετωπίζεται από τον Ηρώδη και τη δική
του μητέρα ως ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος αντίπαλος, παρά το νεαρό της ηλικίας
του, διότι μπορεί στην πορεία να κερδίσει -είτε το επιδιώξει είτε όχι- τη θερμή
υποστήριξη των Ιουδαίων. Κι ο Ηρώδης που γνωρίζει καλά πως σε ό,τι αφορά την
εξουσία δεν θα πρέπει τίποτε να αφήνεται στην τύχη, επιλέγει να τερματίσει
βιαίως τη ζωή του νεαρού που μετά το θάνατο του Αντίγονου είχε απομείνει ο
τελευταίος συνεχιστής της οικογένειας των Μακκαβαίων.
Κι
όταν το μάθουνε και στ’ άλλα μέρη,
όταν
επάνω στην Συρία διαδοθεί,
κι
από τους Έλληνας πολλοί θα λυπηθούν·
όσοι
ποιηταί και γλύπται θα πενθήσουν,
γιατ’
είχεν ακουσθεί σ’ αυτούς ο Aριστόβουλος,
και
ποια τους φαντασία για έφηβο ποτέ
έφθασε
τέτοιαν εμορφιά σαν του παιδιού αυτού·
ποιο
άγαλμα θεού αξιώθηκεν η Aντιόχεια
σαν
το παιδί αυτό του Ισραήλ.
Ο
Αριστόβουλος δολοφονείται, όχι γιατί δεν υπήρξε ένας καλός άνθρωπος, αλλά διότι
λόγω του αίματός του ήταν ένας από τους Μακκαβαίους. Χωρίς να έχει δώσει κανένα
δικαίωμα στον Ηρώδη για ν’ ανησυχεί, χωρίς να έχει διεκδικήσει ποτέ κάτι έξω
από τα όρια που του έθεσε ο βασιλιάς, καταδικάζεται μόνο και μόνο για όσα
σημαίνει η οικογένειά του για τους Ιουδαίους∙ καταδικάζεται λόγω της δυναμικής
που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει κάποτε στο μέλλον.
Σε
αντίθεση όμως με την απάνθρωπη αυτή λογική του Ηρώδη, που δεν διακινδυνεύει να
αφήσει κανένα ενδεχόμενο ανοιχτό, ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αναγνώστη
σε μια πιο ανθρώπινη πτυχή του Αριστόβουλου. Ο νεαρός, λοιπόν, πέρα από το
γεγονός ότι ήταν μέλος της οικογένειας των Μακκαβαίων, ήταν πολύ περισσότερο
ένας νέος έξοχης ομορφιάς∙ ένας νέος που κοσμούσε με το κάλλος του ετούτο τον
κόσμο, ξεπερνώντας σε αρτιότητα οτιδήποτε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί και
οτιδήποτε είχε δημιουργηθεί μέχρι τότε από τεχνίτες και καλλιτέχνες.
Ο
Καβάφης απογυμνώνει τον Αριστόβουλο από εκείνα τα στοιχεία που τόσο επίφοβα
φάνηκαν στον Ηρώδη, και τον παρουσιάζει ως έναν νέο άνθρωπο που με την ομορφιά
του είχε κινητοποιήσει τη φαντασία και την έμπνευση ποιητών και γλυπτών. Του
αφαιρεί την ασχήμια της πολιτικής εξουσίας και τον αφήνει μόνο με την ωραιότητα
της ανθρώπινης φύσης του, προκειμένου να τονίσει ακόμη περισσότερο τη
σκληρότητα του Ηρώδη. Εκεί που ο βασιλιάς έβλεπε έναν μελλοντικό αντίπαλο
μεγάλης δύναμης και επιρροής, στην πραγματικότητα υπήρχε ένας άνθρωπος που
εξέπεμπε μόνο την ομορφιά της νιότης και της αγνότητας∙ ποιότητες που μπορεί να
συγκινούν βαθιά έναν ποιητή, αφήνουν όμως εντελώς αδιάφορο έναν αδίστακτο ηγέτη
που νοιάζεται μόνο για τον θρόνο και την εξουσία του.
Οδύρεται
και κλαίει η Πρώτη Πριγκηπέσσα·
η
μάνα του η πιο μεγάλη Εβρέσσα.
Οδύρεται
και κλαίει η Aλεξάνδρα για την συμφορά.—
Μα
σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καϋμός της.
Βογγά·
φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.
Πώς
την εγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!
Πώς
επί τέλους έγινε ο σκοπός των!
Το
ρήμαξαν το σπίτι των Aσαμωναίων.
Πώς
το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς·
ο
δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος.
Πώς
το κατόρθωσε. Τι καταχθόνιο σχέδιο
που
να μη νοιώσει κ’ η Μαριάμμη τίποτε.
Αν
ένοιωθε η Μαριάμμη, αν υποπτεύονταν,
θάβρισκε
τρόπο το αδέρφι της να σώσει·
βασίλισσα
είναι τέλος, θα μπορούσε κάτι.
Πώς
θα θριαμβεύουν τώρα και θα χαίρονται κρυφά
η
μοχθηρές εκείνες, Κύπρος και Σαλώμη·
η
πρόστυχες γυναίκες Κύπρος και Σαλώμη.—
Και
νάναι ανίσχυρη, κι αναγκασμένη
να
κάνει που πιστεύει τες ψευτιές των·
να
μη μπορεί προς τον λαό να πάγει,
να
βγει και να φωνάξει στους Εβραίους,
να
πει, να πει πώς έγινε το φονικό.
Η
μητέρα του Αριστόβουλου, που λόγω ακριβώς της σύνδεσής της με την οικογένεια
των Μακκαβαίων έχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους Ιουδαίους, διατηρεί τα
προσχήματα απέναντι στους πολίτες και φέρεται όπως θα φερόταν μια οποιαδήποτε
μητέρα θρηνώντας για το χαμό του παιδιού της, για τη συμφορά που βρήκε το σπίτι
της. Μόλις όμως βρίσκεται μόνη της παύει να είναι μια μητέρα που έχασε το παιδί
της και επιστρέφει αίφνης στην αληθινή της φύση∙ γίνεται μια γνήσια απόγονος
των Μακκαβαίων που βλέπει ξεκάθαρα πως το ατύχημα αυτό δεν ήταν παρά μια στυγνή
δολοφονία με μόνο σκοπό να ρημάξει το σπίτι των Ασαμωναίων (Μακκαβαίων).
Η
Αλεξάνδρα δεν έχει την πολυτέλεια να αφεθεί σ’ έναν ανθρώπινο θρήνο, διότι
γνωρίζει και η ίδια πως ο Αριστόβουλος δεν ήταν απλά το παιδί της∙ ήταν ο
συνεχιστής μιας εξαιρετικά σημαντικής οικογένειας, της μόνης ίσως που θα
μπορούσε με τη στήριξη του λαού να θέσει τέρμα στη βασιλεία του Ηρώδη. Εκείνο,
οπότε, που την απασχολεί περισσότερο κι από τον προσωπικό της πόνο είναι το πώς
κατάφερε να την ξεγελάσει ο Ηρώδης∙ το πώς κατάφερε να πετύχει το σκοπό του
χωρίς εκείνη να υποψιαστεί κάτι. Κι ακόμη περισσότερο, πώς κατάφερε ο Ηρώδης να
σχεδιάσει τη δολοφονία του Αριστόβουλου χωρίς να υποπτευτεί τίποτε ούτε η κόρη
της η Μαριάμμη, η οποία ως γυναίκα του βασιλιά θα μπορούσε ίσως να παρέμβει με
κάποιο τρόπο και να σώσει τον αδερφό της.
Η
καταστροφή που αντιμετωπίζει η Αλεξάνδρα γίνεται ακόμη πιο τραγική διότι η ίδια
θεωρούσε πως το παιδί της θα είναι ασφαλές υπό την προστασία της αδερφής του,
που ο Ηρώδης την είχε παντρευτεί για να αξιοποιήσει το γεγονός ότι ανήκε στην
οικογένεια των Μακκαβαίων. Εύλογα, λοιπόν, αγανακτεί η Αλεξάνδρα μπροστά σ’
αυτή την ολοκληρωτική εκμετάλλευση της οικογένειάς της από τον Ηρώδη, χωρίς να
της διαφεύγει φυσικά και ο επίβουλος ρόλος της μητέρας και της αδερφής του
βασιλιά, που τώρα θα θριάμβευαν και θα χαίρονταν για την πλήρη επικράτηση
εκείνου. Η Αλεξάνδρα βλέπει καθαρά πως ο Ηρώδης καπηλεύτηκε την αγάπη που είχε
ο λαός για τους Μακκαβαίους με το να παντρευτεί τη Μαριάμμη και την ίδια στιγμή
είχε αποκλείσει κάθε πιθανότητα επανόδου της ιστορικής οικογένειας με το να
δολοφονήσει τον μόνο εναπομείναντα αρσενικό απόγονο. Η επικράτησή του ήταν
καθολική.
Κι
ενώ τα βλέπει και τα καταλαβαίνει όλα αυτά, απομένει στην πραγματικότητα
τελείως ανίσχυρη, εφόσον δεν μπορεί να βγει και να κατηγορήσει ανοιχτά τον
Ηρώδη για τη δολοφονία του Αριστόβουλου. Δεν έχει μήτε τον τρόπο να το
αποδείξει μήτε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την τιμωρία του. Γυναίκα η ίδια δεν
έχει κανέναν άντρα από τη γραμμή των Μακκαβαίων να τη στηρίξει και να
επωφεληθεί της πιθανής πτώσης του Ηρώδη. Έτσι, η οργή και η αγανάκτησή της δεν
έχουν τίποτε να προσφέρουν, παρά μόνο να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή της ίδιας και
της Μαριάμμης. Εξαναγκάζεται, επομένως, η Αλεξάνδρα να κάνει πως πιστεύει τα
ψέματα του Ηρώδη σχετικά με το ατύχημα που προκάλεσε το χαμό του Αριστόβουλου,
αφήνοντας το λαό των Εβραίων στην πλάνη του σχετικά με τις προθέσεις του δόλιου
βασιλιά.
Ο
θάνατος του Αριστόβουλου θα περάσει ατιμώρητος, εφόσον ο Ηρώδης έχει αυτή τη
στιγμή το πάνω χέρι, μα πολύ περισσότερο ο θάνατός του δεν θα γνωρίσει τον
γνήσιο θρήνο που αρμόζει σ’ έναν νέο άνθρωπο, εφόσον ακόμη κι από τους πιο δικούς
του ανθρώπους δεν αντιμετωπίζεται ως ένας απλός νέος άνθρωπος, αλλά ως ο
τελευταίος της γραμμής των Μακκαβαίων, στοιχείο που προσδίδει στην απώλειά του
κυρίως πολιτικές προεκτάσεις∙ αντίστοιχες με αυτές που έθεσαν σε κίνηση και τη
συνωμοσία που του στέρησε τη ζωή.
Στα
μάτια των περισσότερων δεν χάθηκε ένας νέος εξαίσιας ομορφιάς, αλλά ένα πολύ
σημαντικό πρόσωπο της οικογένειας των Μακκαβαίων. Ένα παράδοξο που φανερώνει με
τον πιο έντονο τρόπο πως στον κόσμο της εξουσίας η αξία των ανθρώπων αποτιμάται
με τελείως διαφορετικά κριτήρια απ’ ό,τι στον κόσμο των απλών ανθρώπων.