Brian Oldham
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Για τον Aμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610»
Pαφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν
για επιτύμβιον του ποιητού Aμμόνη να
συνθέσεις.
Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα
μπορέσεις,
είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως
αρμόζει
για τον ποιητήν Aμμόνη, τον δικό μας.
Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του—
αλλά να πεις και για την εμορφιά του,
για την λεπτή εμορφιά του που
αγαπήσαμε.
Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά
σου είναι.
Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε
τώρα.
Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ’ η αγάπη
μας περνούν.
Το
αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.
Pαφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν
που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας
μέσα των,
που κι ο ρυθμός κ’ η κάθε φράσις να
δηλούν
που γι’ Aλεξανδρινό γράφει
Aλεξανδρινός.
Το ποίημα αυτό ανήκει στα ψευδοϊστορικά
του Καβάφη, καθώς τόσο ο Ραφαήλ όσο και ο Αμμόνης είναι πρόσωπα φανταστικά. Το
όνομα του Αμμόνη είναι Αιγυπτιακό, ενώ το όνομα του Ραφαήλ κοπτικό (Κόπτες ήταν
τα μέλη της Χριστιανικής Εκκλησίας της Αιγύπτου).
Η χρονολογία (610 μ.Χ.) συμπίπτει με
την έναρξη της προφητικής σταδιοδρομίας του Μωάμεθ. Μέσα στην επόμενη δεκαετία,
η Ιερουσαλήμ και η Αλεξάνδρεια θα καταληφθούν από τους Πέρσες. [Γ. Π. Σαββίδης]
Στο επίκεντρο του ποιήματος τίθεται η
εκπληκτική διάδοση και κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας, η οποία, αν και αρχικά
βοηθήθηκε από τη στρατιωτική δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατόρθωσε ωστόσο να
διατηρήσει για αρκετούς αιώνες μετά τη θέση και το κύρος της σε
πολλές περιοχές της Μεσογείου και της Ασίας χάρη στην ποιότητα και τη μουσική
ομορφιά της. Αξιοσημείωτο είναι, άλλωστε, το γεγονός πως ακόμη και στο πλαίσιο
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η ελληνική γλώσσα παρέμεινε όχι μόνο σε χρήση, αλλά
και συνέχισε να αποτελεί ένδειξη πραγματικής πνευματικής καλλιέργειας.
Ο Καβάφης επιλέγει, πάντως, να
τοποθετήσει τα γεγονότα του ποιήματος σε μία μεταβατική, κατά την προσφιλή του
συνήθεια, περίοδο, μιας και λίγα χρόνια μετά το 610 μ.Χ., η Αλεξάνδρεια πρώτα
(641 μ.Χ.) κι αμέσως μετά όλη η υπόλοιπη Αίγυπτος θα πέσουν στα χέρια των
Αράβων, σηματοδοτώντας την εκκίνηση μιας νέας πολιτισμικής επίδρασης στην
περιοχή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα χάσει τις κτήσεις αυτές ευκολότερα από το
αναμενόμενο λόγω της διαμάχης που υπήρχε στο εσωτερικό της Αιγύπτου ανάμεσα στους
Ορθόδοξους και τους Κόπτες, οι τελευταίοι εκ των οποίων αντί να προβάλουν
αντίσταση στους Άραβες θα σταθούν αρωγοί στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν
την Αίγυπτο.
Ο Καβάφης αν και δεν αναφέρεται στην
εσωτερική διάσταση μεταξύ Ορθοδόξων και Κοπτών, φροντίζει εντούτοις με τα
διαφορετικής προελεύσεως ονόματα των προσώπων του ποιήματος να αφήσει ένα
σχετικό υπονοούμενο, αφού μόνο τυχαία δεν είναι η χρονολογία στην οποία
τοποθετεί τα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Έτσι, η αίσθηση σύμπνοιας που τόσο
ποιητικά αποδίδεται σε όλους τους στίχους κι ιδίως στον καταληκτικό «που γι’ Aλεξανδρινό
γράφει Aλεξανδρινός» αποκρύπτει έξοχα το διαχωρισμό που υπάρχει στο εσωτερικό της
Αιγύπτου. Ένας διαχωρισμός, μάλιστα, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο λίγες
δεκαετίες μετά για το μέλλον του τόπου.
Pαφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν
για επιτύμβιον του ποιητού Aμμόνη να
συνθέσεις.
Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα
μπορέσεις,
είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως
αρμόζει
για τον ποιητήν Aμμόνη, τον δικό μας.
Το ποίημα ήδη από την αρχική του
προσφώνηση «Ραφαήλ» δημιουργεί την αίσθηση ενός διαλόγου και καθιστά σαφή τη
θεατρική του διάσταση. Εκείνοι που απευθύνονται στον Ραφαήλ -τα λόγια των
οποίων αποτελούν επί της ουσίας όλο το ποίημα του Καβάφη- είναι Αλεξανδρινοί
φίλοι και συμπατριώτες του πρόσφατα εκλιπόντος νεαρού ποιητή Αμμόνη.
Το αίτημά τους είναι να συνθέσει ο
Ραφαήλ το επιτύμβιο για τον ομότεχνό του Αμμόνη, και προσφεύγουν σε αυτόν
διότι, όπως διευκρινίζουν εκείνος είναι ο κατάλληλος για να γράψει κάτι που να
αρμόζει για τον νεαρό Αιγύπτιο∙ για τον δικό τους -συμπατριώτη- Αμμόνη. Ό,τι
ζητούν ειδικότερα από τον Ραφαήλ είναι να συνθέσει ένα επιτύμβιο καλαίσθητο και
λείο∙ ένα επιτύμβιο, δηλαδή, που να μην έχει υπερβολές, ούτε εξάρσεις
συναισθηματισμού. Κάτι διακριτικό, αλλά και πάλι αντάξιο του νεαρού, που ήταν
όχι μόνο ποιητής, αλλά και ένας από αυτούς∙ ένας Αλεξανδρινός.
Την απόκριση του Ραφαήλ δεν θα την
ακούσουμε ποτέ, αλλά μπορούμε να εικάσουμε πως θα συναινέσει σε αυτό που του
ζητείται, αφού, μάλιστα, οι άνθρωποι που του το ζητούν φροντίζουν να τον
επαινέσουν κατάλληλα. Το γεγονός και μόνο ότι θεωρούν πως εκείνος είναι ο
απολύτως κατάλληλος ποιητής για να συνθέσει το ιδανικό για την περίσταση
επιτύμβιο, αποτελεί μια φιλοφρόνηση που δύσκολα θα μπορούσε να αποποιηθεί ο
Ραφαήλ, αν και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, αυτό που του ζητούν δεν είναι και
τόσο απλό.
Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του—
αλλά να πεις και για την εμορφιά του,
για την λεπτή εμορφιά του που
αγαπήσαμε.
Τα επιτύμβια, οι ολιγόστιχες θρηνητικές
συνθέσεις, αποτελούσαν ήδη τότε μακραίωνη παράδοση και εμπεριείχαν συνήθως
τιμητικές αναφορές για τη δράση και το ποιόν του χαμένου προσώπου. Οι φίλοι του
Αμμόνη ζητούν από τον Ραφαήλ να αναφερθεί φυσικά στα ποιήματά του, αφού αυτά
αποτελούσαν την κύρια ενασχόλησή του και συνιστούσαν την «επαγγελματική» του
ταυτότητα, αλλά πολύ περισσότερο θέλουν να γίνει αναφορά στην ομορφιά του. Ο
Αμμόνης που πέθανε μόλις στα 29 του χρόνια ήταν, όπως προκύπτει, ένας νέος ιδιαίτερου
κάλλους, που είχε πολύ εκτιμηθεί από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.
Εμφανής εδώ η πρόθεση του Καβάφη να
τιμηθεί ξέχωρα η ομορφιά, που βρίσκει την κορύφωσή της στα χρόνια της νεότητας,
και η οποία αποτελεί μια αυτόνομη ποιότητα και αξία στον ποιητικό του κόσμο. Αν
υποτεθεί πως κάποιος θα μπορούσε να υποτιμήσει ή να μην αποδεχτεί τις ηθικές ή
πνευματικές αρετές του χαμένου νέου, σίγουρα δεν θα μπορούσε κανείς να
παραγνωρίσει αυτό το ιδιαίτερο προνόμιο της εξωτερικής ομορφιάς που λαμβάνει
διαχρονικά τόση αναγνώριση από τους ανθρώπους. Ακόμη κι αν ο Αμμόνης δεν υπήρξε
ο καλύτερος από τους ποιητές, ακόμη κι αν δεν είχε αποκτήσει άριστο ήθος, ήταν,
εντούτοις, αναμφίβολα ένας νέος έξοχης ομορφιάς, κι αυτό είναι μια αρετή που
δεν μπορούσε να του την αμφισβητήσει κανείς. Για τον Καβάφη, άλλωστε, η απώλεια
ενός όμορφου νέου είναι εξίσου σημαντική -αν όχι σπουδαιότερη σε σημασία- με
την απώλεια ενός αξιόλογου ποιητή, κι αυτό γιατί η εξωτερική ομορφιά κάθε νέου
αποτελεί ένα ανεπανάληπτο δημιούργημα της φύσης, που δεν μπορεί να αναπληρωθεί,
αφού δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά κάποιος με την ίδια ποιότητας ομορφιάς, όπως ήταν
αυτή που είχε ο Αμμόνης ή κάθε άλλος νέος άνθρωπος που χάνεται.
Τα λόγια των συνομιλητών του Ραφαήλ
είναι εξόχως ενδεικτικά ως προς αυτό∙ θέλουν να υμνηθεί η λεπτή ομορφιά του
νέου που τόσο την είχαν αγαπήσει. Αισθάνονται, άρα, πως με το θάνατο του νέου
θα στερηθούν, όχι μόνο την παρουσία της προσωπικότητάς του, αλλά πρωτίστως μια
αναντικατάστατη αισθητική απόλαυση που προέκυπτε από το σωματικό του κάλλος.
Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά
σου είναι.
Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε
τώρα.
Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ’ η αγάπη
μας περνούν.
Το
αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.
Στη στροφή αυτή εντοπίζουμε μια
σημαντικότατη ένδειξη για το βαθμό εδραίωσης της ελληνικής γλώσσας στην Αίγυπτο
ακόμη και κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Αλεξανδρινοί φίλοι
του νεκρού νέου επιλέγουν για να τον τιμήσουν την ελληνική γλώσσα, διότι παρόλο
που είναι ξένη γι’ αυτούς παραμένει ωστόσο η ιδανικότερη επιλογή για να υμνηθεί
η ζωή του αγαπημένου τους φίλου. Επιλέγουν εις βάρος της δικής τους γλώσσας την
ελληνική, διότι η χρήση της και μόνο συνιστά έναν έπαινο για την πνευματική του
κατάρτιση και για την πνευματική του δημιουργία.
Φροντίζουν, ωστόσο, να τονίσουν στον
Ραφαήλ πως οφείλει να βάλει όλη του τη μαστοριά και τέχνη στη σύνθεση του
επιτύμβιου, διότι, αν και τα ελληνικά του είναι πάντοτε έξοχα, θα πρέπει
εντούτοις να περάσει στην ξένη γλώσσα το βάθος και την έκταση της λύπης τους∙
θα πρέπει κυρίως να περάσει στην ξένη γλώσσα το αιγυπτιακό τους αίσθημα. Η
ελληνική γλώσσα είναι αναμφίβολα κορυφαία, δεν παύει όμως να μην είναι η δική τους,
κι αυτό καθιστά δυσκολότερο να περάσει μέσω αυτής η ιδιαίτερη αίσθηση λύπης και
συναισθηματικής συντριβής, όπως την αισθάνονται και την εκφράζουν στη δική τους
γλώσσα. Αυτή η «μετάγγιση» του συναισθήματος από τη μία γλώσσα στην άλλη, ώστε
να αποδοθεί ακέραια η βαθιά έκφραση του πόνου, όπως την αποδίδει κάθε λαός στις
πολύ προσωπικές στιγμές θρήνου, είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Γι’ αυτό κι ο Ραφαήλ
θα πρέπει πράγματι να βάλει όλο του το ταλέντο, διότι διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος
το αποτέλεσμα να είναι ψυχρό ή ουδέτερο και να αδικήσει την ένταση του πόνου
που αισθάνονται οι φίλοι του νεκρού νέου.
Pαφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν
που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας
μέσα των,
που κι ο ρυθμός κ’ η κάθε φράσις να
δηλούν
που γι’ Aλεξανδρινό γράφει
Aλεξανδρινός.
Το αίτημά τους, λοιπόν, εξειδικεύεται
και κορυφώνεται στην καταληκτική στροφή του ποιήματος. Ο Ραφαήλ οφείλει να
γράψει κατά τέτοιο τρόπο τους στίχους του, ώστε να αποκτήσουν κάτι από τη ζωή της
Αιγύπτου μέσα τους∙ ώστε και ο ρυθμός τους, αλλά και κάθε χωριστή τους φράση να
φανερώνουν πως τους γράφει Αλεξανδρινός για να θρηνήσει Αλεξανδρινό. Η ξένη
γλώσσα θα πρέπει να «αναγεννηθεί», υπό μία έννοια, ώστε κάθε της λέξη και κάθε
ρυθμικός της κυματισμός να έρθει τόσο κοντά στο πνεύμα και στους τρόπους των
Αιγυπτίων που να είναι σαφές πως ό,τι γράφεται είναι γραμμένο από Αλεξανδρινό.
Το επιτύμβιο είναι μια πολύ προσωπική
σύνθεση και δεν αποτελεί κάποιου είδους λογοτεχνική άσκηση στο πλαίσιο της οποίας
ο δημιουργός θα κληθεί απλώς να επιδείξει τις γνώσεις του στην ελληνική γλώσσα.
Το επιτύμβιο είναι μια βαθιά έκφραση θρήνου, κι είναι, άρα, απολύτως σημαντικό
να επιτευχθεί από το Ραφαήλ μια πλήρης σύζευξη του ελληνικού λόγου με την αιγυπτιακή
ψυχή, προκειμένου η ξένη γλώσσα να αποκτήσει χρώμα αιγυπτιακό και να φτάσει σ’
ένα τέτοιο σημείο, ώστε μέσω αυτής να εκφράζεται με διαυγή γνησιότητα το
αιγυπτιακό θρηνητικό συναίσθημα.