Mark Ashkenazi
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Διακοπή»
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα
παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν.
Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’
επεμβαίνει.
Ο Αχιλλεύς και ο Δημοφών δεν έγιναν
αθάνατοι, διότι ο πατέρας του πρώτου και βασιλιάς της Φθίας, Πηλεύς, και η
μητέρα του δεύτερου και βασίλισσα της Ελευσίνας, Μετάνειρα, εμπόδισαν
αντίστοιχα την Θέτιδα και την Δήμητρα να ολοκληρώσουν το πέρασμα των δύο βρεφών
από την πυρά της αφθαρσίας.
[Γ. Π. Σαββίδης]
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο σύντομο αυτό
ποίημα παρουσιάζει με τρόπο συμβολικό την απροθυμία των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν
τις επώδυνες δυσκολίες που προκύπτουν από την «ανάγκη», από την εξελικτική αυτή
δύναμη που αποζητά την ενδυνάμωση και την ισχυροποίηση των θνητών όντων, μέσα από
δοκιμασίες ή έντονες αλλαγές, οι οποίες φαντάζουν στη σκέψη των εφήμερων ανθρώπων
ανυπέρβλητες και καταστροφικές. Οι άνθρωποι, λόγω της αδυναμίας τους να δουν
πέρα από το φόβο της στιγμής, αποτυγχάνουν να κατανοήσουν πως το ανέβασμα σ’
ένα καλύτερο επίπεδο ύπαρξης προκύπτει μόνο ύστερα από περιόδους έντονης
δοκιμασίας. Μιας δοκιμασίας που γίνεται βέβαια αντιληπτή από τους ανθρώπους ως
φορέας φθοράς και ολέθρου, μα είναι στην ουσία ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί
το πέρασμα σ’ ένα νέο και κατά πολύ ανώτερο επίπεδο διαβίωσης.
«Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.»
Οι θεοί στο πλαίσιο του ποιήματος
λειτουργούν ως σύμβολα της ανάγκης, της εξέλιξης και της αδιάκοπης αλλαγής.
Κατά το πρότυπο των μυθικών διηγήσεων που παρέθεταν οι σοφιστές, ο Καβάφης
αξιοποιεί την παρουσία των θεών, όχι ως κυριολεκτική αναφορά στη θεϊκή
παρουσία, αλλά ως πιο εύληπτο και παραστατικό τρόπο για να αναφερθεί στη
λυτρωτική -έστω κι αν φαντάζει καταστροφική- τάση της ζωής να περνά συνεχώς σε
επόμενα εξελικτικά στάδια.
Οι εφήμεροι, «βιαστικοί» και χωρίς
πείρα άνθρωποι, τείνουν πάντοτε να διεκδικούν τη διατήρηση των πραγμάτων στην
κατάσταση που έχουν γνωρίσει και αποδεχτεί, χωρίς να μπορούν ποτέ να
κατανοήσουν πως έστω και μέσω της πυράς -που τόσο τους τρομάζει-, έστω και μέσω
μιας φαινομενικής καταστροφής, το αποτέλεσμα που προκύπτει συνιστά τη
βελτιστοποίηση όσων γνώριζαν, συνιστά το πέρασμα σ’ ένα νέο εξελικτικό στάδιο
της κοινωνίας.
«Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα
παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν.
Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’
επεμβαίνει.»
Ο ποιητής αξιοποιεί και στο ποίημα αυτό
τη θεατρικότητα για να προσδώσει ζωντάνια στα αφηγούμενα. Διαπλέκει, έτσι, δύο
παράλληλες ιστορίες με παρόμοιο περιεχόμενο, καθώς και στις δύο περιπτώσεις μια
θεϊκή παρουσία -φορέας της ανάγκης για αλλαγή- επιχειρεί να καταστήσει αθάνατο
ένα βρέφος περνώντας το πάνω από τις φλόγες. Στην Ελευσίνα βρίσκουμε τη Δήμητρα
που φιλοξενείται από τον εκεί βασιλιά Κελεό, έχοντας λάβει τη μορφή γηραιάς
τροφού, να περνά το γιο του βασιλιά, το μικρό Δημοφώντα, πάνω από τη φωτιά, μα
το έργο της διακόπτεται από τη μητέρα του παιδιού, τη Μετάνειρα, η οποία
έντρομη και με τα μαλλιά ξέπλεγα βάζει τις φωνές, όταν αντικρίζει το
φρικιαστικό αυτό σκηνικό, με το παιδί της στις φλόγες. Αντιστοίχως, στο παλάτι
της Φθίας, η Θέτιδα έχοντας αλείψει τον μικρό Αχιλλέα με αμβροσία, τον
τοποθετεί στη φωτιά, για να εξαλείψει από αυτόν κάθε ίχνος θνητότητας, μα ο
πατέρας του παιδιού, ο βασιλιάς Πηλέας, διακόπτει έντρομος την ιεροτελεστία
αυτή.
Τόσο η Μετάνειρα όσο και ο Πηλέας,
λειτουργούν εδώ ως οι άπειροι θνητοί, που έντρομοι μπροστά στη θέα του βρέφους
στη φωτιά· έντρομοι μπροστά στους όρους τέλεσης της αλλαγής, διακόπτουν και
αποτρέπουν την αναγκαία, για την αποθέωση, διαδικασία. Ο φόβος των ανθρώπων
μπροστά στην αλλαγή, η απροθυμία τους να βιώσουν οτιδήποτε τους φαίνεται
δύσκολο και επίπονο, επενεργεί ανασταλτικά για τις διαδικασίες εξέλιξης και
αλλαγής της κοινωνίας. Οι ίδιοι οι άνθρωποι θέτουν συνεχώς εμπόδια σε ό,τι θα
μπορούσε να τους προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και να ισχυροποιήσει
τις δομές της κοινωνίας· αποφεύγουν οτιδήποτε θα μπορούσε να τους καταστήσει
καλύτερους ως προσωπικότητες, διότι αρνούνται να περάσουν τις αναγκαίες
δυσκολίες· διότι φοβούνται πως οι μόχθοι και οι δοκιμασίες της μετάβασης θα
αποβούν πιθανά μοιραίες γι’ αυτούς ή για το σύνολο της κοινωνίας.
Έτσι, τα άπειρα όντα, επιλέγουν πάντοτε
τη διατήρηση, τη σταθερότητα -και άρα τη σταδιακή φθορά και αποσύνθεση-, έστω
κι αν η παρούσα κατάσταση απέχει από το ιδανικό που θα επιθυμούσαν κατά βάθος.
Ο φόβος της αλλαγής αποδεικνύεται σταθερά ισχυρότερος από την προσδοκία
καλυτέρευσης και ισχυροποίησης, που περνά -σε κάθε περίπτωση- μέσα από κόπους,
ριψοκίνδυνες αποφάσεις και σημαντικές δοκιμασίες.