Michael Swanson
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Εις το Eπίνειον»
Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον
τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει
μυροπώλης.
Όμως αρρώστησε εις τον πλουν. Και μόλις
απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του,
πτωχοτάτη,
έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει,
κάτι
ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ
γέροντας γονείς».
Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν εγνώριζε
κανείς,
μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα
πανελλήνιον.
Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ
κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον,
θα τον ελπίζουν πάντα οι γονείς του
ζωντανό.
Το ποίημα γράφηκε τον Σεπτέμβριο του
1917 με τίτλο «Δώρου Τάφος», και δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1918 στο περιοδικό
«Γράμματα» με τον τελικό τίτλο «Εις το Επίνειον».
Πρόκειται για ιστορικοφανές ποίημα,
καθώς το κεντρικό του πρόσωπο, ο Έμης, είναι φανταστικό. Ο Καβάφης, άλλωστε,
συνήθιζε να δημιουργεί τέτοιους είδους φανταστικά πρόσωπα -που ενίοτε
λειτουργούν κι ως προσωπεία- προκειμένου να συνθέσει τον ποιητικό εκείνο μύθο
που υπηρετούσε πληρέστερα την ποιητική του ιδέα.
Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον
τήνιον
έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον
ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει
μυροπώλης.
Ο νεαρός Έμης έχοντας ταξιδέψει με
ελληνικό πλοίο φτάνει σ’ ένα λιμάνι της Συρίας, όπου είχε σκοπό να μάθει την
τέχνη του μυροπώλη. Στα 28 του χρόνια ο Έμης αποφασίζει να μεταναστεύσει,
αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, αναζητώντας την ευκαιρία να μάθει μια τέχνη που
θα του διασφαλίσει μια πιο επικερδή επαγγελματική προοπτική. Η Συρία γίνεται
για εκείνον ο ιδανικός του προορισμός, αφού εκεί θα μπορέσει να αποκτήσει τις
αναγκαίες γνώσεις για το νέο του ξεκίνημα.
Όμως αρρώστησε εις τον πλουν. Και μόλις
απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του,
πτωχοτάτη,
έγιν’ εδώ.
Η πρόθεση του Έμη, εντούτοις, δεν θα
εκπληρωθεί, καθώς όπως αποκαλύπτει η αμέσως επόμενη στροφή του ποιήματος, ο
νεαρός αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και πέθανε μόλις αποβιβάστηκε
στην παράλια πόλη της Συρίας. Έτσι, η ξένη αυτή χώρα αντί να αποτελέσει το
εφαλτήριο για μια καλύτερη ζωή, αποτέλεσε τον ύστατο προορισμό του νεαρού. Η
ταφή του -ο ενταφιασμός του- υπήρξε πολύ φτωχή στην ξένη αυτή χώρα, αφού ο Έμης
βρέθηκε εκεί χωρίς να έχει κανέναν δικό του.
Η δραματική ειρωνεία που προκύπτει από την
ανατροπή των ελπίδων του νέου μετανάστη, συνιστά την τραγική εκείνη διάψευση
που βιώνουν -ατυχώς- αρκετοί άνθρωποι που επιλέγουν να αναζητήσουν την ευκαιρία
μιας καλύτερης τύχης σε μια άλλη χώρα. Η ιστορία του Έμη, είναι η άλλη πλευρά
της μετανάστευσης ή τραγική πλευρά μιας περιπέτειας που αποσκοπούσε στη
διασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Ολίγες ώρες πριν πεθάνει, κάτι
ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ
γέροντας γονείς».
Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν εγνώριζε
κανείς,
μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα
πανελλήνιον.
Η ιστορία του Έμη αποκτά μια επιπλέον
τραγική διάσταση με την αναφορά στους γέροντες γονείς τους. Ο νεαρός ήρωας
λίγες ώρες προτού πεθάνει, εξαντλημένος από την αρρώστια του, ψιθύριζε σ’
αυτούς που βρίσκονταν γύρω του κάτι για το σπίτι του και τους γέροντες γονείς
του που περίμεναν σ’ αυτό. Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιοι είναι
οι γονείς του, όπως κανείς δεν γνώριζε και ποια ακριβώς είναι η πατρίδα του
νεαρού «μες στο μέγα πανελλήνιον».
Ο ποιητής, με αφορμή την άγνοια των
ανθρώπων που ταξίδευαν μαζί με τον Έμη για το ποια απ’ όλες τις ελληνικές
περιοχές ήταν η πατρίδα του νέου, βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει την εξάπλωση
που είχε λάβει κάποτε ο ελληνισμός. Με τους Έλληνες να βρίσκονται σε όλη σχεδόν
τη Μεσόγειο και σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας κι ακόμη πιο πέρα, το
πανελλήνιο έμοιαζε πράγματι εντυπωσιακά μεγάλο. Ένας ακόμη έπαινος για το
ελληνικό έθνος από τον Καβάφη, που τόσο αγαπούσε να υπενθυμίζει πως ο
ελληνισμός είχε κατά πολύ ξεπεράσει τα περιορισμένα όρια του κυρίως ελληνικού
χώρου.
Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ
κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον,
θα τον ελπίζουν πάντα οι γονείς του
ζωντανό.
Το αφηγηματικό υποκείμενο διαπιστώνει
πως η άγνοια σχετικά με την ταυτότητα των γονιών του νέου έχει και τη θετική
της πλευρά, διότι ενώ ο γιος τους θα βρίσκεται νεκρός σ’ αυτή την παραλιακή
πόλη, εκείνοι, μη έχοντας νέα του, θα συνεχίσουν να διατηρούν πάντοτε την
ελπίδα πως είναι ζωντανός.
Η απουσία επικοινωνίας, που προφανώς θα
γεννά την ανησυχία, θα είναι συνάμα κι η πηγή ελπίδας, εφόσον δεν θα υπάρχει η
τελική εκείνη επιβεβαίωση για την τύχη του νέου που θα έθετε οριστικό τέρμα
στην προσδοκία των ηλικιωμένων γονιών να τον δουν να επιστρέφει και πάλι κοντά
τους.
Αξίζει να προσεχθεί η χρήση
ομοιοκαταληξίας στο ποίημα, καθώς ο Καβάφης τη χρησιμοποιεί σπάνια, κι όταν το
κάνει είναι για να την αξιοποιήσει ως μέσο ειρωνείας. Ειδικότερα εδώ, η
ομοιοκαταληξία, αυτός ο αυστηρός έλεγχος της κατάληξης των στίχων, που
φανερώνει τον έλεγχο του δημιουργού στο έργο του έρχεται σε αντίθεση με το πόσο
απρόσμενη και εκτός οποιασδήποτε μορφής ελέγχου είναι στην πραγματικότητα η
ανθρώπινη ζωή. Ο Έμης πιστεύει ίσως πως έχει κάνει μια ορθή επιλογή για το μέλλον
του, καταλήγει ωστόσο νεκρός σε μια πολύ νεαρή ηλικία, μη έχοντας καμία
δυνατότητα να αποτρέψει την τραγική αυτή κατάληξη.
Στους 8 πρώτους στίχους του ποιήματος η
ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή, ενώ στους 4 τελευταίους είναι πλεχτή.