Caras Ionut
Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν πορεία προς την Σινώπην»
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.
Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.
Έστειλεν αξιωματικό του, και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του ξακολούθησε.
Ο μάντις αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ’ είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά. —
Μα ν’ αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν’ αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα.»
Πρόκειται για τον βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη Ε΄ Ευεργέτη,
πατέρα του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορος, τον οποίο ο Καβάφης αναφέρει στο ποίημά του Ο Δαρείος.
Η βασιλεία του Μιθριδάτη Ε΄ διήρκησε από το 150 π.Χ μέχρι το 120
π.Χ., οπότε και δολοφονήθηκε, πιθανώς από ανθρώπους που διέπραξαν το έγκλημα
για λογαριασμό της συζύγου του Λαοδίκης. Εικάζεται πως η Λαοδίκη διαφωνούσε με
την επεκτατική πολιτική που ακολουθούσε ο Μιθριδάτης, καθώς με τη στάση του
αυτή θα έφερνε το βασίλειο του Πόντου σε αντιπαράθεση με τους Ρωμαίους.
Ο Μιθριδάτης Ε΄ ήταν τυπικά σύμμαχος των Ρωμαίων, και είχε
ενισχύσει τις ρωμαϊκές δυνάμεις κατά τον Τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο (149-146
π.Χ.), λαμβάνοντας μάλιστα ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή του, τα εδάφη της
Φρυγίας. Ωστόσο, επιθυμούσε να επεκτείνει το βασίλειό του και σε άλλες
γειτονικές περιοχές (Καππαδοκία, Παφλαγονία), διεκδικώντας για τον εαυτό του
περισσότερη ισχύ απ’ όση θα του επέτρεπαν οι Ρωμαίοι, αν η προσπάθειά του δεν
είχε διακοπεί απότομα με τη δολοφονία του.
Η πορεία προς τη Σινώπη θα είναι για τον Μιθριδάτη Ε΄ η τελευταία
επιστροφή στην πρωτεύουσα του βασιλείου του, καθώς εκεί, εν τω μέσω ενός πολυτελούς συμποσίου, θα τον
δηλητηριάσουν. Γεγονός που θα ωθήσει τον γιο και μετέπειτα διάδοχό του,
Μιθριδάτη ΣΤ΄, στη για χρόνια λήψη μικρών ποσοτήτων δηλητηρίου, ώστε να συνηθίσει
τον οργανισμό του και να καταστήσει αναποτελεσματική μια οποιαδήποτε απόπειρα
δολοφονίας του κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
Η παράθεση από τον Καβάφη τόσων επιθέτων για να τονιστεί το
μεγαλείο και η ισχύς του Μιθριδάτη Ε΄ -παράθεση που βρίσκει το ανάλογό της
και στο ποίημα «Ο Δαρείος», για τον γιο του, Μιθριδάτη ΣΤ΄: ο ένδοξός μας
βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ-, αποσκοπεί στο να δώσει έμφαση
σε ό,τι εν τέλει θεωρούνταν σημαντικό από τον ίδιο τον Μιθριδάτη.
Η στρατιωτική και πολιτική δύναμη, η δόξα και η κατάκτηση ολοένα
και περισσότερων περιοχών, συνιστούσαν για τον Μιθριδάτη τη βασική του
επιδίωξη, καθώς μέσω αυτών εκπλήρωνε την υπέρμετρη φιλοδοξία του. Φιλοδοξία,
όμως, που θα του στοιχίσει τη ζωή του, καθώς παρασυρμένος απ’ την υπεροψία της
ήδη μεγάλης του δύναμης, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί πως η
επεκτατική του αυτή πολιτική προκαλούσε δυσαρέσκειες ακόμη και στο στενό του
περιβάλλον.
«Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.»
Το ερώτημα που απασχολεί τον Μιθριδάτη -και άρα η μόνη πιθανή
επιλογή που βλέπει για τον εαυτό του- είναι πόσο περισσότερο θα επεκτείνει τον
πλούτο και τις δυνάμεις του στο μέλλον.
Ερώτηση έτσι διατυπωμένη που ουσιαστικά προκαθορίζει το περιεχόμενο της
απάντησης που αναμενόταν από τον μάντη.
Ο Μιθριδάτης φαίνεται να θεωρεί δεδομένο πως θα συνεχίσει την
ανοδική του πορεία, πως θα συνεχίσει να αυξάνει τις δυνάμεις του, χωρίς ωστόσο,
όπως θα αποδειχτεί, να συμμερίζονται όλοι τη δική του υπεροπτική αισιοδοξία.
Ανάλογη στάση, άλλωστε, θα ακολουθήσει και ο γιος του, ο
Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο οποίος δεν θα διστάσει να εμπλακεί σε σειρά πολέμων με τους
Ρωμαίους, χωρίς -όπως και ο πατέρας του- να έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη των
ανθρώπων του βασιλείου του: «Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι. / Μπορούμε να
τα βγάλουμε μ’ αυτούς, / οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να μετρηθούμε
τώρα με τες λεγεώνες;».
Ο μάντις αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ’ είπε στον αξιωματικό,
«Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω.
Κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα.
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά. —
Ο δισταγμός του μάντη να απαντήσει με πλήρη σαφήνεια σχετικά με το
μέλλον του Μιθριδάτη μπορεί να αιτιολογηθεί διττώς. Αφενός ο Καβάφης δεν θέλει να δείξει
πως αναγνωρίζει σ’ έναν μάντη μια τέτοια προφητική δύναμη, ώστε να είναι σε
θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις -ακολουθεί εδώ και τη σχετική παράδοση των
ασαφών και διφορούμενων προφητειών- και αφετέρου υποδηλώνεται ο φόβος που θα
αισθανόταν ο μάντης να αποκαλύψει κάτι άσχημο για τον ισχυρό και προφανώς
αδίστακτο βασιλιά του Πόντου.
Άλλωστε, τα πρόσωπα που καλούνται να εκφέρουν λόγο στους βασιλείς
ή για τους βασιλείς, οφείλουν να σκεφτούν καλά τις επιπτώσεις που μπορεί να
προκύψουν σε περίπτωση που με τα λεγόμενά τους τούς δυσαρεστήσουν. Ανάλογη και
η συμπεριφορά του ποιητή Φερνάζη στον Δαρείο: «ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι
όμως — μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων. / Βαθέως σκέπτεται
το πράγμα ο ποιητής». Καθώς, παρόλο που αντιλαμβάνεται την αλήθεια σχετικά με
τον ένδοξο πρόγονο του Μιθριδάτη, ξέρει καλά πως λέγοντάς την είναι πιθανό να
δυσαρεστήσει τον βασιλιά του.
Μα ν’ αρκεσθεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς.
Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν.
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν’ αρκείται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.
Ο μάντης παρά τους δισταγμούς του και παρά την αληθινή ή
υποτιθέμενη αδυναμία του να δει καθαρά το μέλλον, θα διατυπώσει ωστόσο με τρόπο
ειλικρινή τις ανησυχίες του. Ανησυχίες που μπορούν το δίχως άλλο να εκληφθούν
ως λόγια φρόνησης και όχι απαραιτήτως ως κάποια προφητεία. Η προτροπή του,
δηλαδή, προς τον βασιλιά να αρκεστεί σε όσα έχει, και άρα να αποβάλει την
πλεονεξία που τον διακατέχει, συνιστά περισσότερο μια σκέψη σύνεσης, που
αντανακλά το μήνυμα του ίδιου του ποιητή.
Ο Καβάφης -όπως κι οι περισσότεροι άνθρωποι άλλωστε- γνωρίζει καλά
αυτές τις ξαφνικές μεταβολές της τύχης∙ γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να χάσει
κανείς τον πλούτο ή την οικονομική του επιφάνεια και να βρεθεί σε δύσκολη θέση∙
γνωρίζει και το επισφαλές της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό, μέσω του μάντη,
προτρέπει τον Μιθριδάτη, αλλά και τους αναγνώστες, σε μια πιο μετρημένη θέαση
των πραγμάτων, όπου η πλεονεξία και η υπεροψία δεν μπορούν και δεν πρέπει να
έχουν θέση.
Οι άνθρωποι συχνά ξεχνούν πως δεν έχουν πραγματικό έλεγχο στις
εξελίξεις των γεγονότων∙ συχνά, τυφλωμένοι απ’ την υπεροψία της παρούσας καλής
τους κατάστασης, νομίζουν πως όλα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν το ίδιο καλά ή και
καλύτερα, χωρίς να λογαριάζουν τις αιφνίδιες ανατροπές και τους αστάθμητους
παράγοντες. Κι είναι αυτή η υπεροψία που ωθεί τον Μιθριδάτη Ε΄ σε μια συνεχή
επεκτατική πορεία, για να γνωρίσει όμως το ξαφνικό του τέλος με πρωτοβουλία της
συζύγου του, κι είναι η ίδια υπεροψία που θα ωθήσει τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ να
συγκρουστεί με τους Ρωμαίους και να γνωρίσει τη δική του συντριβή.
«Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα.»
Ο Μιθριδάτης κατευθύνεται προς την Σινώπη, όπου η Λαοδίκη
ετοιμάζει τη δολοφονία του, και κανείς δεν πρόκειται να τον προειδοποιήσει, κανείς δεν θα
θελήσει να τον γλιτώσει απ’ αυτόν τον άδοξο χαμό. Γεγονός που έρχεται σε πλήρη
αντίθεση με την ευνοϊκή μοίρα του προγόνου του Μιθριδάτη Α΄, ο οποίος
προειδοποιήθηκε εγκαίρως και διασώθηκε από έναν θανάσιμο γι’ αυτόν κίνδυνο. Μια
τέτοια αγαθή και σωτήρια παρέμβαση, ωστόσο, συμβαίνει «λίαν σπανίως», όπως
σχολιάζει ο μάντης, και άρα δεν μπορεί ο Μιθριδάτης Ε΄ να ελπίζει σε κάτι
ανάλογο.
Σχετικά με την ιστορία του Μιθριδάτη Α΄ (350-266 π.Χ.) και τη
σωτήρια παρέμβαση του φίλου του Δημήτριου, γιου του Αντιγόνου Α΄ της Μακεδονίας, βρίσκουμε στο βιβλίο
των Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη, τα ακόλουθα:
«Ο νεαρός Μιθριδάτης ζούσε στην αυλή του Αντίγονου -του
ισχυρότερου απ’ τους άμεσους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου-, σαν όμηρος
προφανώς για την καλή πίστη του δυναστεύοντος την εποχή εκείνη θείου του
(Μιθριδάτη Β΄) κ’ είχε στενά δεθεί με το συνομήλικό του γιο του Αντίγονου, το
Δημήτριο. Όμως οι ισορροπίες άλλαζαν και σε μια νύχτα μέσα. Τι άλλο άραγε
σήμαινε τ’ όνειρο πούδε τάχα ο Αντίγονος, να σπέρνει, λέει, σ’ ένα παχύ χωράφι
ψήγματα χρυσού και στην αρχή να βλέπει τη γη να γεννοβολάει χρυσάφι, μα ύστερα
γυρνώντας, θερισμένα νάναι τα σπαρτά, και να μαθαίνει πως ο Μιθριδάτης έφυγε
για τον Πόντο παίρνοντας τη χρυσή σοδειά;.. Φώναξε το γιο του τότε, κι αφού τον
όρκισε σιωπή, τούπε πως θα ξεπάστρευε τον επίφοβο νεαρό. Συντετριμμένος ο
Δημήτριος δέχτηκε την απόφαση, μα και να παρακούσει το λατρεμένο του πατέρα
βέβαια δεν τόλμαγε. Σα βγήκαν όμως έξω οι δύο νέοι, με το στύρακα της λόγχης
-αφού τα λόγια του ήταν απαγορευμένα!- χάραξε στο χώμα, στα μάτια μπρος του
φίλου του, το «Φεῦγε Μιθριδάτα», που μόλις τόδε, τόσκασε
νύχτα για την Καππαδοκία. Έτσι, και τον όρκο τήρησε ο ευγενής Δημήτριος, και
τον εταίρο έσωσε.»
Διήγηση που έχει αντληθεί από το βίο του Δημήτριου, όπως τον
καταγράφει ο Πλούταρχος [Βίοι Παράλληλοι, Δημήτριος – Μάρκος
Αντώνιος].
«Μιθριδάτης ὁ Ἀριοβαρζάνου παῖς ἑταῖρος ἦν αὐτοῦ καὶ καθ’
ἡλικίαν συνήθης, ἐθεράπευε δ’ Ἀντίγονον
οὔτ' ὢν οὔτε δοκῶν πονηρός. ἐκ δ’ ἐνυπνίου
τινὸς ὑποψίαν Ἀντιγόνῳ παρέσχεν. ἐδόκει
γὰρ μέγα καὶ καλὸν πεδίον ἐπιὼν ὁ Ἀντίγονος
ψῆγμά τι χρυσίου κατασπείρειν, ἐξ αὐτοῦ δὲ πρῶτον μὲν ὑποφύεσθαι θέρος χρυσοῦν, ὀλίγῳ δ’ ὕστερον
ἐπελθὼν ἰδεῖν οὐδὲν ἀλλ’ ἢ τετμημένην καλάμην· λυπούμενος δὲ καὶ
περιπαθῶν ἀκοῦσαί τινων λεγόντων, ὡς ἄρα
Μιθριδάτης εἰς Πόντον Εὔξεινον οἴχεται τὸ χρυσοῦν θέρος ἐξαμησάμενος. ἐκ
τούτου διαταραχθεὶς καὶ τὸν υἱὸν ὁρκώσας σιωπήσειν, ἔφρασε
τὴν ὄψιν αὐτῷ καὶ ὅτι πάντως τὸν ἄνθρωπον
ἐκποδὼν ποιεῖσθαι καὶ διαφθείρειν ἔγνωκεν.
ἀκούσας δ’ ὁ Δημήτριος ἠχθέσθη
σφόδρα, καὶ τοῦ νεανίσκου καθάπερ εἰώθει
γενομένου παρ’ αὐτῷ καὶ συνόντος ἐπὶ σχολῆς,
φθέγξασθαι μὲν οὐκ ἐτόλμησεν οὐδὲ τῇ φωνῇ
κατειπεῖν διὰ τὸν ὅρκον, ὑπαγαγὼν δὲ κατὰ μικρὸν ἀπὸ τῶν φίλων, ὡς ἐγεγόνεσαν
μόνοι καθ’ αὑτούς, τῷ στύρακι τῆς
λόγχης κατέγραψεν εἰς τὴν γῆν ὁρῶντος αὐτοῦ· "φεῦγε
Μιθριδάτα". συνεὶς δ’ ἐκεῖνος ἀπέδρα νυκτὸς εἰς
Καππαδοκίαν, καὶ ταχὺ τὴν Ἀντιγόνῳ γενομένην ὄψιν ὕπαρ αὐτῷ
συνετέλει τὸ χρεών· πολλῆς γὰρ καὶ ἀγαθῆς ἐκράτησε χώρας, καὶ τὸ τῶν
Ποντικῶν βασιλέων γένος ὀγδόῃ που διαδοχῇ
παυσάμενον ὑπὸ Ῥωμαίων ἐκεῖνος παρέσχε.»