Conni Togel
Κωνσταντίνος Καβάφης «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής»
Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του,
η αδελφή τού εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Aντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος —ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς—
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.
«Του Aντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»
Ιστορικό Πλαίσιο
Η Κομμαγηνή ήταν η περιοχή ανάμεσα στην οροσειρά του Ταύρου και τον ποταμό Ευφράτη, και υπαγόταν στη Συρία μέχρι το 162 π.Χ., οπότε ο αρμενικής καταγωγής Πτολεμαίος επαναστάτησε εναντίον του Αντιόχου Ε΄ του Ευπάτορα, βασιλιά της ελληνιστικής αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, στην οποία ανήκε η Συρία, και διακήρυξε την ανεξαρτησία του κρατιδίου με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα.
Το κρατίδιο της Κομμαγηνής διοικήθηκε στη συνέχεια από τον Σάμο (μέχρι το 96 π.Χ.), κατόπιν από τον γιο του Σάμου Μιθριδάτη Α΄ Καλλίνικο (96-69 π.Χ.) κι έπειτα από τον εγγονό του Σάμου Αντίοχο Α΄ Θεό τον Φιλέλληνα (69-36 π.Χ), ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους βασιλείς της Κομμαγηνής.
Το κρατίδιο της Κομμαγηνής θα καταλυθεί και θα περάσει στα χέρια των Ρωμαίων στα χρόνια της βασιλείας του Αντιόχου Δ΄ (ανέλαβε τη διοίκηση το 72 μ.Χ.). Ο εγγονός του Αντιόχου Δ΄ που επονομαζόταν Φιλόππαπος, ήρθε εξόριστος πλέον στην Αθήνα και με τη δράση του κέρδισε την εκτίμηση των Αθηναίων, έλαβε τον τίτλο του Αθηναίου πολίτη και ανέλαβε και σημαντικά αξιώματα. Οι Αθηναία μάλιστα για να τον τιμήσουν ανήγειραν το Μνημείο Φιλοππάπου (στην πραγματικότητα πρόκειται περί Μαυσωλείου), στον ομώνυμο λόφο.
Το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη συντέθηκε για τον βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχο, χωρίς να προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα σε ποιον από τους τέσσερις αναφέρεται. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός «Ελληνικός» που αποδίδεται στον βασιλιά, μας παραπέμπει με σχετική ασφάλεια στον Αντίοχο Α΄ Θεό τον Φιλέλληνα, ο οποίος, όπως τονίζει και το προσωνύμιο του, είχε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον ελληνικό πολιτισμό και ήταν περήφανος για την ελληνική καταγωγή της μητέρας του.
Ο Αντίοχος Α΄ συνέδεε την καταγωγή της δυναστείας του με τους Αχαιμενίδες (την ένδοξη δυναστεία των Περσών) μέσω του πατέρα του Μιθριδάτη, ενώ μέσω της καταγωγής της μητέρας του Λαοδίκης, που ήταν κόρη του Αντιόχου Η΄ Γρυπού, ηγεμόνα της δυναστείας των Σελευκιδών, έβρισκε πολύτιμους δεσμούς με τον Μέγα Αλέξανδρο, μιας και οι πρόγονοι της μητέρας του προέρχονταν από τον Αντίοχο στρατηγό του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας.
Ο Αντίοχος Α΄ υπήρξε εξαιρετικός ηγέτης που φρόντισε με τις εκάστοτε συνεργασίες του να διασώσει το κρατίδιό του από τους εξωτερικούς κινδύνους, ενώ σε ό,τι αφορά την εσωτερική οργάνωση του βασιλείου του είχε κατορθώσει να συνδυάσει τη λατρεία περσικών και ελληνικών θεοτήτων, τιμώντας έτσι και τους δύο πόλους της καταγωγής του. Δεν δίστασε, μάλιστα, να θεοποιήσει τον εαυτό του και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Κομμαγηνής.
Ένα από τα εντυπωσιακότερα έργα του Αντιόχου Α΄ είναι το ταφικό του μνημείο στο όρος Νεμρούτ (Nemrut Dagi) της σημερινής Τουρκίας, το οποίο περιβάλλεται από πολύ μεγάλα αγάλματα, ύψους 10 μέτρων , Ελλήνων και Περσών θεών.
Το ποίημα του Καβάφη
Η πρώτη στροφή του ποιήματος δημιουργεί το απαιτούμενο σκηνικό πλαίσιο, για να μας οδηγήσει στο επιτύμβιο του Αντιόχου που περιέχει το κεντρικό μήνυμα του ποιητή. Ο θάνατος του Αντιόχου στενοχωρεί την αδερφή του, η οποία επιθυμεί να τιμήσει τη μνήμη του αδερφού της, που υπήρξε εγκρατής στη ζωή του και ιδιαίτερα μορφωμένος. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί η φροντίδα του ποιητή για την αληθοφάνεια της σύνθεσής του, καθώς παρουσιάζει την αδερφή του βασιλιά να τον θρηνεί και όχι τη σύζυγό του, μιας και οι γυναίκες του Αντιόχου, όπως και οι κόρες του, ενταφιάστηκαν μαζί του.
Το επιτύμβιο αναλαμβάνει να το γράψει ο Εφέσιος Καλλίστρατος (πρόσωπο δημιουργημένο από τον ποιητή), που έχει φιλοξενηθεί με χαρά πολλές φορές στον βασιλικό οίκο. Ο Καλλίστρατος γνωρίζει το ήθος του Αντιόχου, ακολουθεί όμως και τις υποδείξεις των Σύρων αυλικών, ώστε να επικεντρωθεί σε ό,τι ήταν πραγματικά σημαντικό για τον Βασιλιά.
Η δεύτερη στροφή μας δίνει το επιτύμβιο, το οποίο καλεί τους κατοίκους της Κομμαγηνής να υμνήσουν επάξια τη δόξα του βασιλιά τους που υπήρξε προνοητικός κυβερνήτης, δίκαιος, σοφός και γενναίος. Τα επίθετα αυτά παρόλο που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μοιάζουν εντούτοις με κοινότοπους τιμητικούς χαρακτηρισμούς για κάθε βασιλιά και επιτρέπουν έτσι να τονιστεί ακόμη περισσότερο ο χαρακτηρισμός που εμπεριέχει όλη την ουσία του ποιήματος. Ο Αντίοχος, λοιπόν, είχε την άριστη ιδιότητα να είναι «Ελληνικός». Ιδιότητα που είναι η πιο τιμητική που υπάρχει στην ανθρωπότητα, καθώς οτιδήποτε πιο σημαντικό μπορεί να υπάρξει ανήκει μόνο στους θεούς.
Στο χαρακτηρισμό «Ελληνικός», επομένως, βρίσκεται όλη η ουσία του ποιήματος, καθώς όπως ο Καβάφης δηλώνει με έμφαση, δεν μπορεί να αποδοθεί σε άνθρωπο πιο ιερή και αξιοσέβαστη ιδιότητα. Καθετί σημαντικότερο και ανώτερο από το να είναι κάποιος Ελληνικός, αποδίδεται μόνο στους θεούς.
Θα πρέπει να τονιστεί πως τον χαρακτηρισμό αυτό τον χρησιμοποιούσε ο Καβάφης και για τον εαυτό του, καθώς σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα, ο ποιητής συνήθιζε να λέει: «Είμαι κι εγώ Ελληνικός, προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός».
Ο Καβάφης γεννήθηκε από Κωνσταντινουπολίτες γονείς και συνέδεσε τη ζωή του με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, διατηρώντας έτσι άμεση σχέση με την ελληνική περιφέρεια, αλλά όχι με τον κυρίως ελλαδικό χώρο. Ο ποιητής, επομένως, δεν θεωρεί τον εαυτό του Έλληνα με την αυστηρή έννοια του όρου, ούτε βέβαια και ελληνίζοντα, άνθρωπο δηλαδή που επιχειρεί να μιμηθεί τους ελληνικούς τρόπους. Δηλώνει πως είναι Ελληνικός, αναφερόμενος με αυτόν τον τρόπο στην στενή επαφή του με την ελεύθερη σκέψη των Ελλήνων, με την υιοθέτηση δηλαδή όλων εκείνων των στοιχείων που ξεχώριζαν διαχρονικά τους Έλληνες από τους υπόλοιπους γύρω λαούς, που κινούνταν σε μια πνευματική υποταγή, με θρησκευτική προσήλωση στο λόγο των αρχόντων τους.
Ελληνικός είναι ο άνθρωπος που διατηρεί την πνευματική του ανεξαρτησία, τιμά τα ελληνικά γράμματα και την ακατάβλητη προσπάθεια των Ελλήνων για την ανακάλυψη της αλήθειας πέρα και πάνω από οποιοδήποτε περιορισμό που μπορεί να θέτει η θρησκεία ή οι εκάστοτε κυβερνώντες. Ελληνικός είναι εκείνος που θεωρεί τις ελληνικές του ρίζες ως πολύτιμο τίτλο και ζει με βάση τα ελληνικά πρότυπα ελευθερίας τόσο σε πνευματικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Ο ποιητής διατηρεί με υπερηφάνεια την επαφή του με ό,τι είναι ελληνικό στην καθαρότερη μορφή του, και όχι απαραίτητα με το τι σήμαινε να είσαι Έλληνας στα δικά του χρόνια. Ανατρέχει στα πρότυπα του παρελθόντος και αντλεί τα ιδανικότερα στοιχεία του ελληνικού έθνους, θέτοντας τους αρχαιοελληνικούς τρόπους ως άριστο υπόδειγμα διαβίωσης.
Όταν, επομένως, δηλώνει μέσα από το επιτύμβιο του Αντιόχου ότι δεν υπάρχει τιμιοτέρα ιδιότητα από το να είσαι Ελληνικός, έχει στη σκέψη του την ελληνική υπόσταση των χρόνων της αρχαιότητας και των πρώτων ελληνιστικών χρόνων, όπου οι Έλληνες διατηρούσαν την ελευθερία του πνεύματος και απολάμβαναν τη ζωή με τον τρόπο που μόνο οι πλέον ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν. Η πλήρης αποδέσμευση από κάθε περιορισμό και το γιόρτασμα της ανθρώπινης φύσης με την επιδίωξη της καθαρότερης ηδονής, στοιχειοθετούν το πλαίσιο στο οποίο το ελληνικό πνεύμα ξεπέρασε κάθε άλλο πολιτισμό κι έφτασε στο απόλυτο ύψος του ανοιχτού πνεύματος και της απόλαυσης της ζωής, με μόνο οδηγό την ελευθερία.