Thomas Mitchell
Κωνσταντίνος Καβάφης «Εύνοια του
Αλεξάνδρου Βάλα»
Α δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία
νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία
ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με
ανήκει.
Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.
Του Βάλα είμ’ εγώ η αδυναμία, ο
λατρευτός.
Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο αγών δεν
έγινε σωστός.
(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι αν
μυστικά το είχα προστάξει –
θάβγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το
κουτσό μου αμάξι).
Το ποίημα «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»
συνιστά ένα εντόνως ειρωνικό σχόλιο για τους κενόδοξους νέους, που συνήθιζαν
και συνηθίζουν να προσκολλώνται σε ανθρώπους εξουσίας ή μεγάλης φήμης,
προσφέροντας τον έρωτά τους με αντάλλαγμα το χρήμα και τα εύκολα προνόμια. Η
ειρωνεία καθίσταται μάλιστα πιο δραστική, αν ληφθεί υπόψη πως ο Αλέξανδρος
Βάλας, για τον έρωτα του οποίου επαίρεται ο νεαρός του ποιήματος, δεν ήταν παρά
ένας ασήμαντος άνθρωπος, που του δόθηκε η εξουσία της Συρίας μόνο και μόνο για
να τον έχουν υποχείριό τους οι άρχοντες των γειτονικών βασιλείων.
Ο Αλέξανδρος Βάλας διαδέχτηκε το 151
π.Χ. τον Δημήτριο Α΄ Σωτήρα στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, όταν ο δεύτερος έχασε την εύνοια τόσο
των πολιτών της Αντιόχειας, όσο και του ξαδέρφου του και μέχρι πρότινος προστάτη
του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορα της Αιγύπτου.
Η γενική δυσαρέσκεια εναντίον του
Δημητρίου ώθησε τους βασιλείς Άτταλο Β΄ της Περγάμου, Αριαράθη Ε΄ της
Καππαδοκίας και Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα -από τον οποίο είχε πρόσφατα
επιχειρήσει να αποσπάσει την Κύπρο δωροδοκώντας τον στρατηγό της νήσου Αρχία- να
τον ανατρέψουν. Ο τρόπος ήταν απλός και εφαρμόσθηκε συχνά στην ελληνιστική
εποχή. Οι βασιλείς αυτοί γνωρίζοντας ότι με την αγαθή εντύπωση που είχε αφήσει
χάρη στη μεγαλοψυχία και στη γενναιοφροσύνη του ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής
(175-164 π.Χ.) ήταν δυνατόν να στηρίξουν τις διεκδικήσεις οποιουδήποτε άμεσου
απογόνου του στο θρόνο, προέβαλαν κάποιο ασήμαντο πρόσωπο, τον Βάλα, που
έμοιαζε στον Αντίοχο και ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του, ως νόμιμο διάδοχο του
θρόνου. Την πρωτοβουλία την είχε ο Άτταλος Β΄. Έπρεπε όμως για μια τέτοια
σπουδαία υπόθεση να εξασφαλισθεί η έγκριση των Ρωμαίων που είχαν ήδη
αναγνωρίσει τον Δημήτριο. Την υπόθεση ανέλαβε ο Ηρακλείδης, ο αδερφός του
Τιμάρχου (ο Μιλήσιος Τίμαρχος ήταν ο γενικός διοικητής των περιοχών που
βρίσκονταν ανατολικά της Μεσοποταμίας, τον οποίο νίκησε σε μάχη και δολοφόνησε
ο Δημήτριος Α΄, λαμβάνοντας έτσι την επωνυμία Σωτήρας από τους Βαβυλωνίους).
Ο Ηρακλείδης πήγε στη Ρώμη έχοντας μαζί
του την κόρη του Αντιόχου Δ΄ Λαοδίκη και τον Βάλα (που δεν αποκλείεται να ήταν
πραγματικά νόθος γιος του Αντιόχου Δ΄). Με την καθοδήγηση του Ηρακλείδη ο Βάλας
ζήτησε από τους Ρωμαίους να θυμηθούν τη φιλία και συμμαχία που είχαν συνάψει με
τον πατέρα του Αντίοχο Δ΄ και να τον βοηθήσουν να πάρει τον πατρικό του θρόνο ή
τουλάχιστον να μην παρεμβάλουν εμπόδια στον ίδιο και σ’ αυτούς που θα ήθελαν να
τον βοηθήσουν.
Μόλις εξασφάλισε την υποστήριξη της
Συγκλήτου ο Ηρακλείδης άρχισε να συγκεντρώνει μισθοφόρους για να θέσει σε
εφαρμογή του σχέδιό του. Ο Βάλας, που μετονομάστηκε Αλέξανδρος (για να θυμίζει
το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου), παραδόθηκε στον επαναστάτη δυνάστη Ζηνοφάνη
της Κιλικίας, που προσφέρθηκε να τον αποκαταστήσει στον «πατρικό» του θρόνο.
Η κατάσταση ήταν ευνοϊκή για τον
Αλέξανδρο Α΄ Βάλα, καθώς είχε εξασφαλίσει τη σύμπραξη πτολεμαϊκών και πιθανώς
περγαμηνών και καππαδοκικών δυνάμεων. Όταν, πάντως, προήλασε στην Πτολεμαΐδα,
οι Αντιοχείς έσπευσαν εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν κατά του σκληρού βασιλιά
τους να τον αναγνωρίσουν.
Το ποίημα
«Α δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία
νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία
ρόδα
τη νύχτα θα περάσω.»
Το ποίημα μας δίνει σε πρώτο πρόσωπο
τις σκέψεις του νεαρού εραστή του Βάλα. Ο ποιητής υιοθετεί ουσιαστικά την
περσόνα του κενόδοξου νέου και παρουσιάζει σε όλη τους την ελαφρότητα τους
προβληματισμούς του νεαρού που μόλις έχασε σ’ έναν αγώνα με ιππήλατες άμαξες,
καθώς έσπασε η ρόδα του αμαξιού του. Η διαβεβαίωση πως καθόλου δεν τον
απασχολεί η ήττα του, βασίζεται αφενός στο γεγονός πως θα περάσει τη νύχτα μέσα
στα αρώματα των ρόδων, πίνοντας καλά και ακριβά κρασιά, και αφετέρου στην
επίγνωση πως αν το θελήσει μπορούν ακόμη και την ήττα του να την παρουσιάσουν
ως νίκη οι κόλακες της αυλής.
Η ανούσια διαβίωση του νεαρού, που
είναι διαρκώς δοσμένος στις απολαύσεις, έχει αποκτηθεί με ακριβό τίμημα -ο νέος
έχει ουσιαστικά ξεπουλήσει τον εαυτό του στον βασιλιά-, ωστόσο αυτό δε μοιάζει
να τον απασχολεί καθόλου. Η κενότητα του νέου αυτού δεν του επιτρέπει να
κατανοήσει πως όλη η αξία που αναγνωρίζει στον εαυτό του, δεν είναι παρά ό,τι
έχει κερδίσει με την ομορφιά της νιότης του και όχι με μια ουσιαστική και άρα κοπιώδη
βάθυνση της προσωπικότητάς του.
«Η Αντιόχεια με ανήκει.
Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.
Του Βάλα είμ’ εγώ η αδυναμία, ο
λατρευτός.»
Ο νέος, λοιπόν, χωρίς να έχει καμία
προσωπική αξία, πέρα απ’ την ομορφιά του, και φυσικά την ευκολία με την οποία
προσφέρει τον εαυτό του για ν’ αποκτήσει τα προνόμια της πολυτελούς διαβίωσης
που επιθυμεί, εξυμνεί τον εαυτό του και δε διστάζει μάλιστα να δηλώσει πως η
Αντιόχεια του ανήκει. Η ψευδής αυτή αίσθηση δύναμης και ισχύος, βασίζεται
φυσικά, όχι σε κάποιο αξίωμα ή κάποια πραγματική θέση εξουσίας, αλλά μόνο στο
γεγονός πως είναι ο αγαπημένος, ο λατρευτός του Βάλα. Η αδυναμία που του
δείχνει ο Βάλας, η αδυναμία δηλαδή που δείχνει ο νέος βασιλιάς στην ομορφιά του
νεαρού, είναι το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίζει όλη του την έπαρση ο νεαρός
ευνοούμενος.
Η ειρωνεία αυτής της έπαρσης λειτουργεί
πολύσημα, απ’ τη μία γιατί ο Βάλας, στην εύνοια του οποίου βασίζει όλη του την
αξία ο νέος, είναι ο ίδιος ένας ασήμαντος άνθρωπος, ένας ελεγχόμενος βασιλιάς,
και όπως φάνηκε απ’ τα λίγα χρόνια που κράτησε την εξουσία ένας
αναποτελεσματικός και αδύναμος ηγέτης∙ απ’ την άλλη γιατί η ομορφιά που
προσφέρει στο νέο τη δυνατότητα μιας καλής ζωής είναι εξαιρετικά εφήμερη και
δεν μπορεί να του διασφαλίζει τα προνόμια που έχει τώρα για πολύ καιρό.
Μάλιστα, το αδιάφορο των απολαύσεων του
νέου, η οινοποσία, τα αρώματα κι οι αγώνες, καθρεφτίζουν την κενότητα και του
Αλέξανδρου Βάλα, ο οποίος θέλησε να ανατρέψει τον Δημήτριο Α΄, όχι γιατί
σκόπευε να υπηρετήσει το λαό της Συρίας, αλλά για να απολαύσει τα άκοπα οφέλη
μιας εύκολα αποκτηθείσας εξουσίας. Ο Βάλας μη έχοντας επίγνωση της
σπουδαιότητας του ρόλου που ανέλαβε, υπήρξε ένας ανίκανος ηγέτης, που γρήγορα
απογοήτευσε τους υποτελείς του. Η δική του φιλοδοξία ήταν να δοθεί στις ηδονές
και στις απολαύσεις που θα του προσέφερε η εξουσία και ο πλούτος του βασιλικού
αξιώματος. Έτσι, αν οι πολίτες της Συρίας ανέμεναν από εκείνον μια συνετή και
ουσιαστική διαχείριση της βασιλείας, σύντομα αντιλήφθηκαν πως επρόκειτο για
έναν ηθικά ξεπεσμένο άνθρωπο, που ήταν ανίκανος να αντεπεξέλθει στις υψηλές
απαιτήσεις της θέσης που ανέλαβε.
Τόσο η διάθεση του νέου βασιλιά να
αφεθεί στις κάθε είδους ηδονές, αντί να αγωνιστεί για τους πολίτες του κράτους
του, όσο και η τάση των νέων ανθρώπων -όπως είναι ο ήρωας του ποιήματος- να
σπεύδουν να δοθούν σε άτομα εξουσίας, συνιστούν συμπτώματα παρακμής μιας
κοινωνίας. Αποτελούν, ωστόσο, επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα πολιτικά πράγματα
πολλών κρατών, καθώς είναι δυστυχώς σύνηθες φαινόμενο απ’ τη μία οι ηγέτες να
μην αντιλαμβάνονται πλήρως τις υποχρεώσεις του ρόλου που αναλαμβάνουν, κι απ’
την άλλη να υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να γευτούν άκοπα τον πολυτελή τρόπο
ζωής, έστω κι αν ξεπουλούν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Είναι τέτοια η έλξη που ασκεί στους
ανθρώπους η ιδέα μιας ζωής χωρίς μόχθο, μιας ζωής γεμάτη καλοπέραση και
πολυτέλεια, ώστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναζητούν την εύκολη λύση. Εντελώς
ειρωνικά, όπως γίνεται αντιληπτό απ’ το ποίημα του Καβάφη, τόσο ο Βάλας, που
πολιτεύεται, όσο κι ο νεαρός που εκπορνεύεται, αποζητούν ακριβώς το ίδιο, τις
εύκολες απολαύσεις.
«Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο αγών δεν
έγινε σωστός.
(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι αν
μυστικά το είχα προστάξει –
θάβγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το
κουτσό μου αμάξι).»
Ο νεαρός, έχοντας εξασφαλίσει τη θέση
του πλάι στον Βάλα, γνωρίζει καλά πως οι παρατρεχάμενοι της βασιλικής αυλής, οι
πάντοτε παρόντες κόλακες, προκειμένου να μη τον δυσαρεστήσουν και προκαλέσουν
έτσι την οργή του βασιλιά, θα ισχυριστούν πως ο αγώνας δεν έγινε σωστός. Θα
ισχυριστούν πως η ήττα του οφείλεται πιθανώς σε κάποια δολιοφθορά, σε κάποια
αδικία. Κι αν μάλιστα ο νεαρός ήταν «ακαλαίσθητος», θα μπορούσαν ακόμη και
πρώτο να βγάλουν το κουτσό του αμάξι.
Η ειρωνεία του ποιητή κορυφώνεται στους
παρενθετικούς στίχους, όπου ο κενόδοξος και υπερφίαλος νεαρός εμφανίζεται από
διακριτικότητα και τακτ, να μη ζητά την πλήρη μεταστροφή της αλήθειας. Αν και
ξέρει πως θα μπορούσε ακόμη κι αυτό να έχει, αν και ξέρει πως οι κόλακες του
βασιλιά θα έλεγαν άνετα ψέματα για χάρη του, θεωρεί πως θα ήταν άκομψο να το
ζητήσει. Έτσι, ο νέος που δε διστάζει να πουλάει τον εαυτό του για να έχει μια
άνετη ζωή, ο νέος που βασίζει όλη του την αξία στην ομορφιά του, εμφανίζεται
εδώ να έχει και μια ποιότητα, είναι τουλάχιστον «καλαίσθητος».
Το ποίημα «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»
πέρα από το σχόλιο για την ηθική έκπτωση των ανθρώπων που περιτριγυρίζουν τα
πρόσωπα εξουσίας, για τα πρόσωπα που ξεπουλούν τον εαυτό τους, είναι συνάμα κι
ένα ποίημα πολιτικής, καθώς απ’ την ειρωνεία του ποιητή δε διαφεύγει ούτε ο
εκφυλισμένος και πολιτικά αδρανής βασιλιάς. Καθώς, μάλιστα, δεν είναι η
ιστορική διάσταση του ποιήματος που βαρύνει, ο Καβάφης χρησιμοποιεί την
απλούστερη, σχεδόν λαϊκή γλωσσική διατύπωση, που συνηθίζει στα ποιήματα που
στόχος του είναι το ηθικό ξεγύμνωμα προσώπων που στερούνται παιδείας και αξιών∙
προσώπων που δρουν με μόνο γνώμονα τα ίδια συμφέροντα.