Alfred Sethel
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»
Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια
ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες
στην Pώμη
τα γένη των. Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους
δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους
των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.
Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη
βασιλείς.
Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον
Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά
του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς
πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.
Aλλ’ ο Λαγίδης, που ήλθε για την
επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τ’ αρνήθηκε
όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η
πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην
Pώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου
σπίτι.
Κ’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.
Ιστορικό
πλαίσιο:
Σελευκίδης
Δημήτριος: Πρόκειται για τον
γιο του Σελεύκου Δ΄, Δημήτριο (που με την επωνυμία «Σωτήρ» ανέβηκε αργότερα το
162 π.Χ. στον θρόνο της Συρίας), όμηρο στην Ρώμη ως το 162 π.Χ. [Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)]
Ο νεαρός (25 τότε ετών) γιος του
Σελεύκου Δ΄, Δημήτριος, που ήταν όμηρος στη Ρώμη, ύστερα από συναρπαστική
περιπέτεια διέφυγε, πιθανόν με την ανοχή των ανωτέρων ρωμαϊκών κύκλων, όπως των
Σκιπιώνων, και ήλθε στην Τρίπολι της Συρίας. Εκεί στέφθηκε βασιλιάς, συνάθροισε
μισθοφόρους και μαζί τους μπήκε στην Αντιόχεια, όπου με την επιδοκιμασία του
πλήθους φόνευσε τον Αντίοχο Ε΄ (11 ετών)
και τον επίτροπό του Λυσία.
Ο Δημήτριος είχε βρεθεί στη Ρώμη αντικαθιστώντας
στην ομηρεία τον θείο του Αντίοχο Δ΄, ο οποίος είχε παραδοθεί ως όμηρος στους
Ρωμαίους το 188 π.Χ., με βάση τη Συνθήκη της Απάμειας, που ακολούθησε τη Μάχη της
Μαγνησίας και έθεσε τέλος στον πόλεμο του Αντιόχου Γ΄ με τους Ρωμαίους.
Ο Δημήτριος Α΄ μόλις έγινε βασιλιάς
επιδίωξε να ανορθώσει και να αποκαταστήσει το κύρος του κράτους του μεταξύ των
συγχρόνων του ελληνιστικών ηγεμόνων. Στο εσωτερικό όμως αντιμετώπιζε οξύτατο
αναβρασμό, που έλαβε απειλητική τροπή μετά την αποτυχία της εξωτερικής
πολιτικής του στην Καππαδοκία.
Η γενική δυσαρέσκεια εναντίον του
Δημητρίου ώθησε τους βασιλείς Άτταλο Β΄ της Περγάμου, Αριαράθη Ε΄ της
Καππαδοκίας και Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα -από τον οποίο είχε πρόσφατα
επιχειρήσει να αποσπάσει την Κύπρο δωροδοκώντας τον στρατηγό της νήσου Αρχία-
να τον ανατρέψουν. Ο τρόπος ήταν απλός και εφαρμόσθηκε συχνά στην ελληνιστική
εποχή. Οι βασιλείς αυτοί γνωρίζοντας ότι με την αγαθή εντύπωση που είχε αφήσει
χάρη στη μεγαλοψυχία και στη γενναιοφροσύνη του ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής
(175-164 π.Χ.) ήταν δυνατόν να στηρίξουν τις διεκδικήσεις οποιουδήποτε άμεσου
απογόνου του στο θρόνο, προέβαλαν κάποιο ασήμαντο πρόσωπο, τον Βάλα, που
έμοιαζε στον Αντίοχο και ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του, ως νόμιμο διάδοχο του
θρόνου. Την πρωτοβουλία την είχε ο Άτταλος Β΄. Έπρεπε όμως για μια τέτοια σπουδαία υπόθεση να εξασφαλισθεί η έγκριση
των Ρωμαίων που είχαν ήδη αναγνωρίσει τον Δημήτριο. Την υπόθεση ανέλαβε ο
Ηρακλείδης, ο αδερφός του Τιμάρχου (ο Μιλήσιος Τίμαρχος ήταν ο γενικός
διοικητής των περιοχών που βρίσκονταν ανατολικά της Μεσοποταμίας, τον οποίο
νίκησε σε μάχη και δολοφόνησε ο Δημήτριος Α΄, λαμβάνοντας έτσι την επωνυμία
Σωτήρας από τους Βαβυλωνίους).
Ο Ηρακλείδης πήγε στη Ρώμη έχοντας μαζί
του την κόρη του Αντιόχου Δ΄ Λαοδίκη και τον Βάλα (που δεν αποκλείεται να ήταν
πραγματικά νόθος γιος του Αντιόχου Δ΄). Με την καθοδήγηση του Ηρακλείδη ο Βάλας
ζήτησε από τους Ρωμαίους να θυμηθούν τη φιλία και συμμαχία που είχαν συνάψει με
τον πατέρα του Αντίοχο Δ΄ και να τον βοηθήσουν να πάρει τον πατρικό του θρόνο ή
τουλάχιστον να μην παρεμβάλουν εμπόδια στον ίδιο και σ’ αυτούς που θα ήθελαν να
τον βοηθήσουν.
Μόλις εξασφάλισε την υποστήριξη της
Συγκλήτου ο Ηρακλείδης άρχισε να συγκεντρώνει μισθοφόρους για να θέσει σε
εφαρμογή του σχέδιό του. Ο Βάλας, που μετονομάστηκε Αλέξανδρος (για να θυμίζει
το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου), παραδόθηκε στον επαναστάτη δυνάστη Ζηνοφάνη
της Κιλικίας, που προσφέρθηκε να τον αποκαταστήσει στον «πατρικό» του θρόνο. [Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα]
Λίγο αργότερα η σύγκρουση των δύο
αντιπάλων σε σφοδρή μάχη εκ παρατάξεως είχε ως αποτέλεσμα την ήττα και τον
ηρωικό θάνατο του Δημητρίου (χειμώνας του 151/150 π.Χ.).
Πτολεμαίος: Πρόκειται για τον Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα, που διωγμένος
από τον συμβασιλέα αδερφό του Πτολεμαίο Η΄ Ευεργέτη, πήγε, το 164 π.Χ., στην
Ιταλία να εκλιπαρήσει (επιτυχώς) την βοήθεια των Ρωμαίων για την παλινόρθωσή
του στον θρόνο της Αιγύπτου. [Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια]
Ο Πτολεμαίος ο ΣΤ΄ είχε την εξουσία
στην Αίγυπτο από το 180 π.Χ., ενώ από το 169 π.Χ. και για πέντε χρόνια τα δύο
αδέρφια μοιράζονται από κοινού την εξουσία.
Το 164 π.Χ. ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ εκδιώκεται
από την εξουσία από τον αδερφό του Πτολεμαίο Η΄ και καταφεύγει στη Ρώμη, όπου
παρουσιάζεται ρακένδυτος στη Σύγκλητο. Η
Ρώμη αποφασίζει να μοιράσει την εξουσία της Αιγύπτου στα δύο αδέλφια,
παραχωρώντας στον Πτολεμαίο ΣΤ΄ την Αλεξάνδρεια και την Κύπρο, ενώ στον
μικρότερο, στον Πτολεμαίο Η΄, την Κυρηναϊκή. Αυτή είναι η δυναμικότερη επέμβαση
της Ρώμης στη μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ των δύο Πτολεμαίων, καθώς στην πορεία
παρόλο που οι Ρωμαίοι θα λάβουν αποφάσεις ευνοϊκές για τον Πτολεμαίο Η΄, δεν θα
θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το στρατό τους για να επιβάλουν τη θέλησή τους.
Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ ο Φιλομήτωρ υπήρξε ένας από τους δικαιότερους
και ευγενικότερους βασιλιάδες της Αιγύπτου, με μεγάλο σεβασμό για τους πολίτες
του. Ακόμη κι όταν, το 154 π.Χ. νικά τον αδερφό του στην Κύπρο, αντί να τον
τιμωρήσει για την πολύχρονη αμφισβήτηση της εξουσίας του, τον συγχώρησε και
μάλιστα δέχτηκε να συνάψει μαζί του συμφωνία ειρήνης.
Ο Πτολεμαίος Η΄ ο Φύσκων (ο κοιλαράς) ήταν ένας από τους
σκληρότερους βασιλιάδες, έτοιμος πάντοτε να πνίξει στο αίμα το λαό του, στην
υποψία και μόνο ότι σχεδιάζουν κάποια αντίδραση εναντίον του. Ο Κακεργέτης,
όπως τον ονόμαζαν ειρωνικά, πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία της Αιγύπτου το
145 π.Χ. μετά το θάνατο του αδερφού του Πτολεμαίου ΣΤ΄, ενώ, παράλληλα, παντρεύτηκε
τη χήρα του Πτολεμαίου ΣΤ΄, και αδερφή τους, Κλεοπάτρα Β΄ και δολοφόνησε τον
ανιψιό του. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και τη μια από τις δύο κόρες της
Κλεοπάτρας Β’ την Κλεοπάτρα Γ΄, που ήταν παράλληλα και ανιψιά του. Όταν η
Κλεοπάτρα Β΄ το 131 π.Χ. ξεκίνησε επανάσταση εναντίον του συζύγου και αδερφού
της, εκείνος σκότωσε το γιό τους Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν τότε δεκατεσσάρων
ετών, τον τεμάχισε και της έστειλε τα κομμάτια του σα δώρο γενεθλίων. Η
Κλεοπάτρα Β΄ παρόλα αυτά το 124 π.Χ. επέστρεψε στον Πτολεμαίο Η΄ κι έμεινε
κοντά του μέχρι το θάνατό του το 116 π.Χ. [Ας φρόντιζαν]
Το
ποίημα
«Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία
έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.
Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·
πτωχοντυμένος και πεζός. Έτσι μια
ειρωνία
θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες
στην Pώμη
τα γένη των.»
Ο Δημήτριος Α΄ μαθαίνοντας πως ο
Πτολεμαίος ΣΤ΄ είχε έρθει στη Ρώμη με φτωχική αμφίεση και χωρίς πολυμελή
συνοδεία, δυσαρεστήθηκε, καθώς θεώρησε πως η στάση αυτή του Πτολεμαίου εξέθετε,
όχι μόνο τη βασιλική οικογένεια των Πτολεμαίων, αλλά και όλους τους επιγόνους
του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Δημήτριος, αν και όμηρος των Ρωμαίων και κατ’ επέκταση
πιόνι στα χέρια τους, αφού τον χρησιμοποιούσαν για να εκβιάζουν τις πολιτικές
επιλογές του Αντίοχου Δ΄, θεωρούσε πως όλοι οι επίγονοι, όλοι οι Έλληνες
βασιλείς, συνεχιστές των ένδοξων Μακεδόνων βασιλέων, όφειλαν να διατηρούν, έστω
και κατ’ επίφαση, την αξιοπρέπειά τους. Το να εμφανίζεται στη Ρώμη ένας Έλληνας
βασιλιάς ρακένδυτος, ελεεινός, και με εμφανή την πρόθεση να εκλιπαρήσει τους
ισχυρούς της εποχής, αποτελούσε απαράδεκτη ταπείνωση για όλα τα ελληνιστικά
βασίλεια.
Ο Πτολεμαίος είτε είχε πραγματική
δύναμη είτε όχι, θα έπρεπε, κατά την άποψη του Δημήτριου, να σεβαστεί τη θέση
του και να παρουσιαστεί στους Ρωμαίους με τη μεγαλοπρέπεια εκείνη που
αντιστοιχεί σ’ έναν επίγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν, το δίχως άλλο,
αναξιοπρεπές να επιτρέπει με τη φτωχική του παρουσία τα χλευαστικά σχόλια των
Ρωμαίων, και να επικυρώνει με τον πλέον σαφή τρόπο την υπεροχή που εκείνοι
είχαν αποκτήσει έναντι των ελληνιστικών βασιλείων.
Η αγανάκτηση του Δημήτριου αποκτά,
μάλιστα, ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ο διαρκής ανταγωνισμός
ανάμεσα στο βασίλειο των Σελευκιδών και το βασίλειο των Πτολεμαίων. Ο
Δημήτριος, όχι μόνο δεν χαίρεται με την ταπείνωση του εν δυνάμει αντιπάλου του -οι
δύο βασιλείς θα έρθουν σε σύγκρουση λίγα χρόνια μετά-, αλλά δυσαρεστείται και
προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, ώστε η παρουσίασή του στη Σύγκλητο να έχει την
αναγκαία μεγαλοπρέπεια. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει με λαμπρή σαφήνεια την
ομόνοια που ενέπνεε στη σκέψη του Δημήτριου η επίγνωση της κοινής καταγωγής.
Στο πρόσωπο του Πτολεμαίου δεν βλέπει έναν αντίπαλο, αλλά έναν ομοεθνή του, που
έρχεται και ταπεινώνεται στα μάτια του κοινού τους εχθρού.
«Που κατά βάθος έγιναν
σαν ένα είδος υπηρέται των Pωμαίων
το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους
δίδουν
κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους
των
αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.»
Ο Δημήτριος γνωρίζει πολύ καλά τη
δύναμη που έχουν αποκτήσει οι Ρωμαίοι -όμηρός τους ο ίδιος άλλωστε. Γνωρίζει
πως έχουν επιβάλει τη θέλησή τους, νικώντας ένα προς ένα τα ελληνιστικά
βασίλεια, και πως μπορούν πλέον να ελέγχουν πλήρως τη διάδοχη κατάσταση σε
αυτά. Ωστόσο, δεν αποδέχεται για κανένα λόγο τη δουλοπρέπεια και τον ξεπεσμό
του Πτολεμαίου.
Η απουσία αξιοπρέπειας οδηγεί στην
περιφρόνηση και στον εξευτελισμό· οδηγεί στην άνευ όρων υποταγή. Κι αυτό ο
Δημήτριος δεν πρόκειται να το δεχτεί.
«Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των
ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·
να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,
που λέγονται (αλλοίμονον!) ακόμη
βασιλείς.»
Παρά την αναμφισβήτητη υπεροχή των
Ρωμαίων και παρά το γεγονός πως κανένας από τους επιγόνους δεν μπορεί να σταθεί
στο θρόνο, χωρίς τη δική τους έγκριση, ο Δημήτριος δεν συναινεί στην υιοθέτηση
μιας δουλοπρεπούς συμπεριφοράς. Θεωρεί πως οι Έλληνες βασιλείς οφείλουν και
πρέπει να διατηρούν την αγέρωχη και μεγαλοπρεπή τους στάση, έστω κι αν αυτή
περιορίζεται μόνο στην εξωτερική τους εμφάνιση, έστω κι αν περιορίζεται μόνο
στους τύπους. Εκείνο, άλλωστε, που υποδηλώνει η διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους
είναι κατά πολύ σημαντικότερο από μια επιφανειακή μεγαλοπρέπεια. Υποδηλώνει την
άρνησή τους να αποδεχτούν το τετελεσμένο της υποταγής τους.
Είναι και λέγονται ακόμη βασιλείς, κι
αυτό σημαίνει πως ακόμη κι αν επί του παρόντος οφείλουν να λογοδοτούν στους
Ρωμαίους, αυτό δεν επισφραγίζει μια εσαεί συνέχιση αυτής της κατάστασης. Η διατήρηση
της μεγαλοπρέπειας, οπότε, δεν συνιστά μια κενόδοξη στάση πληγωμένης
ματαιοδοξίας και περηφάνιας κάποιου που αρνείται να κατανοήσει τα νέα δεδομένα,
αλλά μια υπόμνηση στους τώρα πανίσχυρους Ρωμαίους πως τίποτε δεν μπορεί να
θεωρηθεί μόνιμο και τετελεσμένο. Αναγνωρίζει, επομένως, ο Δημήτριος την παρούσα
υπεροχή των Ρωμαίων, αλλά αφήνει να εννοηθεί πως σε βάθος χρόνου θα είναι
πάντοτε διατεθειμένος να παλέψει για την αποτίναξη αυτής της υποτέλειας.
Ο τίτλος του βασιλέα δεν αποτελεί κενό
γράμμα για τον Δημήτριο, όπως παράλληλα η υπερίσχυση των Ρωμαίων δεν αποτελεί
μιαν αδιασάλευτη και μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο Δημήτριος δεν διατηρεί άρα την
αξιοπρέπειά του για τους τύπους· ο Δημήτριος έχει το ήθος ενός αγωνιστή, που
ξέρει πως κάθε μη αρεστή και μη αποδεκτή κατάσταση μπορεί να ανατραπεί ή
τουλάχιστον μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, ανεξάρτητα από την έκβαση αυτής
της αμφισβήτησης.
«Γι’ αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης
Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον
Πτολεμαίο
ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,
βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς
θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά
του άλογα,
για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς
πρέπει,
σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.»
Εύλογα, λοιπόν, ο Δημήτριος αντιδρά στη
δουλοπρέπεια και στον ξεπεσμό του Πτολεμαίου, και σπεύδει να του προσφέρει όλα
όσα χρειάζεται για να παρουσιαστεί στη Ρώμη «καθώς πρέπει», και το κυριότερο
σαν Αλεξανδρινός Έλληνας μονάρχης. Εμφανής εδώ η επιθυμία του Καβάφη να
υπενθυμίσει την ελληνικότητα των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ένας Γραικός μονάρχης δεν μπορεί να
παρουσιαστεί στη Σύγκλητο σαν φτωχός επαίτης, δεν μπορεί να ξευτιλίσει έτσι τον
εαυτό του και τους άλλους Έλληνες βασιλείς, δεν μπορεί να αναγνωρίσει με τόσο
σαφή τρόπο την υποταγή του στη θέληση των Ρωμαίων. Η διαφορά ήθους ανάμεσα στον
Δημήτριο και τον Πτολεμαίο προφανής· ο ένας αξιοπρεπής, με μαχητική διάθεση,
που υπομένει, αλλά δεν αποδέχεται πλήρως την εξουσία των Ρωμαίων, κι ο άλλος
απόλυτα υποταγμένος και αναξιοπρεπής, έρχεται να παρακαλέσει, σαν ξεπεσμένος
ζητιάνος, για τον θρόνο του βασιλείου του.
«Aλλ’ ο Λαγίδης, που ήλθε για την
επαιτεία,
ήξερε την δουλειά του και τ’ αρνήθηκε
όλα·
διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η
πολυτέλειες.
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην
Pώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου
σπίτι.
Κ’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.»
Η έξοχη θεατρικότητα των ποιημάτων του
Καβάφη υπηρετεί άριστα εδώ την πρόθεση του ποιητή να παραστήσει τον ξεπεσμό και
τη δουλικότητα του Πτολεμαίου. Ταπεινός, φτωχοντυμένος, σαν κακομοίρης,
παρουσιάζεται στη Σύγκλητο, για να ζητιανέψει πιο αποτελεσματικά. Σε αντίθεση
με τον Δημήτριο, που με τη στάση του δεν επιτρέπει ποτέ στους Ρωμαίους να τον
δουν ως υποταγμένο υποχείριό τους (κι αυτό θα του στοιχίσει αργότερα και το
θρόνο και τη ζωή του), ο Πτολεμαίος επιζητά, όχι μόνο τον οίκτο των Ρωμαίων,
αλλά πολύ περισσότερο να διασφαλίσει πως εκείνοι δεν θα τον αντιμετωπίσουν ως
πιθανό αμφισβητία της υπεροχής τους.
Ο Πτολεμαίος ταπεινώνεται κυρίως για να
περάσει με πλήρη σαφήνεια στους Ρωμαίους το μήνυμα πως είναι έτοιμος να δεχτεί
τη βοήθειά τους, έχοντας αποδεχτεί απόλυτα την υπεροχή τους. Εκείνο που ενδιαφέρει
τον Πτολεμαίο είναι να μην υπάρχει καμία υπόνοια πως τώρα ή αργότερα υπάρχει
περίπτωση να θέσει σε αμφισβήτηση την εξουσία τους. Έτσι, δέχεται να
παρουσιαστεί σε αυτούς πλήρως εξαθλιωμένος, ώστε εκείνοι να αναγνωρίσουν στην
ένδειά του την πλήρη του υποταγή.
Ο Πτολεμαίος το μόνο που θέλει είναι να
διασφαλίσει την επανόρθωσή του στο θρόνο της Αιγύπτου, και προκειμένου να το
πετύχει αυτό είναι πρόθυμος να απολέσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και
αυτοσεβασμού. Ο Πτολεμαίος δεν είναι μαχητής, δεν είναι διατεθειμένος να
αντιταχθεί στους Ρωμαίους, δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον και την ανεξαρτησία
της χώρας του. Το μόνο που επιθυμεί είναι να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του
συμφέροντα και την προσωπική του ανάδειξη.