Paul Bond
Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Πόλις»
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από
αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι
γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός —
θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν
αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και
χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους
θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες
ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’
ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα
αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την
γη την χάλασες.
Το ποίημα «Η Πόλις» του Καβάφη αποτελεί την πληρέστερη αποτύπωση του αισθήματος του εγκλωβισμού που βιώνει ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη ζωή του, αλλά γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι πια εφικτό. Στις δύο στροφές του σύντομου αυτού ποιήματος ο Καβάφης κατορθώνει να εκφράσει τη διάψευση όλων των προσδοκιών και την πλήρη αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το παρελθόν και από τα λάθη του.
Στην πρώτη στροφή το ποιητικό
υποκείμενο με τη χρήση του ρήματος «είπες» μεταφέρει τα λόγια ενός ανθρώπου που
εκφράζει την επιθυμία να φύγει από την πόλη που τώρα κατοικεί και να αναζητήσει
μια καλύτερη τύχη. Τα λόγια αυτά μπορούν είτε να αποδοθούν σε κάποιο άλλο
πρόσωπο είτε να ληφθούν ως σκέψεις που είχε εκφράσει στο παρελθόν το ίδιο το
ποιητικό υποκείμενο.
Οι σκέψεις που καταγράφονται στην πρώτη
στροφή υποδεικνύουν πως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του,
όσο κι αν προσπαθεί, κι αυτό τον έχει εγκλωβίσει σε συναισθήματα απελπισίας και
μαρασμού. Η παρομοίωση με την οποία παρουσιάζει την καρδιά του θαμμένη σαν να
είναι νεκρός, εκφράζει με ιδιαίτερη ένταση την εδραίωση των αρνητικών
συναισθημάτων που τον έχουν πλέον κατακλύσει.
Όπως
η καρδιά του, έτσι και το μυαλό του, βρίσκεται σ’ ένα διαρκή μαρασμό, σε μια
σταθερή απόγνωση, καθώς
ενώ θέλει να αλλάξει τη ζωή του και θέλει να δημιουργήσει κάτι καλύτερο, βλέπει
διαρκώς τις προσπάθειές του να αποτυγχάνουν. Γι’ αυτό θέλει να φύγει από την
πόλη του, αφού όπου κι αν κοιτάξει γύρω του βλέπει συνεχώς υπενθυμίσεις των
αποτυχιών του, αλλά και του γεγονότος ότι τα χρόνια του περνούν χωρίς να
κατορθώνει τίποτε.
Η
πρώτη στροφή αποτελεί μια κραυγή απελπισίας ενός ανθρώπου που θέλει να
βελτιώσει τη ζωή του κι
αποζητά μια ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή, θέτοντας σε σωστή βάση τη ζωή
του αυτή τη φορά.
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν
θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους
θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες
ίδιες θα γερνάς∙
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’
ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα
αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την
γη την χάλασες.
Στη δεύτερη στροφή μας δίνεται η
απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στις ανησυχίες που εκφράστηκαν στην πρώτη
στροφή είτε από κάποιο άλλο πρόσωπο είτε κι από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.
Η στάση του, εδώ, είναι κατηγορηματικά αρνητική για τα σχέδια και τις ελπίδες
ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη. Ο
ποιητής είναι απόλυτος, δεν υπάρχουν νέοι τόποι, δεν υπάρχουν άλλες θάλασσες.
Η άρνηση αυτή του ποιητή δεν αναφέρεται βέβαια κυριολεκτικά σε άλλες πόλεις,
καθώς αυτό που επιχειρεί να αναδείξει εδώ ο Καβάφης είναι η πλήρης αδυναμία του
ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτό του, τις επιλογές και τα λάθη του. Η πόλη,
δηλαδή, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε δεν είναι παρά ο ίδιος μας ο εαυτός
κι αυτό φυσικά είναι αδύνατο. Εφόσον κάποιος έχει καταστρέψει τη ζωή του με
λανθασμένες αποφάσεις κι εκτιμήσεις, με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν προσπαθήσει
να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, είναι καταδικασμένος να κάνει τα ίδια ή
παρόμοια λάθη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν και φυσικά δεν μπορούν να
ξεφύγουν από το παρελθόν τους.
Η
πόλη θα σε ακολουθεί, μας λέει ο ποιητής, εννοώντας ότι το παρελθόν, οι
επιλογές και τα λάθη μας δεν μπορούν να διαγραφούν ούτε και να ξεχαστούν. Όπου κι αν πάει κάποιος δεν μπορεί να
ξεφύγει από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του κι από το παρελθόν του, κι αν
δεν έχει ήδη καταφέρει να φτιάξει μια καλή ζωή, τότε δεν υπάρχει ελπίδα να τα
καταφέρει στο μέλλον, καθώς ως άνθρωπος απλά δεν έχει κάνει τις σωστές επιλογές
και δε γνωρίζει πως να διαχειριστεί σωστά τη ζωή του. Οπότε πάντοτε θα γυρνά
στους ίδιους δρόμους -θα κάνει τις ίδιες επιλογές- και θα γερνά στα ίδια
σπίτια, θα δει τη ζωή του να χάνεται μέσα στο ίδιο κλίμα αποτυχίας, όπως έχει
συμβεί μέχρι τώρα.
Ακόμη
κι αν ξεκινήσει για κάπου αλλού, τελικά πάντα στην ίδια πόλη θα φτάνει, υπό την
έννοια ότι ξανά και ξανά θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τα λάθη του και με την αδυναμία του να δομήσει
σωστά τη ζωή του. Για έναν άνθρωπο που δεν έχει κατορθώσει να κάνει τις σωστές
επιλογές, δεν υπάρχει τελικά πλοίο, δεν υπάρχει δρόμος που να μπορεί να τον
οδηγήσει μακριά από τη βασική πηγή αποτυχίας, από τον ίδιο του τον εαυτό. Όσο
κι αν κάποτε μοιάζει δύσκολο για τους ανθρώπους να το συνειδητοποιήσουν, ο
βασικός παράγοντας ευτυχίας ή δυστυχίας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός και ο τρόπος
που έχουμε για να βλέπουμε τη ζωή μας.
Ο
ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας γι’ αυτό και κλείνοντας το ποίημά του σχολιάζει πως αν έχεις
καταστρέψει τη ζωή σου σε μια πόλη, σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, τότε την
έχεις καταστρέψει σ’ όλη τη γη. Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, αν δεν
μπορείς να διαχειριστείς σωστά τη ζωή σου σ’ ένα τόπο, σημαίνει ότι δε θα
μπορέσεις να τη διαχειριστείς καλύτερα ποτέ και πουθενά.
Η πόλις είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα αυστηρό
για τις προοπτικές των ανθρώπων, και βασίζεται στη διαπίστωση του ποιητή,
ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του εαυτού
μας.
Ποιο είναι το βασικό, κατά τη γνώμη σας,
ερώτημα που προκύπτει από το ποίημα «Η πόλις» του Κωνσταντίνου Καβάφη; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας με τους
κατάλληλους κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις).
Βασικό, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα που
προκύπτει από το συγκεκριμένο ποίημα είναι το κατά πόσο η ευθύνη της αποτυχίας
βαρύνει το άτομο ή την «πόλη», τον τόπο δηλαδή στον οποίο το άτομο διαμένει. Το
ερώτημα αυτό γίνεται εμφανές από την αντιπαράθεση μεταξύ δύο προσώπων -ή δύο
αντιτιθέμενων απόψεων του ποιητικού υποκειμένου για τον εαυτό του. Η πρόθεση
του κεντρικού προσώπου να βρεθεί σε μια άλλη γη, σε μια άλλη θάλασσα, σε
αναζήτηση μιας καλύτερης πόλης, τεκμηριώνεται από το γεγονός πως όσο παραμένει
εκεί έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος με την αποτυχία. Με τη χρήση μεταφορικού
λόγου τονίζει πως γύρω του υπάρχουν μόνο «ερείπια μαύρα της ζωής» του, την
οποία «ρήμαξε» και «χάλασε» τόσα χρόνια εγκλωβισμένος στην ίδια πόλη. Η αυστηρή
απάντηση, ωστόσο, που λαμβάνει από το ποιητικό υποκείμενο, πως δεν υπάρχουν γι’
αυτόν καινούριοι τόποι, αφού η προσωποποιημένη πόλη -σύμβολο των δικών του
λανθασμένων επιλογών- θα τον ακολουθεί παντού, μοιάζει να του στερεί τη
δυνατότητα διαφυγής («δεν έχει πλοίο για σε»). Όπως εμφατικά σχολιάζει, άλλωστε,
το γεγονός ότι «ρήμαξε» τη ζωή του εδώ, σημαίνει πως τη χάλασε «σ’ όλην την γη».
Προσωπικά θεωρώ πως τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχει το ίδιο το άτομο,
καθώς συχνά από μόνο του υπονομεύει τις ίδιες του τις προοπτικές είτε γιατί δεν
αγωνίζεται αρκετά είτε γιατί δεν έχει επαρκή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει και την πιθανότητα ο τόπος διαμονής του ατόμου να
μην έχει να του προσφέρει ουσιαστικές ευκαιρίες.