Cornelis van Poelenburgh
Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Συνοδεία του
Διονύσου»
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά
του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Aκράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την
σεπτή
λαμπάδα που βαστά· και, σεμνοτάτη, η
Τελετή.—
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα
ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην
αγορά.
Στο ποίημα «Η Συνοδεία του Διονύσου» ο
Καβάφης εκφράζει για μια ακόμη φορά την αντίθεσή του μ’ εκείνους τους
δημιουργούς που βλέπουν την τέχνη ως μέσο για την προσωπική τους ανάδειξη.
Η ίδια θεματική διατρέχει και το ποίημα «Ο
Δαρείος», όπου ο κενόδοξος ποιητής Φερνάζης συνθέτει ένα επικό ποίημα
προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά του Μιθριδάτη ΣΤ΄, και να
αναδειχθεί αποστομώνοντας οριστικά τους φθονερούς αντιπάλους του.
Κεντρικό πρόσωπο σ’ αυτό το ποίημα δεν
είναι ένας ομότεχνος του Καβάφη, όπως είναι ο Φερνάζης, αλλά ένας γλύπτης, ο Δάμων
(φανταστικό πρόσωπο), ο οποίος μάλιστα θεωρείται ο ικανότερος τεχνίτης της
Πελοποννήσου. Εντούτοις, αν και πρόκειται για μια διαφορετική έκφανση της
Τέχνης, ο Καβάφης διατηρεί την ίδια ειρωνική ματιά απέναντι στις βλέψεις του
Δάμωνα, ο οποίος σχεδιάζει με τα χρήματα που θα του αποδώσει το τελευταίο του
έργο να εγκαταλείψει την τέχνη του και να ζει ως εύπορος πολίτης, ασχολούμενος
μάλιστα με τα κοινά.
Ο Καβάφης παρακολουθεί στις
λεπτομέρειές του το δημιουργούμενο έργο, θέλοντας να τονίσει την ικανότητα του
Δάμωνα, και να καταστήσει έτσι σαφέστερη την προδοσία του άριστου αυτού τεχνίτη
εις βάρος της τέχνης του, που με τόση επιδεξιότητα μπορεί να θεραπεύει.
Ο Δάμων επιλέγει για το σύμπλεγμα που
δημιουργεί παριανό μάρμαρο, το οποίο ήταν περίφημο για τη λευκότητα και τη
διαύγειά του, και για το οποίο σημειώνει ο Καβάφης: «το μάρμαρον της Πάρου
[...] εισήγετο στην Ρώμην [...] σ’ όλην την Ελλάδα το εξήγαγαν και μάλιστα τό
‘φερναν και το χρησιμοποιούσαν και σε μέρη -σαν, για αρκετό καιρό, στην Αττική-
που είχαν μάρμαρον δικό τους».
Ο θεός Διόνυσος ηγείται του θιάσου του με θεσπέσια δόξα, ενώ στην κίνηση
του βήματός του αποδίδεται απ’ τον τεχνίτη η δύναμη κι η αποφασιστικότητα που
χαρακτηρίζουν τον θεό. Πίσω απ’ τον Διόνυσο ακολουθούν θεότητες που
προσωποποιούν στοιχεία του διονυσιακού γλεντιού. Πρώτος πίσω απ’ τον Διόνυσο
στέκει ο Άκρατος, σημαντικός του ακόλουθος, εφόσον αποτελεί τη θεότητα του
ανόθευτου οίνου∙ του οίνου που δεν έχει αναμιχθεί με νερό. Κρασί αναμειγμένο με
νερό συνήθιζαν να πίνουν στα συμπόσια, προκειμένου να μη μεθούν οι συνομιλητές.
Δίπλα στον Άκρατο η θεότητα της Μέθης χύνει κρασί, ανόθευτο κρασί, στους
Σάτυρους από έναν αμφορέα διακοσμημένο με κισσούς. Οι Σάτυροι -οι τραγοπόδαροι
κερασφόροι ακόλουθοι του Διονύσου-, άλλωστε, επιζητούν τη μέθη και δεν θα
έπιναν νερωμένο κρασί.
Κοντά στους Σάτυρους είναι ο Ηδύοινος
(προσωποποίηση του γλυκού κρασιού), νωθρός και με τα μάτια του μισόκλειστα,
νυσταλέα, μιας και το δικό του κρασί ξεγελά με τη γλυκύτητά του και οδηγεί σε
γοργή μέθη. Πιο πίσω ακολουθούν οι τραγουδιστές της συνοδείας, ο Μόλπος
(ρυθμός, άσμα συνοδευόμενο από ρυθμικές κινήσεις∙ το όνομα προκύπτει από το
ρήμα μέλπω που σήμαινε εξυμνώ κάποιον με τραγούδι και χορό), και ο Ηδυμελής
(αυτός που τραγουδά γλυκιά μελωδία ή που τραγουδά με ωραίο τρόπο∙ ἡδύς + μέλος). Τη συνοδεία συμπληρώνει ο
Κώμος (το γλέντι, ο φαιδρός πανηγυρισμός με μουσική και χορό, αλλά και η σεμνή
εορταστική πομπή προς τιμή θεών και ιδίως του Διόνυσου), ο οποίος φέρει την
ιερή λαμπάδα της γιορτής και φροντίζει ώστε να μη σβήσει ποτέ. Η συνοδεία
ολοκληρώνεται με την παρουσία της σεμνότατης Τελετής, η οποία με την
παρουσία της θυμίζει την ιερότητα του θιάσου, μιας και πρόκειται για τη
συνοδεία και την εορταστική τελετή ενός θεού.
Αυτό είναι το σύμπλεγμα το οποίο
δουλεύει ο Δάμων, και το οποίο θα αποτελέσει ένα εξαίρετο, αλλά τελευταίο,
δείγμα της άριστης τέχνης του. Άλλωστε, όσο επεξεργάζεται το έργο του, η σκέψη
του πηγαίνει κάθε τόσο στη μεγάλη αμοιβή που θα εισπράξει, όταν το πουλήσει
στον βασιλιά των Συρακουσών∙ ο ανώνυμος αυτός βασιλιάς, όπως σχολιάζει ο Γ. Π.
Σαββίδης, είναι πιθανότατα ο τύραννος Ιέρων Β΄, που πρώτος έλαβε αυτόν τον
τίτλο στα 270 π.Χ.
Ιέρων Β΄ 270-212 π.Χ.
Το όνομα του τυράννου έχει συνδεθεί με
αυτό του μεγαλοφυούς Συρακούσιου Αρχιμήδη, ο οποίος ανακάλυψε την υδροστατική
αρχή που επιτρέπει τον καθορισμό του ειδικού βάρους των σωμάτων,
πειραματιζόμενος για να εξακριβώσει την περιεκτικότητα σε χρυσό του στέμματος
του Ιέρωνα Β΄.
Ο Ιέρων Β΄, βέβαια, είναι γνωστός και
για τη διακυβέρνησή του, καθώς όταν κατά τη διάρκεια του 1ουΚαρχηδονιακού
πολέμου (264-241 π.Χ.) η Σικελία έγινε κτήμα των Ρωμαίων, εκείνος κατόρθωσε να
προσφέρει στις Συρακούσες μια ύστατη στιγμή αυτονομίας. Για να το πετύχει αυτό
πρώτα συνεργάστηκε με τους Καρχηδόνιους κι έπειτα με τους νικητές Ρωμαίους.
Έτσι, υπό την επιδέξια κυβέρνηση του Ιέρωνα Β΄ οι Συρακούσες γνώρισαν καινούρια
ακμή που κράτησε μισό αιώνα. Ακολουθώντας την κληρονομιά του Αγαθοκλέους
μετέβαλε αυτός, ύστερα από τη νίκη του επί των Μαμερτίνων στον ποταμό Λογγανό,
την εξουσία που είχε πάνω στην πόλη σε κυριαρχία ολόκληρης της ανατολικής
Σικελίας και κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση του, παρά το γεγονός ότι
υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ορισμένα εδάφη κατά τη συνθήκη του με τη Ρώμη (263
π.Χ.). Αυτό που δημιούργησε ο Ιέρων δεν είχε τον χαρακτήρα ενός ελληνιστικού
κράτους, ούτε καν ενός ελληνιστικού βασιλείου, παρόλο που η παρουσία ορισμένων
ελληνιστικών θεσμών είναι φανερή στις Συρακούσες: το διάδημα, το ανακτοβούλιο
(συνέδριον) που απαρτιζόταν από «φίλους» του μονάρχη, η περίφημη lex Hieronica, που ρύθμιζε τα σχετικά με την
είσπραξη της δεκάτης των δημητριακών, πρέπει πιθανώς να συσχετισθούν με τα
πτολεμαϊκά πρότυπα∙ από το άλλο μέρος όμως δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος από την
ελληνική λατρεία του ηγεμόνος στο κράτος του Ιέρωνος και από την άποψη της
εξαρτήσεως αυτού από τους Ρωμαίους δεν μπορεί να γίνει καμιά σύγκριση απολύτως,
γιατί τα ελληνιστικά κράτη ήταν κυρίαρχα και εντελώς αδέσμευτα. Το κράτος του
Ιέρωνα στην ανατολική Σικελία είναι στην πραγματικότητα η πρώτη υποτελής στους
Ρωμαίους δύναμη των ελληνιστικών χρόνων, η συμμαχία του τυράννου με την Ρώμη
-επίσημα ήταν ένας foedus aequum-
αποτελούσε την βάση αυτού και την προϋπόθεση για την ύπαρξή του. [Ιστορία της
Αρχαίας Ελλάδος, Hermann Bengtson]
«Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα
ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην
αγορά.»
Ο Δάμων τοποθετείται από τον ποιητή
στην Πελοπόννησο, στοιχείο που ίσως μοιάζει να υπονομεύει το μέτρο της
αξιότητάς του -έστω κι αν έδρασαν περίφημοι γλύπτες στο Άργος-, υπό την έννοια
πως κέντρο των τεχνών ήταν η Αθήνα. Ωστόσο, το γεγονός πως ο Ιέρων Β΄ ζητά από
τον Δάμωνα να φιλοτεχνήσει το αφιερωμένο στον Διόνυσο γλυπτό, υποδηλώνει πως η
φήμη του ήταν αρκετά σημαντική. Σε κάθε περίπτωση όμως, εκείνο που
λειτουργεί πραγματικά εις βάρος του γλύπτη είναι ο ωφελιμιστικός τρόπος με τον
οποίο αντιμετωπίζει την τέχνη του.
Ο Δάμων θα εισπράξει από τον Ιέρωνα
τρία τάλαντα, ποσό που αντιστοιχούσε σε 18.000 αττικές δραχμές∙ μεγάλη αμοιβή,
η οποία αν προστεθεί στα χρήματα που έχει ήδη συγκεντρώσει ο γλύπτης, τον
απαλλάσσει από κάθε βιοποριστική έγνοια. Πλέον ο Δάμων θα είναι ένας εύπορος
πολίτης και θα μπορεί να ζει μια άνετη ζωή∙ θα είναι μάλιστα σε θέση να
πολιτεύεται στη βουλή και την αγορά, όπως κάθε άλλος πολίτης που έχει
απαλλαχθεί απ’ τον βραχνά του βιοπορισμού.
Τα σχέδια αυτά του Δάμωνα
αντιμετωπίζονται βέβαια με ιδιαίτερη ειρωνεία από τον ποιητή, ο οποίος με τη λέξη χαρά που θέτει
ανάμεσα στις παύλες και με τη χρήση του θαυμαστικού (— χαρά!—) τονίζει τη
μεγάλη διάσταση ανάμεσα στο τι θεωρεί σημαντικό ο ίδιος ο Δάμων και τι έχει εν
τέλει πραγματική αξία για έναν δημιουργό. Η προσδοκία του Δάμωνα ν’ αντλήσει
από την τέχνη τα χρήματα εκείνα που απαιτούνται για να του προσφέρουν μια άνετη
ζωή, υποδηλώνει πως αντικρίζει την τέχνη του ως μέσο και όχι ως σκοπό,
φέρνοντάς τον έτσι σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του Καβάφη. Απόψεις που
προκύπτουν κι από την αντίστοιχα ειρωνική αντιμετώπιση ενός ακόμη οπορτουνιστή
δημιουργού, του Φερνάζη, στο ποίημα Ο Δαρείος.
Ο Καβάφης απορρίπτει τόσο τα σχέδια του
Φερνάζη ν’ αναδειχθεί κολακεύοντας με την ποίησή του τον βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ΄, όσο και την πρόθεση του Δάμωνα να
διασφαλίσει μιαν άνετη ζωή πουλώντας τα έργα του, με τελευταίο το γλυπτό που
προορίζεται για τον βασιλιά των Συρακουσών. Η τέχνη για τον Καβάφη έχει
αξία αυτόνομη και μπορεί να προσφέρει στους θεράποντές της τη δυνατότητα
πραγματώσεων κατά πολύ σημαντικότερων από το χρηματικό κέρδος και τη φήμη.
Για τον πραγματικό και απόλυτα συνειδητοποιημένο δημιουργό η τέχνη είναι
άρρηκτα συνυφασμένη με τη ζωή του και δεν αποτελεί απλώς ένα σκαλοπάτι για κάτι
περαιτέρω, όπως την αντιμετωπίζει ο Δάμων. Ένας αφοσιωμένος δημιουργός δεν
προδίδει την τέχνη του χρησιμοποιώντας τη ως μέσο για να πετύχει κάτι άλλο∙ την
υπηρετεί και την προφυλάσσει από συσχετίσεις που μειώνουν την αξία της
(οικονομικά ή άλλα προσωπικά συμφέροντα).
Το πόσο σημαντικό ρόλο κατείχε η
ποιητική τέχνη στη ζωή του Καβάφη προκύπτει τόσο μέσα από τα ίδια του τα
ποιήματα, όσο και από την αφοσίωση με την οποία την υπηρέτησε για δεκαετίες,
χωρίς ποτέ να επιχειρήσει ή να συναινέσει στην εμπορική της αξιοποίηση. Μια
εικόνα της αξίας που απέδιδε στην τέχνη του ο ποιητής μας δίνεται στο ακόλουθο
σημείωμά του:
«Yesterday
I vaguely considered, it crossed my thoughts, the possibility of literary
failure, & I felt suddenly as if all charm would have left my life, I felt
an acute pang at the very idea. I at once imagined my having the enjoyment of
love –as I understand & want it– & even this seemed –& very clearly
seemed– as if it would not have been sufficient to console me of the great
deception».
29 Nov. 1903