Mark Ashkenazi
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Η αρρώστια του Κλείτου»
Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —
με αρίστην αγωγή, με σπάνια
ελληνομάθεια —
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο
πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.
Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας
νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.
Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι γονείς του.
Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του
Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού,
υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και
χριστιανέψει.
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και
κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται
μέλη
της ικεσίας ψάλλει· άκρες, μέσες. Η
κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο
τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας
Χριστιανός.
Ιστορικοφανές ποίημα. Πρόσωπα και
περιστατικά πιθανότατα φανταστικά, τοποθετείται ίσως στα μέσα του 4ου
αιώνα μ.Χ. [Γ. Π. Σαββίδης]
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης παρουσιάζει ένα
ακόμη στιγμιότυπο από την προσφιλή σε αυτόν περίοδο της μετάβασης από την
παλαιότερη θρησκεία στο χριστιανισμό, επιχειρώντας να αναδείξει πως ό,τι έχει
πραγματική σημασία για τους ανθρώπους δεν είναι το όνομα της θρησκείας αλλά η
έννοια της αγάπης. Η ειδωλολάτρισσα γριά υπηρέτρια υποφέρει κι ανησυχεί για τον
άρρωστο νέο όσο και οι χριστιανοί γονείς του. Η διαφορά στις θρησκευτικές
πεποιθήσεις δεν αλλάζει ούτε διαφοροποιεί την ουσία της ανθρώπινης φύσης∙ όπως κι
αν ονομάζουν οι άνθρωποι τον θεό στον οποίο εναποθέτουν τις ελπίδες και την
πίστη τους, επί της ουσίας αποζητούν πάντοτε τα ίδια ακριβώς πράγματα∙ μιαν
αίσθηση ασφάλειας για τους ίδιους και για εκείνους που αγαπούν.
Στο πλαίσιο, άλλωστε, της ιδιαίτερης
αξίας που έχει η αγάπη στη ζωή των ανθρώπων -ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους-,
ο ποιητής καταγράφει και τον έντονο πόνο που βιώνει ο νεαρός Κλείτος από το
γεγονός ότι ο αγαπημένος του έπαψε πια να τον θέλει. Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας
του Κλείτου αναφέρεται εδώ χωρίς καμία υπόνοια μομφής ή απόρριψης∙ δίνεται ως
ένα ακόμη στοιχείο της προσωπικότητας του νεαρού, αφού για τον ποιητή η ομόφυλη
έκφανση του έρωτα συνιστά μια δεδομένη πραγματικότητα για την ανθρώπινη φύση,
που οφείλει να γίνεται αντιληπτή χωρίς προκαταλήψεις και αρνητικούς
συσχετισμούς.
Ο Κλείτος, ένα συμπαθητικό
παιδί, περίπου είκοσι τριώ ετών —
με αρίστην αγωγή, με σπάνια
ελληνομάθεια —
είν’ άρρωστος βαρειά. Τον ηύρε ο
πυρετός
που φέτος θέρισε στην Aλεξάνδρεια.
Ο ποιητής συνθέτει το προφίλ του νεαρού
ήρωα, του Κλείτου, ο οποίος χαρακτηρίζεται συμπαθητικός -αξιολογικός χαρακτηρισμός
για την ποιότητα της προσωπικότητάς του, εφόσον συγκεντρώνει μια σειρά
χαρακτηριστικών που συγκινούν ιδιαίτερα τον ποιητή. Ο Κλείτος είναι περίπου 23
ετών, γεγονός που σημαίνει ότι βρίσκεται στην ακμή της νεότητάς του κι αυτό
αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς βρίσκεται σ’
εκείνη την περίοδο της ηλικίας του κατά την οποία μπορεί να βιώνει τη ζωή σε
όλη της την πληρότητα. Έχει, επίσης, άριστην αγωγή, είναι, δηλαδή, εξαιρετικά
καλλιεργημένος, κάτι που προϋπέθετε εκείνη την εποχή την ελληνομάθεια, στην
οποία και ο νεαρός διακρίνεται. Ο Καβάφης σπεύδει να τονίσει πως ο Κλείτος
γνωρίζει σε εξαίρετο βαθμό την ελληνική γλώσσα, υπενθυμίζοντας έτσι πως ακόμη
κι εκείνους τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, οι άνθρωποι των κάποτε
σημαντικών ελληνιστικών κέντρων, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, θεωρούσαν τη γνώση της
ελληνικής γλώσσας αναγκαίο στοιχείο για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης
παιδείας.
Ο νεαρός αυτός, λοιπόν, με την άριστη
αγωγή και τη σπάνια ελληνομάθεια, είναι βαριά άρρωστος, καθώς έχει προσβληθεί
από τον πυρετό, απ’ την ασθένεια, που έχει «θερίσει» εκείνη τη χρονιά πολλές ζωές
στην Αλεξάνδρεια. Ο ποιητής επιλέγει να μην δώσει κάποιον ακριβέστερο χρονικό
προσδιορισμό για τα διαδραματιζόμενα, θέλοντας έτσι να προσδώσει μια πιο διαχρονική
διάσταση στο ποίημα, που καλύπτει επί της ουσίας μια σχετικά εκτενή μεταβατική
περίοδο κατά την οποία συνυπάρχουν ο χριστιανισμός με τη θρησκεία των Εθνικών.
Τον ηύρε ο πυρετός εξαντλημένο κιόλας
ηθικώς
απ’ τον καϋμό που ο εταίρος του, ένας
νέος ηθοποιός,
έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει.
Η σωματική ασθένεια βρίσκει τον νεαρό,
κατά ατυχή σύμπτωση, ήδη εξαντλημένο σε επίπεδο ηθικού, διότι ο ερωτικός του
σύντροφος, ένας νέος ηθοποιός, έπαψε να τον αγαπά και να τον θέλει. Προσέχουμε
πως ο ποιητής παρουσιάζει την ερωτική απογοήτευση του Κλείτου απ’ τον χωρισμό
του με τον νέο ηθοποιό, με την απλότητα και τη φυσικότητα που θα παρουσιαζόταν ένας
οποιοσδήποτε άλλος -ετερόφυλος- χωρισμός. Ο Καβάφης δεν θεωρεί πως μια
ομοφυλοφιλική σχέση αποτελεί κάτι που θα πρέπει να εκπλήσσει ή να προκαλεί
αρνητικούς χαρακτηρισμούς, αφού η ομοφυλοφιλία ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση -πιθανώς-
απ’ την αρχή του ανθρώπινου είδους∙ σίγουρα, πάντως, αποτελούσε εύλογη επιλογή
κατά τα χρόνια της αρχαιότητας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η έλευση του
χριστιανισμού συνοδεύτηκε από έναν αδικαιολόγητο στιγματισμό αυτής της ερωτικής
έκφρασης, ο ποιητής επιλέγει να αντιμετωπίζει τους ομοφυλοφιλικούς έρωτες με τη
φυσικότητα και την αποδοχή που τους αρμόζει.
Είν’ άρρωστος βαρειά, και τρέμουν οι
γονείς του.
Με τον μεμονωμένο αυτό στίχο ο ποιητής
επαναφέρει την προσοχή του αναγνώστη σε ό,τι προέχει και σε ό,τι έχει τη
μεγαλύτερη σημασία, στο γεγονός, δηλαδή, ότι η ζωή του Κλείτου βρίσκεται σε
μεγάλο κίνδυνο. Οι γονείς του νεαρού τρέμουν από φόβο, καθώς θεωρούν πως
δύσκολα ο γιος τους θα κατορθώσει να ξεπεράσει αυτή την επικίνδυνη και φονική
αρρώστια.
Και μια γρηά υπηρέτρια που τον μεγάλωσε,
τρέμει κι’ αυτή για την ζωή του
Κλείτου.
Μες στην δεινήν ανησυχία της
στον νου της έρχεται ένα είδωλο
που λάτρευε μικρή, πριν μπει αυτού,
υπηρέτρια,
σε σπίτι Χριστιανών επιφανών, και
χριστιανέψει.
Την ανησυχία τους, άλλωστε,
συμμερίζεται και μια γριά υπηρέτρια, η οποία έχει μεγαλώσει τον Κλείτο και
τρέμει κι εκείνη για τη ζωή του. Η αγάπη κι ο φόβος για τη ζωή του νεαρού είναι
κοινός παρονομαστής για τα προσφιλή του πρόσωπα, έστω κι αν οι θρησκευτικές τους
πεποιθήσεις, κατά βάθος, διαφέρουν. Η γριά υπηρέτρια, όπως αποκαλύπτεται,
προτού μπει για εργασία στο χριστιανικό αυτό σπίτι και υιοθετήσει τη θρησκεία
των αφεντικών της, ήταν ειδωλολάτρισσα, κι είχε μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδωλο
που κυρίως λάτρευε. Η ανάγκη, όμως, να προσαρμοστεί στα δεδομένα του νέου τους περιβάλλοντος
κι η ανάγκη να γίνει αποδεχτή από τους ανθρώπους για τους οποίους θα εργαζόταν
στο υπόλοιπο της ζωής της, την ώθησαν να γίνει κι εκείνη χριστιανή ή
τουλάχιστον να δηλώσει πως ασπάζεται τη θρησκεία αυτή.
Κι όμως, όταν ο φόβος της για τον
αγαπημένο νέο, για τον νέο που η ίδια μεγάλωσε, φτάνει στο αποκορύφωμά του, η
σκέψη της τρέχει πίσω σ’ εκείνο το είδωλο που λάτρευε όταν ήταν μικρή. Η πίστη της
στη νέα θρησκεία φανερώνεται επιφανειακή και δίχως πραγματικές βάσεις∙ ιδίως τη
στιγμή που η ίδια θεωρεί πως ο θεός των χριστιανών δεν επεμβαίνει έγκαιρα για
να σώσει τη ζωή του άρρωστου νέου.
Παίρνει κρυφά κάτι πλακούντια, και
κρασί, και μέλι.
Τα πάει στο είδωλο μπροστά. Όσα θυμάται
μέλη
της ικεσίας ψάλλει∙ άκρες, μέσες. Η
κουτή
δεν νοιώθει που τον μαύρον δαίμονα λίγο
τον μέλει
αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας
Χριστιανός.
Κρυφά, λοιπόν, από τους γονείς του Κλείτου,
παίρνει πίττες (πρόσφορα), κρασί και μέλι, και τα πηγαίνει μπροστά στο είδωλο της
πατρογονικής της θρησκείας, που προφανώς έχει φυλάξει, παρά την υποτιθέμενη
προσχώρησή της στον χριστιανισμό. Ωστόσο, επειδή για πολλά χρόνια δεν είχε τη
δυνατότητα να ασκεί τη δική της λατρεία, θυμάται ελάχιστα από τα μέλη (τις μουσικές
φράσεις) της ικεσίας (της παρακλητικής προσευχής). Αρκείται, πάντως, σε αυτά
και τα ψάλλει, έστω και άκρες, μέσες, ελπίζοντας πως ο δικός της θεός, το είδωλο,
θα μεριμνήσει για τη θεραπεία του αγαπημένου νέου.
Το κλείσιμο του ποιήματος είναι ένα
ειρωνικό σχόλιο του ποιητή, ο οποίος επισημαίνει το προφανές, που διαφεύγει από
τη σκέψη της «κουτής» υπηρέτριας∙ τι τον νοιάζει τον «μαύρον δαίμονα», αν θα
σωθεί ή όχι ένας Χριστιανός∙ ποιο το όφελος για έναν θεό -η λατρεία του οποίου
έχει καταδικαστεί στην αφάνεια από τους Χριστιανούς-, αν ένας από αυτούς, έστω
κι αν είναι νέος και αγαπητός, σωθεί;
Το ειρωνικό σχόλιο, βέβαια, του ποιητή
δεν έχει στόχο την αγαθότητα της γριάς υπηρέτριας, που σπεύδει να θυμηθεί τις πατρογονικές
της θεότητες μόνο και μόνο από αγάπη για τον άρρωστο νέο. Το σχόλιο απευθύνεται
εν γένει απέναντι σ’ εκείνους που δίνοντας διαφορετικό όνομα στον θεό, στον
όποιο θεό, θεωρούν αίφνης πως βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα∙ πως είναι
αντίθετοι μεταξύ τους και πως πρέπει να επιβάλλουν ο ένας στον άλλον τη δική
του θρησκεία, αγνοώντας το προφανές: όποια κι αν είναι η θρησκεία, όπως κι αν
αποκαλείται ο θεός, στο κέντρο όλων βρίσκεται ο άνθρωπος κι η αγάπη γι’ αυτόν. Όλες
οι θρησκείες, άλλωστε, έρχονται να καλύψουν τους δικούς του φόβους και τις δικές
του ανάγκες. Διαφορετική θρησκεία δεν σημαίνει διαφορετική ανθρωπιά∙
διαφορετική θρησκεία δεν σημαίνει αναγκαία μισαλλοδοξία. Θρησκεία -κάθε θρησκεία- σημαίνει
αγάπη για τον άνθρωπο και αναζήτηση μιας ελπίδας απέναντι στο τόσο ευάλωτο της ύπαρξής
του.