Κωνσταντίνος Καβάφης «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Με το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» ο Καβάφης σατιρίζει την τάση ορισμένων ανθρώπων να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως κάτι που προφανώς δεν είναι, υποκρινόμενοι ανυπόστατες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Η υποκρισία αυτή ενοχλεί τον ποιητή ο οποίος θεωρεί ότι είναι ανόητο κάποιος να επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του καλύτερο ή διαφορετικό απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.
Το ποίημα αυτό είναι ψευδοϊστορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του, ο Αριστομένης ο υιός του Μενελάου, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο Καβάφης συνηθίζει να δημιουργεί πλαστά ιστορικά πρόσωπα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ποιητικής του ιδέας. Σε πολλά του ποιήματα αναπαριστά μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και εντάσσει σε αυτή πρόσωπα που τα έχει εμπνευστεί ο ίδιος -δημιουργώντας έτσι μια μυθιστορηματική ποιητική σύνθεση- προκειμένου να ανασυνθέσει ένα κλίμα κατάλληλο για τη μετουσίωση των σκέψεών του σε ποίηση. Η βασική επιδίωξη του ποιητή, άλλωστε, είναι να εκφράσει τις σκέψεις του και να περάσει τα μηνύματα που θέλει και όχι να καταγράψει γεγονότα με την ακρίβεια και την εγκυρότητα ενός ιστορικού.
Η καταγωγή του Αριστομένη από τη Δυτική Λιβύη, δηλαδή από τις περιοχές κοντά στην Τυνησία και την Αλγερία, καθιστά ακόμη πιο έντονη την προσποίηση του ήρωα, καθώς ενώ στην Ανατολική Λιβύη, κοντά δηλαδή στην Αίγυπτο, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, στη Δυτική Λιβύη το ελληνικό στοιχείο ήταν μάλλον ελάχιστο. Αν μάλιστα λάβουμε τη λέξη Λιβύη ως συνώνυμο της Αφρικής εν γένει τότε η προέλευση του ήρωα τοποθετείται στο Μαρόκο, καθιστώντας ακόμη πιο απίθανο το γεγονός της ελληνικής καταγωγής.
Ο Αριστομένης με το ελληνικό πατρώνυμο παρουσιάζεται λιγομίλητος, μετριόφρων, με ενδυμασία ελληνική και με αγάπη για τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα στοιχεία αυτά θεωρούνται σημαντικά προτερήματα για τους Αλεξανδρινούς, υπό την έννοια ότι στην Αλεξάνδρεια οι Έλληνες έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, κι αυτό ακριβώς επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο ήρωας του ποιήματος, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να θεωρηθεί σημαντικός και αξιοσέβαστος από τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας.
Ο ποιητής σχολιάζει ότι άρεσε «γενικώς» ο Αριστομένης τις δέκα ημέρες που έμεινε στην Αλεξάνδρεια, θέλοντας έτσι να περιορίσει εξαρχής τη θετική εντύπωση που προκάλεσε ο ήρωας του ποιήματος, χωρίς όμως να την αναιρεί, μιας και απ’ ό,τι φαίνεται αρκετοί εντυπωσιάστηκαν μαζί του και μάλιστα επιχειρούσαν να εξηγήσουν το γεγονός ότι μιλούσε ελάχιστα ως στοιχείο της προσωπικότητας των ανθρώπων που μελετούν πολύ και έχουν σημαντικές σκέψεις.
Το κλίμα όμως του ποιήματος αλλάζει άρδην στη δεύτερη ενότητα όπου ο ποιητής αποκαλύπτει την απάτη του Αριστομένη, που δεν ήταν παρά ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος που υποκρινόταν ότι έχει ελληνική καταγωγή. Είχε παρουσιαστεί με ψεύτικο όνομα και είχε υιοθετήσει ελληνικούς τρόπους, ενώ την ίδια στιγμή έτρεμε μήπως κάνει κάποιο λάθος όταν μιλούσε και καταλάβουν οι Αλεξανδρινοί ότι δεν είναι πραγματικός Έλληνας και αρχίσουν να τον κοροϊδεύουν. Ο χαρακτηρισμός «οι απαίσιοι» που αποδίδεται στους Αλεξανδρινούς, εκφράζει τον τρόπο που ο Αριστομένης έβλεπε τους Αλεξανδρινούς κι αποτελεί στοιχείο ειρωνείας από μέρους του ποιητή, ο οποίος έτσι τονίζει τον αληθινό χαρακτήρα του ήρωά του.
Στο κλείσιμο του ποιήματος ο ποιητής μας εξηγεί ότι ο φόβος του Αριστομένη μήπως κάνει κάποιο λάθος την ώρα που μιλούσε ήταν ο λόγος της λακωνικότητάς του και παράλληλα μας επισημαίνει ότι πέρα από το φόβο του μήπως αποκαλυφθεί, ο ήρωας ένιωθε να καταπιέζεται και να πλήττει καθώς είχε πολλά πράγματα να πει και να σχολιάσει αλλά τα κρατούσε αναγκαστικά για τον εαυτό του.
Το ποίημα αποτελείται από τρεις ενότητες. Σε ποια νοηματική σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;
Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής μας παρουσιάζει με λεπτομέρειες στα στοιχεία που αφορούν τον Αριστομένη, δίνοντας μας πληροφορίες για την καταγωγή, την ενδυμασία, τη μετριοφροσύνη του αλλά και το κυριότερο για τη λακωνικότητά του που τόσο είχε εντυπωσιάσει τους Αλεξανδρινούς. Ένας ηγεμόνας από τη Δυτική Λιβύη, με ελληνική καταγωγή που κατορθώνει να κερδίσει γενικά την εκτίμηση των Αλεξανδρινών. Στη δεύτερη ενότητα, όμως, ο ποιητής προχωρά στην αποκάλυψη της αλήθειας για τον Αριστομένη, παρουσιάζοντας με καυστικό τρόπο πόσο ασήμαντος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο υποτιθέμενος ηγεμόνας ελληνικής καταγωγής. Έρχεται, επομένως, η ενότητα αυτή να ανατρέψει την εικόνα του Αριστομένη και να παρουσιάσει την πραγματική του υπόσταση.
Η τρίτη ενότητα του ποιήματος που συνδέεται με τη δεύτερη ως προς το σχολιασμό της λακωνικότητας του ήρωα, επισημαίνει παράλληλα τις συνέπειες που είχε για τον Αριστομένη όλη αυτή η υποκρισία. Ο ήρωας πλήττει και καταπιέζει τον εαυτό του γιατί παρά το γεγονός ότι έχει πολλά να πει δεν μπορεί παρά να σωπάσει από το φόβο μήπως αποκαλυφθεί η απάτη του και υποστεί τον χλευασμό των Αλεξανδρινών.
Ο τόνος από την α στη β στροφή αλλάζει ξαφνικά με το στίχο 13. Γίνεται υψηλότερος ή πέφτει; Τι αποτέλεσμα έχει αυτή η μεταβολή;
Στην πρώτη στροφή ο ποιητής παρουσιάζει τον Αριστομένη και ακολουθώντας την επιτυχημένη απάτη του ήρωα, καταγράφει με θετικό τρόπο και υψηλό ύφος τα στοιχεία που συνθέτουν την ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του Έλληνα αυτού από τη Δυτική Λιβύη. Ο ποιητής δεν προδίδει την απάτη του ήρωά του και φροντίζει αντιθέτως με τον τρόπο που τον παρουσιάζει να ενισχύσει τη θετική του εικόνα. Η διάθεση όμως του ποιητή αλλά και ο τόνος του ποιήματος αλλάζουν στη δεύτερη στροφή όπου με ειρωνικό τρόπο ο ποιητής αποκαλύπτει την πραγματικότητα για τον Αριστομένη. Με απρόσμενο τρόπο ο ποιητής περνά στο 13ο στίχο από την εξύμνηση της προσωπικότητας του Αριστομένη στην άμεση και κατηγορηματική απόρριψη της πλαστής ταυτότητας του ήρωα. Ο Αριστομένης ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος και τίποτε περισσότερο. Η ειρωνεία του ποιητή είναι προφανής και καυστική, καθώς με εμφατικό τρόπο και χωρίς περιστροφές ξεσκεπάζει τον απατεώνα Αριστομένη και εκθέτει την αλήθεια για το χαρακτήρα του. Η μεταβολή στον τόνο του ποιήματος συμβάλλει στο να καταστεί ξεκάθαρη, με τον πλέον σαφή τρόπο, η αντίθεση του ποιητή σε μια τέτοια συμπεριφορά και η περιφρόνηση που αισθάνεται για κάποιον που επιχειρεί να εξαπατήσει τους γύρω του.
Πώς πληρώνει ο Αριστομένης την «καλούτσικην εντύπωσι» που δημιουργεί η συμπεριφορά του;
Ο Αριστομένης, όπως κάθε ακαλλιέργητος άνθρωπος, έχει την ανάγκη να σχολιάζει κάθε τι που βλέπει, αλλά φοβούμενος μήπως αποκαλυφθεί η ταυτότητά του αν κάνει κάποιο λάθος την ώρα που μιλάει, αναγκάζεται να κρατάει μέσα του όλες τις κουβέντες που θα ήθελε να πει. Ο ήρωας του ποιήματος επομένως βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία μήπως καταλάβουν οι Αλεξανδρινοί την πραγματική του ταυτότητα και παράλληλα πλήττει γιατί ενώ έχει πολλά πράγματα να πει, δεν μπορεί παρά να σωπαίνει. Το μεγαλύτερο βέβαια τίμημα της απάτης του Αριστομένη είναι η αγωνία και ο φόβος που αισθάνεται όλη την ώρα, καθώς οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να βρεθεί αντιμέτωπος με την ειρωνεία των Αλεξανδρινών.
Η ειρωνεία στο ποίημα είναι έντονη. Σε ποιους στίχους εκφράζεται ιδιαίτερα και με ποιους τρόπους;
Η ειρωνεία διατρέχει όλο το ποίημα αλλά γίνεται αντιληπτή μόνο όταν στη δεύτερη στροφή αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του ήρωα, οπότε ξαφνικά αποκτούν διαφορετική σημασία οι χαρακτηρισμοί που βρίσκουμε στην πρώτη στροφή. Ο Αριστομένης άρεσε «γενικώς», η περιβολή του ήταν «κοσμίως» ελληνική και φυσικά το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του ήρωα «προπάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος». Ο ποιητής φροντίζει από την αρχή να δηλώσει ότι η εντύπωση που προκάλεσε ο ήρωας ήταν σχετικά καλή, αλλά όχι απολύτως καλή, μιας και παρά τη δυνατότητά του να ξεγελάσει τους Αλεξανδρινούς, δεν ήταν πραγματικός Έλληνας οπότε δεν μπορούσε να υποκριθεί τέλεια τους ελληνικούς τρόπους.
Η ανατροπή που συναντάμε στη δεύτερη στροφή αποτελεί δραματική ειρωνεία. Η ειρωνεία αυτή συνίσταται στην αντίθεση που βρίσκουμε μεταξύ των προθέσεων του ήρωα και της πραγματικότητας, και αποτελεί μια μορφή ειρωνείας ιδιαιτέρως αγαπητή στον Καβάφη.
Στη δεύτερη στροφή τα καυστικά σχόλια του ποιητή εις βάρος του Αριστομένη αποτελούν λεκτική ειρωνεία, η οποία ενισχύεται όταν ο ποιητής μας αποκαλύπτει ότι ο ήρωας του ποιήματος παρόλο που πασχίζει να εντυπωσιάσει τους Αλεξανδρινούς στην πραγματικότητα φοβάται την αντίδρασή τους, αν μάθουν την αλήθεια, και τους χαρακτηρίζει απαίσιους. Οι Αλεξανδρινοί σαφώς δεν ήταν απαίσιοι, αλλά σίγουρα δεν επρόκειτο να προσπεράσουν την απάτη του Αριστομένη, χωρίς να του δώσουν ένα καλό μάθημα, για την προσπάθειά του να τους εξαπατήσει.
Το ποίημα είναι ψευδοϊστορικό. Με τη σκηνοθεσία του ο ποιητής κατορθώνει να το παρουσιάσει ως ιστορικό. Να βρείτε τα στοιχεία αυτής της σκηνοθεσίας.
Ο ποιητής τοποθετεί την εξέλιξη των γεγονότων στην Αλεξάνδρεια, η οποία αποτελεί μια πραγματική πόλη και παράλληλα φροντίζει να παρουσιάσει αναλυτικά την ταυτότητα του ήρωά του σα να ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Μας δίνει το όνομά και το πατρώνυμό του, την καταγωγή του αλλά και πολλά στοιχεία για τη συμπεριφορά του που ενισχύουν την αίσθηση του αναγνώστη ότι πρόκειται για ένα πραγματικό πρόσωπο. Ο ποιητής παράλληλα ενισχύει την εντύπωση ότι όσα καταγράφει στο ποίημά του συνέβησαν στην πραγματικότητα με το να μας παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με το πόσες μέρες έμεινε ο Αριστομένης στην Αλεξάνδρεια, με τη συνήθειά του να διαβάζει ελληνικά βιβλία, αλλά και με την πραγματική του ταυτότητα. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες αποτελούν στοιχεία της σκηνοθεσίας του ποιητή και συμβάλλουν στο να παρουσιάζονται όσα αναφέρει ο ποιητής όσο πιο πειστικά γίνεται.
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Με το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» ο Καβάφης σατιρίζει την τάση ορισμένων ανθρώπων να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως κάτι που προφανώς δεν είναι, υποκρινόμενοι ανυπόστατες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Η υποκρισία αυτή ενοχλεί τον ποιητή ο οποίος θεωρεί ότι είναι ανόητο κάποιος να επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του καλύτερο ή διαφορετικό απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.
Το ποίημα αυτό είναι ψευδοϊστορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του, ο Αριστομένης ο υιός του Μενελάου, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο Καβάφης συνηθίζει να δημιουργεί πλαστά ιστορικά πρόσωπα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ποιητικής του ιδέας. Σε πολλά του ποιήματα αναπαριστά μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και εντάσσει σε αυτή πρόσωπα που τα έχει εμπνευστεί ο ίδιος -δημιουργώντας έτσι μια μυθιστορηματική ποιητική σύνθεση- προκειμένου να ανασυνθέσει ένα κλίμα κατάλληλο για τη μετουσίωση των σκέψεών του σε ποίηση. Η βασική επιδίωξη του ποιητή, άλλωστε, είναι να εκφράσει τις σκέψεις του και να περάσει τα μηνύματα που θέλει και όχι να καταγράψει γεγονότα με την ακρίβεια και την εγκυρότητα ενός ιστορικού.
Η καταγωγή του Αριστομένη από τη Δυτική Λιβύη, δηλαδή από τις περιοχές κοντά στην Τυνησία και την Αλγερία, καθιστά ακόμη πιο έντονη την προσποίηση του ήρωα, καθώς ενώ στην Ανατολική Λιβύη, κοντά δηλαδή στην Αίγυπτο, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, στη Δυτική Λιβύη το ελληνικό στοιχείο ήταν μάλλον ελάχιστο. Αν μάλιστα λάβουμε τη λέξη Λιβύη ως συνώνυμο της Αφρικής εν γένει τότε η προέλευση του ήρωα τοποθετείται στο Μαρόκο, καθιστώντας ακόμη πιο απίθανο το γεγονός της ελληνικής καταγωγής.
Ο Αριστομένης με το ελληνικό πατρώνυμο παρουσιάζεται λιγομίλητος, μετριόφρων, με ενδυμασία ελληνική και με αγάπη για τα ελληνικά βιβλία. Όλα τα στοιχεία αυτά θεωρούνται σημαντικά προτερήματα για τους Αλεξανδρινούς, υπό την έννοια ότι στην Αλεξάνδρεια οι Έλληνες έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, κι αυτό ακριβώς επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο ήρωας του ποιήματος, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να θεωρηθεί σημαντικός και αξιοσέβαστος από τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας.
Ο ποιητής σχολιάζει ότι άρεσε «γενικώς» ο Αριστομένης τις δέκα ημέρες που έμεινε στην Αλεξάνδρεια, θέλοντας έτσι να περιορίσει εξαρχής τη θετική εντύπωση που προκάλεσε ο ήρωας του ποιήματος, χωρίς όμως να την αναιρεί, μιας και απ’ ό,τι φαίνεται αρκετοί εντυπωσιάστηκαν μαζί του και μάλιστα επιχειρούσαν να εξηγήσουν το γεγονός ότι μιλούσε ελάχιστα ως στοιχείο της προσωπικότητας των ανθρώπων που μελετούν πολύ και έχουν σημαντικές σκέψεις.
Το κλίμα όμως του ποιήματος αλλάζει άρδην στη δεύτερη ενότητα όπου ο ποιητής αποκαλύπτει την απάτη του Αριστομένη, που δεν ήταν παρά ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος που υποκρινόταν ότι έχει ελληνική καταγωγή. Είχε παρουσιαστεί με ψεύτικο όνομα και είχε υιοθετήσει ελληνικούς τρόπους, ενώ την ίδια στιγμή έτρεμε μήπως κάνει κάποιο λάθος όταν μιλούσε και καταλάβουν οι Αλεξανδρινοί ότι δεν είναι πραγματικός Έλληνας και αρχίσουν να τον κοροϊδεύουν. Ο χαρακτηρισμός «οι απαίσιοι» που αποδίδεται στους Αλεξανδρινούς, εκφράζει τον τρόπο που ο Αριστομένης έβλεπε τους Αλεξανδρινούς κι αποτελεί στοιχείο ειρωνείας από μέρους του ποιητή, ο οποίος έτσι τονίζει τον αληθινό χαρακτήρα του ήρωά του.
Στο κλείσιμο του ποιήματος ο ποιητής μας εξηγεί ότι ο φόβος του Αριστομένη μήπως κάνει κάποιο λάθος την ώρα που μιλούσε ήταν ο λόγος της λακωνικότητάς του και παράλληλα μας επισημαίνει ότι πέρα από το φόβο του μήπως αποκαλυφθεί, ο ήρωας ένιωθε να καταπιέζεται και να πλήττει καθώς είχε πολλά πράγματα να πει και να σχολιάσει αλλά τα κρατούσε αναγκαστικά για τον εαυτό του.
Το ποίημα αποτελείται από τρεις ενότητες. Σε ποια νοηματική σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;
Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής μας παρουσιάζει με λεπτομέρειες στα στοιχεία που αφορούν τον Αριστομένη, δίνοντας μας πληροφορίες για την καταγωγή, την ενδυμασία, τη μετριοφροσύνη του αλλά και το κυριότερο για τη λακωνικότητά του που τόσο είχε εντυπωσιάσει τους Αλεξανδρινούς. Ένας ηγεμόνας από τη Δυτική Λιβύη, με ελληνική καταγωγή που κατορθώνει να κερδίσει γενικά την εκτίμηση των Αλεξανδρινών. Στη δεύτερη ενότητα, όμως, ο ποιητής προχωρά στην αποκάλυψη της αλήθειας για τον Αριστομένη, παρουσιάζοντας με καυστικό τρόπο πόσο ασήμαντος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο υποτιθέμενος ηγεμόνας ελληνικής καταγωγής. Έρχεται, επομένως, η ενότητα αυτή να ανατρέψει την εικόνα του Αριστομένη και να παρουσιάσει την πραγματική του υπόσταση.
Η τρίτη ενότητα του ποιήματος που συνδέεται με τη δεύτερη ως προς το σχολιασμό της λακωνικότητας του ήρωα, επισημαίνει παράλληλα τις συνέπειες που είχε για τον Αριστομένη όλη αυτή η υποκρισία. Ο ήρωας πλήττει και καταπιέζει τον εαυτό του γιατί παρά το γεγονός ότι έχει πολλά να πει δεν μπορεί παρά να σωπάσει από το φόβο μήπως αποκαλυφθεί η απάτη του και υποστεί τον χλευασμό των Αλεξανδρινών.
Ο τόνος από την α στη β στροφή αλλάζει ξαφνικά με το στίχο 13. Γίνεται υψηλότερος ή πέφτει; Τι αποτέλεσμα έχει αυτή η μεταβολή;
Στην πρώτη στροφή ο ποιητής παρουσιάζει τον Αριστομένη και ακολουθώντας την επιτυχημένη απάτη του ήρωα, καταγράφει με θετικό τρόπο και υψηλό ύφος τα στοιχεία που συνθέτουν την ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του Έλληνα αυτού από τη Δυτική Λιβύη. Ο ποιητής δεν προδίδει την απάτη του ήρωά του και φροντίζει αντιθέτως με τον τρόπο που τον παρουσιάζει να ενισχύσει τη θετική του εικόνα. Η διάθεση όμως του ποιητή αλλά και ο τόνος του ποιήματος αλλάζουν στη δεύτερη στροφή όπου με ειρωνικό τρόπο ο ποιητής αποκαλύπτει την πραγματικότητα για τον Αριστομένη. Με απρόσμενο τρόπο ο ποιητής περνά στο 13ο στίχο από την εξύμνηση της προσωπικότητας του Αριστομένη στην άμεση και κατηγορηματική απόρριψη της πλαστής ταυτότητας του ήρωα. Ο Αριστομένης ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος και τίποτε περισσότερο. Η ειρωνεία του ποιητή είναι προφανής και καυστική, καθώς με εμφατικό τρόπο και χωρίς περιστροφές ξεσκεπάζει τον απατεώνα Αριστομένη και εκθέτει την αλήθεια για το χαρακτήρα του. Η μεταβολή στον τόνο του ποιήματος συμβάλλει στο να καταστεί ξεκάθαρη, με τον πλέον σαφή τρόπο, η αντίθεση του ποιητή σε μια τέτοια συμπεριφορά και η περιφρόνηση που αισθάνεται για κάποιον που επιχειρεί να εξαπατήσει τους γύρω του.
Πώς πληρώνει ο Αριστομένης την «καλούτσικην εντύπωσι» που δημιουργεί η συμπεριφορά του;
Ο Αριστομένης, όπως κάθε ακαλλιέργητος άνθρωπος, έχει την ανάγκη να σχολιάζει κάθε τι που βλέπει, αλλά φοβούμενος μήπως αποκαλυφθεί η ταυτότητά του αν κάνει κάποιο λάθος την ώρα που μιλάει, αναγκάζεται να κρατάει μέσα του όλες τις κουβέντες που θα ήθελε να πει. Ο ήρωας του ποιήματος επομένως βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία μήπως καταλάβουν οι Αλεξανδρινοί την πραγματική του ταυτότητα και παράλληλα πλήττει γιατί ενώ έχει πολλά πράγματα να πει, δεν μπορεί παρά να σωπαίνει. Το μεγαλύτερο βέβαια τίμημα της απάτης του Αριστομένη είναι η αγωνία και ο φόβος που αισθάνεται όλη την ώρα, καθώς οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να βρεθεί αντιμέτωπος με την ειρωνεία των Αλεξανδρινών.
Η ειρωνεία στο ποίημα είναι έντονη. Σε ποιους στίχους εκφράζεται ιδιαίτερα και με ποιους τρόπους;
Η ειρωνεία διατρέχει όλο το ποίημα αλλά γίνεται αντιληπτή μόνο όταν στη δεύτερη στροφή αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του ήρωα, οπότε ξαφνικά αποκτούν διαφορετική σημασία οι χαρακτηρισμοί που βρίσκουμε στην πρώτη στροφή. Ο Αριστομένης άρεσε «γενικώς», η περιβολή του ήταν «κοσμίως» ελληνική και φυσικά το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του ήρωα «προπάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος». Ο ποιητής φροντίζει από την αρχή να δηλώσει ότι η εντύπωση που προκάλεσε ο ήρωας ήταν σχετικά καλή, αλλά όχι απολύτως καλή, μιας και παρά τη δυνατότητά του να ξεγελάσει τους Αλεξανδρινούς, δεν ήταν πραγματικός Έλληνας οπότε δεν μπορούσε να υποκριθεί τέλεια τους ελληνικούς τρόπους.
Η ανατροπή που συναντάμε στη δεύτερη στροφή αποτελεί δραματική ειρωνεία. Η ειρωνεία αυτή συνίσταται στην αντίθεση που βρίσκουμε μεταξύ των προθέσεων του ήρωα και της πραγματικότητας, και αποτελεί μια μορφή ειρωνείας ιδιαιτέρως αγαπητή στον Καβάφη.
Στη δεύτερη στροφή τα καυστικά σχόλια του ποιητή εις βάρος του Αριστομένη αποτελούν λεκτική ειρωνεία, η οποία ενισχύεται όταν ο ποιητής μας αποκαλύπτει ότι ο ήρωας του ποιήματος παρόλο που πασχίζει να εντυπωσιάσει τους Αλεξανδρινούς στην πραγματικότητα φοβάται την αντίδρασή τους, αν μάθουν την αλήθεια, και τους χαρακτηρίζει απαίσιους. Οι Αλεξανδρινοί σαφώς δεν ήταν απαίσιοι, αλλά σίγουρα δεν επρόκειτο να προσπεράσουν την απάτη του Αριστομένη, χωρίς να του δώσουν ένα καλό μάθημα, για την προσπάθειά του να τους εξαπατήσει.
Το ποίημα είναι ψευδοϊστορικό. Με τη σκηνοθεσία του ο ποιητής κατορθώνει να το παρουσιάσει ως ιστορικό. Να βρείτε τα στοιχεία αυτής της σκηνοθεσίας.
Ο ποιητής τοποθετεί την εξέλιξη των γεγονότων στην Αλεξάνδρεια, η οποία αποτελεί μια πραγματική πόλη και παράλληλα φροντίζει να παρουσιάσει αναλυτικά την ταυτότητα του ήρωά του σα να ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Μας δίνει το όνομά και το πατρώνυμό του, την καταγωγή του αλλά και πολλά στοιχεία για τη συμπεριφορά του που ενισχύουν την αίσθηση του αναγνώστη ότι πρόκειται για ένα πραγματικό πρόσωπο. Ο ποιητής παράλληλα ενισχύει την εντύπωση ότι όσα καταγράφει στο ποίημά του συνέβησαν στην πραγματικότητα με το να μας παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με το πόσες μέρες έμεινε ο Αριστομένης στην Αλεξάνδρεια, με τη συνήθειά του να διαβάζει ελληνικά βιβλία, αλλά και με την πραγματική του ταυτότητα. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες αποτελούν στοιχεία της σκηνοθεσίας του ποιητή και συμβάλλουν στο να παρουσιάζονται όσα αναφέρει ο ποιητής όσο πιο πειστικά γίνεται.