Joana Kruse
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Θεατής Δυσαρεστημένος»
«Απέρχομαι, απέρχομαι. Μη κράτει με.
Της αηδίας και ανίας είμαι θύμα.»
«Πλην μείν’ ολίγον χάριν του Μενάνδρου.
Κρίμα
τόσον να στερηθής.» «Υβρίζεις, άτιμε.
»Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
Άφες ν’ απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.
»Της Ρώμης ο αήρ σ’ έφθειρεν εντελώς.
Αντί να κατακρίνης, επαινείς δειλώς
κ’ επευφημείς τον βάρβαρον — πώς
λέγεται;
»Γαβρέντιος, Τερέντιος; — όστις απλώς
διά Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται.»
Η ρωμαϊκή λογοτεχνία είναι η πρώτη
«καταγόμενη» λογοτεχνία. Ασχολείται συνειδητά με την -αναγνωρισμένη ως ανώτερη-
παράδοση ενός άλλου λαού∙ του ελληνικού. Και όταν πια αυτονομείται από την
προκάτοχό της, τότε βρίσκει τον εαυτό της και αναπτύσσει μια διαφοροποιημένη
αυτοσυνειδησία. Έτσι, επιτελεί μια προεργασία για τις μεταγενέστερες ευρωπαϊκές
λογοτεχνίες και είναι σε θέση να γίνει δάσκαλός τους.
Η αρχή της λογοτεχνικής διαδοχής (imitatio) για εμάς έχει αρνητικό περιεχόμενο,
που το πήρε από τα χρόνια του ρομαντισμού. Την αρνητική έννοια plagium (στα γερμανικά: Plagiat [«πνευματική υπεξαίρεση»]) τη γνώριζε
και η Αρχαιότητα. Το δρόμο για μια σωστότερη εκτίμηση της λογοτεχνικής
εξάρτησης τον άνοιξαν τα λόγια που αποδίδονται στον Βιργίλιο: είναι ευκολότερο
να αρπάξεις από τα χέρια του Ηρακλή το ρόπαλό του παρά από τον Όμηρο ένα και
μόνο στίχο. Μια πνευματώδης δανειοδότηση και μεταφορά σε μια νέα νοηματική
συνάρτηση δεν θεωρείται διαρπαγή αλλά δάνειο που γίνεται με την πρόθεση να
είναι αναγνωρίσιμο από τον κάθε αναγνώστη. Ο ρητοροδιδάσκαλος της αυγούστειας
εποχής, Αρέλλιος Φύσκος, τονίζει τον ανταγωνισμό με το πρότυπο. Ως κεντρικό
παράδειγμα προσκομίζει ένα χωρίο, στο οποίο ο Σαλλούστιος εκφράζεται πιο
συνοπτικά από τον Θουκυδίδη, συνεπώς ο Ρωμαίος υποσκελίζει τον Έλληνα σ’ αυτό
που εκείνος ως τότε υπερείχε. Επομένως, στην imitatio έχουμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε
με ιδιαίτερα σαφή τρόπο τη νέα συμβολή αντιβάλλοντάς τη ρητά και κατηγορηματικά
με τη συνεισφορά του συγγραφέα του προτύπου. Όσο πιο σημαντικό είναι το
υπόδειγμα, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η πρόκληση και -σε περίπτωση επιτυχίας- η
ενίσχυση των δυνάμεων του διαδόχου. Συνεπώς, μια λογοτεχνία με συνείδηση της
ιστορίας της δεν χρειάζεται σε καμιά περίπτωση να είναι ένας διάλογος επιγόνων
με το παρελθόν∙ αντίθετα, η ίδια μπορεί να αποτελεί συνεχώς στο διάβα του
χρόνου το αντικείμενο ενός «διαλόγου κορυφής»: ας φέρουμε στο νου μας τον
Δάντη, τον Βιργίλιο και τον Όμηρο.
Η ρωμαϊκή λογοτεχνία είναι μια
«μαθητευόμενη» λογοτεχνία. Δεν νιώθει ντροπή για τους δασκάλους της∙ αντίθετα,
με πολλούς τρόπους δηλώνει το σεβασμό της γι’ αυτούς, και μάλιστα όταν
απομακρύνεται από κοντά τους πορεύεται τους δικούς της δρόμους. Και ακριβώς
έτσι, συχνά παραπλανά το σημερινό μελετητή. Ενώ οι σύγχρονες απαιτήσεις
πρωτοτυπίας υποχρεώνουν πολλές φορές τους συγγραφείς να παρουσιάζουν παλαιές
απόψεις ως νέες, στους Ρωμαίους κυριαρχεί μια αντίθετη σύμβαση. Όπως στην
πολιτική ζωή οι καινοτομίες, για να γίνουν αποδεκτές, έπρεπε να δηλώνονται ως
αρχαίο ρωμαϊκό έθιμο, έτσι και ένας συγγραφέας έπρεπε να επικαλείται μια σειρά
πνευματικών προγόνων ή, αν ήταν απαραίτητο, πρώτος αυτός να τους δημιουργήσει.
Έτσι, η εσωτερική συνάφεια από συγγραφέα σε συγγραφέα και από εποχή σε εποχή,
που προκαλείται με την αρχή ακριβώς της imitatio, δημιουργεί μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη
γραμματολογική θεώρηση. Και μας βοηθάει πολλές φορές να αντιληφθούμε την
ιστορία ως μια πρόοδο με εσωτερικές συναρτήσεις και ως μια κατάκτηση συνεχώς
νέων εδαφών.
Στα αρχαιότερα χρόνια τίτλο τιμής
αποτελούσε μόνο η μίμηση ελληνικών υποδειγμάτων∙ η χρήση λατινικών προτύπων
θεωρούταν κλοπή.
«Απέρχομαι,
απέρχομαι. Μη κράτει με.
Της αηδίας και ανίας είμαι θύμα.»
«Πλην μείν’ ολίγον χάριν του Μενάνδρου.
Κρίμα
τόσον να στερηθής.» «Υβρίζεις, άτιμε.
»Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
Άφες ν’ απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.
Στον έντονου ύφους αυτό διάλογο ο
Κωνσταντίνος Καβάφης εκφράζει τις αντιδράσεις και την ενόχληση που προκαλούσε η
τάση των Ρωμαίων λογοτεχνών να μιμούνται τα έργα των Ελλήνων προκατόχων τους, σ’
εκείνους που αρνούνταν ν’ αναγνωρίσουν έστω και την ελάχιστη αρετή στην
ιδιάζουσα παραγωγή της νεότερης αυτής λογοτεχνίας.
Ο ήρωας του ποιήματος, ο δυσαρεστημένος
θεατής, παρακολουθώντας κάποια από τις κωμωδίες του Τερέντιου -Ρωμαίου κωμωδιογράφου,
μιμητή του Μενάνδρου-, δηλώνει την πρόθεσή του να αποχωρήσει από το θέατρο και
ζητά από τη συντροφιά του να μην τον εμποδίσει, αφού, όπως σχολιάζει, έχει
πέσει θύμα της αηδίας και της βαρεμάρας. Ενώ, στο κάλεσμα ενός συντρόφου του να
παραμείνει για χάρη του Μενάνδρου, ο ήρωας εκνευρίζεται ακόμη περισσότερο,
καθώς θεωρεί πως είναι υβριστικό το να συγκρίνει κανείς τα «λογίδια» αυτά με το
σαφώς υπερέχον έργο του Μενάνδρου. Ό,τι έχει κατορθώσει να δημιουργήσει, κατά
τον ήρωα του ποιήματος, ο αδέξιος μιμητής του Μενάνδρου, είναι άξεστοι στίχοι με
παιδαριώδες περιεχόμενο. Γι’ αυτό απαιτεί να τον αφήσουν να φύγει αμέσως από το
θέατρο κι αφού λυτρωθεί απ’ αυτό το βασανιστήριο να στρέψει την προσοχή του
στις ατομικές του υποθέσεις.
»Της Ρώμης ο αήρ σ’ έφθειρεν εντελώς.
Αντί να κατακρίνης, επαινείς δειλώς
κ’ επευφημείς τον βάρβαρον — πώς
λέγεται;
»Γαβρέντιος, Τερέντιος; — όστις απλώς
διά Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται.»
Προτού, πάντως, αποχωρήσει ο
δυσαρεστημένος θεατής, επικρίνει τον φίλο του που τόλμησε να επαινέσει αυτό το
απαράδεκτο κακέκτυπο, επισημαίνοντάς του πως προφανώς τον έχει διαφθείρει
τελείως ο ρωμαϊκός αέρας, αφού αντί να κατακρίνει τον βάρβαρο αυτό δημιουργό
τον επαινεί. Φροντίζει, μάλιστα, με σαρκαστική και υποτιμητική διάθεση να
προσποιηθεί πως δεν είναι καν σίγουρος για το όνομα του Τερέντιου,
δημιουργώντας τη σκωπτική παραλλαγή Γαβρέντιος, ως πιθανή επιλογή. Όπως,
λοιπόν, κι αν τον λένε είτε Γαβρέντιο είτε Τερέντιο, αυτός αν και είναι καλός
μόνο για τις πρωτόγονες ρωμαϊκές φάρσες (fabula Atellana) κι όχι για τη σύνθεση ποιοτικής
κωμωδίας, έχει το θράσος να επιθυμεί και να επιδιώκει τη δόξα του Μενάνδρου.
Προσέχουμε πως η γραφή του ποιήματος
στην καθαρεύουσα, η αναφορά στον αέρα της Ρώμης κι η αβεβαιότητα του ήρωα για
το όνομα του Τερέντιου (ένδειξη πως ο Ρωμαίος κωμωδιογράφος δεν έχει αποκτήσει
ακόμη τη δόξα που κατέκτησε στην πορεία), υποδηλώνουν την πρόθεση του Καβάφη να
δημιουργήσει την αίσθηση πως ο διάλογος αυτός τοποθετείται στην εποχή δράσης
του Τερέντιου. Με αυτό το τέχνασμα της χρονικής μετατόπισης ο ποιητής
απαλλάσσεται από την υποχρέωση να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι σταδιακά οι
Ρωμαίοι, όχι μόνο κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δικά τους λογοτεχνικά είδη, αλλά
και να συνθέσουν έργα εξαιρετικής ποιότητας που μπορούσαν να σταθούν με αρκετές
αξιώσεις πλάι στα έργα των Ελλήνων δημιουργών.
Μένανδρος
Η ζωή του Μενάνδρου (342/1 – 291/90
π.Χ.) συμπίπτει με ένα από τα πιο ταραγμένα κεφάλαια της αρχαίας ιστορίας. Στα
νιάτα του ήταν μάρτυρας της νικηφόρας πορείας του Αλέξανδρου, που παρέσυρε όλα
τα σύνορα. Οι πληροφορίες για την πρώτη του παράσταση δεν είναι σύμφωνες,
πιθανώς όμως άρχισε τι ποιητικό του στάδιο στα 321 με την Οργή. Τότε ο μεγάλος
Κατακτητής ήταν από δύο χρόνια πεθαμένος, τον προηγούμενο χρόνο όμως η
τελευταία απόπειρα της Αθήνας για ελευθερία και δύναμη τελείωσε με την ήττα του
στόλου της κοντά στην Αμοργό∙ η Αθήνα υποχρεώθηκε να δεχθεί στη Μουνιχία
μακεδονική φρουρά και ο Δημοσθένης είχε πάρει δηλητήριο στην Καλαυρία. Όταν
στων Διαδόχων τους ταραγμένους αγώνες που ακολούθησαν, ο Κάσσανδρος κατόρθωσε
να πάρει την πρώτη θέση, πέρασε και η Αθήνα υπό την κυριαρχία του. Εκεί
εγκατέστησε επιμελητή της πόλης τον Δημήτριο τον Φαληρέα, έναν μαθητή του
Θεόφραστου, που στην δεκάχρονη φιλοσοφημένη διακυβέρνησή του (317-307)
εξασφάλισε στην Αθήνα τάξη και εσωτερική ειρήνη. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος
αυτός, λίγο ύστερα από την ανατροπή που έδωσε τέλος στην εξουσία του πήγε στην
Αίγυπτο και πήρε εκεί μέρος στο πολιτιστικό ανοικοδομητικό έργο του Πτολεμαίου
του Πρώτου, έχει τη σημασία συμβόλου για τη μετατόπιση των πνευματικών
παρορμήσεων. Οι στενές σχέσεις του Μενάνδρου με τον Φαληρέα, ύστερα από το
διώξιμο του τελευταίου θα είχαν μοιραίες συνέπειες για τον πρώτο, αν δεν τον
έσωζαν προσωπικοί φίλοι.
Κυρίαρχος της Αθήνας ήταν τώρα ο
Δημήτριος ο Πολιορκητής, και η ψευτοελευθερία που παραχώρησε πανηγυρίστηκε από
τους Αθηναίους με υπερβολικές εκδηλώσεις σαν αποκατάσταση του παλιού μεγαλείου.
Η ανανέωση της πανελλήνιας συμμαχίας στην Κόρινθο, που την πέτυχε ο Δημήτριος
στα Ίσθμια του 302, αποδείχτηκε τον επόμενο κιόλας χρόνο απατηλή, όταν η ιδέα
να διατηρηθεί ακέραιο το κράτος του Αλέξανδρου βρήκε το τέλος της στο πεδίο της
μάχης της Ιψού. Η Αθήνα μπόρεσε να εξασφαλίσει ξανά την ανεξαρτησία της για
μερικά χρόνια, όταν όμως ο Δημήτριος ελευθέρωσε τα χέρια του στην Ασία,
στράφηκε εναντίον της άπιστης πόλης, που κάποτε του είχε στήσει επίχρυσους
ανδριάντες και του είχε τραγουδήσει ύμνους. Η Αθήνα βρισκόταν τότε κάτω από την
«τυραννίδα» του δραστήριου Λαχάρη και αντιστάθηκε όσο μπόρεσε, υποχρεώθηκε όμως
να συνθηκολογήσει την άνοιξη του 294. Τότε, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατο του
Μενάνδρου, η Αθήνα δέχθηκε στον λόφο του Μουσείου, στη Μουνιχία και στον
Πειραιά φρουρές, που τράβηξαν σφιχτά τα χαλινάρια της ανήσυχης πόλης.
Είναι βαθύτατα χαρακτηριστικό για τη
φύση της Νέας κωμωδίας το πόσο λίγη από την απέραντη ταραχή της εποχής μπορούμε
να παρατηρήσουμε μέσα στα έργα του Μενάνδρου. Βέβαια τα ονόμασαν καθρέφτη της
ζωής, αυτή η ζωή όμως, διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει στον Αριστοφάνη, δεν
είναι η πολιτική. Σε όλη την εναλλαγή ανάμεσα σε όνειρα ελευθερίας και σε
δουλικότητα, στην πολυποίκιλη διαδοχή δυναστών, διατηρήθηκε μολαταύτα ανάλλαχτη
και ανέγγιχτη εκείνη η πνευματική Αθήνα, που τότε δεν διοικούσε ακόμα μουσειακά
την ανεξάντλητη κληρονομιά της, αλλά τη συντηρούσε ζωντανή χάρη στους
καλύτερους από τους πολίτες της. Εδώ είναι ριζωμένος ο Μένανδρος.
Τον ίδιο χρόνο με τον Μένανδρο
γεννήθηκε ο Επίκουρος, και είναι μαρτυρημένο ότι υπηρέτησαν έφηβοι μαζί τη
στρατιωτική τους θητεία. Γι’ αυτό ήταν εύλογο μέσα στα έργα του ποιητή να
ψάχνουν να βρουν ίχνη επικούρειας διδασκαλίας. Ιδιαίτερα νόμισαν ότι
αναγνώρισαν τέτοια ίχνη στη σοφία του Ονήσιμου που αρνείται ότι οι θεοί
φροντίζουν για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Ο Επίκουρος όμως ίδρυσε τη σχολή του
στην Αθήνα μόνο στα 306, και ύστερα από τη στρατιωτική του θητεία έζησε σε
μικρασιατικό έδαφος. Όσες ιδέες κι αν αντάλλαξαν οι έφηβοι, είναι δύσκολο να
φανταστούμε μια μόνιμη επίδραση του Επίκουρου επάνω στον Μένανδρο. Εκεί όπου
είναι δυνατό να αποδειχτούν σχέσεις του ηθικού κόσμου των ιδεών του με τη
φιλοσοφία της εποχής, αυτές οδηγούν προς τον Περίπατο.
Η Αθήνα εκείνης της εποχής με τους
άπειρους θησαυρούς της παράδοσής της και με τον πολιτισμό της, που είχε κιόλας
παλιώσει ελαφρά, ήταν σε θέση να δένει ακόμα κοντά της ανθρώπους με μυαλό και
καρδιά, όπως συμβαίνει και στις ημέρες μας με τις παλιές ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες. Έτσι κι ο Μένανδρος αρνήθηκε τις δελεαστικές προσκλήσεις από
βασιλικές αυλές, είτε προέρχονταν από την Αίγυπτο είτε από τη Μακεδονία.
Έχουμε λίγες εξωτερικές χρονολογίες της
ποιητικής του σταδιοδρομίας. Είναι αλήθεια ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε με
κάποιαν εμπιστοσύνη την πρώτη του παράσταση, της Οργής στα 321, για τα άλλα
όμως σταθερές χρονολογίες έχουμε μόνο για τους Ιμβρίους (301) από το όνομα του
άρχοντα στις Περιοχές, ίσως και για τον Ηνίοχο (312) χάρη στη συμπλήρωση ενός
χωρίου της επιγραφής με τις διδασκαλίες από τον A. WILHELM. Πάρα πολύ σημαντικό για την εκτίμηση
της εξέλιξης του Μενάνδρου είναι ότι ο Δύσκολος που ανακαλύφθηκε τελευταία,
χάρη στη «διδασκαλία» του αναγνωρίσθηκε σαν πρώιμο έργο, του 316. Υπαινιγμοί σε
σύγχρονα γεγονότα είναι σπάνιοι, κι αυτό συμφωνεί με τη φύση της Νέας κωμωδίας∙
και όπου όμως υπάρχουν δεν μπορούν πάντα να αξιοποιηθούν τόσο καλά όπως στην
Περικειρομένη∙ η αναφορά στις ταραχές της Κορίνθου και ο υπαινιγμός για το φόνο
του Αλέξανδρου, του γιου του Πολυσπέρχοντα, τοποθετούν την παράσταση του έργου
αμέσως μετά το 314. Πιο πέρα μπορούν να μας οδηγήσουν μόνο εσωτερικά κριτήρια,
που δε φτάνουν όμως να έχουν αναμφισβήτητη αποδεικτική δύναμη.
Αρκετά πράγματα φανερώνουν ότι η τέχνη
του Μενάνδρου τελειοποιόταν καθώς προχωρούσε η δημιουργία του και ότι έδιωχνε
τα χοντροκομμένα κωμικά στοιχεία. Εξέλιξη του ποιητή έχει διαπιστώσει και η
αρχαία τεχνοκριτική, όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο: αν συγκρίνει κανείς τα
μεσαία και όψιμα έργα του Μενάνδρου με τα πρώιμά του, μπορεί να υπολογίσει τι
θα κατόρθωνε ακόμα ο ποιητής, αν είχε την τύχη να ζήσει περισσότερο.
Τερέντιος
Όταν αντίκρισε το φως του ήλιου ο
Πόπλιος Τερέντιος Άφερ (P. Terentius Afer) το έτος 195/4 ή το 185/4 π.Χ. στην
Καρχηδόνα, ζούσαν ακόμη οι προκάτοχοί του στην κωμωδία –ο Πλαύτος, ο Έννιος και
ο Καικίλιος. Είναι κατά πάσα πιθανότητα λιβυκής καταγωγής. Στη Ρώμη, όπου
έρχεται ως δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, παίρνει τη μόρφωση ενός
ευγενούς και απελευθερώνεται. Συνδέεται φιλικά με ευυπόληπτους Ρωμαίους -άραγε
και με τον Σιπίωνα Αιμιλιανό και τον Λαίλιο;- στους οποίους κάποιες φήμες
-άδικα- απέδωσαν την πατρότητα των κωμωδιών του. Τα έργα του παίζονται από τον
ηθοποιό Ambivius
Turpio, ο οποίος έχασε το
168 π.Χ. τον ως τότε συγγραφέα του Καικίλιο, που πέθανε. Ο Τερέντιος -όπως και
ο Λουκίλιος- πρέπει να κρατήθηκε σε κάποια απόσταση από τη συντεχνία των
συγγραφέων∙ στην επιρροή αυτής της συντεχνίας ίσως να οφείλεται η χαμηλή αξιολογική
κατάταξη του συγγραφέα μας από τον Βολκάκιο Σεδίγιτο.
Ο συγγραφέας πραγματοποιεί ένα ταξίδι
για σπουδές στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία από το οποίο δεν γύρισε πίσω∙
(πέθανε το 159 ή το 158 π.Χ.). Η πληροφορία ότι εκεί μετέφρασε 108 έργα
αποτελεί μάλλον ευσεβή πόθο των φιλολόγων, όπως ακριβώς και η συγκινητική
ιστορία για τον νεαρό ποιητή, που κατ’ εντολή των αγορανόμων απαγγέλλει στον
γηραιό καλλιτέχνη Καικίλιο την κωμωδία του Andria (κάτι
ωστόσο που χρονολογείται δύο χρόνια μετά το θάνατο του Καικίλιου). Ότι ο
Τερέντιος κληροδοτεί στην κόρη του κάποια κτήματα, ώστε να παντρευτεί έναν
ιππέα, θα ήθελε να το ελπίζει κανείς, η παράδοση ωστόσο κάνει μνεία και για
αγνωμοσύνη των Σκιπιώνων... Ο Τερέντιος είναι ο μοναδικός αρχαϊκός λατίνος
ποιητής για τον οποίο διαθέτουμε μια vita, αλλά αυτό το κείμενο αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πόσο
λίγα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε για τους αρχαίους συγγραφείς.
Οι έξι κωμωδίες του Τερέντιου, με βάση
τις σωζόμενες διδασκαλίες, τη vita
και τους προλόγους, χρονολογούνται στα
χρόνια από το 166 ως το 160 π.Χ. Οι «διδασκαλίες» αναφέρουν το συγγραφέα και
τον τίτλο, τους αγώνες και το διοργανωτή τους, τον αρχηγό του θιάσου, το
συνθέτη, το είδος της μουσικής, το ελληνικό πρότυπο και τους υπάτους του έτους
της παράστασης. Οι μαρτυρίες έχουν συγκεντρωθεί από έναν αρχαίο εκδότη.
Οξυδερκείς προσπάθειες να προταθούν άλλες υποθετικές χρονολογίες δεν οδήγησαν
ποτέ σε ομοφωνία. Στο μεταξύ, όπως είναι λογικό, αποδεχόμαστε τις χρονολογίες
που πρώτος μάλλον εξακρίβωσε ο Βάρρων, ο οποίος άλλωστε είχε στη διάθεσή του
περισσότερο υλικό∙ με τα στοιχεία που διαθέτουμε εμείς δεν είμαστε σε θέση να
προχωρήσουμε περισσότερο.
Η κωμωδία Andria παίχτηκε
τον Απρίλη του 166 π.Χ. στους ludi
Megalenses∙ δύο
φορές διακόπηκαν παραστάσεις της Hecyra
-στους ludi Megalenses του 165 π.Χ. και στους ludi funebres προς τιμήν του Λ. Αιμίλιου Παύλου το
160 π.Χ.- μέχρι που την ίδια χρονιά -πιθανόν κατά τους ludi Romani του
Σεπτεμβρίου- το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ο πρόλογος προέρχεται από τη
δεύτερη και την τρίτη παράσταση. Το έτος 163 π.Χ. παίζεται για πρώτη φορά ο Hautontimorumenos, το έτος 161 π.Χ. ο Eunuchus, και τα δύο κατά τη διάρκεια των ludi Megalenses. Την ίδια χρονιά παίζεται και ο Phormio, πιθανόν κατά τη διάρκεια των ludi Romani. Οι Adelphoe ανεβάστηκαν
το 160 π.Χ. κατά τους ludi
funebres προς
τιμήν του Αιμιλίου Παύλου.
Επομένως, η λογοτεχνική δημιουργία του
Τερεντίου αρχίζει λίγο μετά τη νίκη του Αιμιλίου Παύλου στην Πύδνα εναντίον του
τελευταίου μεγάλου αντιπάλου της Ρώμης, του Περσέα της Μακεδονίας, του οποίου η
βασιλική βιβλιοθήκη μεταφέρεται στη Ρώμη και εκεί δίνει μια ουσιαστική ώθηση
στην ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνική παραγωγή του Τερεντίου
διακόπτεται κατά το έτος που πέθανε ο Αιμίλιος Παύλος: στους ludi funebres που
διοργάνωσε ο Σκιπίων Αιμιλιανός προς τιμήν αυτού του Αιμιλίου Παύλου
ανεβάστηκαν δύο έργα του ποιητή μας.
Βιβλιογραφία:
Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα
1877-1923, Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Εκδόσεις Ίκαρος
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη
Michael Von Albrecht, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης