Θεόφιλος
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Θεόφιλος Παλαιολόγος»
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο
τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση
εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και
κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
Θεόφιλος
Παλαιολόγος:
Μαθηματικός και φιλόσοφος, συγγενής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄, ο οποίος
αγωνίστηκε με γενναιότητα και φονεύτηκε κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης
(1453).
Λόγια πηγή του ιστοριογενούς αυτού
ποιήματος είναι η εξής περικοπή από το Χρονικό, III, 7 του Γεωργίου Σφραντζή:
«Ομοίως και ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος,
ως είδε τον βασιλέα μαχόμενον και την πόλιν κινδυνεύουσαν, μεγαλοφώνως μετά
κλαυθμού κράξας είπε “Θέλω θανείν μάλλον ή ζην”, και συρρήξας εαυτόν εν μέσω
μετά κραυγής τους όσους εύρε πάντας διασκέδασε και διεσκόρπισε και εθανάτωσεν».
[Γ. Π. Σαββίδης]
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης φανερώνει στην
ποίησή του βαθύ σεβασμό και εκτίμηση για τη μεγαλειώδη εξάπλωση του ελληνικού
πολιτισμού, ιδίως κατά την ελληνιστική περίοδο, τονίζοντας με ποικίλους τρόπους
τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας και σκέψης. Εκτίμηση που πηγάζει από την
αδιαμφισβήτητη αγάπη του ποιητή για τον ελληνισμό, είτε αυτός βρίσκεται στον
κυρίως ελληνικό χώρο είτε δραστηριοποιείται σε χώρες και περιοχές στον ευρύτερο
χώρο της Μεσογείου και της Ασίας. Κάθε επίτευγμα του ελληνισμού αποτελεί πηγή
μεγάλης υπερηφάνειας για τον ποιητή κι αντιστοίχως κάθε πλήγμα που δέχεται ο
ελληνισμός συνιστά γι’ αυτόν πηγή μεγάλου πόνου και απογοήτευσης. Εύλογα,
λοιπόν, το γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης -που αποτελεί μάλιστα τον
τόπο καταγωγής του Καβάφη-, εκλαμβάνεται από τον ποιητή ως μία από τις πιο
επώδυνες στιγμές για το σύνολο του ελληνισμού, αφού σηματοδοτεί τον τερματισμό
μιας μακράς ανοδικής πορείας για το ελληνικό έθνος και την εκκίνηση μιας
ταπεινωτικής περιόδου ανελευθερίας.
Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο
τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Η αρχική διαπίστωση του ποιήματος διατυπώνεται
κατά τρόπο απόλυτο και δεν αφήνει κανένα περιθώριο παραγνώρισης της
πραγματικότητας∙ κανένα περιθώριο καταφυγής σε ανυπόστατες ελπίδες. Αυτός είναι
ο τελευταίος χρόνος των Γραικών αυτοκρατόρων. Διαπίστωση που επαναλαμβάνεται με
σχήμα αναδίπλωσης για να δοθεί με έμφαση η βαρύτητά της.
Αυτός είναι ο τελευταίος χρόνος των
Γραικών αυτοκρατόρων. Η άλλοτε ακμάζουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που δεν
δημιουργήθηκε βέβαια με ελληνικές δυνάμεις, αλλά πέρασε σταδιακά υπό τον έλεγχο
Ελλήνων αυτοκρατόρων και ταυτίστηκε με την ιστορική πορεία του ελληνικού
έθνους, έφτασε σε τέτοιο σημείο παρακμής ώστε η διατήρησή της ήταν πλέον -σχεδόν-
ανέφικτη. Όλοι οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη το γνωρίζουν αυτό και
αναμένουν με φρίκη το τελειωτικό χτύπημα από τους Οθωμανούς, που έχουν ήδη από
τον Γενάρη του 1453 ξεκινήσει να συγκεντρώνουν δυνάμεις στην περιοχή της
Βασιλεύουσας.
Οι συζητήσεις των ανθρώπων που
βρίσκονται δίπλα στον τελευταίο αυτοκράτορα των Ελλήνων, τον Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο ΙΑ΄, ηχούν θλιβερές, καθώς απηχούν το αίσθημα απαισιοδοξίας και
φόβου που κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την Πόλη. Οι δυνάμεις των Οθωμανών πληθαίνουν,
τα τείχη της Πόλης έχουν κλονιστεί, κι οι Δυτικοί, αν και είναι ενήμεροι για
τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχει η Βασιλεύουσα, αφού ξανά και ξανά ζητήθηκε η
συνδρομή τους, παρέμειναν αδιάφοροι απέναντι στον επερχόμενο αυτό όλεθρο.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
Ο Καβάφης επιλέγει να παρουσιάσει την
απελπισία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης μέσα από τα λόγια και το
παράδειγμα, όχι του περιώνυμου αυτοκράτορα, αλλά ενός σχετικά αφανούς συγγενή του,
του Θεόφιλου Παλαιολόγου, ο οποίος εκφράζοντας την οδύνη και την απόγνωση που
διακατείχε όλους τους ανθρώπους στην Πόλη αναφώνησε πως προτιμούσε να πεθάνει
παρά να ζήσει. Το αναπόφευκτο γεγονός της άλωσης, που θα σήμαινε μια
απερίγραπτη καταστροφή για τον ελληνισμό, προκαλεί τέτοιο πόνο στην ψυχή του
Θεόφιλου Παλαιολόγου, ώστε του φαίνεται πολύ προτιμότερο να πεθάνει μαχόμενος,
παρά να συνεχίσει να ζει και να δει την Κωνσταντινούπολη να πέφτει στα μιαρά
χέρια των Οθωμανών.
Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, όπως και οι
περισσότεροι άνθρωποι της Πόλης, θεωρούν αδιανόητο το να ζουν γνωρίζοντας πως η
Βασιλεύουσα δεν είναι πια ελληνική∙ πως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν υφίσταται
πια. Έτσι, η σκέψη που εκφράζει φανερώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο την πλήρη
αφοσίωσή του στην Κωνσταντινούπολη και στον αυτοκράτορα. Θα προτιμήσει να
πεθάνει εκεί, πολεμώντας μέχρι τέλους, παρά να γλιτώσει με τον οποιονδήποτε
τρόπο τη δική του ζωή, την οποία και θεωρεί περιττή και ανυπόφορη σ’ έναν κόσμο
όπου οι Οθωμανοί θα έχουν κυριεύσει την Πόλη.
Το παράδειγμα του Θεόφιλου Παλαιολόγου,
όπως φυσικά και του Κωνσταντίνου, είναι συγκλονιστικό σε σχέση με το τι
φανερώνει για τα πρόσωπα εξουσίας και το ήθος που αυτά οφείλουν να έχουν. Τόσο ο
αυτοκράτορας όσο και οι συγγενείς του θα σκοτωθούν πολεμώντας ως απλοί
στρατιώτες σε μια εκ των προτέρων καταδικασμένη προσπάθεια να υπερασπιστούν την
Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν εκμεταλλεύεται την υπερέχουσα
θέση του για να διασώσει τον εαυτό του ή τους δικούς του, κι οι συγγενείς του
δεν καταδέχονται να έχουν μια μοίρα διαφορετική από αυτή που αναλογεί σε κάθε
πολίτη της αμυνόμενης Βασιλεύουσας. Θα γνωρίσουν όλοι μαζί τις ίδιες κακουχίες
και τον ίδιο ηρωικό θάνατο, αφήνοντας ένα έξοχο πρότυπο πολιτικού ήθους. Ο
αυτοκράτορας και οι δικοί του δεν αποστασιοποιούνται από το δράμα του λαού
τους, μήτε σπεύδουν να προστατεύσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Μένουν εκεί
ως απλοί πολίτες, ως άνθρωποι κι αυτοί του λαού και υπομένουν μέχρι τέλους την
οδυνηρή πραγματικότητα.
A Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο,
πόσον καημό του γένους μας, και πόση
εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και
κατατρεγμό)
οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος,
με μια αποστροφή προς τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, ο ποιητής αναγνωρίζει πως οι
πέντε αυτές τραγικές του λέξεις, με τις οποίες εξέφραζε την έκταση της
απόγνωσής του μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, φανέρωναν, κατά τρόπο σαφή,
τον απεριόριστο καημό όλου του ελληνικού γένους. Η σκέψη του Θεόφιλου Παλαιολόγου
πως ο θάνατος ήταν πια προτιμότερος, αποτυπώνει πλήρως την ένταση της
εξάντλησης που ένιωθε τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι Έλληνες, αφού οι συνεχείς
τους αγώνες για τη διάσωση της Πόλης έμοιαζαν να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα.
Αλλεπάλληλες μάχες, αλλεπάλληλες διπλωματικές απόπειρες και εκκλήσεις, πλήρης
αφοσίωση και άγρυπνη προσπάθεια, που όμως έπεφταν όλα στο κενό, αφού τίποτε δεν
έμοιαζε ικανό να αποτρέψει την καταστροφή, είχαν εξαντλήσει ολοκληρωτικά τις
σωματικές και ψυχικές δυνάμεις των Ελλήνων.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όπως
δηλώνεται στον παρενθετικό στίχο, η εξάντληση των Ελλήνων προερχόταν από την
ψυχική κούραση λόγω των συνεχών αδικιών και τον αδιάκοπο κατατρεγμό που βίωναν,
όχι τόσο από τους εξωτερικούς τους εχθρούς, όσο από τους δήθεν φίλιους δυτικούς
λαούς, που ως Χριστιανοί, όφειλαν να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς κι όχι να τους
ταπεινώνουν ξανά και ξανά. Πόσο επώδυνο ήταν για τους Έλληνες να παρακαλούν τις
χώρες της Δύσης για βοήθεια και για έλεος κι εκείνες να στέκουν αδιάφορες, βλέποντας
στη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όχι την εξαθλίωση ενός χριστιανικού
λαού, αλλά την πτώση ενός ενοχλητικού αντιπάλου.
Οι Έλληνες των τελευταίων χρόνων του
Βυζαντίου ήρθαν αντιμέτωποι με την αναλγησία των τότε Ευρωπαίων∙ αναλγησία που
επρόκειτο να αποτελεί έκτοτε τη συνήθη τους στάση απέναντι στον σκληρά
δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Οι αδικίες και ο κατατρεγμός θα αποτελούν για χρόνια
τα μόνα «δώρα» των άλλων ευρωπαϊκών εθνών προς τους Έλληνες, είτε αυτοί
αγωνίζονται να σώσουν την Κωνσταντινούπολη είτε αγωνίζονται να σταθούν στα
πόδια τους ως αυτόνομο πλέον έθνος.
Κυρ: Βυζαντινό πρόθεμα δηλωτικό
αριστοκρατικής καταγωγής, ανάλογο προς το αγγλικό Sir.
Οι
τελευταίες μέρες της Κωνσταντινούπολης
«Στις 21 Μαΐου ο σουλτάνος έστειλε
πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλεως με την υπόσχεση
πως θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα
υπάρχοντά τους. Επίσης υποσχόταν στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ πως θα τον αναγνώριζε
ηγεμόνα της Πελοποννήσου και ότι θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους δύο
αδελφούς του, που διοικούσαν το δεσποτάτο. Τέλος διαβεβαίωνε πως ο πληθυσμός,
που θα έμενε στην πόλη, δεν θα εξανδραποδιζόταν.
Οι προτάσεις αυτές φανέρωναν ποια ήταν
η φιλοδοξία του νέου σουλτάνου. Ήθελε να πετύχει αυτό που στάθηκε ακατόρθωτο
για όλους τους μωαμεθανούς ηγεμόνες και για τους προγόνους του: να εκπορθήσει
δηλαδή την Κωνσταντινούπολη και να κρατήσει τη θρυλική αυτή πόλη πρωτεύουσα της
αυτοκρατορίας του. Γνώριζε καλά ότι, αν την έπαιρνε ύστερα από έφοδο, τα
στρατεύματά του θα την κατέστρεφαν και θα την ερήμωναν∙ και προσπαθούσε να
κυριεύσει ακέραιη την πόλη και όχι τα ερείπιά της.
Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου
διαπνέονταν από υψηλό πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δεχόταν να
πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων
όλα τα κάστρα και τα εδάφη, που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την
Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστιν ούτ’
άλλου των κατοικούντων εν ταύτη∙ κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως
αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ύστερα από αυτό ο Μωάμεθ προχώρησε στην
τελική επίθεση. Κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο. Δήλωσε με
όρκο στους στρατιώτες του πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα
της πόλεως και πως άφηνε σ’ αυτούς όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν
θησαυροί μέσα στα ανάκτορα και στα σπίτια και κυρίως στις εκκλησίες∙ επίσης πως
θα ωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν
πολλές νέες γυναίκες. Τους εξήγησε πως η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως είχε
τεράστια σημασία για το μέλλον του οθωμανικού κράτους. Τόνισε με ιδιαίτερη
έμφαση πως τα οχυρωματικά έργα έχουν σχεδόν καταστραφεί και πως ο τελικός
αγώνας θα ήταν εύκολος. Υποσχέθηκε προαγωγές σ’ αυτούς που θα διακρίνονταν στον
πόλεμο. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή.
Την Κυριακή 27 Μαΐου ο βομβαρδισμός
άρχισε με ιδιαίτερη ένταση, και εναντίον των χερσαίων τειχών αλλά και εναντίον
του τείχους του Κερατίου, στο οποίο οι Τούρκοι έβαλλαν από τα πλοία τους. Όλος
ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως μετέφερε υλικά για να επισκευαστούν οι ρωγμές,
που πλήθαιναν από στιγμή σε στιγμή. Στις 28 Μαΐου οι Τούρκοι άρχισαν να
μεταφέρουν κοντά στα τείχη σκάλες και προκαλύμματα για την έφοδο.
Μέσα στην Κωνσταντινούπολη ετοιμάσθηκε
με έξαψη η άμυνα. Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λιτανείες με
περιφορές εικόνων κοντά στα κατεστραμμένα τείχη. Ο Κωνσταντίνος προσφώνησε τους
άντρες του. Τους κάλεσε να υπερασπιστούν με τη ζωή τους την πίστη τους, την
πατρίδα τους, τον βασιλιά τους και τις οικογένειές τους. Επίσης εμψύχωσε τους
Γενουάτες και τους Βενετούς πολεμιστές. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία
στην Αγία Σοφία -που έμελλε να είναι η τελευταία- μπροστά σε μεγάλο πλήθος.
Κατόπιν ο αυτοκράτορας και όλοι οι στρατιώτες γύρισαν στα τείχη και πήρε ο
καθένας τη θέση του.
Τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου,
άρχισε η επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών. Αλλά οι Τούρκοι έριξαν το βάρος στην
περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο
και οι πύργοι είχαν καταπέσει. Μια πρώτη έφοδος εκεί, καθώς και μια δεύτερη,
μεγαλύτερη, αποκρούσθηκαν ύστερα από μάχες σώμα προς σώμα, στις οποίες ήταν
παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κωνσταντίνος. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε να
προχωρήσουν και νέα τάγματα, που ως τότε δεν είχαν πάρει μέρος στη μάχη, και
άρχισε τρίτη, σφοδρότερη έφοδος. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων είχαν
εξαντληθεί. Ο Ιουστινιάνης τραυματίσθηκε και εγκαταλείποντας τη θέση του
κατέφυγε στον Γαλατά. Η αποχώρησή του προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν
να εισβάλλουν στην πόλη κατά μάζες ανάμεσα από τα ερείπια του τείχους.
Ακολούθησε η τελική αντίσταση, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος έπεσε πολεμώντας
ως απλός στρατιώτης. Νωρίς το πρωί της 29ης Μαΐου η χιλιόχρονη
βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί.»
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική
Αθηνών, τόμος Θ΄]