Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ιασή τάφος»
Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης
ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο
επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και
για
τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο
κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’
εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα
επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή
υπερτάτη.
Το ποίημα «Ιασή τάφος» ανήκει στα
επιτύμβια εκείνα που συνθέτει ο Καβάφης για φανταστικά πρόσωπα, προκειμένου να
αναδείξει, με έμμεσο τρόπο, την ιδιαίτερη σημασία που έχει για τους ανθρώπους
να υπάρξει η κατάλληλη «αποτίμηση», κατά κάποιο τρόπο, για το πώς της ζωή τους∙
η ευκαιρία να ερμηνευθεί σωστά η ουσία της και να δοθεί, αν χρειάζεται, κάποια
αρμόζουσα απολογία για τα τυχόν λάθη.
Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης
ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί∙ κ’ επίσης ο
επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και
για
τα δυο.
Ο Ιασής είναι φανταστικό πρόσωπο, η
σύντομη ζωή του οποίου τοποθετείται από τον ποιητή στην Αλεξάνδρεια. Το
επιτύμβιό του είναι γραμμένο σε α΄ πρόσωπο και δίνει στον όμορφο νέο μια
τελευταία ευκαιρία να μιλήσει για το πρόωρο τέλος του.
Είμαι ενταφιασμένος ο Ιασής εδώ∙ ο έφηβος
της μεγάλης αυτής πόλης -της Αλεξάνδρειας-, ο φημισμένος για την ομορφιά του. Από
τους πρώτους κιόλας στίχους γίνεται εμφανές ότι ο Ιασής δεν προτίθεται να
μιλήσει με μετριοφροσύνη για τον εαυτό του, γεγονός που ενισχύει την εντύπωση
πως ο νέος αυτός αφέθηκε να επηρεαστεί παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε από τον
αντίκτυπο που είχε το κάλλος του στους ανθρώπους γύρω του. Η έπαρση του Ιασή
είναι, ίσως, δικαιολογημένη, μα υποδεικνύει συνάμα πως ακόμη κι αν δινόταν μια
δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτόν τον νέο, πάλι θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα, μιας
κι είναι εμφανές πως δεν μετάνιωσε για το πόσο έντονα επέλεξε να βιώσει τη
δυνατότητα του συνεχούς ηδονισμού που του προσέφερε η αρτιότητα της εξωτερικής
του εικόνας. Ο Ιασής στα λίγα χρόνια που έζησε, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει
τη ματαιότητα μιας τόσο εφήμερης κατάστασης, όπως είναι αυτή της νεανικής
ομορφιάς. Δεν πρόλαβε, άλλωστε, να δει την ομορφιά του να χάνεται.
Ο Ιασής κέρδισε τον θαυμασμό τόσο των
πολύ σοφών ανθρώπων, όσο και του επιπόλαιου απλού λαού, αντλώντας, ωστόσο,
ισότιμη χαρά και για τα δύο. Για τον Ιασή δεν είχε σημασία, αν εκείνος που του
εξέφραζε τον θαυμασμό του ήταν ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος ή ένας
αμόρφωτος και επιπόλαιος άνθρωπος του λαού∙ εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν πως
κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στα θέλγητρα της ομορφιάς του. Ο νέος
απολάμβανε πλήρως τον θαυμασμό που προκαλούσε.
Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος
Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’
εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα
επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας∙ τι θέρμην έχει∙ τι ηδονή
υπερτάτη.
Το να αποτελεί το αντικείμενο θαυμασμού
τόσων ανθρώπων είχε εντούτοις και το τίμημά του, καθώς ο Ιασής παρασυρμένος από
τη συνεχή αποθέωση και από την τάση του κόσμου να τον βλέπει σαν Νάρκισσο και
ιδεατό Ερμή, αφέθηκε στις καταχρήσεις που σύντομα τον έφθειραν και τελικά τον
σκότωσαν. Οι δίχως όρια ερωτικές απολαύσεις, -πιθανώς- η κατανάλωση αλκοόλ, και
η απουσία σωματικής και ψυχικής ηρεμίας, ξεπέρασαν σύντομα τα όρια αντοχής του
ωραίου εφήβου.
Ο Ιασής, που αντιλαμβάνεται ποια
εντύπωση προκαλεί η πορεία της ζωής του, απευθύνει την έκκλησή του για
κατανόηση κυρίως σ’ εκείνους που μπορούν να τον καταλάβουν καλύτερα∙ στους
Αλεξανδρινούς. Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρινός, δεν θα επικρίνεις, δηλώνει ο
ωραίος έφηβος, και βασίζει αυτή του την εκτίμηση στο γεγονός ότι οι
Αλεξανδρινοί γνωρίζουν καλά την εκπληκτική ορμή της ζωής στην ερωτική αυτή
πόλη. Γνωρίζουν τη θέρμη που έχει ο βίος ενός όμορφου νέου στην Αλεξάνδρεια,
όπως και την υπέρτατη ηδονή που κατακλύζει τις μέρες και τις νύχτες του.
Ο Καβάφης αναπλάθει μέσω της ιστορίας
του Ιασή εκείνη την ηδονική περίοδο της Αλεξάνδρειας, κατά την οποία η απόλαυση
του έρωτα αποτελούσε μέγιστο και πρωταρχικό μέλημα των ανθρώπων, χωρίς να
υπονομεύεται η ένταση του ερωτικού αυτού βίου από περιττές αναστολές και
ανούσιες μεταμέλειες, όπως αυτές που προέκυψαν μεταγενέστερα λόγω των
επικριτικών απόψεων για την έκφανση του έρωτα που υπονοεί ο ωραίος έφηβος.
Νάρκισσος: όμορφος νέος που περιφρονούσε τον
έρωτα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή παράδοση, ο Νάρκισσος ήταν γιος του ποτάμιου
θεού Κηφισού και της νύμφης Λειριώπης. Όταν οι γονείς του ρώτησαν για την τύχη
του τον μάντη Τειρεσία, αυτός τους απάντησε ότι το παιδί τους θα πέθαινε σε
μεγάλη ηλικία, «αν δεν παρατηρούσε τον εαυτό του». Πολλές νύμφες ερωτεύθηκαν
τον ωραίο νέο κι ανάμεσά τους η νύμφη Ηχώ, που ύστερα από την περιφρόνηση που
της έδειξε ο Νάρκισσος, αποσύρθηκε στο βάθος ερημικής σπηλιάς, όπου πέθανε από
θλίψη. Οι κοπέλες που είχαν περιφρονηθεί από τον Νάρκισσο, ζήτησαν εκδίκηση από
τη Νέμεσι. Η ικεσία τους εισακούστηκε και, όταν ο νέος είδε κάποτε το είδωλό
του στο νερό μιας πηγής, ερωτεύθηκε τον εαυτό του και από μαρασμό για το
ανικανοποίητο πάθος του πέθανε δίπλα στην πηγή. Στον τόπο του θανάτου του
βλάστησε το ομώνυμο άνθος.
Σύμφωνα με τη βοιωτική παραλλαγή του
μύθου, τον Νάρκισσο, κάτοικο των Θεσπιών, ερωτεύθηκε ο Αμεινίας. Ο Νάρκισσος
όχι μόνο περιφρόνησε τον έρωτα του νέου, αλλά του έστειλε ως δώρο ξίφος, με το
οποίο εκείνος απελπισμένος αυτοκτόνησε μπροστά στην πόρτα του, αφού πρώτα τον
καταράστηκε. Η Νέμεσις τιμώρησε τον Νάρκισσο προκαλώντας τον μοιραίο έρωτα για
το είδωλό του. Σύμφωνα με μία ελληνιστική παραλλαγή του μύθου, ο Νάρκισσος
πεπεισμένος για την ύβρη του αυτοκτόνησε. Από το αίμα του φύτρωσε το ομώνυμο
λουλούδι.
Την πηγή του Ναρκίσσου τοποθετεί ο
Παυσανίας στον Δονακώνα, θέση που αναγνωρίζεται στις υπώρειες του Ελικώνα,
νοτιοδυτικά των Θεσπιών. Το επίγραμμα του αναθήματος, που είχε αφιερώσει ο
αυτοκράτορας Αδριανός προς τιμήν του θεσπικού Έρωτα, ονομάζει τον Δονακώνα
«Ναρκίσσου κήπο ανθόεντα». Ο περιηγητής, που θεωρεί ανόητη την παράδοση του
νέου προς το είδωλό του, παραδίδει και μία άλλη εκδοχή, λιγότερο γνωστή: Ο
Νάρκισσος είχε μια δίδυμη αδελφή, τελείως όμοια στην εμφάνιση: είχαν ίδια
μαλλιά, φορούσαν ίδια ρούχα, πήγαιναν μαζί για κυνήγι. Ο Νάρκισσος την
υπεραγαπούσε και όταν αυτή πέθανε πρόωρα, έβρισκε παρηγοριά νομίζοντας ότι
έβλεπε τη μορφή της, κάθε φορά που έσκυβε πάνω από την πηγή και παρατηρούσε τον
εαυτό του.