Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Λάνη Τάφος»
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι,
Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και
μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο
κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις
την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που
ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες
αγαπήσει.
Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του
ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο
ζωγράφο,
και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος
πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κ’ ήθελε να σας
πείσει
που ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να
τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’
ακούονταν η εικών του).
Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά
του έτσι·
και σταθερά εναντιωθείς είπε να
παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν
άλλον,
αλλά τον Λάνη, υιό του Pαμετίχου,
Aλεξανδρέα.
Το μόνο από τα 154 ποιήματα του Καβάφη,
που είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους∙ αλλά ο
στίχος 16 καταργεί την παραδοσιακή τομή. Οι στίχοι 1 & 3 και 5 & 6
μερικώς επαναλαμβάνονται. [Γ. Π. Σαββίδης]
Το ποίημα «Λάνη Τάφος» εντάσσεται στα
επιτύμβια ποιήματα που συνέθεσε ο Καβάφης για φανταστικά πρόσωπα, και
εμπεριέχει τόσο το στοιχείο του θρήνου για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου,
όσο και στοιχεία επαινετικά για την ομορφιά και την προσωπικότητά του.
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι,
Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και
μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο
κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις
την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που
ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες
αγαπήσει.
Το ποιητικό υποκείμενο, που, αν και
γνωρίζει όλα τα σχετιζόμενα με τη ζωή του Λάνη, δεν αποτελεί πρόσωπο της
ιστορίας, απευθύνει τα λόγια του στον αγαπημένο του χαμένου νέου, τον Μάρκο,
και τον παροτρύνει να μην περνά τις ώρες του κλαίγοντας πάνω από τον τάφο του
Λάνη, μιας και ο νέος που αγάπησε δεν βρίσκεται εκεί. Ο τάφος που περιέχει μεν
το σώμα του αγαπημένου, δεν μπορεί να προσφέρει επί της ουσίας πραγματική
παρηγοριά στον Μάρκο, αφού δεν έχει κάτι που να θυμίζει και να τιμά την μορφή
του.
Ο Μάρκος συνηθίζει να επισκέπτεται τον
τάφο του Λάνη και να μένει εκεί «ώρες κι ώρες» κλαίγοντας, γεγονός που
φανερώνει πόσο έντονη και πόσο βαθιά ήταν η αγάπη του για εκείνον. Ωστόσο, το
ποιητικό υποκείμενο θεωρεί πως ο Μάρκος βρίσκεται πιο κοντά στον αγαπημένο του
τις στιγμές που κλείνεται στο σπίτι του και κοιτάζει την εικόνα -τον πίνακα- με
τη μορφή του Λάνη. Η εικόνα, βέβαια, δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματικό
υποκατάστατο του Λάνη, είναι εντούτοις η μόνη που «κάπως» διατήρησε ό,τι
αξιόλογο είχε ο νέος∙ είναι η μόνη που «κάπως» διατήρησε ότι είχε αγαπήσει σ’
αυτόν ο Μάρκος.
Στη ζωγραφισμένη εικόνα του Λάνη, ο
Μάρκος μπορεί να βλέπει και να αναθυμάται το όμορφο πρόσωπο του αγαπημένου του,
και να αισθάνεται έτσι πως έχει ακόμη κοντά του κάτι από εκείνον. Άλλωστε, η
ομορφιά του Λάνη αποτελούσε ένα από τα βασικότερα στοιχεία που είχαν κάνει τον
Μάρκο να τον ερωτευτεί και να τον αγαπήσει.
Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του
ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο
ζωγράφο,
και με τι καλλιτεχνικήν εκείνος
πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κ’ ήθελε να σας
πείσει
που ως Υάκινθον εξ άπαντος έπρεπε να
τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’
ακούονταν η εικών του).
Στη δεύτερη στροφή η αφηγηματική φωνή
υπενθυμίζει στον Μάρκο τα περιστατικά που σχετίζονται με τη δημιουργία της
εικόνας του Λάνη, προχωρώντας έτσι σε μια αναδρομή που αποσκοπεί στο να
αποκαλύψει κι ένα καίριο στοιχείο για την προσωπικότητα του πεθαμένου νέου.
Ο Μάρκος ήταν αυτός που είχε την ιδέα
να φέρει έναν ζωγράφο -ένα περίφημο ζωγράφο-, για να φτιάξει το πορτρέτο του
Λάνη και να απαθανατίσει την έξοχη ομορφιά του. Τον είχε φέρει από το μέγαρο
του ανθύπατου (του Ρωμαίου πληρεξούσιου τοποτηρητή).
Ο ζωγράφος, που καταγόταν από την
Κυρήνη, μόλις είδε τον Λάνη, προφανώς εντυπωσιάστηκε από το κάλλος του νέου,
και με καλλιτεχνική πανουργία προσπάθησε να τους πείσει να τον ζωγραφίσει ως
Υάκινθο∙ να του δώσει, δηλαδή, τη μορφή του περιβόητου εραστή του Απόλλωνα,
καθώς θεωρούσε πως με αυτό τον τρόπο ο πίνακας θα αποκτούσε μεγάλη φήμη. Για
τον Κυρηναίο ζωγράφο ήταν μια σπουδαία ευκαιρία, έχοντας ένα τόσο ωραίο πρόσωπο
απέναντί του να φτιάξει έναν πίνακα του Υάκινθου και να διεκδικήσει έτσι την
προσοχή του κοινού της εποχής του.
Η επιμονή του ζωγράφου να δώσει στον
Λάνη τη μορφή του Υάκινθου, έστω κι αν αποσκοπούσε στο να κερδίσει ο ίδιος
ακόμη μεγαλύτερη φήμη, φανερώνει, ωστόσο, το πόσο εκπληκτική ήταν η ομορφιά του
Λάνη και εξηγεί καλύτερα το γιατί ο Μάρκος βιώνει τόσο έντονα την απώλεια του
αγαπημένου του.
Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά
του έτσι∙
και σταθερά εναντιωθείς είπε να
παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν
άλλον,
αλλά τον Λάνη, υιό του Pαμετίχου,
Aλεξανδρέα.
Ο Λάνης, πάντως, δεν είχε καμία πρόθεση
να δανείσει την ομορφιά του και να εξυπηρετήσει τις ιδιοτελείς επιδιώξεις του
ζωγράφου. Εναντιώθηκε, έτσι, με επιμονή και απαίτησε να τον παρουσιάσει ο
ζωγράφος, όχι ως Υάκινθο ή ως κάποιον άλλο, αλλά ως τον Λάνη, τον γιο του
Ραμετίχου, τον Αλεξανδρινό.
Η επιμονή αυτή του Λάνη υποδηλώνει πως
ο νέος είχε αυτοπεποίθηση και ήταν περήφανος για τον εαυτό του, αφού είχε
συναίσθηση πως η ομορφιά του δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Δεν είχε, επομένως,
κανένα λόγο να θέλει να παραχωρήσει τη μορφή του έτσι ασκόπως και να του
αποδοθεί η ταυτότητα κάποιου άλλου. Αν επρόκειτο να τον ζωγραφίσουν, θα το
έκαναν κατά τρόπο που να είναι σαφές πως πρόκειται για την εικόνα του εαυτού
του∙ του Λάνη από την Αλεξάνδρεια.
Προσέχουμε πως ενώ το όνομα Λάνης είναι
ελληνικό, το όνομα Ραμέτιχος είναι Αιγυπτιακό και το όνομα Μάρκος είναι
ρωμαϊκό. Ο Καβάφης επιτυγχάνει με αυτό τον έμμεσο τρόπο να υποδηλώσει το κράμα
των φυλών στην Αλεξάνδρεια και να αναδείξει τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα.
Κυρήνη: εμπορικό και πνευματικό κέντρο του
ελληνισμού στη σημερινή Λιβύη. Ιδρύθηκε περίπου το 630 π.Χ. ως αποικία της
Θήρας∙ το 525 μ.Χ. υποτάχτηκε στους Πέρσες, κατόπι στον Μεγάλο Αλέξανδρο, και
τέλος (74 π.Χ.) έγινε ρωμαϊκή επαρχία.
Υάκινθος: προελληνικός θεός της γονιμότητας,
της βλάστησης και του κάτω κόσμου, που απορροφήθηκε από τον θεό Απόλλωνα, όταν
οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Τότε ο Υάκινθος έγινε ένας ήρωας που
αναγεννάται μετά τον θάνατό του, όπως ακριβώς και η φύση συνεχώς αναγεννάται.
Γονείς του θεωρήθηκαν ο Αμύκλας και η Διομήδη, ή ο Πίερος και η μούσα Κλειώ. Οι
μυθολογικές παραδόσεις που δημιουργήθηκαν στα ιστορικά χρόνια τον παρουσιάζουν
ως ωραίο νέο, που τον αγάπησαν ο Ζέφυρος και ο Απόλλωνας. Επειδή ο νέος είχε
περιφρονήσει τον Ζέφυρο, ο τελευταίος τον εκδικήθηκε προκαλώντας τον θάνατό
του: όταν κάποτε ο Απόλλωνας παράβγαινε με τον Υάκινθο στο αγώνισμα του δίσκου,
μια δυνατή πνοή του Ζεφύρου έκανε τον δίσκο ν’ αλλάξει πορεία και να χτυπήσει
τον Υάκινθο στο κεφάλι. Ο Απόλλων, απαρηγόρητος για τον θάνατο του νεαρού φίλου
του, τον έθαψε κάτω από τον βωμό του, στο τέμενος των Αμυκλών, στη θέση όπου
αργότερα ιδρύθηκε ο περίφημος «θρόνος» του Απόλλωνος. Από το αίμα του νέου
έφτιαξε ένα άνθος, τα φύλλα του οποίου σχημάτιζαν το γράμμα Υ ή, όπως έλεγαν οι
αρχαίοι το επιφώνημα ΑΙ, (δηλαδή αλίμονο). Αυτό το άνθος το ονόμασε υάκινθο.