Conni Togel
Κωνσταντίνος Καβάφης «Λόγος
και Σιγή»
Aζά καν ελκαλάμ μιν φάντα,
ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
Aραβική Παροιμία
«Είναι χρυσός η σιωπή και
άργυρος ο λόγος.»
Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην
βλασφημίαν;
τίς χαυνωθείς Aσιανός
παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός;
Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την
αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και
άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές
δώρημα, περιέχον
τα πάντα — ενθουσιασμόν,
λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας
ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν,
μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς,
πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν — χρυσήν
σιγήν — ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος
σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο
συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο
Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή,
αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα
επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — αφού
λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής
άυλος ομιλία.
Ο Καβάφης στο ιδιαίτερο αυτό
ποίημα, που εντάσσεται εντούτοις στα αποκηρυγμένα του, καταγράφει μιαν έξοχη υπεράσπιση
του Λόγου -με κυρίαρχη έννοια αυτή της ομιλίας- έναντι της σιωπής, η οποία
έχει επαινεθεί σε διάφορους πολιτισμούς και εποχές. Στον αντίποδα, έτσι, του
γνωστού ρητού «η σιωπή είναι χρυσός» (silentium est aurum, silence is golden), όπως αυτό αποδίδεται και
στην αραβική παροιμία που προτάσσει ο ποιητής, παρατίθεται εδώ μια σειρά
προτερημάτων του Λόγου∙ με τρόπο μάλιστα ασυνήθιστα έντονο για τα δεδομένα του
Καβάφη.
«Τίς βέβηλος προέφερε
τοιαύτην βλασφημίαν;
τίς χαυνωθείς Aσιανός
παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός;
Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την
αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και
άργυρον τον λόγον;»
Το ποίημα, που λειτουργεί ως
απάντηση και αντίδραση στην αραβική παροιμία που προηγείται, ξεκινά με τρεις
ρητορικές ερωτήσεις, το κατηγορηματικό ύφος των οποίων φανερώνει την αγανάκτηση του
Καβάφη απέναντι στην αδιανόητη υποτίμηση του λόγου. Ποιος βέβηλος, ποιος
ιερόσυλος είπε τέτοια βλασφημία, τέτοια ασέβεια, αναρωτιέται ο ποιητής,
υποδηλώνοντας από την αρχή κιόλας το βαθμό διαφωνίας του απέναντι στην
υποστηριζόμενη υπεροχή της σιωπής.
Το γιατί θεωρεί ο ποιητής
βλασφημία την άποψη που θέλει τον λόγο υποδεέστερο της σιωπής, αποσαφηνίζεται εν μέρει με
τα δύο ερωτήματα που ακολουθούν, όπου παρουσιάζονται κατά κάποιο τρόπο τα
χαρακτηριστικά εκείνου που θα έφτανε στο σημείο να αμφισβητήσει την αξία του
λόγου. Έτσι, σε πρώτο επίπεδο το περιεχόμενο της παροιμίας αποδίδεται στην
αδυναμία καθαρής σκέψης των Ασιανών («τις χαυνωθείς Ασιανός»), οι οποίοι
απέχοντας από τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά
δρώμενα των χωρών τους, έχουν αποχαυνωθεί πλήρως, κι έχουν παραιτηθεί στα
κελεύσματα μιας μοίρας τυφλής και βουβής∙ μιας μοίρας που καθορίζεται γι’ αυτούς
από άλλους ανθρώπους, χωρίς την παραμικρή δική τους συμμετοχή ή αντίδραση. Μόνο άνθρωποι πλήρως υποταγμένοι,
που δεν τους παρέχεται -και δεν διεκδικούν- καμία συμμετοχή στη λήψη και
διαμόρφωση των αποφάσεων που
αφορούν την πορεία της χώρας τους, μπορούν να καταλήξουν σε τέτοιο σημείο
μοιρολατρίας και αδράνειας, ώστε να θεωρούν πως το να σιωπούν είναι προτιμότερο
από το να εκφράζουν την άποψή τους.
Ο ποιητής, ωστόσο, εντείνει
ακόμη περισσότερο τη σχηματιζόμενη μομφή απέναντι σ’ εκείνους που χαρακτηρίζουν
υπέρτερη τη σιωπή, καθώς τη θεωρεί ίδιον όχι μόνο όσων δεν γνωρίζουν την αξία
της δημοκρατίας και της ενεργούς συμμετοχής στα πολιτικά και κοινωνικά
ζητήματα, αλλά κι όσων δεν έχουν κανένα σεβασμό απέναντι στην ανθρώπινη φύση.
Μέσα, λοιπόν, από το τρίτο ρητορικό ερώτημα προκύπτει πως μόνο κάποιος
ανισόρροπος και ξένος προς το καίρια ανθρώπινο στοιχείο, θα προτιμούσε να
σιωπά, τη στιγμή που καθετί καλό στον άνθρωπο μπορεί να βρει την έκφρασή του με
το λόγο. Η σιωπή δεν είναι
παρά μια υβριστική απόρριψη της αρετής, καθώς ό,τι συνιστά το μεγαλείο και
την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής παραμένει ανέκφραστο και άρα ανενεργό.
Επιλέγοντας κάποιος τη σιωπή είναι σαν να παραγνωρίζει τη σημασία της ψυχής,
σαν να την καθιστά χιμαιρικά απρόσιτη, εφόσον στερεί κάθε δυνατότητα φανέρωσης
των εσώτερων πτυχών της.
«Το μόνον μας θεοπρεπές
δώρημα, περιέχον
τα πάντα — ενθουσιασμόν,
λύπην, χαράν, αγάπην∙
εν τη ζωώδει φύσει μας
ανθρώπινον το μόνον!»
Ο λόγος είναι επί της ουσίας
το μόνο θεϊκό δώρο των ανθρώπων, καθώς τους επιτρέπει να εκφράζουν όλο το πλήθος των
συναισθημάτων τους, δίνοντας έτσι πνοή στην αγάπη και τη χαρά που αισθάνονται ή
εκτονώνοντας τη λύπη και τον ενθουσιασμό. Ο λόγος γίνεται φορέας όλου του
εύρους αισθημάτων, συλλογισμών ή προθέσεων των ανθρώπων, λειτουργώντας ως το
μόνο ανθρώπινο στοιχείο μιας κατά βάση ζωώδους φύσης. Χωρίς τη λυτρωτική
παρέμβαση του λόγου, που προσφέρει τη δυνατότητα έκφρασης, απόδοσης και
αποτίμησης κάθε πιθανού συναισθήματος ή σκέψης, οι άνθρωποι θα κινούνταν και θα
δρούσαν με μια μη λεκτική ορμή ή απάθεια, που θα παρέπεμπε περισσότερο στα ζώα
κι όχι σ’ ένα έλλογο ον.
Αξίζει να προσεχθεί η
επανάληψη της λέξης «μόνον», με την οποία ο ποιητής επιχειρεί να τονίσει τη μοναδικότητα και
άρα την εξαιρετικά υψηλή αξία του λόγου. Ο Καβάφης, τόσο ως θεράπων της
ποιητικής τέχνης, όσο και ως άνθρωπος, αδυνατεί να δεχτεί την υποτίμηση του
λόγου. Είναι, επομένως, εύλογη η αγανάκτησή του απέναντι σ’ εκείνους που
τείνουν να απορρίψουν το ανεκτίμητο δώρημα της λεκτικής έκφρασης.
«Συ όστις τον αποκαλείς
άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν,
μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς,
πρόοδος δεν σε θέλγει∙
με την αμάθειαν — χρυσήν
σιγήν — ευχαριστείσαι.»
Ο ποιητής μετά τις
εισαγωγικές ρητορικές ερωτήσεις που σκοπό είχαν να σκιαγραφήσουν το προφίλ του
ανθρώπου που θα έδινε το προβάδισμα στη σιωπή, περνά πλέον με τη χρήση του β΄
προσώπου σε μια κατά μέτωπο λεκτική επίθεση σ’ εκείνον -και σ’ όποιον- θεωρεί
πως ο λόγος υστερεί απέναντι στη σιωπή. Εκείνος, λοιπόν, που αποκαλεί αργυρό
το λόγο, προφανώς δεν πιστεύει στο μέλλον, αφού επιλέγει με τη σιωπή του να
συσκοτίζει και να καθιστά ασαφή τα όσα έρχονται∙ τα όσα σκοπεύει να κάμει. Ο
άνθρωπος αυτός δεν ζει στο χώρο της σοφίας, η οποία προκύπτει μόνο μέσω του
λόγου και του μοιράσματος των σκέψεων και των συλλογισμών, ούτε θέλγεται από
την πρόοδο, η οποία το δίχως άλλο είναι ανέφικτη σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι
επιλέγουν να σιωπούν και να αποκρύπτουν τις σκέψεις τους. Μοιάζει να
ευχαριστείται μόνο με την αμάθεια που είναι το ακριβές συνώνυμο της «χρυσής»
σιωπής.
«Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος
σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο
συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή∙ ο
Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή,
αθανασία.»
Με το ρήμα «νοσείς» που
αυτονομείται στο πλαίσιο του στίχου αποτελώντας από μόνο του μια κύρια πρόταση, ο Καβάφης καθιστά
εξαιρετικά σαφές πως, κατά τη γνώμη του, εκείνος που επιλέγει τη σιωπή είναι
άρρωστος. Μια ιδιαίτερα έντονη διαπίστωση, η οποία προβάλλεται ακόμη
περισσότερο μέσω της αντίθεσης που ακολουθεί. Η σιγή είναι μια βαριά ασθένεια,
ενώ ο Λόγος είναι υγεία, εφόσον με τη δική του συνδρομή προκύπτει η πολύτιμη
«θερμότητα» και «συμπάθεια» των ανθρώπινων σχέσεων, της επικοινωνίας και του
μοιράσματος.
Ο ποιητής προχωρά, μάλιστα,
σε μια ακόμη αντίθεση για να δείξει με έμφαση τη διαφορά ανάμεσα στη Σιγή και
το Λόγο∙ η σιωπή είναι σκιά και νύχτα, αφού αποκρύπτει καθετί σημαντικό και
πολύτιμο, ενώ ο λόγος είναι η
ημέρα, αφού φέρνει στο φως σκέψεις και συναισθήματα, διευκολύνοντας την επαφή
των ανθρώπων, αλλά και την κοινή πρόοδο. Έτσι, ο λόγος μοιάζει να
συγκεντρώνει όλα τα θετικά χαρακτηριστικά που συμβαδίζουν με την επιθυμία μιας
ολοκληρωμένης και άρτιας κοινωνικής συνύπαρξης. Είναι η αλήθεια, είναι η ζωή,
μα είναι και η αθανασία, καθώς μόνο μέσω αυτού μπορεί να βρει τη σύνδεσή της με
το μέλλον η ανθρώπινη διανόηση.
Η σιωπή, αποκρύπτοντας και
εμποδίζοντας την έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων, αποκτά κατά τον
ποιητή τα χαρακτηριστικά μιας ασθένειας που υπονομεύει δραστικά τη βίωση της
ζωής στην πληρότητά της. Ο
άνθρωπος που σιωπά είναι σαν να αρνείται τη συναισθηματική επαφή, τη συνύπαρξη
και την από κοινού πρόοδο∙ είναι σαν να στέκεται εμπόδιο στην ανάγκη της
ζωής για συνέχεια και ενδυνάμωση μέσω της σύμπραξης και της επικοινωνίας.
Ο ποιητής καθώς προχωρά προς
το κλείσιμο του ποιήματος γράφει με κεφαλαίο γράμμα τους δύο αντιτιθέμενους
όρους, τη Σιγή και το Λόγο, αποδίδοντας
με την υπονοούμενη προσωποποίηση το βάθος της διαφοροποίησής τους, καθώς
προβάλλουν πλέον δύο τελείως διαφορετικοί τρόποι ζωής και συμπεριφοράς. Η σιγή,
ως άρνηση της επικοινωνίας, ως άρνηση αποδοχής της δύναμης που ενέχει η
προσωπική άποψη, αλλά και ως άρνηση της ανθρώπινης πνευματικότητας, κι από την
άλλη ο πολυσήμαντος λόγος, που εμπεριέχει συνάμα την έννοια της ομιλίας μα και
την έννοια της λογικής αντίληψης και σκέψης∙ στοιχεία που τον καθιστούν το
κατεξοχήν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης.
«Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή
δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα
επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — αφού
λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής
άυλος ομιλία.»
Το συμπέρασμα, οπότε, στο
οποίο καταλήγει ο ποιητής -και το οποίο το επαναλαμβάνει τέσσερις φορές- είναι
πως οι άνθρωποι θα πρέπει να μιλούν. Η
σιγή δεν αρμόζει στην ανθρώπινη φύση, η οποία έχει πλαστεί καθ’ ομοίωση προς
τον Λόγο, καθ’ ομοίωση προς τη σοφία του Θεού. Με την αναφορά αυτή που
προσδίδει στη λέξη «Λόγος» τη χριστιανική της έκφανση, ο Καβάφης φέρνει σε σαφή
αντίθεση τη μοιρολατρική αφοσίωση των Ασιανών στη σιγή, με την πίστη των
χριστιανών στην ελεύθερη βούληση και άρα στο δικαίωμα διαμόρφωσης και έκφρασης
μιας προσωπικής άποψης. Ο ποιητής θεωρεί πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να σιωπά από
τη στιγμή που μέσα του αντηχεί η αρμονία της θεϊκής σκέψης κι η αγαθοσύνη της
θεϊκής πρόθεσης.
Ο Καβάφης επιλέγοντας την
αραβική αυτή παροιμία και προσπερνώντας συναφείς διαπιστώσεις έτερων
πολιτισμών, όπως είναι για παράδειγμα το ρητό του Μενάνδρου «οὐδέν σιωπῆς ἔστι χρησιμώτερον», μοιάζει να λαμβάνει θέση απέναντι
στην Ανατολή και στους τρόπους των κατοίκων της. Μοιάζει να εκλαμβάνει την
προτίμηση αυτή στη σιωπή ως γέννημα της υποτακτικής στάσης των Ασιανών τόσο σε
πολιτικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο∙ προσέγγιση που διαγράφει μιαν έντονη
αντίθεση με την κοινωνική και πολιτική αντίληψη των δυτικών. Ωστόσο, αν
θεωρήσουμε πως ο ποιητής συντάσσεται πλήρως με τη δυτική νοοτροπία,
διακινδυνεύουμε να προσφέρουμε συγχωροχάρτι σε μεγάλο τμήμα του δυτικού κόσμου
που τηρεί μεν τα προσχήματα και δεν στρέφεται ανοιχτά κατά του λόγου και κατ’
επέκταση των κοινωνικών και θεωρητικών σπουδών, είναι όμως έτοιμος, όταν οι
καταστάσεις σοβαρεύουν, να θέσει σε εφαρμογή τη βαθιά ριζωμένη άποψη, η οποία
-με απλά λόγια- υποστηρίζει ότι οι θετικές επιστήμες με τη «λακωνικότητα» και
τις πολλές πράξεις είναι η κορωνίδα του πολιτισμού, που μόνο ως τεχνικός
νοείται για αυτούς.
Διότι η πλειονότητα του
δυτικού κόσμου επιθυμεί, βέβαια, να εμφανίζεται ως υπέρμαχος του λόγου, του
διαλόγου και της λογικής, διατηρεί ωστόσο μια σαφή
προτίμηση προς την άτεγκτη αποτελεσματικότητα της έμπρακτης δράσης. Ο δυτικός
«πολιτισμός», άλλωστε, είναι εκείνος που προσέφερε στον κόσμο τη σαρωτική
επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, την αποθέωση της Σπαρτιατικής νοοτροπίας,
την τυφλή πειθαρχία και την -με κάθε κόστος- τελειοποίηση των στρατιωτικών εξοπλισμών.
Είναι, άρα, εύλογο πως η αντίθεση του Καβάφη προς τους τρόπους της Ανατολής,
δεν υποδηλώνει αναγκαία τη σύμπλευση με τη δυτική υποκρισία∙ είναι περισσότερο
και σαφέστερα μια έκφραση προτίμησης προς την Ελληνική σκέψη, που έθεσε το λόγο
στο υψηλότερο βάθρο.
Έτσι, επικρίνοντας ο Καβάφης
τους αποχαυνωμένους Ασιανούς, δεν έχει κατά νου τους «φονικά δραστήριους»
δυτικούς, αλλά τους Έλληνες, οι οποίοι υπηρέτησαν και προώθησαν τη μελέτη του Λόγου τόσο με
την έννοια της λεκτικής επικοινωνίας όσο και με την ευρύτερη έννοια της
Λογικής. Ιδανικό ζητούμενο για τον ποιητή είναι η στάση των Ελλήνων, που
κατανόησαν εγκαίρως τη δύναμη του λόγου και τον εξύψωσαν σε επίπεδο τέχνης. Ο Λόγος αυτός των Ελλήνων που
μπορεί να γίνει συνάμα γητειά μα και όπλο, είναι εν τέλει ό,τι γεννά
θαυμασμό στον ποιητή κι ό,τι θέτει σε δράση και τη δική του ψυχή.
Η πρωτόγνωρη, επομένως,
αντίδραση του Καβάφη, μπορεί να γίνει πληρέστερα κατανοητή, αν εκληφθεί ως
προάσπιση του ελληνικού λόγου∙ του
λόγου εκείνου που πέρασε κατά πολύ τα απλά όρια της επικοινωνίας κι έγινε τέχνη,
ποίηση και αξεπέραστης ομορφιάς λεκτική αρμονία.
Η άρνηση, άρα, του λόγου
γίνεται αίφνης άρνηση των ελληνικών τρόπων, όπως τόσο άρτια αποδόθηκαν ήδη από τον Όμηρο,
όπου μέσα από κείμενα άριστης τέχνης παρουσιάστηκε το πρότυπο των ηρώων εκείνων
που συνδύαζαν την ανδρεία στη μάχη με την ευγλωττία (μύθων τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ). Δεν χρειάζεται, όμως, να πάμε τόσο μακριά, αφού ακόμη και στις μέρες μας είναι ζωντανές οι εικόνες των γερόντων που με ειρωνική θυμηδία έδειχναν προς το νεκροταφείο, σ’
όποιον τους συνιστούσε να σωπάσουν, και σχολίαζαν πως θα πάψουν να μιλούν μια
και καλή μόλις πεθάνουν. Σκέψη που προβάλλει με τον πλέον παραστατικό τρόπο πως για τους Έλληνες η σιωπή είναι
συνδεδεμένη με το θάνατο κι όχι με τη ζωή.
Ο Καβάφης έχει εκφράσει τις
απόψεις του για την αξία του λόγου και σ’ ένα σημείωμά του (9-11-1902):
«Συχνά παρατηρώ τι λίγη
σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος
(με «απλούς» δεν εννοώ «βλαξ»: αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα,
κατακρίνει ένα θεσμόν [...]· ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως
προς αυτή· ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν οφελεί να ομιλήση [...] Είναι
ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατικήν ποινήν. Μόλις
τύχει ευκαιρία, το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι, επειδή θα το πω εγώ, θα την
καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι, λέγωντάς το
συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνή κανένας
μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβη ίσως κανείς, και
μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί, από
τους μη συμφωνούντας τώρα να τον θυμηθή κανένας ―εις ευνοϊκήν περίστασιν εις το
μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η
εναντία του πεποίθησις.― Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις
μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να
πράξω. Γι’ αυτό λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα
πράξη άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια ―εμού του δειλού― θα τον ευκολύνουν την
ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος.»