C. L. Doughty
Κωνσταντίνος Καβάφης «Μάρτιαι Ειδοί»
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και
προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά
προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου,
Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν
λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον
δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως
τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’
ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’
αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους
διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους
παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει
ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα
γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.
Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο Ιούλιος
Καίσαρας δολοφονείται από μια μεγάλη ομάδα συνωμοτών. Τη χρονιά εκείνη και μετά
από μια σειρά στρατιωτικών και πολιτικών επιτυχιών ο Καίσαρας είχε ανακηρυχτεί
ισόβιος δικτάτορας της ρωμαϊκής δημοκρατίας, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονη
δυσαρέσκεια σε αρκετούς συγκλητικούς, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν απελευθερωτές
κι οι οποίοι σχεδίασαν τη δολοφονία του.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον
Σουητώνιο καθώς πλησίαζε η μέρα της δολοφονίας υπήρξαν αρκετοί οιωνοί που
προμήνυαν το τραγικό γεγονός, ωστόσο ο Καίσαρας δεν έδωσε τη δέουσα σημασία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια ενός μάντη να προειδοποιήσει τον
Καίσαρα, λέγοντάς του να φοβάται τις Ειδούς του Μαρτίου (Ειδοί είναι κατά το
ημερολόγιο των Ρωμαίων το μέσο περίπου του μήνα, η 15η ημέρα για τους μήνες που
είχαν 31 ημέρες και η 13η για εκείνους που είχαν 30). Ο Καίσαρας αδιαφόρησε γι’
αυτή την προφητεία κι όταν εκείνη τη μέρα συνάντησε τυχαία τον μάντη του είπε
ειρωνικά πως έφτασαν οι Ειδοί του Μαρτίου, λαμβάνοντας ως απάντηση απ’ τον
μάντη πως έφτασαν αλλά δεν πέρασαν.
Μια ύστατη προσπάθεια έγινε από τον
Έλληνα σοφιστή Αρτεμίδωρο, ο οποίος έχοντας ενημερωθεί για τα σχέδια δολοφονίας
του Καίσαρα, έγραψε ένα σημείωμα και του το παρέδωσε λίγο προτού εκείνος φτάσει
στη Σύγκλητο, λέγοντάς του πως πρέπει να το διαβάσει αμέσως γιατί περιέχει
σημαντικά πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Ωστόσο ο Καίσαρας απασχολημένος με το
πλήθος ανθρώπων που του εξέφραζαν το θαυμασμό τους ή επιχειρούσαν να του
εκθέσουν δικά τους αιτήματα, δεν κατόρθωσε να διαβάσει το σημείωμα του
Αρτεμίδωρου. Μπήκε, μάλιστα, στη Σύγκλητο κρατώντας το σημαντικό αλλά αγνοημένο
αυτό σημείωμα.
Ο Καβάφης επιλέγει το συγκεκριμένο
συμβάν με τον Αρτεμίδωρο για να παρουσιάσει τη στάση του Ιούλιου Καίσαρα, ο
οποίος έχοντας παρασυρθεί από την υπεροψία της αποθέωσης που του προσέφερε ο
ρωμαϊκός λαός, δε δίνει σημασία σ’ εκείνους που επιχειρούν να τον προφυλάξουν.
Ο Καίσαρας μέσα στο γενικότερο ενθουσιασμό της καταξίωσής του, θεωρεί εαυτόν
υπεράνω κινδύνου και φόβου, γεγονός που δεν του επιτρέπει να λάβει επαρκώς
υπόψη του τις προειδοποιήσεις που του γίνονται. Η υπεροψία κι η μέθη της
απόλυτης εξουσίας υπονομεύουν τη δυνατότητα του Καίσαρα ν’ αντιληφθεί τον
κίνδυνο που τον απειλεί.
[Granger]
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και
προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά
προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.»
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί την
ιστορία του Ιούλιου Καίσαρα ως παράδειγμα για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει
η εμμονική προσήλωση στο κυνήγι της εξουσίας και της δόξας. Οι υπέρμετρες
φιλοδοξίες, άλλωστε, κι η αγάπη για τα μεγαλεία αποτελούν στοιχεία που
συναντώνται διαχρονικά στους ανθρώπους, γεγονός που προσδίδει καθολικότητα στον
προβληματισμό του ποιητή.
Οι άνθρωποι θα πρέπει να φοβούνται τα
μεγαλεία∙ υπόδειξη που απευθύνεται προς την ίδια την ψυχή από τον ποιητή, μιας
και η επιθυμία για προσωπική ανάδειξη είναι πολλές φορές μια εσώτατη ανάγκη του
ατόμου. Μια ανάγκη, ωστόσο, που ενέχει πολλούς κινδύνους, υπό την έννοια πως ο
άνθρωπος στην προσπάθειά του να επιτύχει την αναγνώριση και την καταξίωση που
τόσο επιθυμεί, φτάνει στο σημείο να θυσιάσει την ακεραιότητα και την ηθική αξία
της προσωπικότητάς του. Προκειμένου να αποκτήσει εξουσία και να υπερισχύσει των
άλλων ανθρώπων, καταφεύγει κάποτε σε πράξεις ακραίας βίας ή ανηθικότητας,
υπονομεύοντας έτσι δραστικά την ανθρωπιά και τον αυτοσεβασμό του.
Ενώ, ακόμη κι αν δε λάβουμε υπόψη το
προσωπικό αυτό κόστος, η διεκδίκηση των φιλοδοξιών φέρνει τον άνθρωπο
αντιμέτωπο μ’ έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο αντίπαλο∙ τον φέρνει αντιμέτωπο με τους
άλλους ανθρώπους.
Ο ποιητής γνωρίζει καλά πως όσο
περισσότερο επιτυγχάνει κάποιος την εκπλήρωση των φιλοδοξιών του, τόσο
περισσότερους εχθρούς αποκτά, τόσο πιο μισητός γίνεται. Γι’ αυτό και
συμβουλεύει την ψυχή, αν δεν μπορεί να υπερνικήσει την επιθυμία της να
εκπληρώσει τις φιλοδοξίες της, τουλάχιστον να τις διεκδικεί με δισταγμό και με
κάθε δυνατή προφύλαξη. Κάθε νέα επιτυχία του ατόμου, κάθε βήμα προς την
καταξίωση, υποδαυλίζει ολοένα και περισσότερο τον φθόνο των άλλων ανθρώπων και
ενισχύει το μίσος τους. Άλλωστε, η ανάδειξη του ατόμου δε γίνεται στο κενό∙ οι
επιτεύξεις του ενός προσκρούουν στις επιδιώξεις του άλλου, ακυρώνοντας τις
δικές του βλέψεις. Ό,τι κερδίζει κι ό,τι κατακτά ο ένας, είναι σίγουρα κάτι που
το επιδίωκε και το διεκδικούσε και κάποιος άλλος.
«Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου,
Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν
λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον
δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως
τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’
ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’
αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους
διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους
παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει
ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα
γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.»
Ο κίνδυνος μάλιστα γίνεται πιο έντονος,
όταν το άτομο έχει φτάσει πια στο αποκορύφωμα της δόξας του. Κι είναι τότε που
θα πρέπει να προφυλάσσει τον εαυτό του περισσότερο από τους πιθανούς αντιπάλους
του. Ενδεικτική ως προς αυτό η λανθασμένη στάση του Καίσαρα, ο οποίος έχοντας
γνωρίσει την αποθέωση από το ρωμαϊκό λαό αφήνεται στη μέθη της υπεροψίας και
δεν δίνει σημασία σ’ εκείνους που προσπαθούν να τον ειδοποιήσουν για τη φονική
εις βάρος του συνωμοσία.
Ο ποιητής συνιστά με τρόπο εμφατικό
στον κάθε φιλόδοξο άνθρωπο πως όταν θα έχει φτάσει πια στην ακμή του, να μην
περιφρονήσει τον φαινομενικά ασήμαντο συνάνθρωπό του που θα επιχειρήσει να τον
προστατέψει. Ο Καίσαρας έχασε τη ζωή του γιατί δεν έδωσε σημασία στα λόγια του
Αρτεμίδωρου και δεν αφιέρωσε λίγες στιγμές για να διαβάσει το σωτήριο σημείωμα
που του έδωσε εκείνος. Ο Καίσαρας θεώρησε αφελώς πως βρισκόταν πια πάνω από
τους άλλους ανθρώπους κι αυτό το πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή. Αντιστοίχως,
κάθε άνθρωπος που βλέπει τις επιδιώξεις του να εκπληρώνονται δε θα πρέπει να
χάνει το μέτρο και να περιφρονεί τους γύρω του, καθώς μέσα σ’ αυτούς βρίσκονται
τόσο οι φιλότιμοι υποστηρικτές του, όσο και οι εν δυνάμει καταστροφείς του.
Όσες επιτυχίες κι αν έχει κάποιος, όση
εξουσία κι αν συγκεντρώσει στα χέρια του, όσες τιμές κι αν του αποδοθούν, δεν
παύει να είναι ένας ακόμη άνθρωπος, ευάλωτος και αδύναμος όπως όλοι. Κι όπως
ακριβώς έλαβε τις τιμές από άλλους ανθρώπους, μπορεί εξίσου εύκολα να γνωρίσει
και το θάνατο ή την πλήρη καταστροφή από αυτούς.
Η συμβουλή, λοιπόν, του ποιητή σαφής
και πολύτιμη∙ όσο ψηλά κι αν έχει φτάσει κάποιος δε θα πρέπει ποτέ και για
κανένα λόγο να περιφρονήσει ή να υποτιμήσει τους συνανθρώπους του. Τίποτε και
καμία εξουσία δεν προφυλάσσει τον άνθρωπο από την εύθραυστη θνητότητά του, από
την εύκολα μεταβαλλόμενη εύνοια των άλλων ανθρώπων, αλλά κι από το μίσος των
αντιπάλων του.
[Andrew Drozdowicz]
Η ζωή του Γάιου Ιούλιου Καίσαρα
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας (C. Iulius Caesar) γεννήθηκε το έτος 100 π.Χ. και
αποτελεί το μοναδικό γέννημα-θρέμμα της πόλης Ρώμης μεταξύ των σημαντικών
συγγραφέων που έγραψαν σε λατινική γλώσσα. Η μητέρα του Καίσαρα, Αυρηλία, μαζί
με την Κορνηλία, τη μητέρα των Γράκχων, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα
γυναίκας η οποία επιτηρεί και κατευθύνει προσωπικά την ανατροφή του παιδιού της
σε όλες τις λεπτομέρειες, αντί να την αφήνει σε υπηρέτες, όπως συνηθιζόταν
τότε. Επομένως, τα Λατινικά της πρωτεύουσας είναι κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο για
τον Καίσαρα μητρική γλώσσα (και όχι μόνον sermo patrius), ένας πνευματικός θησαυρός, ο οποίος
πολλαπλασιάζεται μέσα από τις συζητήσεις με τον γεμάτο ευαισθησία θείο του, τον
Καίσαρα Στράβωνα, και με τα μαθήματα κοντά στον Αντώνιο Γνίφωνα. Η μητέρα του
επίσης φαίνεται πως ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο υποτασσόταν ο Καίσαρ.
Δίπλα της δεν μπορούσαν να σταθούν εύκολα νεότερες γυναίκες – λ.χ. η σύζυγός
του, Πομπηία∙ ωστόσο ανάμεσα στις πολυάριθμες κατακτήσεις του βρίσκονται
διακεκριμένες προσωπικότητες. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την Κλεοπάτρα ή τη
Σερβιλία, τη μητέρα του Μ. Βρούτου, ή επίσης την Μουκία Τέρτια, τη σύζυγο του
Πομπηίου, ο οποίος τη χωρίζει το έτος 62 π.Χ. εξαιτίας της σχέσης της με τον
Καίσαρα∙ πολλά χρόνια αργότερα αυτή η όχι ασήμαντη γυναίκα επιχειρεί να μεσολαβήσει
ανάμεσα στο γιο της, Σέξτο Πομπήιο, και τον Οκταβιανό.
Η μητέρα του Καίσαρα υποδαυλίζει τη
φιλοδοξία του. Ως ανιψιός του Μαρίου και γαμπρός του Κίννα, ο Καίσαρ έτρεφε
φιλικές διαθέσεις προς τα λαϊκά στρώματα, που τον αναδεικνύουν flamen Dialis (ιερέα του Διός) σε ηλικία μόλις
δεκαέξι ετών. Ο Σύλλας μάταια του ζητάει να χωρίσει από την κόρη του Κίννα, την
Κορνηλία. Μετά από αυτό ο Καίσαρ αρχικά μένει κρυμμένος∙ τελικά όμως
αμνηστεύεται από τον Σύλλα. Από το 81 μέχρι το 79 π.Χ. βρίσκεται ως αξιωματικός
στην Ασία και αναλαμβάνει μια διπλωματική αποστολή στο βασιλιά της Βιθυνίας
Νικομήδη∙ οι στενές του σχέσεις με τον τελευταίο δίνουν αφορμή για διαδόσεις.
Μετά το θάνατο του Σύλλα καταγγέλλει στη Ρώμη δύο ανθυπάτους για εκβιασμό. Οι
σπουδές της ρητορικής στη Ρόδο κοντά στον περίφημο Μόλωνα (που υπήρξε επίσης
δάσκαλος του Κικέρωνα), επιβραδύνονται λόγω της επιτυχημένης εκδικητικής
εκστρατείας εναντίον των πειρατών, από την αιχμαλωσία των οποίων ο Καίσαρ είχε
ξεφύγει προηγουμένως πληρώνοντας λύτρα. Με παρόμοια αυθαίρετο τρόπο ο
γεννημένος στρατηγός παίρνει την απόφαση να υπερασπιστεί κάποιες πόλεις στην
επαρχία της Ασίας εναντίον του Μιθριδάτη (74 π.Χ.).
Ο Καίσαρ γίνεται ποντίφηκας (73 π.Χ.)
και ταμίας (περίπου 69/68 π.Χ.)∙ ως κουρούλιος αγορανόμος (aedilis curulis) 65 π.Χ. διοργανώνει μεγαλοπρεπείς
αγώνες∙ τελικά αποκτά τα αξιώματα του Μεγίστου Ποντίφηκα (63 π.Χ.) και του
πραίτωρα (62 π.Χ.). Αυτά τα χρόνια γίνεται έκδηλη η ρήξη με την αριστοκρατία.
Από το 70 π.Χ. ο Καίσαρ μετέχει σε λαϊκές εκδηλώσεις κατά της Συγκλήτου και
μεριμνά για όσους είχαν περιληφθεί στους καταλόγους των προγραφών. Κατά τα έτη
65-63 π.Χ. βρίσκεται ίσως μαζί με τον Κράσσο στο παρασκήνιο των πολιτικών
ταραχών αυτών των χρόνων. Στις υπατικές εκλογές υποστηρίζει τους συνυποψηφίους
του Κικέρωνα, τον Κατιλίνα και τον Αντώνιο, επειδή τους θεωρούσε όργανα των
σχεδίων του. Μεταξύ 67 και 62 π.Χ. τάσσεται επανειλημμένα υπέρ του Πομπηίου.
Τελικά στις 5 Δεκεμβρίου του 63 π.Χ. προτείνει να μην εκτελεσθούν οι
πέντε φυλακισμένοι οπαδοί του Κατιλίνα, αλλά να καταδικαστούν σε ισόβια δεσμά∙
επικρατεί όμως η αντιπρόταση του Κάτωνα. Στην Hispania Ulterior (όπου είχε παραμείνει παλαιότερα ως
ταμίας) διαπρέπει (61/60 π.Χ.) ως propraetor (στρατιωτικός διοικητής) και, όπως
συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές, αποκτά πλούτη για να χρηματοδοτήσει την
καριέρα του. Σε λίγο συμμαχεί με τον Πομπήιο και τον συμφιλιώνει με τον Κράσσο
(60 π.Χ.)∙ αυτή η λεγόμενη Πρώτη Τριανδρία επιβάλλει ό,τι δεν θα μπορούσε να
καταφέρει κανένας μόνος του: δυο αγροτικούς νόμους, ένα νόμο για τις
καταχρήσεις, κυρίως όμως την επικύρωση των πεπραγμένων του Πομπήιου στην
Ανατολή και την ανάθεση της διοίκησης της Γαλατίας στον Καίσαρα, κάτι που του
επιτρέπει να θέσει τα θεμέλια της δικής του προώθησης στην κορυφή της εξουσίας.
Έτσι, σε αντίθεση προς την ως τότε ρωμαϊκή πολιτική της ειρηνικής διείσδυσης
στη Γαλατία, ο Καίσαρ αρχίζει με εντελώς δική του πρωτοβουλία και διεξάγει έναν
πόλεμο –δήθεν για την υπεράσπιση των φίλων του ρωμαϊκού λαού – τον οποίο στη
συνέχεια και διευρύνει. Πολλά από τα μέτρα που αναφέρθηκαν επικυρώνονται βίαια
και με νομικές παραβιάσεις, παρά την αντίσταση της πλειοψηφίας της Συγκλήτου –
ιδίως του Μ. Πορκίου Κάτωνα και του συνυπάτου του Καίσαρα (59 π.Χ.), Μ.
Καλπουρνίου Βιβούλου. Ακόμη και ως ύπατος ο Καίσαρ δε φροντίζει ούτε καν να
τηρήσει τις δημοκρατικές διαδικασίες. Τον Απρίλιο του 59 π.Χ. ο Πομπήιος
νυμφεύεται τη θυγατέρα του Καίσαρα, την Ιουλία. Η εξουσία (imperium) του Καίσαρα παρατείνεται με βάση τις
διαπραγματεύσεις στη Λούκα (56 π.Χ.)∙ έτσι ο Καίσαρ κατά τα έτη 58-51 π.Χ.
κατακτά ολόκληρη τη Γαλατία μέχρι το Ρήνο. Προτού ακόμη αναλάβει το αξίωμά του
στη Γαλατία, είχε ισχυροποιηθεί στη Σύγκλητο η αντιπολίτευση κατά του Καίσαρα.
Με τη φυγή του λοιπόν απέφυγε την κλήτευση ενώπιον δικαστηρίου, ενώ παράλληλα
είχε εξασφαλίσει την αρωγή των δημάρχων καθώς και του Κλωδίου. Μετά το θάνατο
του Κράσσου (53 π.Χ.) και την εκλογή του Πομπήιου ως consul sine collega (52 π.Χ.) αλλάζει ο συσχετισμός των
δυνάμεων. Από το έτος 51 π.Χ. προωθείται η ανάκληση του Καίσαρα. Χάρη στη
μεσολάβηση του Κουρίωνα (τα χρέη του οποίου ξεπλήρωσε με γενναιοδωρία ο Καίσαρ)
δεν πραγματοποιείται το 51 π.Χ. και το 50 π.Χ. η έκδοση απόφασης. Τελικά, τον
Ιανουάριο του 49 π.Χ., επιβάλλεται κατάσταση ανάγκης και ο Πομπήιος αναλαμβάνει
έκτακτες εξουσίες. Ο Καίσαρ μετά απ’ αυτό, αντί να διαλύσει τα στρατεύματά του,
όπως είχε εντολή, εισβάλλει στην Ιταλία (διάβαση του Ρουβικώνα). Αυτό σημαίνει
εμφύλιο πόλεμο. Ο Πομπήιος διαφεύγει στη βαλκανική χερσόνησο∙ ο Καίσαρ χτυπάει
αρχικά τους Πομπηιανούς στην Ισπανία. Τώρα ανακηρύσσεται αυτός δικτάτωρ και
εκλέγεται ύπατος για το 48 π.Χ. Μετά από έναν πόλεμο χαρακωμάτων στο Δυρράχιο,
ο Καίσαρ νικά στη Φάρσαλο (Αύγουστος του 48 π.Χ.) και καταδιώκει τον Πομπήιο
στην Αίγυπτο, όπου εκείνος δολοφονείται πριν από την άφιξη του αντιπάλου του.
Οι αποφάσεις για την απόδοση τιμών στον Καίσαρα μετά από αυτή του την επιτυχία
παραβιάζουν κατάφωρα το αρχαίο ρωμαϊκό πολίτευμα. Ο Καίσαρ επιλύει τη διαμάχη
για τον αιγυπτιακό θρόνο κατά τρόπο ευνοϊκό για την Κλεοπάτρα, αφού
πολιορκείται το χειμώνα του 48/47 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια από τους οπαδούς του
αδελφού της, Πτολεμαίου. Μία ανεπανόρθωτη πλέον συνέπεια αυτού του ασήμαντου
αδελφικού πολέμου υπήρξε ο εμπρησμός της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Μόλις την
άνοιξη ο Καίσαρ νικά οριστικά και εγκαθιστά στο θρόνο την Κλεοπάτρα, η οποία
μετά από λίγο του χαρίζει ένα γιο. Αστραπιαία χτυπά τον Φαρνάκη του Πόντου στα
Ζήλα της Μικράς Ασίας (veni, vidi, vici) και το φθινόπωρο του 47 π.Χ. επιστρέφει
στη Ρώμη. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου αποβιβάζεται στην Αφρική, όπου την
άνοιξη του 46 π.Χ. νικά στη Θάψο τους αριστοκρατικούς (optimates). Μετά από αυτό αυτοκτονεί στην Υτίκη
ο μακροχρόνιος αντίπαλός του, ο δημοκρατικός Κάτων. Τον επόμενο χειμώνα ο
Καίσαρ διεξάγει στην Ισπανία έναν πόλεμο εναντίον των γιων του Πομπηίου. Το
τέλος του εμφυλίου πολέμου αποτελεί η νίκη στη Μούνδα (45 π.Χ.). Από δω και στο
εξής ο Καίσαρ είναι απόλυτος κυρίαρχος.
[Andrew Drozdowicz]
Από το 45 π.Χ. φέρει τον τίτλο imperator∙ το 44 γίνεται ισόβιος δικτάτωρ∙
αποφασίζεται η αποθέωσή του. Δεν θα μπορέσει όμως πλέον να διεξαγάγει την
εκστρατεία κατά των Πάρθων που είχε σχεδιάσει και με την οποία ήθελε να ξεφύγει
από τις εσωπολιτικές δυσκολίες, γιατί, αφότου γίνεται φανερή η επιδίωξή του να
περιβληθεί βασιλικές εξουσίες, μια ομάδα ρωμαίων δημοκρατών, κάποιοι από τους
οποίους μάλιστα συνδέονταν πολύ προσωπικά μαζί του, νιώθει την ανάγκη να
δολοφονήσει τον τύραννο (15 Μαρτίου του 44 π.Χ.). Ο Καίσαρ μολονότι ήταν γραφτό
να επιμεληθεί την εσωτερική τάξη του κράτους για πολύ λίγα μόνο χρόνια,
καταπιάστηκε με σπουδαία σχέδια: την ημερολογιακή μεταρρύθμιση με την
προσαρμογή από το σεληνιακό στο ηλιακό έτος (Σωσιγένης), κάτι που άφησε εποχή,
τη χορήγηση του δικαιώματος του πολίτη σε όσους κατοικούσαν πέρα από τον Πάδο
καθώς και σε άλλες ομάδες πληθυσμών, κοινωνικά μέτρα όπως η ανακούφιση από τα
χρέη, η εγκατάσταση βετεράνων στην Ιταλία και προλετάριων στις επαρχίες. Στις
προθέσεις του ήταν ακόμη και μια κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου.
Μια αξιολόγηση του Καίσαρα ως συγγραφέα
αφορά μόνον έναν επιμέρους τομέα της προσφοράς του, τον οποίον ο ίδιος δεν
αντιμετώπιζε ως αυτοσκοπό. Ως άνθρωπος της πράξης, ο Καίσαρ γνωρίζει βέβαια και
τη δύναμη του λόγου∙ για ένα στρατηγό τα λόγια ισοδυναμούν με πράξεις και στα
πλαίσια της ηγετικής τέχνης του Καίσαρα εντάσσεται και η ικανότητά του να
βρίσκει την κατάλληλη λέξη στην κατάλληλη στιγμή.
[Τα βιογραφικά στοιχεία του Καίσαρα
έχουν αντληθεί από την Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας του Michael Von Albrecht]