Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Μέρες του 1903»
Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα
χαμένα ....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου
....
Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά
τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα·
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το
πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.
Από το 1917 έως το 1932 ο Καβάφης
δημοσίευσε πέντε ποιήματα με πρώτη λέξη τίτλου «Μέρες», ακολουθούμενη από
χρονολογία: (1896), (1901), (1903), (1908), (1909, ’10 και ’11). Οι χρονολογίες
αυτές έχουν ενδεχομένως κάποια βιογραφική σημασία, μολονότι, όπως δείχνει τούτο
το πρώτο παράδειγμα, μπορεί και να είναι εσκεμμένα παραπλανητικές. Σχετικό,
ίσως, είναι ένα ιδιωτικό σημείωμα του ποιητή, όπου ερωτά: «Γιατί να μεταφέρω το
ποίημα έξω απ’ την ατμόσφαιρα του 1904 στην ατμόσφαιρα του 1908;». [Γ. Π.
Σαββίδης]
Στο ποίημα «Μέρες του 1903» ο Καβάφης
σε α΄ πρόσωπο μας δίνει ένα είδος μονολόγου, στο πλαίσιο του οποίου εκφράζει το
πόσο έχει μετανιώσει για το γεγονός ότι κάποτε παράτησε την τυχαία γνωριμία
μιας βραδιάς, τα ίχνη της οποίας δεν κατόρθωσε μετά να εντοπίσει ξανά όσο κι αν
το θέλησε.
Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα
χαμένα ....
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου
....
Η εισαγωγική φράση του ποιήματος, με
τον ποιητή να δηλώνει πως «δεν τα βρήκε πια ξανά», αποδίδει το παράπονο και τη
θλίψη του για την απώλεια εκείνης της νεανικής ομορφιάς που του προσέφερε, έστω
και για ένα βράδυ, την επιθυμητή ερωτική απόλαυση.
Δεν τα βρήκα πια ξανά, τα ποιητικά
μάτια, που χάθηκαν τόσο γρήγορα, και το χλωμό εκείνο πρόσωπο, που εντελώς
τυχαία συνάντησα στο νύχτωμα του δρόμου, σχολιάζει ο ποιητής, τονίζοντας αφενός
την ιδιαίτερη ομορφιά του νέου -τα μάτια τα ποιητικά, εξέπεμπαν ίσως μια
γοητευτική θλίψη ή ένα απρόσμενο βάθος, ενδεικτικό μιας θελκτικής ευφυίας, και
το χλωμό του πρόσωπο, δημιουργούσε την αίσθηση πως πρόκειται για άτομο που
αποφεύγει τη μέρα και κινείται συνήθως τις ώρες της νύχτας και του σκοταδιού-,
κι αφετέρου το γεγονός πως η συνάντησή τους έγινε σε κάποιο απόμερος, σκοτεινό
μέρος, όπως κάθε ανάλογη ομόφυλη γνωριμία που αποβλέπει στην ερωτική απόλαυση
της μιας βραδιάς.
Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά
τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα∙
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το
πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.
Δεν τα βρήκε πια, έστω κι αν εκ των
υστέρων το θέλησε πολύ και τ’ αναζήτησε. Δεν τα βρήκε πια εκείνα τα ποιητικά
μάτια, που τ’ απέκτησε τελείως κατά τύχη και τα οποία ύστερα από τη βιαστική
ερωτική συνεύρεση τα παράτησε έτσι εύκολα και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν τα βρήκε ξανά τα ποιητικά αυτά
μάτια, έστω κι αν ύστερα τα ήθελε και πάλι με αγωνία, αφού την ώρα που ήταν
μαζί και θα μπορούσε να γνωρίσει κάπως καλύτερα τον ερωτικό αυτόν νέο, ο
ποιητής δεν είχε στη σκέψη του παρά μόνο την επιθυμία της ερωτικής εκτόνωσης.
Δεν θεώρησε πως αυτή η τυχαία γνωριμία θα είχε τέτοιον αντίκτυπο στην ψυχή του∙
νόμισε πως είναι μια ακόμη γνωριμία της μιας βραδιάς που θα ξέπεφτε αργότερα
στα σκοτάδια της λήθης, και αδιαφόρησε να μάθει έστω και τα πιο βασικά στοιχεία
για τον νέο αυτόν. Δεν είναι, άλλωστε, ασύνηθες στον κόσμο του ομόφυλου έρωτα
το να βρίσκονται ερωτικά δυο άνδρες, χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό ο ένας για
τον άλλον. Μια τυχαία συνάντηση και μια γοργή αναγνώριση της αμοιβαίας
επιθυμίας αρκούν για να οδηγήσουν στην ερωτική πράξη, που γνωρίζουν κι οι δυο
πως δεν θα επαναληφθεί.
Έτσι, τα ποιητικά μάτια, το χλωμό
πρόσωπο κι εκείνα τα χείλη που τόση ευχαρίστηση προσέφεραν στον ποιητή, χάθηκαν
για πάντα, όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο να συμβεί, αφού αυτή ήταν η αρχική
πρόθεση και των δύο.