Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Μέρες του 1908»
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς
δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε
μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι
πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε,
δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το
παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν
διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά
μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το
πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια
φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια
οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω
του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα
εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα
θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια,
και στην παραλία.
Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη που
έχουν αμιγώς ή μερικώς ερωτικό περιεχόμενο και αναφέρονται στην εποχή του είναι
συνήθως αφηγηματικά. Ο ποιητής αποδίδει περιστατικά του καθημερινού βίου ωραίων
νέων, επισημαίνοντας είτε το πώς απολαμβάνουν τον ομόφυλο ερωτισμό τους είτε
απλώς τονίζει την ξεχωριστή ομορφιά τους.
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς
δουλειά∙
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Η εισαγωγική στροφή του ποιήματος χωρίς
να μας δίνει κάποια άλλη πληροφορία για τον ήρωα -που θα παραμείνει τελικά
ανώνυμος-, ξεκινά από το γεγονός ότι έμεινε άνεργος εκείνη τη χρονιά κι ήταν
αναγκασμένος να ζει είτε βγάζοντας χρήματα από τα χαρτιά και το τάβλι είτε
ζητώντας δανεικά. Η δεινή του οικονομική κατάσταση έχει ιδιαίτερη σημασία διότι
θα επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο ζωής του, αφού η έλλειψη επαρκών οικονομικών
πόρων θα τον καθηλώσει σε επουσιώδεις δραστηριότητες.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε
μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι
πέντ’ ετών.
Ο ποιητής αποκαλύπτει προοδευτικά
περισσότερα στοιχεία για τον ήρωα του ποιήματος που μας επιτρέπουν να
κατανοήσουμε καλύτερα την προσωπικότητά του. Στα 25 του χρόνια, στην ακμή
δηλαδή της νεότητάς του, κι ενώ έχει αρκετές γνώσεις, η μόνη επαγγελματική
ευκαιρία που του προσφέρεται είναι το να εργαστεί ως υπάλληλος σ’ ένα
χαρτοπωλείο με μισθό μόλις τρεις λίρες το μήνα. Ο νεαρός όμως απορρίπτει χωρίς
δεύτερη σκέψη αυτή τη θέση, καθώς θεωρεί πως δεν είναι αντάξιά του. Ο μισθός
είναι μηδαμινός και η ίδια η απασχόληση δεν ανταποκρίνεται στις γνώσεις και τις
ικανότητές του. Επιλέγει, έτσι, να παραμείνει άνεργος ή καλύτερα άεργος, από το
να καταδεχτεί μια θέση που τη θεωρεί κατώτερη των προσόντων του και ελάχιστα
αποδοτική σε οικονομικό επίπεδο∙ στοιχείο, άλλωστε, που βαρύνει περισσότερο
στην απόφασή του.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε,
δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το
παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν
διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά
μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Η απόφασή του, βέβαια, να μην αποδεχτεί
τη δουλειά που του προσφέρουν, έχει το δικό της τίμημα, αφού ο νεαρός ήρωας
καταλήγει να βγάζει με δυσκολία δυο - τρία σελίνια την ημέρα. Όπως σχολιάζει ο
αφηγητής, «τι να βγάλει το παιδί» από τα χαρτιά και το τάβλι, αφού στα καφενεία
της σειράς του -της κοινωνικής του βαθμίδας-, τα λαϊκά, όσο κι αν έπαιζε
έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς συμπαίκτες που μπορούσε σίγουρα να τους
κερδίσει, δεν υπήρχε το περιθώριο για επικερδή στοιχήματα. Έτσι, τα κέρδη από
τη χαρτοπαιξία και το τάβλι είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένα, ενώ ακόμη χειρότερη
είναι η κατάσταση με τα δανεικά. Οι άνθρωποι της σειράς του, οι φίλοι του, δεν
είχαν τη δυνατότητα να του δανείσουν πολλά. Είναι, άρα, ελάχιστες οι φορές που
κατορθώνει να βρει κάποιον να του δανείσει ένα τάληρο, ενώ τις περισσότερες
φορές διασφαλίζει μόλις μισό, και κάποτε ξεπέφτει ακόμη και στο σελίνι.
[Σελίνι, τάληρο: νομίσματα των 5 και
των 20 γροσιών, δηλαδή 1/20 και 1/5 της λίρας.]
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το
πρωί.
Ο ποιητής, έχοντας παρουσιάσει με
ιδιαίτερη παραστατικότητα τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο νέος στην προσπάθειά
του να διασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για την επιβίωσή του, περνά σταδιακά σε
ό,τι τον ενδιαφέρει περισσότερο. Στην ερωτική, δηλαδή, πτυχή της ιστορίας.
Ο νεαρός ήρωας, όποτε είχε την
ευκαιρία, όποτε έβγαζε κάποια χρήματα και δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρείται με το
«φρικτό ξενύχτι» της χαρτοπαιξίας, φρόντιζε να απομακρύνεται από αυτόν τον
τρόπο ζωής και να απολαμβάνει για καμιά εβδομάδα, κάποτε και για πιο πολύ,
πρωινά μπάνια στη θάλασσα.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια
φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
Όσο κυκλοφορούσε στην πόλη τα ρούχα του
νέου ήταν σε άθλια κατάσταση, αφού φορούσε συνέχεια την ίδια φορεσιά∙ μια
φορεσιά χρώματος κανελί, που είχε πια ξεθωριάσει πολύ. Εικόνα που αδικούσε σε
μεγάλο βαθμό την ωραιότητα του νέου αυτού παιδιού.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια
οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Εντούτοις, τις μέρες εκείνου του
καλοκαιριού∙ τις μέρες του καλοκαιριού του 1908, η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά
έλειψε από τη θέα τους, κατά τρόπο εξόχως καλαισθητικό, αποκαλύπτοντας σε όλη
της την αρτιότητα την ομορφιά του νεαρού ήρωα.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω
του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα
εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος∙ άψογα ωραίος∙ ένα
θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του∙
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια,
και στην παραλία.
Η θέα εκείνων των ημερών προσέφερε στον
ποιητή την ευκαιρία να διαφυλάξει στους στίχους του την ιδανική εικόνα του
νέου, όταν έβγαζε κι έριχνε από πάνω του τα ανάξια εκείνα ρούχα και τα
μπαλωμένα εσώρουχα. Όταν πέταγε από πάνω του τα άθλια ρούχα του και έμενε
ολόγυμνος, άψογα ωραίος∙ ένα θαύμα, που αποτελούσε το πιο έξοχο δείγμα του
κάλλους και της ωραιότητας του γυμνού νεανικού ανδρικού σώματος.
Τα μαλλιά του αχτένιστα, ελαφρώς
ανασηκωμένα, και τα μέλη του σώματός του λίγο ηλιοκαμένα από τη συνήθεια του
νέου να κολυμπά γυμνός τα πρωινά και να εκτίθεται κατόπιν στο φως του ήλιου
στην παραλία.
Αξίζει να προσεχτεί ο έξοχος τρόπος με
τον οποίο ο ποιητής εκφράζει το θαυμασμό του για την ομορφιά του νέου∙ η
προσοχή με την οποία παρουσιάζει σταδιακά το ξεγύμνωμα του ωραίου σώματος -που
τόσο το αδικούσαν τα ανάξια ρούχα του-, μα και το σταδιακό κορύφωμα του επαίνου
για την αρτιότητα της μορφής του.