Kerri Ertman
Κωνσταντίνος Καβάφης «Μακρυά»
Θά ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν
απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου
χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν;
– η βραδιά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια∙ ήσαν,
θαρρώ, μαβιά...
Α ναί, μαβιά∙ ένα σαπφείρινο μαβί.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο υπέροχο αυτό
ποίημα καταγράφει με τρόπο ελλειπτικό μια από τις πρώτες ερωτικές του μνήμες. Η
αδυναμία ανάκλησης λεπτομερειών λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια του
ποιητή να αποκρύψει την ταυτότητα του ερωτικού προσώπου, προσφέροντας έτσι ένα
ποίημα που μεταδίδει κυρίως την υποβλητική ατμόσφαιρα του ερωτικού θαυμασμού
και της επιθυμίας.
1η στροφή:
Η επιθυμία του ποιητή να μιλήσει για
την ανάμνησή του αυτή προσκρούει στη λήθη που έχει επέλθει με την πάροδο των
χρόνων. Έτσι, από την ιδιαίτερη αυτή εμπειρία των πρώτων εφηβικών χρόνων δεν
έχουν διασωθεί παρά ελάχιστες ψηφίδες.
Η μακρινή απόσταση από τη βίωση της
εμπειρίας μέχρι τη στιγμή της ποιητικής της απόδοσης είναι ένα από τα βασικά
χαρακτηριστικά της καβαφικής μεθόδου, υπό την έννοια ότι ο ποιητής αφήνει
πάντοτε το πέρασμα του χρόνου να σμιλέψει τις μνήμες του, προτού επιχειρήσει τη
μετουσίωσή τους σε στίχους.
Η επιλογή, άλλωστε, του ποιητή να
αποφεύγει την ποιητική δημιουργία υπό την άμεση επίδραση της εντύπωσης, είναι
σύμφωνη και με το σχετικά αργοπορημένο ξεκίνημα της ποιητικής του παραγωγής.
Στα νεανικά του χρόνια δόθηκε στις απολαύσεις, πλουτίζοντας τις ερωτικές του
εμπειρίες και δημιουργώντας την κύρια πηγή της ποιητικής του έμπνευσης.
Πληροφορία που μας την παρέχει ο ίδιος ο Καβάφης μέσα από τους στίχους του
ποιήματος “Νόησις”: «Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο / μορφώνονταν βουλές
της ποιήσεώς μου / σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.»
2η στροφή:
Το δέρμα του αγαπημένου προσώπου ήταν
λευκό και απαλό σαν να ήταν φτιαγμένο από γιασεμί. Μια πρώτη εικόνα που
ανταποκρίνεται τόσο στην αίσθηση της όρασης όσο και της αφής. Εικόνα που
συνοδεύεται από τον χρονικό προσδιορισμό της εμπειρίας: «Εκείνη του Αυγούστου –
Αύγουστος ήταν; – η βραδιά...», ο οποίος όμως παραμένει έντεχνα ασαφής. Όλα
έγιναν ένα βράδυ καλοκαιριού, χωρίς ο ποιητής να είναι βέβαιος αν επρόκειτο για
αυγουστιάτικη βραδιά ή όχι.
Το λευκό και απαλό δέρμα, συνδυάζεται
με τη γλυκιά ζέστη του καλοκαιριού κι ο ποιητής προχωρά στο πιο καίριο σημείο
της ανάμνησής του, στα μάτια του αγαπημένου προσώπου. Προσπαθεί να θυμηθεί το
χρώμα τους, διστάζει για λίγο, κι ύστερα η ανάμνησή τους έρχεται ξεκάθαρη, τα
μάτια ήταν μαβιά, ένα σαπφείρινο μαβί. Βαθύ γαλάζιο χρώμα είχαν τα αγαπημένα
μάτια και σ’ αυτά επικεντρώνεται κυρίως η ουσία της εμπειρίας αυτής, καθώς εκεί
διακρίνει ο ποιητής όλη την ομορφιά και το ερωτικό κάλεσμα.
Μέσα σε λίγους στίχους ο ποιητής
καθοδηγεί με τρόπο αριστοτεχνικό την αναδημιουργία της ερωτικής αυτής στιγμής,
αρχίζοντας με το δέρμα του ερωτικού συντρόφου, διευρύνοντας αμέσως την εικόνα
για να αποκαλυφθεί η θελκτική καλοκαιρινή νύχτα, κι ύστερα καταλήγει στα μάτια,
στα βαθυγάλανα μάτια που έμειναν στη μνήμη του ακέραια, μ’ όλη τους την
ομορφιά.
Ιδιαίτερη μνεία, επίσης, θα πρέπει να γίνει στη χρήση των αποσιωπητικών
(τα περισσότερα που συναντάμε σε ποίημα του Καβάφη), τα οποία εκφράζουν τους
δισταγμούς, αλλά και τη συνεχή προσπάθεια του ποιητή να θυμηθεί την ξεχωριστή
εκείνη νύχτα.