Κωνσταντίνος Καβάφης «Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)»
Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.
Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε
«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»
[1920]
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλα∙
ἀλκήν δ’ ευὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
[Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα∙ για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά.]
Σιδώνα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου. Παλαιότατη φοινικική πόλη στην πεδιάδα που εκτείνεται ανάμεσα στο βουνό Λίβανος και τη Μεσόγειο, κτισμένη σε σχετικά μικρή απόσταση από την Τύρο και τη Βηρυτό.
Μελέαγρος: Ελληνοσύρος ερωτικός επιγραμματοποιός και ανθολόγος (άκμασε περ. 100 π.Χ.)
Κριναγόρας: ασήμαντος ελεγειακός και αυλικός ποιητής του 1ου π.Χ. αιώνα.
Ριανός: ποιητής και φιλόλογος (γεν. 275 π.Χ.), έγραψε έπη και ερωτικά επιγράμματα.
Δάτις και Αρταφέρνις: οι ηγέτες των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κατά την πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Ο Αισχύλος πολέμησε ηρωικά, τραυματίστηκε βαριά, και κινδύνεψε να πεθάνει. Ο Αισχύλος (525-456 π.Χ.) πέθανε στην πόλη Γέλα της Σικελίας.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.) παρουσιάζει την αντίθεση των ιδανικών που παρουσιάζονται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εποχές και πώς αυτό που θεωρούνταν απολύτως σημαντικό σε κάποια εποχή χάνει την αξία του και κρίνεται δευτερεύον σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο.
Το ποίημα παρουσιάζει μια παρέα νέων στη Σιδώνα, πόλη της Φοινίκης, στα 400 μ.Χ., οι οποίοι για να διασκεδάσουν καλούν έναν ηθοποιό να τους απαγγείλει επιγράμματα. Οι νέοι βρίσκονται σ’ έναν πολύ όμορφο χώρο και προφανώς αρέσκονται στην πολυτελή ζωή και στις διασκεδάσεις. Οι νέοι αυτοί ζουν σε μια χώρα που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εδώ και αιώνες, ενώ πιο πριν ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχουν κάποια αίσθηση εθνικής ταυτότητας, ούτε κάποια διάθεση να εναντιωθούν στην κατάσταση που επικρατεί. Η βασική τους μέριμνα είναι η απόλαυση της ζωής και η πνευματική τους καλλιέργεια.
Η ανάγνωση από τον ηθοποιό του επιτάφιου επιγράμματος που αποδίδεται στον ίδιο τον Αισχύλο, προκαλεί την αγανάκτηση ενός από τους νέους, καθώς ο μεγάλος δραματικός ποιητής θέλοντας να προβάλει τα σημαντικότερα στοιχεία της ταυτότητάς του αναφέρεται στο γεγονός ότι συμμετείχε στη Μάχη του Μαραθώνα και δεν κάνει καμία μνεία στο σημαντικότατο ποιητικό του έργο.
Ο νεαρός αγανακτεί με το επίγραμμα αυτό και με ιδιαίτερη ένταση δηλώνει ότι ένας τόσος σπουδαίος ποιητής, όπως είναι ο Αισχύλος, θα έπρεπε να είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο ποιητικό του έργο, μιας και η τέχνη του είναι ό,τι σημαντικότερο έχει στη ζωή του. Κάθε στιγμή, και ιδιαίτερα όταν το τέλος του πλησίαζε, θα έπρεπε να έχει στη σκέψη του το ποιητικό του έργο και όχι να αναφέρει για τον εαυτό του μόνο τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα. Στο επίγραμμά του έπρεπε να τιμήσει το έργο του και να αναφερθεί σε αυτό, καθώς η πλέον πολύτιμη συνεισφορά του Αισχύλου –σύμφωνα με την άποψη του νέου- ήταν η ποιητική του δημιουργία και όχι η τέλεση του στρατιωτικού του καθήκοντος.
Το ποίημα αυτό μοιάζει σαφές ως προς τη νοηματική του διάσταση, με την αντίθεση ανάμεσα στο τι θεωρούσε σημαντικότερο ο Αισχύλος και τι ο Σιδώνιος νέος, να προβάλλεται με παραστατικό τρόπο από τον ποιητή. Η δυσκολία του ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποια ήταν η θέση του Καβάφη επί του θέματος, καθώς δεν είναι εύκολο να διαπιστώσουμε αν συμφωνεί με τις απόψεις του νέου ή όχι. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο Καβάφης θεωρούσε την Τέχνη της Ποιήσεως ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του και πως για εκείνον η ποίηση είχε πάντοτε τη μεγαλύτερη αξία, αλλά δεν μπορούμε να καταλήξουμε αν σ’ αυτό το ποίημα χρησιμοποιεί τα λόγια του νέου για να κρίνει τη στάση του Αισχύλου ή απλώς επιχειρεί να τονίσει πόσο αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα ιδανικά των ανθρώπων με την πάροδο των χρόνων.
Στους 13 πρώτους στίχους ο Καβάφης μας παρουσιάζει τους νέους και στήνει το σκηνικό του ποιήματος και στους 13 επόμενους μας παρουσιάζει σε ευθύ λόγο τις απόψεις του νεαρού. Το ποίημα ακολουθεί μια παρόμοια εξισορρόπηση σε κάθε τι που θα μπορούσε να μας αποκαλύψει την προσωπική θέση του ποιητή, κι αυτό είναι ένα σαφές μήνυμα του ποιητή ότι δεν είχε καμία πρόθεση να πάρει το μέρος του νέου ή το μέρος του Αισχύλου. Ο Καβάφης διαμορφώνει αριστοτεχνικά το δίλημμα και το προσφέρει στους αναγνώστες για να αποφασίσουν εκείνοι αν ο αγανακτισμένος νεαρός έχει δίκιο ή αν ο Αισχύλος έπραξε καλά με το να αγνοήσει πλήρως την ποιητική του δημιουργία στο επιτάφιο επίγραμμά του.
Τι τονίζει ιδιαίτερα στο επίγραμμα ο Αισχύλος;
Ο Αισχύλος στο επίγραμμά του τονίζει κυρίως την ανδρεία που επέδειξε στη μάχη του Μαραθώνα, γεγονός που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως τη σημαντικότερη προσφορά του, καθώς είχε την ευκαιρία να πολεμήσει με γενναιότητα σε μια μάχη που έκρινε το μέλλον της πατρίδας του. Η ανδρεία του Αισχύλου, όπως και η ανδρεία όσων συμμετείχαν στη μάχη αυτή, αποτέλεσε τελικά τον παράγοντα εκείνο που προσέφερε τη νίκη στους Έλληνες. Η μάχη αυτή, στην οποία έχασε τη ζωή του ο αδερφός του Αισχύλου και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά, αποτέλεσε έναν πραγματικό άθλο των Ελλήνων.
Ο Αισχύλος, επομένως, στο επιτάφιο επίγραμμά του, θέλει να τονίσει για τον εαυτό του ότι υπήρξε ανδρείος. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν και εκτιμούσαν το ποιητικό του έργο, ο ίδιος θεωρούσε ότι το στοιχείο εκείνο που θα έπρεπε να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων ήταν η γενναιότητά του.
Γιατί ενοχλήθηκε ο Σιδώνιος νέος από το επίγραμμα του Αισχύλου; Τι ήταν αυτό που τον ενόχλησε περισσότερο;
Ο νεαρός ακούγοντας το επίγραμμα του Αισχύλου ενοχλείται από το γεγονός ότι ο δραματικός ποιητής παρουσιάζει με έμφαση την ανδρεία του και δεν αναφέρεται καθόλου στο ποιητικό του έργο. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν αναφέρεται καθόλου στα αριστουργήματα της δραματικής του τέχνης τον ενοχλεί περισσότερο:
«καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»
Ο ποιητής γράφει τη λέξη μόνο αραιώνοντας τα γράμματα για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε αυτήν, καθώς εκείνο που τελικά εκνευρίζει περισσότερο το νεαρό είναι το ότι ο Αισχύλος αναφέρεται μόνο στη συμμετοχή του στη μάχη. Θα μπορούσε δηλαδή να δεχτεί και την αναφορά στη μάχη, αρκεί ο ποιητής να αναφερόταν και στο έργο του, αλλά ο Αισχύλος κρίνει ότι το μοναδικό στοιχείο που άξιζε να αναφέρει ήταν ότι πολέμησε με γενναιότητα στο Μαραθώνα, κι αυτό προκαλεί την αγανάκτηση του νεαρού.
Ποια στάση ζωής εκφράζει ο Αισχύλος με το επίγραμμά του και ποια ο Σιδώνιος νέος με τα λόγια του; Η απάντησή σας να στηριχτεί εκτός των άλλων και α) στην εποχή που ζει ο καθένας β) στον τρόπο που ζουν.
Ο Αισχύλος έζησε σε μια εποχή (525-456 π.Χ.) όπου η αγάπη για την πατρίδα και η ανδρεία των πολιτών θεωρούνταν οι σπουδαιότερες αρετές. Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν σε πλήρη ακμή και αποτελούσε τη σημαντικότερη πόλη-κράτος της Ελλάδας, γι’ αυτό και οι πολίτες της θεωρούσαν μεγάλη τιμή να αγωνίζεται κανείς για τη διατήρηση αυτής της σπουδαίας πόλης. Ο Αισχύλος έζησε, βέβαια, την εποχή που δημιουργήθηκαν τα σημαντικότερα έργα τέχνης και μάλιστα υπήρξε και ο ίδιος ένας από τους πλέον αριστουργηματικούς δημιουργούς, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι η Τέχνη είχε το προβάδισμα στις προτεραιότητες των αρχαίων Ελλήνων. Εκείνο που ήταν σταθερά το σημαντικότερο για τους Έλληνες ήταν η διαφύλαξη της ελευθερίας της πατρίδας τους, μιας και η πατρίδα τους ήταν αυτή που τους προσέφερε τη δυνατότητα να ασχολούνται με την τέχνη και το πνεύμα. Αν άφηναν την πατρίδα τους να πέσει στα χέρια των εχθρών τους, πώς θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την τέχνη και πώς θα δημιουργούσαν όλα αυτά τα αριστουργήματα αν είχαν σκλαβωθεί από τους Πέρσες.
Από την άλλη, ο νεαρός ζει σε μια πόλη που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δεν έχει την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Δεν αισθάνεται ότι ανήκει σε κάποιο ιδιαίτερο έθνος, ούτε αισθάνεται ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι στην αχανή και απρόσωπη αυτοκρατορία. Το μόνο που απασχολεί τον ευκατάστατο αυτό νεαρό είναι η ενασχόληση με την τέχνη και η διασκέδαση. Είναι επομένως λογικό ο νεαρός να μην μπορεί να αντιληφθεί τις ιδιαίτερες αξίες του Αισχύλου και την τόσο μεγάλη αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής για την πατρίδα του.
Όπως και σε άλλα ποιήματα του Καβάφη έτσι κι εδώ είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη θέση του ποιητή. Άλλοι μελετητές υποστήριξαν πως ο Καβάφης ειρωνεύεται το Σιδώνιο νέο, άλλοι πως συμφωνεί κατά βάθος μαζί του και άλλοι πως παραδέχεται τα λόγια του νέου χωρίς όμως και να ταυτίζεται μαζί του. Μπορείτε να βρείτε στο ποίημα στοιχεία που ενισχύουν τη μια ή την άλλη άποψη;
Ο Καβάφης έχει φροντίσει να δομήσει τόσο ισόρροπα το ποίημα αυτό ώστε είναι πραγματικά αδύνατο να καταλήξουμε με βεβαιότητα σε μια συγκεκριμένη θέση. Για παράδειγμα, μπορούμε να διακρίνουμε αρκετά σημεία όπου ο ποιητής ειρωνεύεται τον νεαρό: η αναφορά στον πολυτελή τρόπο ζωής του αλλά και το σχόλιο ότι οι νέοι ήταν αρωματισμένοι, γεγονός που τονίζει την αγάπη των νέων για την αισθητική απόλαυση και εμμέσως παρουσιάζει τη μαλθακότητα που διακρίνει τη ζωή τους. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο ο νέος πετάγεται όρθιος όταν ακούει το επίγραμμα του Αισχύλου και οι έντονες εκφράσεις (δώσε –κηρύττω-, έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ) με τις οποίες ο νέος απευθύνει τις απόψεις του στον Αισχύλο, δείχνουν την ισχυρογνωμοσύνη του και την ασέβεια του νέου απέναντι σ’ έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές της αρχαιότητας. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο ο νέος αναφέρεται στη συμμετοχή του Αισχύλου στη μάχη: «μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό...», σαν να ήταν ασήμαντο το γεγονός ότι ο Αισχύλος πολέμησε σε μια τόσο κρίσιμη μάχη. Ο Καβάφης επομένως φροντίζει να υπονομεύσει τις θέσεις του νεαρού, παρουσιάζοντάς τον με τρόπο που να τονίζει το γεγονός ότι ένας καλομαθημένος νεαρός, τολμά να μιλήσει με τόσο θράσος για έναν σπουδαίο ποιητή.
Από την άλλη όμως, γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης θεωρούσε την Ποίηση απολύτως σημαντική, κάτι που γίνεται εμφανές τόσο σε διάφορα ποιήματά του όπου τονίζει την αξία της ποίησης, όσο και από προσωπικές σημειώσεις του ποιητή όπου αναφέρει ότι η ποίηση γι’ αυτόν αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο της ζωής του. Επομένως, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ο Καβάφης δε συμφωνούσε ιδιαίτερα με τη διάθεση του Αισχύλου να αποκλείσει πλήρως το ποιητικό του έργο από το επιτάφιο επίγραμμά του, γι’ αυτό άλλωστε και συνθέτει αυτό το ποίημα. Βάζει το νεαρό να εκφράσει τις δικές του απόψεις και για να μην κατηγορηθεί ότι εξέφρασε τόσο αρνητικές θέσεις για τον Αισχύλο, φροντίζει να αποστασιοποιηθεί από τον νεαρό με το να τον παρουσιάσει με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο. Με τον τρόπο αυτό ο Καβάφης κατορθώνει να επικρίνει τον Αισχύλο, χωρίς να μπορεί κάποιος να του αποδώσει ευθύνες εφόσον τα λόγια αυτά υποτίθεται ότι τα λέει ένας αυθάδης νέος.
Πάντως, παρά το γεγονός ότι μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε στα λόγια του νέου τις απόψεις του Καβάφη, ενδέχεται η πρόθεση του ποιητή να μην ήταν η επίκριση του Αισχύλου, ούτε η σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και την ανδρεία στη μάχη. Ίσως ο ποιητής να ήθελε μόνο να παρουσιάσει την αλλαγή που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου και πώς αλλάζουν οι αξίες των ανθρώπων από εποχή σε εποχή.
Ποιο είναι το κεντρικό πρόβλημα που θέτει το ποίημα; Αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση για την αντιπαράθεση των εποχών ή διατηρεί την επικαιρότητά του; (Να διαβάσετε και το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Νέοι της Σιδώνος 1970»).
Μανόλης Αναγνωστάκης: Νέοι της Σιδώνος, 1970
Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)
Ο προβληματισμός του Καβάφη που παρουσιάζεται στο ποίημά του είναι η αλλαγή που εμφανίζεται στις αξίες των ανθρώπων με την πάροδο των χρόνων και ο εκφυλισμός που εμφανίζεται κάποτε στα ιδανικά που προβάλλονται. Ενώ στην εποχή του Αισχύλου η διάθεση του ανθρώπου να θυσιαστεί για το καλό της πατρίδας του αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο, στην εποχή που ζουν οι νέοι της Σιδώνας, δεν υπάρχει η σκέψη της πατρίδας και φυσικά καμία εκτίμηση για τους αγώνες υπέρ αυτής, υπάρχει όμως η αγάπη για την τέχνη, την αισθητική απόλαυση και την πολυτέλεια. Οι άνθρωποι χάνουν την αίσθηση του χρέους υπέρ της πατρίδας τους -οι συγκεκριμένοι νέοι δεν έχουν καν κάποια συγκεκριμένη πατρίδα, εφόσον η χώρα τους είναι τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για αρκετούς αιώνες- και θεωρούν ότι οι αξίες της ζωής περιορίζονται στην τέχνη και τις απολαύσεις. Ο προβληματισμός του ποιήματος παραμένει διαχρονικός καθώς ακόμη και σήμερα βλέπουμε τους ανθρώπους να βιώνουν καταστάσεις που οι παλαιότεροι άνθρωποι δεν θα ανέχονταν ποτέ, ενώ πασχίζουν για πράγματα που οι παλαιότεροι δε θα θεωρούσαν σημαντικά.
Παρόμοιος είναι και ο προβληματισμός του Αναγνωστάκη, ο οποίος στα χρόνια του εμφυλίου είχε αγωνιστεί για τα ιδανικά του και τώρα στα χρόνια της δικτατορίας βλέπει τους νέους της εποχής να έχουν μια αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην απουσία της ελευθερίας τους, με συγκεντρώσεις που περιορίζονται σε ερωτοτροπίες και μουσικές, με τραγούδια που μιλούν για όσα συνέβησαν σε άλλες εποχές και για τον ηρωισμό που έδειχναν τότε οι άνθρωποι, για τον πόνο που υπάρχει γενικά στον κόσμο, αλλά χωρίς ουσιαστικά να μπαίνουν στη διαδικασία να αγωνιστούν για την επαναφορά της δημοκρατίας στον τόπο τους. Ο ποιητής απελπίζεται με την έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης των νέων και θεωρεί ανούσια τη διάθεσή τους απλώς να μιλούν και να προβληματίζονται για τα δεινά του κόσμου, τη στιγμή που η χώρα τους βρίσκεται υπό καθεστώς δικτατορίας. Τη στιγμή που ο Αναγνωστάκης λίγες δεκαετίες πριν είχε φυλακιστεί και είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τα ιδανικά του, του φαίνεται αδιανόητο το γεγονός ότι οι νέοι πλέον απλώς φιλοσοφούν για τα άσχημα του κόσμου, αλλά δεν αγωνίζονται πραγματικά για την ελευθερία τους.
Μερικά από τα κύρια γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη είναι: Η μετατόπιση του χρόνου στην αλεξανδρινή εποχή, η θεατρικότητα, ο διδακτικός τόνος, η χρήση των προσώπων ως συμβόλων, η στοχαστική διάθεση, ο λιτός και κάποτε πεζολογικός στίχος. Μπορείτε να επισημάνετε στο ποίημα αυτά τα γνωρίσματα;
Ο Καβάφης τοποθετεί τα περισσότερα ποιήματά του στο παρελθόν και κυρίως στην αλεξανδρινή εποχή, γεγονός όμως που δεν ισχύει σε αυτό το ποίημα που διαδραματίζεται το 400 μ.Χ., εποχή που ανήκει στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και στα πρώτα της βυζαντινής.
Η θεατρικότητα του ποιήματος είναι σαφής καθώς ο ποιητής μας παρουσιάζει το σκηνικό χώρο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, μια αίθουσα που ανοίγει σ’ έναν όμορφο κήπο, μας παρουσιάζει επίσης τα πρόσωπα που συμμετέχουν στα γεγονότα του ποιήματος, οι πέντε νέοι και ο ηθοποιός και φυσικά μας παρουσιάζει τις κινήσεις και τα λόγια των προσώπων αυτών, με ιδιαίτερη έμφαση στην ένταση των κινήσεων και των λόγων του νεαρού που επικρίνει τον Αισχύλο.
Ο διδακτικός τόνος του ποιήματος εντοπίζεται στα λόγια του νεαρού ο οποίος με πολλές προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές καθώς και με ιδιαίτερη επιμονή επιχειρεί να τονίσει τη μεγάλη αξία της ποιητικής τέχνης και την αφοσίωση που οφείλει να δείχνει ο ποιητής στο έργο του.
Τα πρόσωπα λειτουργούν πράγματι ως σύμβολα, υπό την έννοια ότι ο νεαρός Σιδώνιος συμβολίζει μια εποχή που έχει χάσει την εθνική της ταυτότητα και όπου η πολυτέλεια και η μαλθακή ζωή έχουν πλέον κυριαρχήσει, ενώ ο Αισχύλος εκπροσωπεί μια εποχή γενναιότητας και ιδιαίτερης αγάπης για την πατρίδα, όπου οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να προστατέψουν ό,τι θεωρούσαν σημαντικότερο, δηλαδή την ελευθερία της πατρίδας τους.
Η στοχαστική διάθεση του ποιητή εντοπίζεται και πάλι στα λόγια του νεαρού καθώς σε αυτά προβάλλεται η μεγάλη αξία της ποίησης και η δύναμη που μπορεί να αντλήσει ο ποιητής από το έργο του, ακόμη και τη στιγμή που πλησιάζει το τέλος του.
Ο λιτός και πεζολογικός στίχος αποτελεί βασικό γνώρισμα της ποίησης του Καβάφη, ο οποίος αποφεύγει τη χρήση επιθέτων και σχημάτων λόγου, καθώς η πρόθεσή του είναι να διατυπώσει κάποιο ουσιώδες μήνυμα και όχι να δημιουργήσει λυρικό λόγο. Ο Καβάφης επομένως αποφεύγει τις ομοιοκαταληξίες και ελευθερώνει τους στίχους του ως προς των αριθμό των συλλαβών, μιας και δεν ήθελε ποτέ να θυσιάσει την ακρίβεια της διατύπωσης σε ένα εξωτερικό στοιχείο όπως είναι η επιλογή λέξεων που να ομοιοκαταληκτούν ή στο μέτρημα των συλλαβών για να είναι αρμονικοί οι στίχοι μεταξύ τους. Ο ποιητής αυτός ενδιαφέρεται κυρίως για το νόημα που θέλει να εκφράσει, γι’ αυτό και όταν διαβάζουμε τα ποιήματά του, πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι διαβάζουμε ένα πεζό κείμενο.
Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.
Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε
«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»
[1920]
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλα∙
ἀλκήν δ’ ευὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
[Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα∙ για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά.]
Σιδώνα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου. Παλαιότατη φοινικική πόλη στην πεδιάδα που εκτείνεται ανάμεσα στο βουνό Λίβανος και τη Μεσόγειο, κτισμένη σε σχετικά μικρή απόσταση από την Τύρο και τη Βηρυτό.
Μελέαγρος: Ελληνοσύρος ερωτικός επιγραμματοποιός και ανθολόγος (άκμασε περ. 100 π.Χ.)
Κριναγόρας: ασήμαντος ελεγειακός και αυλικός ποιητής του 1ου π.Χ. αιώνα.
Ριανός: ποιητής και φιλόλογος (γεν. 275 π.Χ.), έγραψε έπη και ερωτικά επιγράμματα.
Δάτις και Αρταφέρνις: οι ηγέτες των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κατά την πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Ο Αισχύλος πολέμησε ηρωικά, τραυματίστηκε βαριά, και κινδύνεψε να πεθάνει. Ο Αισχύλος (525-456 π.Χ.) πέθανε στην πόλη Γέλα της Σικελίας.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.) παρουσιάζει την αντίθεση των ιδανικών που παρουσιάζονται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εποχές και πώς αυτό που θεωρούνταν απολύτως σημαντικό σε κάποια εποχή χάνει την αξία του και κρίνεται δευτερεύον σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο.
Το ποίημα παρουσιάζει μια παρέα νέων στη Σιδώνα, πόλη της Φοινίκης, στα 400 μ.Χ., οι οποίοι για να διασκεδάσουν καλούν έναν ηθοποιό να τους απαγγείλει επιγράμματα. Οι νέοι βρίσκονται σ’ έναν πολύ όμορφο χώρο και προφανώς αρέσκονται στην πολυτελή ζωή και στις διασκεδάσεις. Οι νέοι αυτοί ζουν σε μια χώρα που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εδώ και αιώνες, ενώ πιο πριν ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχουν κάποια αίσθηση εθνικής ταυτότητας, ούτε κάποια διάθεση να εναντιωθούν στην κατάσταση που επικρατεί. Η βασική τους μέριμνα είναι η απόλαυση της ζωής και η πνευματική τους καλλιέργεια.
Η ανάγνωση από τον ηθοποιό του επιτάφιου επιγράμματος που αποδίδεται στον ίδιο τον Αισχύλο, προκαλεί την αγανάκτηση ενός από τους νέους, καθώς ο μεγάλος δραματικός ποιητής θέλοντας να προβάλει τα σημαντικότερα στοιχεία της ταυτότητάς του αναφέρεται στο γεγονός ότι συμμετείχε στη Μάχη του Μαραθώνα και δεν κάνει καμία μνεία στο σημαντικότατο ποιητικό του έργο.
Ο νεαρός αγανακτεί με το επίγραμμα αυτό και με ιδιαίτερη ένταση δηλώνει ότι ένας τόσος σπουδαίος ποιητής, όπως είναι ο Αισχύλος, θα έπρεπε να είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο ποιητικό του έργο, μιας και η τέχνη του είναι ό,τι σημαντικότερο έχει στη ζωή του. Κάθε στιγμή, και ιδιαίτερα όταν το τέλος του πλησίαζε, θα έπρεπε να έχει στη σκέψη του το ποιητικό του έργο και όχι να αναφέρει για τον εαυτό του μόνο τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα. Στο επίγραμμά του έπρεπε να τιμήσει το έργο του και να αναφερθεί σε αυτό, καθώς η πλέον πολύτιμη συνεισφορά του Αισχύλου –σύμφωνα με την άποψη του νέου- ήταν η ποιητική του δημιουργία και όχι η τέλεση του στρατιωτικού του καθήκοντος.
Το ποίημα αυτό μοιάζει σαφές ως προς τη νοηματική του διάσταση, με την αντίθεση ανάμεσα στο τι θεωρούσε σημαντικότερο ο Αισχύλος και τι ο Σιδώνιος νέος, να προβάλλεται με παραστατικό τρόπο από τον ποιητή. Η δυσκολία του ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποια ήταν η θέση του Καβάφη επί του θέματος, καθώς δεν είναι εύκολο να διαπιστώσουμε αν συμφωνεί με τις απόψεις του νέου ή όχι. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο Καβάφης θεωρούσε την Τέχνη της Ποιήσεως ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του και πως για εκείνον η ποίηση είχε πάντοτε τη μεγαλύτερη αξία, αλλά δεν μπορούμε να καταλήξουμε αν σ’ αυτό το ποίημα χρησιμοποιεί τα λόγια του νέου για να κρίνει τη στάση του Αισχύλου ή απλώς επιχειρεί να τονίσει πόσο αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα ιδανικά των ανθρώπων με την πάροδο των χρόνων.
Στους 13 πρώτους στίχους ο Καβάφης μας παρουσιάζει τους νέους και στήνει το σκηνικό του ποιήματος και στους 13 επόμενους μας παρουσιάζει σε ευθύ λόγο τις απόψεις του νεαρού. Το ποίημα ακολουθεί μια παρόμοια εξισορρόπηση σε κάθε τι που θα μπορούσε να μας αποκαλύψει την προσωπική θέση του ποιητή, κι αυτό είναι ένα σαφές μήνυμα του ποιητή ότι δεν είχε καμία πρόθεση να πάρει το μέρος του νέου ή το μέρος του Αισχύλου. Ο Καβάφης διαμορφώνει αριστοτεχνικά το δίλημμα και το προσφέρει στους αναγνώστες για να αποφασίσουν εκείνοι αν ο αγανακτισμένος νεαρός έχει δίκιο ή αν ο Αισχύλος έπραξε καλά με το να αγνοήσει πλήρως την ποιητική του δημιουργία στο επιτάφιο επίγραμμά του.
Τι τονίζει ιδιαίτερα στο επίγραμμα ο Αισχύλος;
Ο Αισχύλος στο επίγραμμά του τονίζει κυρίως την ανδρεία που επέδειξε στη μάχη του Μαραθώνα, γεγονός που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως τη σημαντικότερη προσφορά του, καθώς είχε την ευκαιρία να πολεμήσει με γενναιότητα σε μια μάχη που έκρινε το μέλλον της πατρίδας του. Η ανδρεία του Αισχύλου, όπως και η ανδρεία όσων συμμετείχαν στη μάχη αυτή, αποτέλεσε τελικά τον παράγοντα εκείνο που προσέφερε τη νίκη στους Έλληνες. Η μάχη αυτή, στην οποία έχασε τη ζωή του ο αδερφός του Αισχύλου και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά, αποτέλεσε έναν πραγματικό άθλο των Ελλήνων.
Ο Αισχύλος, επομένως, στο επιτάφιο επίγραμμά του, θέλει να τονίσει για τον εαυτό του ότι υπήρξε ανδρείος. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν και εκτιμούσαν το ποιητικό του έργο, ο ίδιος θεωρούσε ότι το στοιχείο εκείνο που θα έπρεπε να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων ήταν η γενναιότητά του.
Γιατί ενοχλήθηκε ο Σιδώνιος νέος από το επίγραμμα του Αισχύλου; Τι ήταν αυτό που τον ενόχλησε περισσότερο;
Ο νεαρός ακούγοντας το επίγραμμα του Αισχύλου ενοχλείται από το γεγονός ότι ο δραματικός ποιητής παρουσιάζει με έμφαση την ανδρεία του και δεν αναφέρεται καθόλου στο ποιητικό του έργο. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν αναφέρεται καθόλου στα αριστουργήματα της δραματικής του τέχνης τον ενοχλεί περισσότερο:
«καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»
Ο ποιητής γράφει τη λέξη μόνο αραιώνοντας τα γράμματα για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε αυτήν, καθώς εκείνο που τελικά εκνευρίζει περισσότερο το νεαρό είναι το ότι ο Αισχύλος αναφέρεται μόνο στη συμμετοχή του στη μάχη. Θα μπορούσε δηλαδή να δεχτεί και την αναφορά στη μάχη, αρκεί ο ποιητής να αναφερόταν και στο έργο του, αλλά ο Αισχύλος κρίνει ότι το μοναδικό στοιχείο που άξιζε να αναφέρει ήταν ότι πολέμησε με γενναιότητα στο Μαραθώνα, κι αυτό προκαλεί την αγανάκτηση του νεαρού.
Ποια στάση ζωής εκφράζει ο Αισχύλος με το επίγραμμά του και ποια ο Σιδώνιος νέος με τα λόγια του; Η απάντησή σας να στηριχτεί εκτός των άλλων και α) στην εποχή που ζει ο καθένας β) στον τρόπο που ζουν.
Ο Αισχύλος έζησε σε μια εποχή (525-456 π.Χ.) όπου η αγάπη για την πατρίδα και η ανδρεία των πολιτών θεωρούνταν οι σπουδαιότερες αρετές. Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν σε πλήρη ακμή και αποτελούσε τη σημαντικότερη πόλη-κράτος της Ελλάδας, γι’ αυτό και οι πολίτες της θεωρούσαν μεγάλη τιμή να αγωνίζεται κανείς για τη διατήρηση αυτής της σπουδαίας πόλης. Ο Αισχύλος έζησε, βέβαια, την εποχή που δημιουργήθηκαν τα σημαντικότερα έργα τέχνης και μάλιστα υπήρξε και ο ίδιος ένας από τους πλέον αριστουργηματικούς δημιουργούς, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι η Τέχνη είχε το προβάδισμα στις προτεραιότητες των αρχαίων Ελλήνων. Εκείνο που ήταν σταθερά το σημαντικότερο για τους Έλληνες ήταν η διαφύλαξη της ελευθερίας της πατρίδας τους, μιας και η πατρίδα τους ήταν αυτή που τους προσέφερε τη δυνατότητα να ασχολούνται με την τέχνη και το πνεύμα. Αν άφηναν την πατρίδα τους να πέσει στα χέρια των εχθρών τους, πώς θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την τέχνη και πώς θα δημιουργούσαν όλα αυτά τα αριστουργήματα αν είχαν σκλαβωθεί από τους Πέρσες.
Από την άλλη, ο νεαρός ζει σε μια πόλη που αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δεν έχει την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Δεν αισθάνεται ότι ανήκει σε κάποιο ιδιαίτερο έθνος, ούτε αισθάνεται ότι έχει κάποια ευθύνη απέναντι στην αχανή και απρόσωπη αυτοκρατορία. Το μόνο που απασχολεί τον ευκατάστατο αυτό νεαρό είναι η ενασχόληση με την τέχνη και η διασκέδαση. Είναι επομένως λογικό ο νεαρός να μην μπορεί να αντιληφθεί τις ιδιαίτερες αξίες του Αισχύλου και την τόσο μεγάλη αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής για την πατρίδα του.
Όπως και σε άλλα ποιήματα του Καβάφη έτσι κι εδώ είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη θέση του ποιητή. Άλλοι μελετητές υποστήριξαν πως ο Καβάφης ειρωνεύεται το Σιδώνιο νέο, άλλοι πως συμφωνεί κατά βάθος μαζί του και άλλοι πως παραδέχεται τα λόγια του νέου χωρίς όμως και να ταυτίζεται μαζί του. Μπορείτε να βρείτε στο ποίημα στοιχεία που ενισχύουν τη μια ή την άλλη άποψη;
Ο Καβάφης έχει φροντίσει να δομήσει τόσο ισόρροπα το ποίημα αυτό ώστε είναι πραγματικά αδύνατο να καταλήξουμε με βεβαιότητα σε μια συγκεκριμένη θέση. Για παράδειγμα, μπορούμε να διακρίνουμε αρκετά σημεία όπου ο ποιητής ειρωνεύεται τον νεαρό: η αναφορά στον πολυτελή τρόπο ζωής του αλλά και το σχόλιο ότι οι νέοι ήταν αρωματισμένοι, γεγονός που τονίζει την αγάπη των νέων για την αισθητική απόλαυση και εμμέσως παρουσιάζει τη μαλθακότητα που διακρίνει τη ζωή τους. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο ο νέος πετάγεται όρθιος όταν ακούει το επίγραμμα του Αισχύλου και οι έντονες εκφράσεις (δώσε –κηρύττω-, έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ) με τις οποίες ο νέος απευθύνει τις απόψεις του στον Αισχύλο, δείχνουν την ισχυρογνωμοσύνη του και την ασέβεια του νέου απέναντι σ’ έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές της αρχαιότητας. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο ο νέος αναφέρεται στη συμμετοχή του Αισχύλου στη μάχη: «μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό...», σαν να ήταν ασήμαντο το γεγονός ότι ο Αισχύλος πολέμησε σε μια τόσο κρίσιμη μάχη. Ο Καβάφης επομένως φροντίζει να υπονομεύσει τις θέσεις του νεαρού, παρουσιάζοντάς τον με τρόπο που να τονίζει το γεγονός ότι ένας καλομαθημένος νεαρός, τολμά να μιλήσει με τόσο θράσος για έναν σπουδαίο ποιητή.
Από την άλλη όμως, γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης θεωρούσε την Ποίηση απολύτως σημαντική, κάτι που γίνεται εμφανές τόσο σε διάφορα ποιήματά του όπου τονίζει την αξία της ποίησης, όσο και από προσωπικές σημειώσεις του ποιητή όπου αναφέρει ότι η ποίηση γι’ αυτόν αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο της ζωής του. Επομένως, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ο Καβάφης δε συμφωνούσε ιδιαίτερα με τη διάθεση του Αισχύλου να αποκλείσει πλήρως το ποιητικό του έργο από το επιτάφιο επίγραμμά του, γι’ αυτό άλλωστε και συνθέτει αυτό το ποίημα. Βάζει το νεαρό να εκφράσει τις δικές του απόψεις και για να μην κατηγορηθεί ότι εξέφρασε τόσο αρνητικές θέσεις για τον Αισχύλο, φροντίζει να αποστασιοποιηθεί από τον νεαρό με το να τον παρουσιάσει με ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο. Με τον τρόπο αυτό ο Καβάφης κατορθώνει να επικρίνει τον Αισχύλο, χωρίς να μπορεί κάποιος να του αποδώσει ευθύνες εφόσον τα λόγια αυτά υποτίθεται ότι τα λέει ένας αυθάδης νέος.
Πάντως, παρά το γεγονός ότι μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε στα λόγια του νέου τις απόψεις του Καβάφη, ενδέχεται η πρόθεση του ποιητή να μην ήταν η επίκριση του Αισχύλου, ούτε η σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και την ανδρεία στη μάχη. Ίσως ο ποιητής να ήθελε μόνο να παρουσιάσει την αλλαγή που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου και πώς αλλάζουν οι αξίες των ανθρώπων από εποχή σε εποχή.
Ποιο είναι το κεντρικό πρόβλημα που θέτει το ποίημα; Αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση για την αντιπαράθεση των εποχών ή διατηρεί την επικαιρότητά του; (Να διαβάσετε και το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Νέοι της Σιδώνος 1970»).
Μανόλης Αναγνωστάκης: Νέοι της Σιδώνος, 1970
Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)
Ο προβληματισμός του Καβάφη που παρουσιάζεται στο ποίημά του είναι η αλλαγή που εμφανίζεται στις αξίες των ανθρώπων με την πάροδο των χρόνων και ο εκφυλισμός που εμφανίζεται κάποτε στα ιδανικά που προβάλλονται. Ενώ στην εποχή του Αισχύλου η διάθεση του ανθρώπου να θυσιαστεί για το καλό της πατρίδας του αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο, στην εποχή που ζουν οι νέοι της Σιδώνας, δεν υπάρχει η σκέψη της πατρίδας και φυσικά καμία εκτίμηση για τους αγώνες υπέρ αυτής, υπάρχει όμως η αγάπη για την τέχνη, την αισθητική απόλαυση και την πολυτέλεια. Οι άνθρωποι χάνουν την αίσθηση του χρέους υπέρ της πατρίδας τους -οι συγκεκριμένοι νέοι δεν έχουν καν κάποια συγκεκριμένη πατρίδα, εφόσον η χώρα τους είναι τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για αρκετούς αιώνες- και θεωρούν ότι οι αξίες της ζωής περιορίζονται στην τέχνη και τις απολαύσεις. Ο προβληματισμός του ποιήματος παραμένει διαχρονικός καθώς ακόμη και σήμερα βλέπουμε τους ανθρώπους να βιώνουν καταστάσεις που οι παλαιότεροι άνθρωποι δεν θα ανέχονταν ποτέ, ενώ πασχίζουν για πράγματα που οι παλαιότεροι δε θα θεωρούσαν σημαντικά.
Παρόμοιος είναι και ο προβληματισμός του Αναγνωστάκη, ο οποίος στα χρόνια του εμφυλίου είχε αγωνιστεί για τα ιδανικά του και τώρα στα χρόνια της δικτατορίας βλέπει τους νέους της εποχής να έχουν μια αποστασιοποιημένη στάση απέναντι στην απουσία της ελευθερίας τους, με συγκεντρώσεις που περιορίζονται σε ερωτοτροπίες και μουσικές, με τραγούδια που μιλούν για όσα συνέβησαν σε άλλες εποχές και για τον ηρωισμό που έδειχναν τότε οι άνθρωποι, για τον πόνο που υπάρχει γενικά στον κόσμο, αλλά χωρίς ουσιαστικά να μπαίνουν στη διαδικασία να αγωνιστούν για την επαναφορά της δημοκρατίας στον τόπο τους. Ο ποιητής απελπίζεται με την έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης των νέων και θεωρεί ανούσια τη διάθεσή τους απλώς να μιλούν και να προβληματίζονται για τα δεινά του κόσμου, τη στιγμή που η χώρα τους βρίσκεται υπό καθεστώς δικτατορίας. Τη στιγμή που ο Αναγνωστάκης λίγες δεκαετίες πριν είχε φυλακιστεί και είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τα ιδανικά του, του φαίνεται αδιανόητο το γεγονός ότι οι νέοι πλέον απλώς φιλοσοφούν για τα άσχημα του κόσμου, αλλά δεν αγωνίζονται πραγματικά για την ελευθερία τους.
Μερικά από τα κύρια γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη είναι: Η μετατόπιση του χρόνου στην αλεξανδρινή εποχή, η θεατρικότητα, ο διδακτικός τόνος, η χρήση των προσώπων ως συμβόλων, η στοχαστική διάθεση, ο λιτός και κάποτε πεζολογικός στίχος. Μπορείτε να επισημάνετε στο ποίημα αυτά τα γνωρίσματα;
Ο Καβάφης τοποθετεί τα περισσότερα ποιήματά του στο παρελθόν και κυρίως στην αλεξανδρινή εποχή, γεγονός όμως που δεν ισχύει σε αυτό το ποίημα που διαδραματίζεται το 400 μ.Χ., εποχή που ανήκει στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και στα πρώτα της βυζαντινής.
Η θεατρικότητα του ποιήματος είναι σαφής καθώς ο ποιητής μας παρουσιάζει το σκηνικό χώρο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, μια αίθουσα που ανοίγει σ’ έναν όμορφο κήπο, μας παρουσιάζει επίσης τα πρόσωπα που συμμετέχουν στα γεγονότα του ποιήματος, οι πέντε νέοι και ο ηθοποιός και φυσικά μας παρουσιάζει τις κινήσεις και τα λόγια των προσώπων αυτών, με ιδιαίτερη έμφαση στην ένταση των κινήσεων και των λόγων του νεαρού που επικρίνει τον Αισχύλο.
Ο διδακτικός τόνος του ποιήματος εντοπίζεται στα λόγια του νεαρού ο οποίος με πολλές προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές καθώς και με ιδιαίτερη επιμονή επιχειρεί να τονίσει τη μεγάλη αξία της ποιητικής τέχνης και την αφοσίωση που οφείλει να δείχνει ο ποιητής στο έργο του.
Τα πρόσωπα λειτουργούν πράγματι ως σύμβολα, υπό την έννοια ότι ο νεαρός Σιδώνιος συμβολίζει μια εποχή που έχει χάσει την εθνική της ταυτότητα και όπου η πολυτέλεια και η μαλθακή ζωή έχουν πλέον κυριαρχήσει, ενώ ο Αισχύλος εκπροσωπεί μια εποχή γενναιότητας και ιδιαίτερης αγάπης για την πατρίδα, όπου οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να προστατέψουν ό,τι θεωρούσαν σημαντικότερο, δηλαδή την ελευθερία της πατρίδας τους.
Η στοχαστική διάθεση του ποιητή εντοπίζεται και πάλι στα λόγια του νεαρού καθώς σε αυτά προβάλλεται η μεγάλη αξία της ποίησης και η δύναμη που μπορεί να αντλήσει ο ποιητής από το έργο του, ακόμη και τη στιγμή που πλησιάζει το τέλος του.
Ο λιτός και πεζολογικός στίχος αποτελεί βασικό γνώρισμα της ποίησης του Καβάφη, ο οποίος αποφεύγει τη χρήση επιθέτων και σχημάτων λόγου, καθώς η πρόθεσή του είναι να διατυπώσει κάποιο ουσιώδες μήνυμα και όχι να δημιουργήσει λυρικό λόγο. Ο Καβάφης επομένως αποφεύγει τις ομοιοκαταληξίες και ελευθερώνει τους στίχους του ως προς των αριθμό των συλλαβών, μιας και δεν ήθελε ποτέ να θυσιάσει την ακρίβεια της διατύπωσης σε ένα εξωτερικό στοιχείο όπως είναι η επιλογή λέξεων που να ομοιοκαταληκτούν ή στο μέτρημα των συλλαβών για να είναι αρμονικοί οι στίχοι μεταξύ τους. Ο ποιητής αυτός ενδιαφέρεται κυρίως για το νόημα που θέλει να εκφράσει, γι’ αυτό και όταν διαβάζουμε τα ποιήματά του, πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι διαβάζουμε ένα πεζό κείμενο.