David Forman
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Βασιλεύς
Δημήτριος»
Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής,
μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της
τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
Στο ιστοριογενές αυτό ποίημα ο
Κωνσταντίνος Καβάφης επιλέγει ένα στιγμιότυπο από τον πολυτάραχο βίο του
βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριου Α΄ του Πολιορκητή (337 – 283 π.Χ.). Ο Δημήτριος Α΄ κατόρθωσε να
ανακηρυχτεί βασιλιάς από τη στρατιωτική συνέλευση των Μακεδόνων το 294 π.Χ.,
αφού πρώτα έβαλε να σκοτώσουν τον Αλέξανδρο, γιο και διάδοχο του Κασσάνδρου
βασιλιά της Μακεδονίας που πέθανε το καλοκαίρι του 298 π.Χ. Ο Δημήτριος Α΄ ο
Πολιορκητής παρέμεινε στο θρόνο της Μακεδονίας για έξι χρόνια, μέχρι που οι Μακεδόνες
στρατιώτες τον εγκατέλειψαν το 288 π.Χ., βαριεστημένοι να πολεμούν για να
αυξαίνουν την επικράτειά του, και αυτομόλησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, του
Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου. Στα 288 π.Χ. τοποθετείται και το επεισόδιο που
επιλέγει να παρουσιάσει ο Καβάφης.
Αντίγονος ο Μονόφθαλμος
Η περιπετειώδης πορεία, ωστόσο, του
Δημήτριου ξεκινά αρκετά χρόνια πριν, όταν ως στρατηγός στην υπηρεσία του πατέρα
του Αντίγονου είχε την ευκαιρία να επιδείξει τις εξαίρετες ικανότητές
του.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου
(323 π.Χ.) ξεκίνησε μια σκληρή διαμάχη ανάμεσα στους στρατηγούς του για τη
διαδοχή∙ διαμάχη που έλαβε
σύντομα τη μορφή ενός πολυετούς πολέμου και οδήγησε στην οριστική διάσπαση της
αυτοκρατορίας του πρόωρα χαμένου στρατηλάτη. Μεταξύ των κύριων διεκδικητών ήταν
ο Αντίγονος (πατέρας του Δημήτριου Α΄), ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο
Κάσσανδρος, οι οποίοι και έλαβαν υπό την ευθύνη τους τμήματα των κτήσεων του
Αλέξανδρου.
Ο Αντίγονος, που επιδίωκε τη διατήρηση
της ενότητας στην αυτοκρατορία και θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του
Αλέξανδρου, έλαβε αρχικά την Παμφυλία, τη Λυκία και τη μεγάλη Φρυγία. Στη
συνέχεια, όμως, σύμφωνα με τη νέα διευθέτηση ανάμεσα στους διαδόχους, που έγινε
το 321 π.Χ. στη Συρία, ο Αντίγονος ορίστηκε ως επιμελητής των βασιλέων,
και ήρθε έτσι στην κορυφή ολόκληρου του αχανούς κράτους.
Με βάση αυτή τη «στρατηγία της Ασίας»,
ο Αντίγονος διεκδίκησε μάταια το 315 π.Χ. τον τίτλο του αντιβασιλέα. Ενώ, σε
νέα συνθήκη ειρήνης που έγινε το 311 π.Χ. ανάμεσα στον Αντίγονο, τον Πτολεμαίο,
το Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, του αναγνωρίστηκε εκ νέου μόνο το δικαίωμα να
ασκεί ένα είδος υψηλής εποπτείας στην Ασία.
Ο Αντίγονος, αν και προχωρημένης ήδη
ηλικίας, ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος και με τη βοήθεια του γιου του, Δημήτριου,
συνέχισε ακάθεκτος τις πολεμικές συγκρούσεις με τους άλλους διαδόχους, θέτοντας
ως απώτερο στόχο του ακόμη και τον έλεγχο του ελληνικού χώρου. Το 315
π.Χ., χρονιά που ίδρυσε στο Αιγαίο το «Κοινό των Νησιωτών», με θρησκευτικό
κέντρο τη Δήλο, το κράτος του περιλάμβανε εδάφη από τον Ελλήσποντο
μέχρι τον Ευφράτη, κι ήταν το σημαντικότερο από τα διάδοχα. Έτσι, μετά
από ένα διάστημα συνεχούς εξοπλισμού, το 307 π.Χ. ο Αντίγονος μαζί με τον
Δημήτριο ξεκίνησαν επιθέσεις παράλληλα κατά του Πτολεμαίου, που ήλεγχε την
Αίγυπτο, και του Κασσάνδρου, που ήλεγχε την Ελλάδα. Πρώτος στόχος υπήρξε η
Αθήνα.
Όταν ο στόλος του Δημητρίου Πολιορκητή
παραβίασε την είσοδο στον λιμένα του Πειραιά, οι Αθηναίοι προσχώρησαν
απροκάλυπτα στην παράταξή του. Ο μέχρι τότε άρχοντας της πόλης, Δημήτριος ο
Φαληρέας, εξορίστηκε στη Θήβα, ενώ οι δύο νέοι ηγεμόνες, ο Αντίγονος
και ο γιος του Δημήτριος Α΄, λατρεύτηκαν ως «θεοί σωτήρες».
Το δεύτερο χτύπημα του Αντίγονου
κατευθύνθηκε προς το Σατράπη της Αιγύπτου Πτολεμαίο. Στη μεγάλη
ναυμαχία που έγινε στην Κυπριακή Σαλαμίνα ο Δημήτριος απέσπασε απ’ αυτόν μιαν
αποφασιστική νίκη (306 π.Χ.). Από τότε και επί δύο δεκαετίες, η
κυριαρχία στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο ανήκει απεριόριστα στον
Αντίγονο και στον «βασιλέα της θάλασσας» Δημήτριο. Ο Αντίγονος θεωρούσε πια τον
εαυτό του διάδοχο του Αλέξανδρου και κτήτορα ολόκληρης της παλιάς
αυτοκρατορίας.
Ο αγώνας ενάντια στον Πτολεμαίο θα
συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά με μιαν επίθεση κατά της Ρόδου. Εκεί ο
Δημήτριος χρησιμοποιώντας τα πιο μοντέρνα για την εποχή πολιορκητικά μέσα
-μεταξύ τούτων υπήρχε και μια «ἑλέπολις» με εννέα ορόφους και ανάλογους καταπέλτες-
καταπόνησε επί έναν ολόκληρο χρόνο τα τείχη της πόλεως, χωρίς όμως να
κατορθώσει να την εκπορθήσει.
Παρά την ήττα αυτή ο Αντίγονος γεύτηκε
μια προσωρινή νίκη, καθώς
το 302 π.Χ. ανανεώθηκε η πανελλήνια συμμαχία της Κορίνθου, όπου όλες οι
ελληνικές πολιτείες (εκτός από την Σπάρτη, τη Μεσσηνία και τη Θεσσαλία)
έστειλαν τους αντιπροσώπους τους, και εξέλεξαν ως «ηγεμόνες» τον Αντίγονο και
τον Δημήτριο.
Εντούτοις, μια αποφασιστική σύγκρουση
ανάμεσα στους διαδόχους δόθηκε το καλοκαίρι του 301 π.Χ. κοντά στα
Σύνναδα, στην Ιψό. Εκεί ο Αντίγονος και ο Δημήτριος γνώρισαν μια
συντριπτική ήττα. Ο Αντίγονος, μάλιστα, που ήταν τότε 80 χρονών σκοτώθηκε.
Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής
Η δύναμη του Δημητρίου μετά την Ιψό
(301 π.Χ.) στηριζόταν βασικά στις παράλιες πόλεις της Ιωνίας, της Καρίας και
της Φοινίκης. Η Κύπρος επίσης, τα νησιά του Αιγαίου και ορισμένες θέσεις στην
Ελλάδα, όπως τα Μέγαρα και η Κόρινθος ανήκαν σ’ αυτόν.
Ο θάνατος του Κασσάνδρου το 298 π.Χ.
έστρεψε εκ νέου τις φιλοδοξίες του Δημήτριου προς την κατάκτηση της Ελλάδας. Έτσι, το 296 π.Χ. πραγματοποιεί μια
πρώτη ανεπιτυχή επίθεση στην Αθήνα και στη συνέχεια, παρά τον αποκλεισμό της
πόλης από ξηρά και θάλασσα, έρχεται αντιμέτωπος με μια μέχρις εσχάτων αντίσταση
των Αθηναίων. Μόλις το 294 π.Χ. κατόρθωσε να λάβει τον έλεγχο της πόλης και
να εγκαταστήσει τις φρουρές του στο λόφο του Μουσείου και στον Πειραιά.
Την ίδια χρονιά, άλλωστε, του δίνεται
μια εξαιρετική ευκαιρία να παρέμβει αποφασιστικά στο βασίλειο της Μακεδονίας,
καθώς ο θάνατος του Κασσάνδρου είχε δημιουργήσει μια έντονη διένεξη ανάμεσα
στους κληρονόμους του, Αντίπατρο και Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος ζητά τη βοήθεια
του Δημήτριου, κι εκείνος με αδίστακτη σκληρότητα δίνει εντολή για τη δολοφονία
του Αλέξανδρου, και παίρνει για τον εαυτό του την εξουσία.
Ως κύριος της Μακεδονίας και της
Θεσσαλίας, μεγάλων τμημάτων επίσης της κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου,
ως ηγεμών τέλος της ομοσπονδίας των Νησιωτών, ο Δημήτριος, κατά την
εποχή εκείνη, ήταν ο πιο κραταιός άνδρας της Ευρώπης μετά τον ηγεμόνα της
Σικελίας Αγαθοκλή. Το γεγονός ότι ο Δημήτριος δεν μπόρεσε να
εκμεταλλευθεί τα σημαντικά πλεονεκτήματά του πρέπει να αποδοθεί βασικά στην
ασθενή του πολιτική διορατικότητα. Η υπερβολική του αυτοπεποίθηση και η
αδυναμία του να εμμείνει στα σχέδια που συνελάμβανε κάθε φορά ήταν τα σκοτεινά
σημεία στον χαρακτήρα του κατά τα άλλα μεγάλου αυτού Διαδόχου, που ήταν
σπουδαίος στρατηγός.
Με την καθυπόταξη της Βοιωτίας (292
π.Χ.) η δύναμή του έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ενώ, με την κατάληψη της Κέρκυρας (291 π.Χ.) μπήκε στον
κύκλο των βλέψεών του Δημήτριου και η Δύση.
Οι εξοπλισμοί, ωστόσο, των επόμενων
χρόνων δεν είχαν στόχο τους τη Δύση, αλλά την Ανατολή. Μέσα στην ψυχή του
Δημήτριου εξακολουθούσε πάντα να υπάρχει το όνειρο της ανασύνθεσης της
αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου. Ενώ όμως ετοιμαζόταν, δέχθηκε την
αιφνιδιαστική επίθεση των αντιπάλων του: από τα ανατολικά και τα δυτικά τον
κτύπησε πρώτος ο Λυσίμαχος, ύστερα και ο Πύρρος στη Μακεδονία. Γρήγορα η
επαναστατική κατά του ασυμπαθούς Δημήτριου κίνηση διαδόθηκε στη χώρα, η εξουσία
του κατέρρευσε, ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος μοιράσθηκαν τον τόπο (καλοκαίρι του
287 π.Χ.).
Παρά ταύτα ο Πολιορκητής δεν έχασε την
ελπίδα για μια συντριπτική νίκη στο ασιατικό έδαφος. Η εξουσία του Λυσίμαχου δεν ήταν πολύ
συμπαθής και οι ηγεμόνες της Βιθυνίας και της ποντικής Καππαδοκίας δεν ήταν
διόλου φίλοι μαζί του. Οι επιτυχίες του Δημήτριου στη Μ. Ασία όμως δεν είχαν
μεγάλη διάρκεια. Το 286 π.Χ. εγκαταλελειμμένος από τους οπαδούς του
συνελήφθη από τον Σέλευκο.
Ο Δημήτριος πέθανε το 283 π.Χ. κοντά
στην Απάμεια του Ορόντη, κατά τη διάρκεια της βασιλικής του αιχμαλωσίας.
Το γεγονός ότι αυτός κατόρθωσε να
συγκλονίσει τον κόσμο επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση του βασιλιά
Αντίγονου και του κράτους του (301 π.Χ.) οφείλεται αναμφίβολα στην
ανεξάντλητη ελαστικότητα του αεικίνητου νου του, ο οποίος δεν λύγιζε ποτέ,
ούτε ακόμη και μπροστά στις πιο μεγάλες δυσκολίες, που κατά κανόνα τις
δημιουργούσε ο ίδιος.
[Τα ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί
από το βιβλίο «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος» του Χέρμαν Μπένγκστον, Εκδόσεις
«ΜΕΛΙΣΣΑ»]
Το ποίημα
Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής εκείνης, και διαλαθών
υπεχώρησεν. [Όχι σαν βασιλιάς, αλλά σαν ηθοποιός, άλλαξε την βασιλική του
φορεσιά με μια σκούρα χλαμύδα, και έφυγε κρυφά.] Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως επιγραφή του
ποιήματος ένα χωρίο του Πλουτάρχου, υποδηλώνοντας έτσι την πηγή που του
προσέφερε το ερέθισμα για τη δική του σύνθεση.
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
Το επεισόδιο που λειτουργεί ως
νοηματικός πυρήνας του ποιήματος αναφέρεται στη στάση του Δημήτριου Α΄, όταν
κατά τη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε το 288 π.Χ., είδε τους Μακεδόνες να
τον εγκαταλείπουν και να παίρνουν το μέρος του αντιπάλου του. Ο ένδοξος
Δημήτριος αντί να σταθεί -ίσως- στο ύψος των περιστάσεων και να υπομείνει τη
μοίρα του με αξιοπρέπεια, επιλέγει να μεταμφιεστεί και να αποδράσει,
επιδιώκοντας προφανώς την εύρεση μιας νέας καλύτερης ευκαιρίας για να αντιμετωπίσει
τους αντιπάλους του.
Η παρομοίωσή του με ηθοποιό από τον
Πλούταρχο -παρομοίωση που την αξιοποιεί κι ο Καβάφης- υποδηλώνει
προφανώς πως η στάση του Δημήτριου δεν θεωρήθηκε διόλου αντάξια ενός βασιλιά∙
ενός βασιλιά που δεν ορρωδεί μπροστά στους κινδύνους και μένει ακλόνητος στη
θέση του. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση πως η βασιλική ιδιότητα και η
αξιοπρέπεια είναι επαλλάσσουσες έννοιες και όχι αλληλένδετα στοιχεία. Τη
εντύπωση αυτή ενισχύει ως ένα βαθμό η λεπτομερής αναφορά του Καβάφη στον τρόπο
με τον οποίο ο Δημήτριος έβγαλε τα «βασιλικά» ενδύματα και τα «ολοπόρφυρα»
ποδήματα, στο γεγονός ότι ξέφυγε φορώντας «απλά» ρούχα, αλλά και στην
υποτιμητική σύγκρισή του μ’ έναν ηθοποιό που μόλις τελειώσει η παράσταση
αλλάζει ρούχα και αποχωρεί από το θέατρο.
Σε δευτερεύων επίπεδο γίνεται αντιληπτό
πως η χρήση τόσων επιθέτων από τον Καβάφη έχει ως σκοπό να δώσει έμφαση
σε αυτή τη διαδικασία απέκδυσης της βασιλικής ιδιότητας∙ απέκδυση που
τονίζεται ακόμη περισσότερο μέσα από την παραστατική και έκδηλα προφανή παρομοίωση
με τη συνήθεια ενός ηθοποιού να αποστασιοποιείται πλήρως από το ρόλο του μετά
το τέλος της παράστασης. Προκαλείται με αυτό τον τρόπο το εύλογο ερώτημα για το
αν μπορεί η βασιλική ιδιότητα και οι απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις να
εξισωθούν μ’ έναν θεατρικό ρόλο που μπορεί εύκολα ο ηθοποιός να αποποιηθεί
αλλάζοντας απλά και μόνο τη φορεσιά του. Είναι, επομένως, κατακριτέα η στάση
του Δημήτριου, που τόσο εύκολα απομακρύνεται από την εξαιρετικά δύσκολη θέση
που βρίσκεται ως βασιλιάς, ή όχι;
Ο Καβάφης, που τόσο επίμονα
υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος θα πρέπει να δέχεται με αξιοπρέπεια και
αυτοσεβασμό τις μεγάλες απώλειες στη ζωή του, όπως αυτό γίνεται εμφανές στο
«Απολείπειν ο
θεός Αντώνιον», διατηρεί εδώ μια ισόρροπα αμφίσημη στάση. Αν και αφιερώνει
μεγάλο μέρος του ποιήματος για να παρουσιάσει την αναξιοπρεπή στάση του
Δημήτριου και την αβασάνιστη ευκολία με την οποία απεκδύθηκε το βασιλικό του
ρόλο, φροντίζει ωστόσο με δύο καίρια τοποθετημένα παρενθετικά σχόλια να
επισημάνει αφενός τη γενναιότητα του Δημήτριου (μεγάλην είχε ψυχή), κι αφετέρου
τη δική του αποστασιοποίηση από την άποψη πως η στάση του ήταν αταίριαστη για
έναν βασιλιά — έτσι είπαν —.
Ο Καβάφης μοιάζει να μην υιοθετεί απόλυτα
την επιτιμητική προσέγγιση του Πλουτάρχου, έστω κι αν χρησιμοποιεί την παρομοίωση του Δημήτριου με
ηθοποιό. Ενδεχομένως υπό άλλες συνθήκες και για κάποιο άλλο πολιτικό πρόσωπο, ο
Καβάφης να δεχόταν κατηγορηματικά το απαράδεκτο μιας τέτοιας δόλιας αποχώρησης
από το πεδίο μιας πολεμικής αναμέτρησης. Εντούτοις, ο Δημήτριος αποτελεί μια
ξεχωριστή προσωπικότητα, που κερδίζει έστω και τον έμμεσα δηλούμενο θαυμασμό
του ποιητή. Η επίνοια του Δημήτριου, το ακαταπόνητο του χαρακτήρα του, ο
θριαμβικός τρόπος με τον οποίο επανέκαμπτε ακόμη και μετά από συντριπτικές
ήττες, καθώς και το σύνολο της εντυπωσιακής του πορείας, τον καθιστούσαν, αν
όχι αξιοθαύμαστο, τουλάχιστον άξιο σεβασμού.
Ο Δημήτριος σαφώς επιλέγει να μην
αναγνωρίσει την ήττα του από τη συνδυαστική επίθεση του Πύρρου και του
Λυσίμαχου∙ σαφώς επιλέγει να
εγκαταλείψει το πεδίο της σύγκρουσης μ’ έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου
τιμητικός για έναν βασιλιά, αλλά το κάμει αυτό έχοντας κατά νου όχι ν’
αποσυρθεί ντροπιασμένος, μα να επανέλθει για μιαν ακόμη φορά μ’ ένα νέο σχέδιο
δράσης. Ο Δημήτριος ξεφεύγει ύπουλα από τους εχθρούς του -με
τρόπο μάλιστα που είχε χρησιμοποιήσει άλλοτε για να ξεφύγει κι από μια απ’ τις
περιβόητες ερωτικές του ατασθαλίες-, όχι γιατί είναι δειλός και αποζητά
τη σωτηρία στη φυγή, αλλά γιατί δεν είναι ποτέ πρόθυμος να υποταχτεί και να
αποδεχτεί πως έχει ηττηθεί. Για τον Δημήτριο δεν υπήρχαν επί τις ουσίας
οριστικές ήττες, υπήρχαν μόνο καταστάσεις που χρειάζονταν τον κατάλληλο ελιγμό,
ώστε να του δοθεί μιαν ακόμη ευκαιρία να επανακάμψει.
Ο Καβάφης, αν και έχει δηλώσει με
σαφήνεια τη θέση του για την ενδεδειγμένη στάση των ανθρώπων μπροστά στην
απώλεια και την ήττα: «Σαν
έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που
φεύγει.», επιτρέπει εδώ μια σκόπιμα έμμεση παραδοχή πως για κάποιους ανθρώπους
το τέλος μιας κατάστασης δεν επέρχεται, όταν οι άλλοι θεωρούν πως έχει επέλθει.
Υπάρχουν κι εκείνοι οι επίμονοι αγωνιστές που κατορθώνουν κάποτε -όχι συχνά- να
ανατρέψουν κάθε ενάντια πιθανότητα και να σημειώσουν μιαν απρόσμενη νίκη.
Σκέψη, ωστόσο, που υπονομεύεται στην προκειμένη περίπτωση από το γεγονός πως
μετά από αυτή την ήττα -και παρά την προσπάθειά του- ο Δημήτριος δεν κατόρθωσε
να επανέλθει στο προσκήνιο.