Skip Hunt
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Θεόδοτος»
Aν είσαι απ’ τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύτταζε πώς αποκτάς.
Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου
στην Ιταλία και στην Θεσσαλία
όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,
όσα ψηφίσματα τιμητικά
κι αν σ’ έβγαλαν στη Pώμη οι θαυμασταί
σου,
μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα
μείνουν,
μήτε ανώτερος — τι ανώτερος; — άνθρωπος
θα αισθανθείς,
όταν, στην Aλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε
φέρει,
επάνω σε σινί αιματωμένο,
του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.
Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου
σου
το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει —
αόρατος, άυλος — ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί στο ποίημα αυτό
πτυχές ενός ιστορικού γεγονότος, εστιάζοντας μάλιστα στην ιδιαίτερα απωθητική
εικόνα του κομμένου κεφαλιού, για να προχωρήσει σε μια απ’ τις πιο σκληρές
διαπιστώσεις που βρίσκουμε στην ποίησή του: Δεν υπάρχει κανένα όριο ή
φραγμός στο τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα
συμφέροντά τους.
Ιστορικό πλαίσιο
Ο Γνάιος Πομπήιος υπήρξε ένας
εξαιρετικά ικανός Ρωμαίος στρατηγός, ο οποίος, έχοντας ως πρότυπο τον Μέγα
Αλέξανδρο, θέλησε και κατόρθωσε να επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις χώρες της
Ασίας. Ο Πομπήιος έφτασε στην Ασία το 67 π.Χ. περιβεβλημένος με απεριόριστες
εξουσίες από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να
πατάξει οριστικά την πειρατεία και να τερματίσει νικηφόρα του μιθριδατικούς
πολέμους. Διαθέτοντας συγχρόνως εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες ρύθμισε την
πολιτική κατάσταση στην Ανατολή, σύμφωνα βέβαια με τα συμφέροντα της Ρώμης.
Στον Πομπήιο αποδίδεται και η ίδρυση πολλών νέων πόλεων, ενώ μερίμνησε και για
την ανοικοδόμηση αρκετών πόλεων που είχαν καταστραφεί στους τελευταίους
πολέμους. Η νέα οργάνωση της Ανατολής από τον Πομπήιο έμελλε να διατηρηθεί για
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 60 π.Χ. ο Πομπήιος συμμαχεί με τον
Ιούλιο Καίσαρα και τον Κράσσο∙
αυτή η λεγόμενη Πρώτη Τριανδρία επιβάλλει ό,τι δεν θα μπορούσε να καταφέρει
κανένας μόνος του: δυο αγροτικούς νόμους, ένα νόμο για τις καταχρήσεις, κυρίως
όμως την επικύρωση των πεπραγμένων του Πομπήιου στην Ανατολή και την ανάθεση
της διοίκησης της Γαλατίας στον Καίσαρα, κάτι που του επιτρέπει να θέσει τα
θεμέλια της δικής του προώθησης στην κορυφή της εξουσίας. Τον Απρίλιο του 59
π.Χ. ο Πομπήιος νυμφεύεται τη θυγατέρα του Καίσαρα, την Ιουλία.
Μετά το θάνατο του Κράσσου (53 π.Χ.)
και την εκλογή του Πομπήιου ως consul sine collega (52
π.Χ.) αλλάζει ο συσχετισμός των δυνάμεων. Τον Ιανουάριο του 49 π.Χ.,
επιβάλλεται κατάσταση ανάγκης και ο Πομπήιος αναλαμβάνει έκτακτες εξουσίες.
Ο Καίσαρ μετά απ’ αυτό, αντί να διαλύσει τα στρατεύματά του, όπως είχε εντολή,
εισβάλλει στην Ιταλία (διάβαση του Ρουβικώνα). Αυτό σημαίνει εμφύλιο πόλεμο. Ο
Πομπήιος διαφεύγει στη βαλκανική χερσόνησο∙ ο Καίσαρ χτυπάει αρχικά τους
Πομπηιανούς στην Ισπανία. Τώρα ανακηρύσσεται αυτός δικτάτωρ και εκλέγεται
ύπατος για το 48 π.Χ. Μετά από έναν πόλεμο χαρακωμάτων στο Δυρράχιο, ο
Καίσαρ νικά στα Φάρσαλα (Αύγουστος του 48 π.Χ.) και καταδιώκει τον Πομπήιο στην
Αίγυπτο, όπου εκείνος δολοφονείται πριν από την άφιξη του αντιπάλου του.
Η δολοφονία του Πομπήιου
Ο Καίσαρας καταδιώκοντας τον Πομπήιο
κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο, αλλά πριν καν φθάσει στην Αλεξάνδρεια πληροφορήθηκε
τη δολοφονία του Πομπήιου από
κάποιον Αχιλλά, αρχηγό των μισθοφόρων του νέου βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου
ΙΓ΄. Ενώ, αμέσως σχεδόν μετά την άφιξή του τού έφεραν το κεφάλι και το
δακτυλίδι του πρώην συμμάχου, γαμπρού και αντιπάλου του, για να βεβαιωθεί για
τον θάνατό του. Αλλά η δολοφονία του Πομπήιου δεν έφερε το αποτέλεσμα που
περίμεναν ο Αχιλλάς και οι συνένοχοί του, καθώς ο Καίσαρας
δυσαρεστήθηκε με την πράξη τους αυτή, έχοντας μάλιστα αντιληφθεί τι είδους
άνθρωποι ήταν οι δολοφόνοι του Πομπήιου. Στην εμφύλια διαμάχη, οπότε,
ανάμεσα στον Πτολεμαίο ΙΓ΄ και την αδερφή του Κλεοπάτρα, την οποία μάταια ο
Θεόδοτος προσπάθησε να εκδιώξει απ’ την Αίγυπτο, ο Καίσαρας ευνόησε τη νεαρή
βασίλισσα. Η εύνοιά του προς την Κλεοπάτρα ενισχύθηκε, βέβαια, όταν εκείνη με
τη βοήθεια έμπιστου οπαδού της κατόρθωσε να περάσει στην Αλεξάνδρεια
απαρατήρητη και να φτάσει στο ανάκτορο όπου διέμενε ο Καίσαρας. Παρά τα πενήντα
του χρόνια ο Καίσαρ ήταν αδύνατο ν’ αντισταθεί στα θέλγητρα της νεαρής
Κλεοπάτρας (Οκτώβριος του 48 π.Χ.).
Ας σημειωθεί πως ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ ήταν
τότε μόλις 13 ετών, οπότε την ευθύνη για τη δολοφονία του Πομπήιου φέρουν οι
σύμβουλοί του, ο Ποθείνος και ο δάσκαλός του Θεόδοτος.
Ο Καβάφης βάζει τον Θεόδοτο να φέρνει
το κεφάλι του Πομπήιου στον Καίσαρα, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός∙
ο Θεόδοτος υπήρξε ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, αλλά δεν ενεπλάκη ενεργά με
την πράξη αυτή. Ο ποιητής προφανώς επιλέγει τον Θεόδοτο ως κομιστή του
μακάβριου αποδεικτικού της δολοφονίας, μιας και αυτή τελέστηκε με δική του
υπόδειξη.
Το ποίημα
Aν είσαι απ’ τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύτταζε πώς αποκτάς.
Ο Καβάφης χρησιμοποιώντας τον Ιούλιο
Καίσαρα ως σύμβολο των ανθρώπων εκείνων που λόγω των σημαντικών ικανοτήτων τους
διαπνέονται από υπέρμετρη φιλοδοξία, θέτει το καίριο ζήτημα του κόστους
που συνοδεύει την πραγμάτωση των σχεδίων τους. Ο ποιητής δεν αμφισβητεί το
ξεχωριστό της προσωπικότητας του Καίσαρα, ωστόσο επισημαίνει πως ακόμη κι αν
κάποιος είναι αληθινά εκλεκτός οφείλει να προσέχει πώς αποκτά τη δύναμη και την
εξουσία του. Είναι δίκαιο και εύλογο ένας ευφυής και ικανός άνθρωπος, όπως
είναι ο Καίσαρας, να επιδιώκει την ανάδειξή του∙ δεν είναι όμως λογικό ή θεμιτό
να καταφεύγει σε κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να την επιτύχει. Όσο
σημαντικό κι αν είναι το επιδιωκόμενο επίτευγμα, δεν μπορεί ν’ αξίζει την
απώλεια κάθε ίχνους ανθρωπιάς και αυτοσεβασμού.
Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου
στην Ιταλία και στην Θεσσαλία
όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,
όσα ψηφίσματα τιμητικά
κι αν σ’ έβγαλαν στη Pώμη οι θαυμασταί
σου,
μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα
μείνουν,
μήτε ανώτερος — τι ανώτερος; — άνθρωπος
θα αισθανθείς,
όταν, στην Aλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε
φέρει,
επάνω σε σινί αιματωμένο,
του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.
Ο Καίσαρας παρασυρμένος από τη
φιλοπρωτία του δεν διστάζει να οδηγήσει τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία σ’ έναν
αιματοβαμμένο εμφύλιο πόλεμο.
Στρέφεται κατά του πρώην συμμάχου του Πομπήιου και φέρνει στα Φάρσαλα της
Θεσσαλίας αντιμέτωπους τους δύο ρωμαϊκούς στρατούς. Η εκεί νίκη του ανοίγει το
δρόμο για την απόκτηση απόλυτης εξουσίας και συνοδεύεται από ποικίλες
εκδηλώσεις θαυμασμού τόσο από μεμονωμένα πρόσωπα όσο κι από εξαρτημένες στη
ρωμαϊκή δύναμη πολιτείες που ήθελαν να κερδίσουν την εύνοια του κυρίαρχου πια
Καίσαρα.
Ο ποιητής εντούτοις προσπερνά τους
χιλιάδες νεκρούς του εμφυλίου πολέμου, οι οποίοι τουλάχιστον χάθηκαν στο πεδίο
της μάχης κι είχαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τη νίκη της δικής τους
παράταξης, και εστιάζει την προσοχή του σ’ ένα άλλο γεγονός. Στη δολοφονία του
Πομπήιου, η οποία πραγματοποιείται όχι απ’ τους Ρωμαίους αντιπάλους του, αλλά
από Αιγύπτιους μισθοφόρους, με σκοπό και πάλι την εύνοια του Καίσαρα. Μια
άνανδρη δολοφονία στο όνομα του Καίσαρα, από ανθρώπους που θεώρησαν πως
έτσι θα κερδίσουν κι αυτοί κάτι απ’ τη διαφαινόμενη επικράτησή του.
Κι αν ο Καίσαρας είχε κάθε λόγο να
χαίρεται για τη νίκη του στα Φάρσαλα, κι αν δεχόταν με ευχαρίστηση τα τιμητικά
ψηφίσματα και το άπλωμα της φήμης του∙ κι αν ακόμη θέλησε ο ίδιος να καταδιώξει
τον Πομπήιο για να επισφραγίσει την κυριαρχία του, σίγουρα δεν ευχαριστήθηκε,
όταν του έφεραν πάνω στο ματωμένο δίσκο το κεφάλι του Πομπήιου. Αυτό το
μακάβριο δώρο δεν αποτελούσε δική του νίκη∙ δεν αποτελούσε μια τίμια και
ένδοξη επικράτηση επί του αντιπάλου του. Ήταν μια προσβλητική δολοφονία
που εξεβίαζε την εύνοια και την ευγνωμοσύνη του∙ ήταν μια έμπρακτη απόδειξη
πως οι άλλοι τον θεωρούσαν τόσο πωρωμένο με την εξουσία και τόσο αδίστακτο,
ώστε πίστευαν πως θα τον ικανοποιούσαν δολοφονώντας για χάρη του τον δηλωμένο αντίπαλό
του.
Ο Καβάφης αφήνει στην άκρη τους πολλούς
απρόσωπους νεκρούς του εμφυλίου, που ίσως δεν βάρυναν τόσο στη συνείδηση του
Καίσαρα, μιας και επρόκειτο για μια δίκαιη μάχη∙ αναρωτιέται όμως πώς θα
αισθάνθηκε ο περήφανος αυτός Ρωμαίος, όταν ήρθε αντιμέτωπος με την αλήθεια του
εαυτού του. Πώς θα αισθάνθηκε, όταν κατάλαβε πως οι άλλοι τον βλέπουν
ως έναν αιμοσταγή διεκδικητή της εξουσίας, που μπορούν εύκολα να τον
χρησιμοποιήσουν, προσφέροντάς του μια τόσο άθλια εξυπηρέτηση. Η απάντηση,
σύμφωνα με τον ποιητή, είναι εύλογη∙ μπροστά σ’ αυτό το ανέντιμο έγκλημα ο
Καίσαρας δεν θα μπορούσε να νιώσει ούτε χαρά, αλλά ούτε και ανώτερος άνθρωπος,
που τάχα δικαιούται την εξουσία. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να αισθανθεί
ανώτερος, όταν συνειδητοποίησε πόσο φρικτή είναι η άποψη που έχει σχηματιστεί
γι’ αυτόν.
Μπροστά στο κομμένο κεφάλι του Πομπήιου
ο Καίσαρας δεν μπορούσε πια να θεωρεί τον εαυτό του έναν ανώτερο άνθρωπο δίκαια
προορισμένο για την εξουσία.
Δεν μπορούσε πια να παραγνωρίσει τις συνέπειες της έμμονης επιδίωξής του να
γίνει ο μόνος κυρίαρχος της Ρώμης. Μπροστά σ’ αυτό το κομμένο κεφάλι ο Καίσαρας
άφηνε και το τελευταίο υπόλειμμα του αυτοσεβασμού του, και συνειδητοποιούσε πως
για τους υπόλοιπους ανθρώπους δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας αμείλικτος
τύραννος, που θα έκανε οτιδήποτε για ν’ αποκτήσει την εξουσία. Αποδεχόταν έτσι
τόσο τα δικά του εγκλήματα, όσο και τα εγκλήματα που γίνονταν στο όνομά του και
στο όνομα μιας διαταραγμένης διπλωματίας που επιζητούσε προνόμια βαπτισμένα στο
αίμα.
Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου
σου
το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει —
αόρατος, άυλος — ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο
Καβάφης αφήνει το σύμβολο του Ιούλιου Καίσαρα και απευθύνει τα λόγια του προς
κάθε άνθρωπο, όσο ήσυχη ζωή κι αν έχει, όσο μακριά κι αν βρίσκεται από τη
βαρβαρότητα και τα εγκλήματα της εξουσίας. Σε δεύτερο πρόσωπο, λοιπόν,
ο ποιητής διατυπώνει μια προειδοποίηση ή καλύτερα επιχειρεί μια βασική αφύπνιση
των αναγνωστών του. Ακόμη κι αν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του έναν απλό και
φιλήσυχο πολίτη, ακόμη κι αν δεν εμπλέκεται σε τόσο φοβερές καταστάσεις, δεν
μπορεί να επαναπαύεται ούτε να εφησυχάζει∙ γιατί κανείς δεν επιτρέπεται
να εθελοτυφλεί μπροστά στην αληθινή φύση των ανθρώπινων πραγμάτων.
Οι ανελέητες πράξεις, οι απάνθρωποι
σχεδιασμοί, η αδίστακτη επιδίωξη του χρήματος και της εξουσίας κινούν τον
κόσμο, διατρέχουν κάθε κοινωνία, και ωθούν καθημερινά σε χιλιάδες μικρά ή
μεγάλα εγκλήματα. Η αποχή κάποιου από ανάλογες πράξεις δεν τον καθιστά
αναγκαία αθώο, διότι πίσω από την αποχή αυτή κρύβεται συνάμα κι η απροθυμία του
ν’ αντισταθεί ενεργά στα όσα φρικτά συντελούνται γύρω του. Πόσο αθώος είναι
ο πολίτης που γνωρίζει τη διαφθορά, τη βιαιότητα και την αδικία που κυριαρχούν
γύρω του, και απομένει απαθής επαναπαυμένος θεατής. Κι αν κάποιος πιστεύει πως
η αδικία και τα εγκλήματα γίνονται πολύ μακριά απ’ αυτόν, ο ποιητής υπενθυμίζει
και τονίζει πως ακόμη κι αυτή την ώρα στο σπίτι κάποιου γείτονα, φαινομενικά
εξίσου αξιοσέβαστου νοικοκύρη, μπαίνει ο Θεόδοτος φέρνοντας ένα τέτοιο κομμένο
κεφάλι, όπως κι αυτό που έφεραν στον Καίσαρα.
Ένας αόρατος, άυλος Θεόδοτος, καθώς τα εγκλήματα της καθημερινής ζωής δεν
έχουν πάντα την ακραία έκφανση μιας δολοφονίας. Το φρικτό κεφάλι στο
σπίτι του γείτονα μπορεί να είναι οτιδήποτε του προσφέρεται, οτιδήποτε αποκτά,
χωρίς να το αξίζει, έχοντας υπονομεύσει ή αδικήσει κάποιον άλλον. Κι είναι
πολλές και συχνές οι αδικίες που τελούνται γύρω μας∙ κι η αδιαφορία μας γι’
αυτές συνιστά μια ακόμη -ίσως και μεγαλύτερη- αδικία.