Michael Creese
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Οι Εχθροί»
Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.
Ο Ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν.
Ευγενικά τους μίλησε. Κ’ έπειτα, να φροντίσουν,
τους είπε, χωρατεύοντας. «Η φήμη φθονερούς
κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ’ εχθρούς.»
Aπήντησ’ ένας απ’ τους τρεις με λόγους σοβαρούς.
«Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας
βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι
καινούριοι σοφισταί.
Όταν ημείς, υπέργηροι, θα κείμεθα
ελεεινά
και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη. Τα
σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και
κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν
τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί. Όμοια
σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε
τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και
περιττά
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς
μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε
μ’ άλλον τρόπο.»
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στο ποίημα «Οι
Εχθροί», που ανήκει στα Κρυμμένα του, πραγματεύεται τη διαχρονική ανάγκη για
ανανέωση και αλλαγή που διακρίνει κάθε έκφανση της ανθρώπινης πνευματικής και
πολιτικής δραστηριότητας. Ανανέωση που οδηγεί στην αφάνεια και στη λήθη
εκείνους που κάποτε μεσουρανούσαν, έστω κι αν στην πραγματικότητα βασίζεται
στην αναδιατύπωση των ίδιων ιδεών και των ίδιων απόψεων που εξέφραζαν κι όλοι
οι προηγούμενοι.
Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να
χαιρετήσουν.
Ο Ύπατος τους έβαλε κοντά του να
καθίσουν.
Ευγενικά τους μίλησε. Κ’ έπειτα, να
φροντίσουν,
τους είπε, χωρατεύοντας. «Η φήμη
φθονερούς
κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ’
εχθρούς.»
Aπήντησ’ ένας απ’ τους τρεις με λόγους
σοβαρούς.
Η αναφορά στον Ύπατο -ρωμαϊκό αξίωμα-
τοποθετεί πιθανώς τον φανταστικό αυτό διάλογο στα χρόνια της δεύτερης
σοφιστικής (1ος αιώνας μ.Χ.), σε μια περίοδο, δηλαδή, κατά την οποία
οι σοφιστές προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, οπότε και
δικαιολογείται μια τέτοιου είδους επίσκεψη σ’ έναν ανώτατο αξιωματούχο.
Ο Ύπατος υποδέχεται θερμά τους τρεις
σοφιστές, τους βάζει να καθίσουν κοντά του και τους μιλά με ευγένεια. Τους
εκφράζει, μάλιστα, ορισμένες ανησυχίες του, κατά τρόπο, ωστόσο, που να δίνει
την εντύπωση πως αστειεύεται, προκειμένου να μη τους δημιουργήσει τη δυσάρεστη
αίσθηση ότι απειλούνται. Η διαπίστωση, άλλωστε, του Υπάτου βασίζεται σε
γενικότερες παρατηρήσεις σχετικά με τη φύση των ανθρώπων και τον φθόνο που
προκαλεί η επιτυχία των άλλων. Όπως, χαρακτηριστικά σχολιάζει, θα πρέπει να
φροντίσουν, θα πρέπει να προσέχουν, διότι η φήμη κάνει εν γένει τους άλλους
ανθρώπους να ζηλεύουν, κι έχουν αποκτήσει έτσι κι εκείνοι εχθρούς. Έχουν
αντίζηλους, οι οποίοι έχουν επιδοθεί στη συγγραφή, προκειμένου να διεκδικήσουν
μερίδιο της φήμης τους. Υπάρχουν, δηλαδή, κι άλλοι εκεί έξω που θέλουν να
γίνουν τόσο γνωστοί και τόσο σημαντικοί, όσο οι σοφιστές και προσπαθούν να το
πετύχουν αυτό με τη δημιουργία αξιόλογου έργου, που ίσως να έρχεται σε αντίθεση
με τις απόψεις και τις διδασκαλίες των σοφιστών.
«Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας
βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι
καινούριοι σοφισταί.
Όταν ημείς, υπέργηροι, θα κείμεθα
ελεεινά
και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη.
Σε αντίθεση με το ύφος του Υπάτου, που
επιχειρεί να εκφράσει τις σκέψεις του κάπως ανάλαφρα, ο σοφιστής που
αναλαμβάνει να απαντήσει σ’ αυτές του τις ανησυχίες διατυπώνει τα λόγια του με
σοβαρότητα, φανερώνοντας, έτσι, πως όχι μόνο έχει υπόψη του το ζήτημα, αλλά και
πως το έχει εξετάσει προσεκτικά.
Ο σοφιστής, λοιπόν, διαβεβαιώνει τον
Ύπατο πως οι τωρινοί τους εχθροί δεν θα κατορθώσουν ποτέ να τους βλάψουν, αφού
ανήκοντας κι εκείνοι στην ίδια εποχή, δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι το τόσο
ρηξικέλευθο, ώστε να κλονιστεί το ήδη εδραιωμένο κύρος των σοφιστών. Οι
πραγματικοί εχθροί τους θα έρθουν αργότερα και θα είναι οι καινούριοι σοφιστές
που θα αναδυθούν από τη νέα γενιά, όταν πια εκείνοι θα είναι υπέργηροι και θα
κείτονται ελεεινά, ίσως και κλινήρεις, ενώ κάποιοι από αυτούς ενδέχεται να
έχουν πεθάνει κιόλας.
Τα σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και
κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν
τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί.
Ο σοφιστής προδικάζει πως με τον ερχομό
της κατοπινής γενιάς στα σοφιστικά πράγματα, τα λόγια και τα έργα τους τα
σημερινά θα μοιάζουν αλλόκοτα, αν όχι και κωμικά, αφού οι νέοι σοφιστές, οι
πραγματικοί εχθροί τους, θ’ αλλάξουν το ύφος και τις τάσεις στη σοφιστική,
καθιστώντας τους εντελώς παρωχημένους. Η αλλαγή, βέβαια, δεν θα είναι
ουσιαστική, αφού δεν θα αφορά το περιεχόμενο των λόγων, αλλά το ύφος και τις τάσεις
ως προς την έκφραση και τη διατύπωση∙ θα είναι, όμως, έστω κι έτσι, ικανή να «εκθρονίσει»
εκείνους και να δώσει οριστικό προβάδισμα στους νέους, αφού θα ανταποκρίνεται
στην ανάγκη των ανθρώπων για ανανέωση ή έστω για μιαν επίφαση ανανέωσης.
Όμοια σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε
τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και
περιττά
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς
μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε
μ’ άλλον τρόπο.»
Ο σοφιστής είναι βέβαιος για το τι θα
συμβεί, αφού αυτό ακριβώς έκανε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του σε σχέση με τους προγενέστερους.
Πήραν τα λόγια και τις ιδέες των περασμένων και τις μετέπλασαν σε τέτοιο βαθμό,
ώστε να δίνουν την εντύπωση ενός νέου και πρωτάκουστου υλικού, έστω κι αν δεν
υπήρχε τίποτε το νέο σε αυτό πέρα από το ύφος που επιλέχθηκε για τη διατύπωσή
του.
Έτσι, όσα αυτοί κατόρθωσαν να τα
παρουσιάσουν στους πολίτες ωραία και σωστά, θα έρθουν οι εχθροί τους και θα τα
καταδικάσουν ως ανόητα και περιττά, λέγοντας εντούτοις ακριβώς τα ίδια, με άλλο
τρόπο όμως -κάτι που δεν απαιτεί καν ιδιαίτερο κόπο. Θα κάνουν, άρα, οι
νεότεροι ότι έκαναν στο παρελθόν κι οι ίδιοι που είπαν τα λόγια τα παλιά με
άλλο, διαφορετικό τρόπο.
Ο Καβάφης καταγράφει εδώ μια ιδέα που
προσεγγίζει και στο πεζό κείμενο «Aι σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέχνου»∙ ό,τι
αναφέρει ο σοφιστής πως συμβαίνει στο δικό τους χώρο πνευματικής δημιουργίας,
συμβαίνει επί της ουσίας και στην ποίηση, όπως και στην πεζογραφία, αλλά, ως
ένα βαθμό, ακόμη και στην πολιτική. Κάθε νέα γενιά δημιουργών ή και πολιτικών
δεν έχει παρά να μεταλλάξει λίγο τον τρόπο διατύπωσης των παλαιότερων ιδεών κι
έχει διασφαλίσει εύκολα τη στήριξη του κοινού. Σκέψεις, φιλοσοφικές ιδέες,
ποιητικά θέματα, αλλά και διακηρύξεις πολιτικού περιεχομένου, που έχουν
αποδειχθεί στο παρελθόν ευχάριστες στους πολίτες, μπορούν εύκολα να
παρουσιαστούν ως νέο υλικό, κερδίζοντας ξανά και ξανά την εύνοια του κοινωνικού
συνόλου ή του αναγνωστικού κοινού, αρκεί να παρουσιαστούν μ’ έναν πρωτότυπο
τρόπο.
Οι νέοι σοφιστές, όπως κι οι νέοι
ποιητές δεν χρειάζεται επί της ουσίας να κοπιάσουν αναζητώντας νέες ιδέες, αφού
υπάρχει ήδη άφθονο δοκιμασμένο υλικό από τους προηγούμενους. Το μόνο που
χρειάζεται να κάνουν είναι να το μεταπλάσουν σε ικανό βαθμό, ώστε να ηχεί ως
νέο και πρωτότυπο. Ένα καινούριο ύφος διατύπωσης και μια αλλαγή σε σχέση με το
σε ποιες ιδέες θα πρέπει να δίνεται έμφαση, επαρκούν για να δημιουργήσουν την
αίσθηση μιας πρωτοποριακής αντίληψης και να καταστήσουν τους προγενέστερους -που
έλεγαν ωστόσο ακριβώς τα ίδια- ξεπερασμένους και ανόητους.
Η ίδια λογική, άλλωστε, ακολουθείται
διαχρονικά και στο χώρο της πολιτικής, όπου κάθε νέος επίδοξος ηγέτης
αλλάζοντας λίγο τη συνθηματολογία των προηγούμενων υπόσχεται κι αυτός τα ίδια,
κατορθώνοντας ωστόσο να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως οι δικές του προτάσεις
είναι σύγχρονες και πιο πρωτοποριακές.
Οι άνθρωποι είτε ως αναγνωστικό κοινό,
είτε ως πολίτες, ανταποκρίνονται επί της ουσίας σε ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες,
των οποίων η ουσία διατηρεί διαχρονικά κεντρική σημασία στη ζωή τους.
Εντούτοις, δείχνουν να κουράζονται από εκείνα που διατηρούν απαράλλαχτο ύφος,
γι’ αυτό κι επιθυμούν πάντοτε μια αίσθηση -ψευδαίσθηση προτιμότερα- ανανέωσης,
έστω κι αν στην πραγματικότητα οι ανάγκες τους τόσο στον πνευματικό όσο και στον
πολιτικό τομέα παραμένουν σταθερά ίδιες. Επιβραβεύουν, έτσι, εκείνους τους δημιουργούς
(ή και τους πολιτικούς) που θα μπορέσουν να τους παρουσιάσουν ως απολύτως νέες
και πρωτότυπες, εκείνες ακριβώς τις ίδιες ιδέες που έχουν και θα έχουν πάντοτε
ανάγκη.
«Αι
σκέψεις ενός γέροντος καλλιτέχνου»
Eγήρασεν ο συγγραφεύς. Είναι ογδόντα
ετών. Είναι κάπως σαστισμένος από την δόξαν των πεζών του έργων και των
ποιημάτων του, και από το γήρας. H πολλή του εσωτερική πεποίθησις και η
έγκρισις του κόσμου συντείνουν εις το να αμβλύνουν την κρίσιν του. Αλλά δεν την
αμβλύνουν ολοτελώς. Παρατηρεί ότι υπό τον επίσημον θαυμασμόν των πολλών υπάρχει
μία ελαφρά ψυχρότης των ολίγων. Τα έργα του δεν θαυμάζονται τόσον υπό τινων εκ
των νέων. H σχολή των δεν είναι η σχολή του, και το ύφος των δεν είναι το ύφος
του. Σκέπτονται και προ πάντων γράφουν διαφορετικά. O γέρων καλλιτέχνης
αναγινώσκει και μελετά ευσυνειδήτως τα έργα των και τα ευρίσκει κατώτερα των
ιδικών του, και θεωρεί την νέαν σχολήν υποδεεστέραν, τουλάχιστον όχι ανωτέραν,
της ιδικής του. Φρονεί ότι εάν ήθελε θα ηδύνατο να γράψη με τον νέον τούτον
τρόπον. Αλλά, βέβαια, όχι αμέσως. Θα εχρειάζετο 8, 10 έτη διά να έμβη εις το
πνεύμα του νέου ύφους ― και τώρα πλησιάζει ο καιρός να αποθάνη.
Έρχονται στιγμαί που περιφρονεί τους νεωτερισμούς. Τι σπουδαιότητα
έχουν; Ένας μικρός αριθμός νέων που κάπως δεν τον αρέσουν! Αλλά εκατομμύρια όλα
τον θαυμάζουν. Αισθάνεται όμως ότι κατασοφιστεύει τον εαυτόν του. Και εκείνος
ούτω ήρχισεν. Ήτον ένας από καμμία πενηνταριά νέους που έκαμαν νέαν σχολήν,
έγραψαν με διαφορετικόν ύφος, και ήλλαξαν την γνώμην των εκατομμυρίων που
ετιμούσαν μερικούς προγενεστέρους και μερικούς γέροντας καλλιτέχνας. Οι
τελευταίοι διηυκόλυναν πολύ την νίκην του αποθνήσκοντες. Από αυτά συμπεραίνει ο
γέρων συγγραφεύς ότι είναι μάταιον πράγμα η καλλιτεχνία με τους συρμούς της που
αλλάζουν συχνά. Bέβαια και των νέων αυτών το έργον θα ήναι προσωρινόν ως το
ιδικόν του ― αλλά τούτο δεν τον παρηγορεί.
Εν τη εξελίξει των σκέψεων και των ρεμβασμών του, παρατηρεί με πικρίαν
ότι ο Ενθουσιασμός και η Ποιητικότης εκάστου συγγραφέως μόλις γηράσουν κατά 40
ή 50 έτη αρχίζουν να φαίνονται αλλόκοτα ή γελοία. Ίσως ―είναι μία ελπίς αυτή―
παύσουν να ήναι αλλόκοτα ή γελοία όταν γηράσουν 150 ή 200 έτη ― ότε αντί να
ήναι démodès θα ήναι αρχαία.
Τον καταλαμβάνει δε και αμφιβολία τις περί της απολύτου ή αφηρημένης
αξίας πολλών του κατακρίσεων. Εκείνοι οι συγγραφείς που κατέκρινε όταν ήτον
νέος και αντικατέστησεν, ίσως τους κατέκρινε διότι δεν τους εννοούσε ― όχι
ένεκα ελλείψεως μεγαλοφυΐας, αλλά διότι πιθανόν η δύναμις της κατανοήσεως
διαφθείρεται υπό συγχρόνων περιστάσεων ή μάλλον συρμών. Το εξωτερικόν της
κατακρίσεώς του ωμοίαζε καθ’ όλα με την κατάκρισιν των σημερινών νέων δι’
αυτόν. Δεν ήλλαξε γνώμην ― τουλάχιστον ως διά τα περισσότερα. Τους πλείστους εκ
των παλαιών εκείνων καλλιτεχνών κατακρίνει σήμερον ως προ 60 ετών. Αλλ’ αυτό
βέβαια δεν είναι μεγάλη απόδειξις ότι η κατάκρισίς του είναι ορθή. Είναι
απόδειξις ότι, ψυχικώς, είναι ο ίδιος νέος της τότε.