Will Bullas
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Η διάθεση παραίτησης και υποταγής που γίνεται αισθητή από τη στάση των πολιτών και των Συγκλητικών, επικυρώνεται κι από την πρόθεση του αυτοκράτορα να παραδώσει στους βαρβάρους μια σειρά τίτλων και εξουσιών.
Ο αρχηγός του κράτους, προτίθεται με κάθε επισημότητα να δώσει στους βαρβάρους τον έλεγχο της πολιτείας, εκφράζοντας τη βαθύτερη διάθεση παραίτησης που διατρέχει όλη την κοινωνία, από τους πολίτες μέχρι τον ανώτατο άρχοντα.
Η κοινωνία αυτή έχοντας φτάσει στο μέγιστο σημείο εξέλιξης, βρέθηκε τελικά σε μια κατάσταση αποτελμάτωσης, σ’ ένα οριακό σημείο όπου δεν έχει πλέον τρόπο να προχωρήσει παραπέρα. Οι πολίτες δεν βλέπουν άλλα περιθώρια εξέλιξης και δεν έχουν πια καμία επεκτατική ή μαχητική διάθεση. Έχουν παραδοθεί σε μια διάθεση αδράνειας και πλήξης, απ’ όπου η μόνη επιλογή δεν είναι πια η περαιτέρω ανάπτυξη αλλά η επιστροφή σε μια προγενέστερη βαθμίδα. Η πολιτεία δεν μπορεί πια να διεκδικήσει κάτι περισσότερο, καθώς έχει καθηλωθεί στο ανώτατο σημείο που μπορούσε να φτάσει και βρίσκεται τώρα στο σημείο να περιμένει ανυπόμονα τον ερχομό των βαρβάρων, τον ερχομό μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης, προσδοκώντας από αυτούς τη δυνατότητα της ανανέωσης, έστω κι αν η ανανέωση αυτή για να επέλθει θα σημάνει την παράδοση όσων μέχρι τώρα απέκτησαν. Οι βάρβαροι συμβολίζουν τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων για τη λυτρωτική επιστροφή σε μια κατάσταση όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απλούστερες. Η μεγάλη εξέλιξη της πολιτείας περιέπλεξε τους όρους διαβίωσης και συνύπαρξης, καθιστώντας κουραστική και πολυσύνθετη την κοινωνική τους ύπαρξη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πια τη διάθεση να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία και θέλουν μια ριζική απλοποίηση. Μια απλοποίηση που μόνο οι βάρβαροι μπορούν να τους την προσφέρουν.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο σημείο όπου η λάμψη των πολύτιμων λίθων και των κοσμημάτων τους θαμπώνει και τους προκαλεί ευχαρίστηση. Οι βάρβαροι δε διαθέτουν κανένα ουσιαστικό επίπεδο ανάπτυξης, γι’ αυτό και οι πολίτες τους περιμένουν ανυπόμονα, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να γυρίσουν στην εποχή όπου η λάμψη ενός πολύτιμου λίθου μπορούσε να τους εντυπωσιάσει.
Η αναφορά του ποιητή στην απλότητα με την οποία οι βάρβαροι αντιμετωπίζουν τον κόσμο, έρχεται σε αντιδιαστολή με την κατάσταση που επικρατεί στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον πουθενά ικανοποίηση και όλα πρέπει να γίνονται ολοένα και πιο εντυπωσιακά για να τους προκαλέσουν αίσθηση. Ένας βασικός δείκτης για την παρακμή μιας κοινωνίας είναι η αδυναμία των μελών της να αντλήσει ευχαρίστηση από τα απλά στοιχεία που έχει να προσφέρει η ζωή. Όταν οι άνθρωποι αναζητούν όλο και πιο βίαια, όλο και πιο εντυπωσιακά θεάματα για να ικανοποιηθούν, τότε έχουν χάσει την πολύτιμη δυνατότητα να απολαμβάνουν τη ζωή στην απλότητά της.
Η πολιτεία του ποιήματος, βρίσκεται επομένως στο σημείο αυτό, όπου τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει πια, τίποτε δεν μπορεί να τους λυτρώσει από την ανία και την αδιαφορία τους, γι’ αυτό κι επιθυμούν να γυρίσουν στο πρωταρχικό επίπεδο, όπου ένα γυαλιστερό πετράδι αρκούσε για να τους προκαλέσει ενθουσιασμό.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Οι λόγοι των ρητόρων, οι δημόσιες αγορεύσεις στην αγορά, ο διάλογος, αλλά και ο αντίλογος, τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τη δημοκρατική διάσταση του πολιτεύματος, προκαλούν ανία στους βαρβάρους. Οι βάρβαροι δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο εκείνο όπου οι πολίτες μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους και μπορούν να επικρίνουν τις αποφάσεις της ηγεσίας. Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο επίπεδο όπου ο λόγος του ενός, του ισχυρότερου, αποτελεί νόμο για όλους τους υπόλοιπους.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Η διάψευση των προσδοκιών επέρχεται απότομα, αλλά όχι απροσδόκητα, καθώς η επιθυμία των πολιτών για επιστροφή σε μια προγενέστερη κατάσταση διαβίωσης, η επιθυμία τους να αποποιηθούν διαμιάς όσα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει με κόπο, ήταν εμφανώς ουτοπική. Βάρβαροι δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει η δυνατότητα στις εξελιγμένες κοινωνίες και στις κοινωνίες που παρακμάζουν να επιστρέψουν έτσι απλά σε μια πρωτογενή βαθμίδα ανάπτυξης, για να μπορέσουν να φτιάξουν τα πάντα από την αρχή. Τα λάθη στην οργάνωση, όπως και η παρακμή από ένα σημείο και μετά, είναι στοιχεία σύμφυτα σε κάθε κοινωνία και δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Οι στίχοι που κλείνουν το ποίημα, απέκτησαν αποφθεγματική αξία, καθώς εκφράζουν επιγραμματικά την απογοήτευση των πολιτών για την ανυπαρξία των βαρβάρων και για τη διάψευση της προσδοκίας τους, ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την κατάσταση πλήξης και παρακμής που είχαν περιέλθει.
Το ενδιαφέρον στη διατύπωση των στίχων αυτών είναι το γεγονός πως οι βάρβαροι δεν θεωρήθηκαν ποτέ η μοναδική λύση για την πολιτεία, οι βάρβαροι ήταν απλώς «μια κάποια λύσις». Οι πολίτες περίμεναν τους βαρβάρους ως μια επιλογή για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, οπότε το γεγονός ότι οι βάρβαροι δεν υπάρχουν, δεν τους οδηγεί σε απόλυτη απελπισία, τους αναγκάζει απλώς να αναζητήσουν μια διαφορετική λύση.
Το ποίημα Περιμένοντας τους Βαρβάρους, όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο ποιητής, δεν έχει εφαρμογή μόνο σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και σε ατομικό επίπεδο, καθώς εκφράζει την ανάγκη που αισθάνονται κάποτε οι άνθρωποι που έχουν γεμίσει τη ζωή τους με υποχρεώσεις κι ευθύνες, να επιστρέψουν σε μια πρότερη κατάσταση όπου η ζωή ήταν ανέμελη, χωρίς ευθύνες και όπου ο άνθρωπος μπορούσε πραγματικά να απολαύσει την κάθε στιγμή. Μια παρόμοια ανάγκη έχουν και οι πνευματικοί άνθρωποι που έχουν περάσει τη ζωή τους μελετώντας, και θέλουν κάποτε να γυρίσουν σε μια κατάσταση απλότητας και άγνοιας, όπου κάθε τι μοιάζει νέο και ανεξερεύνητο, σε μια κατάσταση δηλαδή όπου μπορούν να νιώσουν ξανά την έκπληξη μπροστά στα μυστήρια της ζωής.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη είναι ένα ψευδοϊστορικό ποίημα, από τα δημοφιλέστερα του ποιητή, με το οποίο δίνεται με συμβολικούς όρους η ανάγκη επιστροφής σε μια απλούστερη μορφή διαβίωσης, καθώς και η ανάγκη αναστροφής του κλίματος πλήξης και αδιαφορίας που συχνά πλήττει τις κοινωνίες, που έχοντας φτάσει στο ζενίθ της ανάπτυξής τους, οδηγούνται αναπόφευκτα στην παρακμή.
Το ποίημα έχει έντονα στοιχεία θεατρικότητας, μιας και είναι βασισμένο σ’ ένα διάλογο που οδηγείται σταδιακά σε μια κλιμάκωση της αγωνίας και της αναμονής, για να καταλήξει απότομα στη διάψευση της προσδοκίας. Επιπλέον, ο ποιητής μας παρουσιάζει το χώρο αλλά και τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτόν, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια παράσταση. Η θεατρικότητα, συμβάλλει ώστε το περιεχόμενο του ποιήματος να δοθεί παραστατικότερα και με περισσότερη ζωντάνια, καθιστώντας έτσι το ποίημα πιο ενδιαφέρον.
Ο χώρος όπου διαδραματίζονται τα αναφερόμενα γεγονότα είναι η αγορά μιας πόλης που δεν κατονομάζεται, και παρόλο που ο ποιητής μας παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την αναφορά στη Σύγκλητο, τους υπάτους και τους πραίτορες, επί της ουσίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια είναι η πόλη αυτή και σε ποια χώρα ανήκει, καθώς το ποίημα είναι αμιγώς συμβολικό και τα σημάδια παρακμής που καταγράφει μπορούν να παρουσιαστούν σε οποιαδήποτε κοινωνία και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται παραμένουν ανώνυμα και αφανή, καθώς η ταυτότητά τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του ποιήματος. Εκείνο που έχει σημασία είναι η κλιμάκωση στις αντιδράσεις της πολιτείας καθώς η αγωνία για την έλευση των Βαρβάρων επιτείνεται.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Το ποίημα ξεκινά με μια ερώτηση που μας παρουσιάζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην πολιτεία. Όλοι έχουν μαζευτεί στην αγορά και περιμένουν, καθώς σήμερα είναι να φτάσουν οι βάρβαροι.
Οι πολίτες περιμένουν στην αγορά, στο κέντρο της πόλης, και όχι στα τείχη ή σε κάποιες αμυντικές θέσεις, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν προετοιμάζονται για κάποια πολεμική σύγκρουση, αντιθέτως, περιμένουν απλώς την έλευση των βαρβάρων.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Η αίσθηση που δημιουργούν οι εισαγωγικοί στίχοι ότι οι πολίτες απλώς περιμένουν τον ερχομό των βαρβάρων, ενισχύεται με την αναφορά στην απραξία των Συγκλητικών. Οι νομοθέτες της πολιτείας έχουν παύσει τις εργασίες τους, καθώς οι βάρβαροι θα αναλάβουν το έργο αυτό, όταν έρθουν.
Η πολιτεία, επομένως, όχι μόνο περιμένει τους βαρβάρους, αλλά σκοπεύει να τους παραδώσει αμαχητί τις εξουσίες της. Οι νομοθέτες πρόθυμα θα παραχωρήσουν την εξουσία τους στους ξένους που θα έρθουν, αφήνοντας σε αυτούς το σημαντικό έργο του νομοθετικού λειτουργήματος.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Καβάφη είναι ένα ψευδοϊστορικό ποίημα, από τα δημοφιλέστερα του ποιητή, με το οποίο δίνεται με συμβολικούς όρους η ανάγκη επιστροφής σε μια απλούστερη μορφή διαβίωσης, καθώς και η ανάγκη αναστροφής του κλίματος πλήξης και αδιαφορίας που συχνά πλήττει τις κοινωνίες, που έχοντας φτάσει στο ζενίθ της ανάπτυξής τους, οδηγούνται αναπόφευκτα στην παρακμή.
Το ποίημα έχει έντονα στοιχεία θεατρικότητας, μιας και είναι βασισμένο σ’ ένα διάλογο που οδηγείται σταδιακά σε μια κλιμάκωση της αγωνίας και της αναμονής, για να καταλήξει απότομα στη διάψευση της προσδοκίας. Επιπλέον, ο ποιητής μας παρουσιάζει το χώρο αλλά και τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτόν, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια παράσταση. Η θεατρικότητα, συμβάλλει ώστε το περιεχόμενο του ποιήματος να δοθεί παραστατικότερα και με περισσότερη ζωντάνια, καθιστώντας έτσι το ποίημα πιο ενδιαφέρον.
Ο χώρος όπου διαδραματίζονται τα αναφερόμενα γεγονότα είναι η αγορά μιας πόλης που δεν κατονομάζεται, και παρόλο που ο ποιητής μας παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την αναφορά στη Σύγκλητο, τους υπάτους και τους πραίτορες, επί της ουσίας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια είναι η πόλη αυτή και σε ποια χώρα ανήκει, καθώς το ποίημα είναι αμιγώς συμβολικό και τα σημάδια παρακμής που καταγράφει μπορούν να παρουσιαστούν σε οποιαδήποτε κοινωνία και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Τα πρόσωπα που συνδιαλέγονται παραμένουν ανώνυμα και αφανή, καθώς η ταυτότητά τους δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του ποιήματος. Εκείνο που έχει σημασία είναι η κλιμάκωση στις αντιδράσεις της πολιτείας καθώς η αγωνία για την έλευση των Βαρβάρων επιτείνεται.
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Το ποίημα ξεκινά με μια ερώτηση που μας παρουσιάζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην πολιτεία. Όλοι έχουν μαζευτεί στην αγορά και περιμένουν, καθώς σήμερα είναι να φτάσουν οι βάρβαροι.
Οι πολίτες περιμένουν στην αγορά, στο κέντρο της πόλης, και όχι στα τείχη ή σε κάποιες αμυντικές θέσεις, γεγονός που υποδηλώνει πως δεν προετοιμάζονται για κάποια πολεμική σύγκρουση, αντιθέτως, περιμένουν απλώς την έλευση των βαρβάρων.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Η αίσθηση που δημιουργούν οι εισαγωγικοί στίχοι ότι οι πολίτες απλώς περιμένουν τον ερχομό των βαρβάρων, ενισχύεται με την αναφορά στην απραξία των Συγκλητικών. Οι νομοθέτες της πολιτείας έχουν παύσει τις εργασίες τους, καθώς οι βάρβαροι θα αναλάβουν το έργο αυτό, όταν έρθουν.
Η πολιτεία, επομένως, όχι μόνο περιμένει τους βαρβάρους, αλλά σκοπεύει να τους παραδώσει αμαχητί τις εξουσίες της. Οι νομοθέτες πρόθυμα θα παραχωρήσουν την εξουσία τους στους ξένους που θα έρθουν, αφήνοντας σε αυτούς το σημαντικό έργο του νομοθετικού λειτουργήματος.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Η διάθεση παραίτησης και υποταγής που γίνεται αισθητή από τη στάση των πολιτών και των Συγκλητικών, επικυρώνεται κι από την πρόθεση του αυτοκράτορα να παραδώσει στους βαρβάρους μια σειρά τίτλων και εξουσιών.
Ο αρχηγός του κράτους, προτίθεται με κάθε επισημότητα να δώσει στους βαρβάρους τον έλεγχο της πολιτείας, εκφράζοντας τη βαθύτερη διάθεση παραίτησης που διατρέχει όλη την κοινωνία, από τους πολίτες μέχρι τον ανώτατο άρχοντα.
Η κοινωνία αυτή έχοντας φτάσει στο μέγιστο σημείο εξέλιξης, βρέθηκε τελικά σε μια κατάσταση αποτελμάτωσης, σ’ ένα οριακό σημείο όπου δεν έχει πλέον τρόπο να προχωρήσει παραπέρα. Οι πολίτες δεν βλέπουν άλλα περιθώρια εξέλιξης και δεν έχουν πια καμία επεκτατική ή μαχητική διάθεση. Έχουν παραδοθεί σε μια διάθεση αδράνειας και πλήξης, απ’ όπου η μόνη επιλογή δεν είναι πια η περαιτέρω ανάπτυξη αλλά η επιστροφή σε μια προγενέστερη βαθμίδα. Η πολιτεία δεν μπορεί πια να διεκδικήσει κάτι περισσότερο, καθώς έχει καθηλωθεί στο ανώτατο σημείο που μπορούσε να φτάσει και βρίσκεται τώρα στο σημείο να περιμένει ανυπόμονα τον ερχομό των βαρβάρων, τον ερχομό μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης, προσδοκώντας από αυτούς τη δυνατότητα της ανανέωσης, έστω κι αν η ανανέωση αυτή για να επέλθει θα σημάνει την παράδοση όσων μέχρι τώρα απέκτησαν. Οι βάρβαροι συμβολίζουν τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων για τη λυτρωτική επιστροφή σε μια κατάσταση όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απλούστερες. Η μεγάλη εξέλιξη της πολιτείας περιέπλεξε τους όρους διαβίωσης και συνύπαρξης, καθιστώντας κουραστική και πολυσύνθετη την κοινωνική τους ύπαρξη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πια τη διάθεση να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία και θέλουν μια ριζική απλοποίηση. Μια απλοποίηση που μόνο οι βάρβαροι μπορούν να τους την προσφέρουν.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο σημείο όπου η λάμψη των πολύτιμων λίθων και των κοσμημάτων τους θαμπώνει και τους προκαλεί ευχαρίστηση. Οι βάρβαροι δε διαθέτουν κανένα ουσιαστικό επίπεδο ανάπτυξης, γι’ αυτό και οι πολίτες τους περιμένουν ανυπόμονα, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να γυρίσουν στην εποχή όπου η λάμψη ενός πολύτιμου λίθου μπορούσε να τους εντυπωσιάσει.
Η αναφορά του ποιητή στην απλότητα με την οποία οι βάρβαροι αντιμετωπίζουν τον κόσμο, έρχεται σε αντιδιαστολή με την κατάσταση που επικρατεί στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον πουθενά ικανοποίηση και όλα πρέπει να γίνονται ολοένα και πιο εντυπωσιακά για να τους προκαλέσουν αίσθηση. Ένας βασικός δείκτης για την παρακμή μιας κοινωνίας είναι η αδυναμία των μελών της να αντλήσει ευχαρίστηση από τα απλά στοιχεία που έχει να προσφέρει η ζωή. Όταν οι άνθρωποι αναζητούν όλο και πιο βίαια, όλο και πιο εντυπωσιακά θεάματα για να ικανοποιηθούν, τότε έχουν χάσει την πολύτιμη δυνατότητα να απολαμβάνουν τη ζωή στην απλότητά της.
Η πολιτεία του ποιήματος, βρίσκεται επομένως στο σημείο αυτό, όπου τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει πια, τίποτε δεν μπορεί να τους λυτρώσει από την ανία και την αδιαφορία τους, γι’ αυτό κι επιθυμούν να γυρίσουν στο πρωταρχικό επίπεδο, όπου ένα γυαλιστερό πετράδι αρκούσε για να τους προκαλέσει ενθουσιασμό.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Οι λόγοι των ρητόρων, οι δημόσιες αγορεύσεις στην αγορά, ο διάλογος, αλλά και ο αντίλογος, τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τη δημοκρατική διάσταση του πολιτεύματος, προκαλούν ανία στους βαρβάρους. Οι βάρβαροι δεν έχουν φτάσει στο επίπεδο εκείνο όπου οι πολίτες μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους και μπορούν να επικρίνουν τις αποφάσεις της ηγεσίας. Οι βάρβαροι βρίσκονται ακόμη στο επίπεδο όπου ο λόγος του ενός, του ισχυρότερου, αποτελεί νόμο για όλους τους υπόλοιπους.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Η διάψευση των προσδοκιών επέρχεται απότομα, αλλά όχι απροσδόκητα, καθώς η επιθυμία των πολιτών για επιστροφή σε μια προγενέστερη κατάσταση διαβίωσης, η επιθυμία τους να αποποιηθούν διαμιάς όσα μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει με κόπο, ήταν εμφανώς ουτοπική. Βάρβαροι δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχει η δυνατότητα στις εξελιγμένες κοινωνίες και στις κοινωνίες που παρακμάζουν να επιστρέψουν έτσι απλά σε μια πρωτογενή βαθμίδα ανάπτυξης, για να μπορέσουν να φτιάξουν τα πάντα από την αρχή. Τα λάθη στην οργάνωση, όπως και η παρακμή από ένα σημείο και μετά, είναι στοιχεία σύμφυτα σε κάθε κοινωνία και δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Οι στίχοι που κλείνουν το ποίημα, απέκτησαν αποφθεγματική αξία, καθώς εκφράζουν επιγραμματικά την απογοήτευση των πολιτών για την ανυπαρξία των βαρβάρων και για τη διάψευση της προσδοκίας τους, ότι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την κατάσταση πλήξης και παρακμής που είχαν περιέλθει.
Το ενδιαφέρον στη διατύπωση των στίχων αυτών είναι το γεγονός πως οι βάρβαροι δεν θεωρήθηκαν ποτέ η μοναδική λύση για την πολιτεία, οι βάρβαροι ήταν απλώς «μια κάποια λύσις». Οι πολίτες περίμεναν τους βαρβάρους ως μια επιλογή για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, οπότε το γεγονός ότι οι βάρβαροι δεν υπάρχουν, δεν τους οδηγεί σε απόλυτη απελπισία, τους αναγκάζει απλώς να αναζητήσουν μια διαφορετική λύση.
Το ποίημα Περιμένοντας τους Βαρβάρους, όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο ποιητής, δεν έχει εφαρμογή μόνο σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και σε ατομικό επίπεδο, καθώς εκφράζει την ανάγκη που αισθάνονται κάποτε οι άνθρωποι που έχουν γεμίσει τη ζωή τους με υποχρεώσεις κι ευθύνες, να επιστρέψουν σε μια πρότερη κατάσταση όπου η ζωή ήταν ανέμελη, χωρίς ευθύνες και όπου ο άνθρωπος μπορούσε πραγματικά να απολαύσει την κάθε στιγμή. Μια παρόμοια ανάγκη έχουν και οι πνευματικοί άνθρωποι που έχουν περάσει τη ζωή τους μελετώντας, και θέλουν κάποτε να γυρίσουν σε μια κατάσταση απλότητας και άγνοιας, όπου κάθε τι μοιάζει νέο και ανεξερεύνητο, σε μια κατάσταση δηλαδή όπου μπορούν να νιώσουν ξανά την έκπληξη μπροστά στα μυστήρια της ζωής.