Κωνσταντίνος
Καβάφης «Προς τον Αντίοχον Επιφανή»
Ο νέος Aντιοχεύς είπε στον βασιλέα,
«Μες την καρδιά μου πάλλει μια προσφιλής ελπίς·
οι Μακεδόνες πάλι, Aντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι μες στην μεγάλη πάλη.
Aς ή τ α ν να νικήσουν — και σ’ όποιον θέλει δίδω
τον λέοντα και τους ίππους, τον Πάνα από κοράλλι,
και το κομψό παλάτι, και τους εν Τύρω κήπους,
κι όσ’ άλλα μ’ έχεις δώσει, Aντίοχε Επιφανή.»
Ίσως να συγκινήθη κομμάτι ο βασιλεύς.
Μα πάραυτα θυμήθη πατέρα κι αδελφόν,
και μήτε απεκρίθη. Μπορούσε ωτακουστής
να επαναλάβει κάτι.— Άλλωστε, ως φυσικόν,
ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις.
Ιστορικό
πλαίσιο
Το 175 π.Χ. ο βασιλιάς των Σελευκιδών
Σέλευκος Δ΄ Φιλοπάτωρ δολοφονείται από τον ανώτερο αξιωματούχο του κράτους
Ηλιόδωρο και ανεβαίνει στο θρόνο υπό ανεξακρίβωτες συνθήκες ο αδελφός του
Αντίοχος Δ΄ Επιφανής. Παρά τις εξαιρετικά συγκεχυμένες πληροφορίες των πηγών,
φαίνεται ότι στον σελευκιδικό θρόνο είχε ήδη εγκατασταθεί ο δευτερότοκος γιος
του Σελεύκου Δ΄ Αντίοχος, και ότι ο συνώνυμος θείος του, για να αμβλύνει τις
εύλογες αντιδράσεις των πιστών υπηκόων του δολοφονημένου βασιλέως, προτίμησε να
τον αναγνωρίσει, αρχικά τουλάχιστον, ως συμβασιλέα. Ο ανήλικος αυτός Αντίοχος
εξαφανίστηκε -πιθανότατα δολοφονήθηκε- μετά τα πρώτα πέντε χρόνια της βασιλείας
του Αντιόχου Δ΄ (175-170 π.Χ.), μόλις γεννήθηκε ο φυσικός διάδοχος του
τελευταίου, ο μετέπειτα Αντίοχος Ε΄.
Στην επιβλητική σειρά των μεγαλόσχημων
ελληνιστικών βασιλέων ο Αντίοχος παρουσιάζεται από τις πηγές που έχουν σωθεί ως
μια ευέλικτη, ευπροσήγορη και, παρ’ όλα αυτά, αινιγματική στην απλότητά της μορφή.
Κατά τον Πολύβιο, στον οποίο οφείλουμε
μια ζωντανή προσωπογραφία του Σελευκίδη βασιλέως, ο Αντίοχος κάθε άλλο παρά «Επιφανής»
(δηλαδή επιφανής θεός), όπως ο ίδιος επονομάστηκε, ήταν, και μάλλον ως «Επιμανής»
(δηλαδή τρελός) θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του∙ λουζόταν στα
δημόσια λουτρά μαζί με τους απλούς ανθρώπους του λαού και συνομιλούσε μαζί τους,
συμμετείχε ακόμη και απρόσκλητος στα συμπόσια των νέων με μουσικά όργανα. Πολλές
φορές έβγαζε τη βασιλική εσθήτα και γύριζε στην αγορά φορώντας απλή τήβεννο, ως
απλός υποψήφιος χαιρετούσε τους πολίτες και τους παρακαλούσε να τον ψηφίσουν ως
«αγορανόμον» ή ως «δήμαρχον». Αφού κατόρθωνε να εκλεγεί, κάθιζε, σύμφωνα με το
ρωμαϊκό έθος, στον ελεφάντινο δίφρο και δίκαζε τις διάφορες υποθέσεις και
συναλλαγές στην αγορά με μεγάλη ευσυνειδησία, προκαλώντας κατάπληξη στους υπηκόους
του, που δεν ήξεραν αν έπρεπε να τον θεωρήσουν αφελή ή τρελό.
Στις προσφορές του προς τις ελληνικές
πόλεις ξεπέρασε όλους τους συγχρόνους του βασιλείς. Χρηματοδότησε με μεγάλα
ποσά την κατασκευή του τείχους της Μεγαλοπόλεως, ίδρυσε μαρμάρινο θέατρο στην
Τεγέα και προσέφερε πλούσια δώρα στο πρυτανείο της Κυζίκου, καθώς και ποικίλες
παροχές στους Ροδίους. Στους Βοιωτούς παραχώρησε τα μέσα για την ίδρυση ναού
του Διός στη Λεβάδεια, ενώ σε άλλες πόλεις, όπως το Άργος, το Βυζάντιο, την
Καλχηδόνα, τη Δήλο, την Ολυμπία, έκανε πλούσιες χορηγίες. Με τις γενναιοδωρίες
του αυτές ο Αντίοχος κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια των ελληνικών πόλεων.
Τα ευεργετικά μέτρα του βασιλεώς
επεκτάθηκαν σε όλους τους τομείς της εσωτερικής πολιτικής. Πολλές πόλεις του
σελευκιδικού κράτους απέσπασαν ποικίλες ελευθερίες και προνόμια, σε ορισμένες
μάλιστα, και όχι μόνο σε ελληνικές, παραχωρήθηκε το δικαίωμα να κόβουν δικά τους
νομίσματα.
Στη συστηματική προσπάθειά του για τον
εξελληνισμό των υπηκόων του ο Αντίοχος εγκατέστησε στην Ασία πολλούς αποίκους
από την Ελλάδα. Στην πρωτεύουσα του κράτους Αντιόχεια προστέθηκε μια νέα
συνοικία που ονομάστηκε Επιφάνεια, και ιδρύθηκαν λαμπρά δημόσια οικοδομήματα
και μεγαλοπρεπής ναός του Καπιτωλίου Διός με αμύθητη διακόσμηση. Το πολίτευμα της
πόλεως φαίνεται ότι προσαρμόστηκε σε εκείνο των Αθηνών, της πόλεως που τον είχε
εκπαιδεύσει και του απένειμε τις πρώτες τιμές.
Οι ενέργειες αυτές και η εισαγωγή
γενικά στο βασίλειό του θεσμών και ηθών από την Αθήνα και τη Ρώμη τοποθετούν
τον Αντίοχο Επιφανή στην πρώτη σειρά των φωτισμένων μοναρχών που άντλησαν από
την ακένωτη πηγή των Αθηνών και της Ρώμης ποικίλα πολιτειακά και πολιτισμικά
στοιχεία για τα έθνη τους.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αντίοχος Δ΄
δεν είχε εξοφληθεί ακόμη η πολεμική αποζημίωση που είχε επιβληθεί στους Σελευκίδες
με την ειρήνη της Απαμείας, και ο βασιλεύς ως δείγμα καλής θελήσεως έστειλε στη
Ρώμη το 173 π.Χ. με τον πρέσβη Απολλώνιο όλο το υπόλοιπο ποσό. Ο Απολλώνιος
ζήτησε να ανανεωθεί η φιλία και η συμμαχία που είχε συναφθεί με τον πατέρα του
βασιλέως και διαβεβαίωνε τους Ρωμαίους για την πίστη του Αντίοχου και την
προθυμία του να αποδειχθεί συνεπής στις υποχρεώσεις του. Η Σύγκλητος
ικανοποίησε το αίτημα του Σελευκίδη βασιλέως και ο Απολλώνιος τιμήθηκε ο ίδιος εξαιρετικά
για τα φιλικά του αισθήματα που φαίνεται ότι έτρεφε για τους Ρωμαίους.
Ο Αντίοχος είχε καταλάβει ότι η θέση
του ήταν στο πλευρό της Ρώμης και του Περγάμου. Δεν μπορούσε να κάνει
διαφορετικά, καθώς η Ρώμη κρατούσε πάντοτε ως όμηρο τον Δημήτριο και μπορούσε
να τον αποστείλει στη Συρία μόλις θα έβλεπε την παραμικρή κίνηση χειραφετήσεως
από μέρους του. Το 173/2 π.Χ. ρωμαϊκή πρεσβεία που περιόδευσε τα μεγάλα
ελληνιστικά κράτη της Ανατολής με την προοπτική της επικείμενης νέας ρωμαιομακεδονικής
συρράξεως εξακρίβωσε ότι ο Αντίοχος Δ΄, όπως άλλωστε και ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ και ο
Ευμένης Β΄, είχαν προσεγγιστεί από πρέσβεις του Περσέως, αλλά έμεναν πιστοί στη
ρωμαϊκή φιλία και υπόσχονταν όλοι, εκτός από τους Ροδίους, ότι θα πειθαρχήσουν
στα κελεύσματα της Συγκλήτου. Η Ανατολή όλη βρισκόταν κάτω από τη σκιά της Ρώμης.
Η
κατάσταση στο βασίλειο της Μακεδονίας
Το 179 π.Χ. μετά το θάνατο του Φιλίππου
στο θρόνο του μακεδονικού βασιλείου ανήλθε ο γιος του Περσέας. Πολύ ορθά έχει
τονιστεί ότι η ιστορία των πρώτων έξι ετών της βασιλεία του Περσέως είναι
σκοτεινή και συγκεχυμένη στην παράδοση. Εντυπωσιακές μάλιστα είναι οι
αντιφάσεις σε ό,τι αφορά την προσωπογραφία του Περσέως. Ενόσω ζούσε ο Φίλιππος,
ο Περσέας παρουσιαζόταν ως ο κληρονομικός εχθρός της Ρώμης, ο πανούργος
αντίπαλος, ο ικανός να θέτει σε εφαρμογή οποιαδήποτε ταπεινά, δόλια και
μυστηριώδη μέσα, όπως δολοφονίες και δηλητηριάσεις, για την πραγμάτωση των
σκοπών του. Επανειλημμένα έχει χαρακτηριστεί κενόδοξος, ωμός, μνησίκακος,
αδίστακτος, πονηρός, δειλός. Αλλά από την ανάρρησή του στο θρόνο μεταμορφώνεται
ολοκληρωτικά. Ο Πολύβιος, η κυριότερη πηγή μας για την περίοδο αυτή, μολονότι
γενικά αφήνει να φανεί σαφέστατα η δυσμένειά του εναντίον του Περσέως, τον
οποίο αντικρίζει ως σοβαρό εμπόδιο στην ευεργετική, όπως νομίζει, ηγεμονία της Ρώμης
στη Μεσόγειο, του αφιερώνει κολακευτική σκιαγραφία∙ από την έναρξη της ασκήσεως
των βασιλικών του καθηκόντων τον βλέπει να επιθυμεί και να επιδιώκει τη
συμφιλίωση με όλους τους εχθρούς του Φιλίππου. Τον προβάλλει ως εξαίρετο
στρατιώτη∙ ηγέτη που ξέρει να επιβάλλει την πειθαρχία∙ επιδέξιο διπλωμάτη,
αξιόλογο οργανωτή κράτους∙ βασιλιά με γοητεία, κύρος, μεγαλοπρέπεια και
γενναιοδωρία∙ ειρηνόφιλο ηγεμόνα που αναζητεί την ειρήνη με κάθε θυσία,
δείχνοντας γι’ αυτό το σκοπό απέναντι στη Ρώμη μια σχεδόν υπερβολική υπομονή.
Ο Περσέας έσπευσε, μόλις ανήλθε στο
θρόνο, να στείλει πρεσβεία στη Ρώμη για να επιδιώξει την ανανέωση της συνθήκης
συμμαχίας και την αναγνώρισή του ως βασιλέως (φθινόπωρο του 179 π.Χ.). Η
Σύγκλητος έδειξε προθυμία και ευγένεια. Το διάβημα του Περσέως και τη θετική
ανταπόκριση της Συγκλήτου σχολιάζουν ποικιλότροπα τόσο οι αρχαίοι όσο και οι
νεότεροι ιστορικοί. Έχουν κριθεί και οι δύο ενέργειες ως εκδηλώσεις αμοιβαίας
υποκρισίας. Ο βαρύς χαρακτηρισμός στην προκειμένη περίπτωση προέρχεται από την
άποψη, που διαμορφώθηκε μεταγενέστερα, ότι ο Περσέας ως συνεχιστής του Φιλίππου
ήδη το 179 π.Χ. είχε αποφασίσει τον πόλεμο εναντίον της Ρώμης.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα ξεκινήσουν
τελικά το 171 π.Χ. -Γ΄ Μακεδονικός πόλεμος- και θα τερματιστούν το 168 π.Χ. με
πλήρη συντριβή των Μακεδόνων στη μάχη της Πύδνας. Μετά από αυτή τη μάχη το
βασίλειο της Μακεδονίας θα πάψει να υφίσταται και ο Περσέας θα καταλήξει να
είναι ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς.
Το
ποίημα
Ο
νέος Aντιοχεύς είπε στον βασιλέα,
«Μες την καρδιά μου πάλλει μια προσφιλής ελπίς∙
οι Μακεδόνες πάλι, Aντίοχε Επιφανή,
οι Μακεδόνες είναι μες στην μεγάλη πάλη.
Aς ή τ α ν να νικήσουν — και σ’ όποιον θέλει δίδω
τον λέοντα και τους ίππους, τον Πάνα από κοράλλι,
και το κομψό παλάτι, και τους εν Τύρω κήπους,
κι όσ’ άλλα μ’ έχεις δώσει, Aντίοχε Επιφανή.»
Ιστορικοφανές ποίημα. Η σκηνή και ο
νεαρός, ανώνυμος ευνοούμενος του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς (175-164 π.Χ.),
πιθανότατα φανταστικά, τοποθετούνται γύρω στα 169 π.Χ.
Πατέρας του Αντιόχου Δ΄ ήταν ο Αντίοχος
Γ΄ ο Μέγας, που νικήθηκε από τους Ρωμαίους, το 190 π.Χ., στην μάχη της Μαγνησίας
(δείτε «Η μάχη της Μαγνησίας»)∙ αδελφός του ήταν ο Σέλευκος Δ΄ Φιλοπάτωρ, που
είχε δολοφονηθεί στα 175 π.Χ., και του οποίου η κόρη είχε παντρευτεί τον
Περσέα, τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας.
Η νέα απόπειρα των Μακεδόνων -που είχαν
ήδη νικηθεί από τους Ρωμαίους, το 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλές- να διατηρήσουν
την ανεξαρτησία τους, κατέληξε στην πανωλεθρία του Περσέως, το 168 π.Χ., στην
Πύδνα.
Ο νεαρός Αντιοχεύς, ο νεαρός υπήκοος
του βασιλείου των Σελευκιδών, παρουσιάζεται να βλέπει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο
την προσπάθεια των Μακεδόνων απέναντι στους Ρωμαίους, και να ελπίζει πως θα
καταφέρουν, αυτή τη φορά, να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εκφράζει, μάλιστα, προς
τον βασιλιά του, με έμμεσο τρόπο, το αίτημα να υπάρξει βοήθεια προς τους Μακεδόνες,
οι οποίοι, αν μη τι άλλο, ήταν οι γεννήτορες όλων των υπόλοιπων ελληνιστικών
βασιλείων, αφού μέσα από τις δικές τους κτήσεις προέκυψαν τα ένδοξα αυτά
βασίλεια.
Ο νεαρός, βέβαια, δεν ζητά ξεκάθαρα από
τον Αντίοχο Δ΄ να παρέμβει, αλλά φροντίζει να του καταστήσει σαφές πόσο πολύ θα
επιθυμούσε μια θετική έκβαση στον αγώνα των Μακεδόνων, τονίζοντας πως όλα τα
δώρα που έχει λάβει μέχρι τώρα από αυτόν δεν μετρούν καν μπροστά στη νέα του
αυτή επιθυμία. Δώρα που απαριθμούνται και φανερώνουν με την πολυτέλειά τους πως
ο νεαρός αυτός κι η παρουσία του σημαίνουν πολλά για τον βασιλιά. Ο νεαρός, λοιπόν,
είναι πρόθυμος να παραχωρήσει σ’ όποιον τύχει τον λέοντα και τους ίππους, το
άγαλμα του θεού Πάνα, που είναι φτιαγμένο από κοράλλι, αλλά και το κομψό
παλάτι, όπως και τους κήπους στην Τύρο (πολιτεία στα παράλια της Φοινίκης, που
αποτελούσε κέντρο του εμπορίου πορφύρας)∙ είναι πρόθυμος να παραχωρήσει κι αυτά
κι όσα άλλα ακόμη του έχει δωρίσει κατά καιρούς ο βασιλιάς, αρκεί να νικήσουν
οι Μακεδόνες.
Ο τρόπος που διατυπώνεται αυτή η
πρόθεση του νεαρού έχει λογικά ιδιαίτερο αντίκτυπο στον Αντίοχο, εφόσον είναι
προφανές πως πρόκειται για κάτι που το επιθυμεί πάρα πολύ ο ευνοούμενός του. Κι
εφόσον ο Αντίοχος έχει ήδη προσφέρει τόσα σ’ αυτόν τον νεαρό, είναι λογικό να
αισθανθεί την ανάγκη να ικανοποιήσει κι αυτή του την επιθυμία.
Εντούτοις, αυτό που ζητά ο νέος δεν
είναι κάτι που μπορεί να εξαγοραστεί απλώς με χρήματα, κάτι, δηλαδή, που μπορεί
να του το προσφέρει με μεγάλη ευκολία ο βασιλιάς. Αυτό που ζητά μπορεί να θέσει
σε μεγάλο κίνδυνο και τη θέση, αλλά και τη ζωή του Αντίοχου.
Ίσως να συγκινήθη κομμάτι ο βασιλεύς.
Μα πάραυτα θυμήθη πατέρα κι αδελφόν,
και μήτε απεκρίθη. Μπορούσε ωτακουστής
να επαναλάβει κάτι.— Άλλωστε, ως φυσικόν,
ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις.
Ίσως, σχολιάζει ο ποιητής, να
συγκινήθηκε κάπως ο βασιλιάς από αυτή την τόσο έντονη έκφραση ενδιαφέροντος για
την τύχη των Μακεδόνων. Ωστόσο φρόντισε να μη δώσει καμία απάντηση, διότι
αμέσως έφερε στη σκέψη του τόσο όσα συνέβησαν στον πατέρα του όσο κι αυτά που
συνέβησαν στον αδελφό του. Ο Αντίοχος Γ΄, ο πατέρας του, είχε υποχρεωθεί μετά
την ήττα του από τους Ρωμαίους στη Μαγνησία (190 π.Χ.), να υπογράψει την
ταπεινωτική συνθήκη της Απαμείας (188 π.Χ.), η οποία όχι μόνο περιόριζε τις κτήσεις
του βασιλείου των Σελευκιδών αλλά έφερνε το βασίλειό του στα όρια της οικονομικής
καταστροφής και του ξεγυμνώματος από στρατιωτικό εξοπλισμό. Ενώ, ο αδερφός του,
Σέλευκος Δ΄ Φιλοπάτωρ, είχε αναγκαστεί να στείλει όμηρο στη Ρώμη τον πρωτότοκο
γιο του, και αδυνατούσε να ασκήσει ουσιαστική πολιτική εφόσον οι όροι της συνθήκης
είχαν εξασθενίσει πλήρως το βασίλειο.
Ο Αντίοχος Δ΄ γνωρίζει καλά κι έχει
αποδεχτεί πλήρως πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αντίδρασης απέναντι στους Ρωμαίους∙
ίσως, μάλιστα, να πιστεύει κιόλας πως ήταν λάθος του Περσέα να εμπλακεί σε
πόλεμο μαζί τους, αφού δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιο θα ήταν το
τέλος αυτού του πολέμου. Ο Αντίοχος γνωρίζει πως βρίσκεται στη θέση του μόνο
επειδή του το επιτρέπουν οι Ρωμαίοι, που είναι πλέον οι απόλυτοι ρυθμιστές των
πραγμάτων σε όλη την Ανατολή και σύντομα και σε όλο τον ελληνικό χώρο. Έτσι,
από φόβο κιόλας μήπως βρεθεί κάποιος που κρυφακούει τη συζήτησή του με τον
νεαρό ευνοούμενό του, δεν τολμά να δώσει καμία απάντηση, αφού είναι σαφές πως
έστω και μια προφορική έκφραση συμπάθειας για την προσπάθεια των Μακεδόνων θα
μπορούσε να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα.
Άλλωστε, όπως ήταν φυσικό, ήρθε πολύ
γρήγορα η «απαίσια» λήξη του ζητήματος, με την πανωλεθρία των Μακεδόνων στην
Πύδνα. Η κατάληξη του πολέμου αυτού μόνο δεδομένη θα μπορούσε να θεωρηθεί, αφού
οι Ρωμαίοι είχαν κατορθώσει να απομονώσουν τους Μακεδόνες απ’ όλους τους άλλους
Έλληνες, όπως και απ’ όλα τα υπόλοιπα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής. Έτσι, «ως
φυσικόν», το θέμα της Μακεδονίας έκλεισε πολύ σύντομα, με τον πλέον
εξουθενωτικό τρόπο, αφού το βασίλειο αυτό που δεν ήθελε να δεχτεί την
επικυριαρχία των Ρωμαίων, έπαψε πια να υπάρχει και κατακερματίστηκε.