Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Στου Καφενείου την Είσοδο»
Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι
μου
διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.
Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε
σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο
Έρως —
πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με
χαρά·
υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα·
πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο
κι αφίνοντας απ’ των χεριών του το
άγγιγμα
ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και
στα χείλη.
Το ερωτικό αυτό ποίημα του Κωνσταντίνου
Καβάφη παρουσιάζει σε α΄ πρόσωπο ένα στιγμιότυπο -πιθανώς- από τη ζωή του ίδιου
του ποιητή ή τουλάχιστον δημιουργεί σκοπίμως αυτή την εντύπωση.
Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σ’ ένα
καφενείο και έχοντας ακούσει κάποιο σχόλιο απ’ αυτούς που κάθονται δίπλα του
σχετικά μ’ εκείνον που μόλις μπήκε, στρέφει την προσοχή του στην είσοδο, όπου
και βλέπει έναν έξοχα ερωτικό νέο.
Το ωραίο σώμα του νεαρού είναι τόσο
ιδανικό, ώστε μοιάζει σαν να το έχει φτιάξει ο ίδιος ο Έρωτας, έχοντας
αξιοποιήσει όλη του την πείρα σχετικά με το ποια χαρακτηριστικά είναι τα πιο
επιθυμητά και τα πιο άρτια. Έπλασε, έτσι, συμμετρικά τα μέλη του σώματός του,
βιώνοντας μάλιστα τη χαρά του δημιουργού που γνωρίζει πως φτιάχνει κάτι το
άριστο. Συνάμα, ύψωσε γλυπτό το ανάστημα του νέου και έπλασε με συγκίνηση το
πρόσωπό του, αφήνοντας από το άγγιγμα των θεϊκών χεριών του ένα ιδιαίτερα
ερωτικό αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια και στα χείλη του, καθιστώντας τον κατ’
αυτό τον τρόπο απόλυτα ποθητό.
Η συμμετοχή του προσωποποιημένου Έρωτα
στη δημιουργία του ωραίου νέου, αποσκοπεί στο να τονίσει το πόσο κάποιες φορές
η σωματική διάπλαση, μα και το πρόσωπο ενός νέου άνδρα δίνει την εντύπωση της
απαράμιλλης τελειότητας. Στοιχείο που για τον αισθητιστή Καβάφη ενέχει
ξεχωριστή αξία, μιας και ο ποιητής τείνει να θεωρεί την ομορφιά της νεότητας ως
ένα θεϊκό δώρο που αξίζει να τιμάται και να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους. Παρά
το γεγονός -ή καλύτερα ακριβώς γι’ αυτό το λόγο- ότι το αψεγάδιαστο νεανικό
κάλλος είναι κάτι το παροδικό, που γνωρίζει μια προσωρινή μόνο κορύφωση κι
ύστερα φθείρεται κατ’ ανάγκη από το πέρασμα του χρόνου, ο ποιητής, όπως κι
άλλοι ομότεχνοί του στο παρελθόν, επιχειρεί να διασώσει στους στίχους του την
εκπληκτική αυτή εντύπωση και επίδραση που ασκεί στην ψυχή του παρατηρητή η
επισφαλής και πρόσκαιρη αυτή αρτιότητα.
Ο ποιητής αντικρίζει έκθαμβος το
ερωτικό εκείνο πλάσμα που στέκει απέναντί του κι έχει φυσικά πλήρη επίγνωση πως
τίποτε δεν μπορεί να «αιχμαλωτίσει» και να διαφυλάξει την τέλεια αυτή ομορφιά
στο αποκορύφωμά της, όπως και τίποτε δεν μπορεί να καταλαγιάσει πλήρως την
αναστάτωση που προκαλεί η θέασή της στην ψυχή του, ούτε καν το να απολαύσει
ερωτικά το σώμα αυτό. Θεωρεί, ωστόσο, πως οφείλει να προσπαθήσει έστω, να
αποδώσει στους στίχους του την αίσθηση που του μετέδωσε η θέα αυτού του
απολύτως ερωτικού νέου, με την ελπίδα ίσως πως η φαντασία των αναγνωστών θα
είναι σε θέση να αναπλάθει διαχρονικά την έξοχη εικόνα του και να του προσφέρει
έτσι μια έμμεση αποθέωση και διαφύλαξη από το πέρασμα του χρόνου που σταθερά
αλλά αναπόδραστα θα εκμηδενίσει τη νεανική του ωραιότητα.