Mark Rogan
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Τα Άλογα του Αχιλλέως»
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές
χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο —
αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του
χαμένο —
ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’
την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των
αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το
παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί ένα
απόσπασμα από την Ιλιάδα για να συνθέσει το ποίημά του, τιμώντας κατ’ αυτό τον
τρόπο τον μέγιστο των ποιητών, τον Όμηρο. Ο Καβάφης ακολουθεί στα βασικά του
σημεία το ομηρικό κείμενο και φροντίζει να δώσει έμφαση σ’ εκείνα που φέρουν τα
κεντρικά νοήματα που τον απασχολούν. Οι διαφοροποιήσεις, οπότε, όπου υπάρχουν,
αποτελούν τους δείκτες ότι πρόκειται για κάποια ουσιώδη ιδέα που ο Καβάφης
θέλει να τονίσει.
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως∙
Ο Πάτροκλος μπαίνει στη μάχη με τα όπλα
του Αχιλλέα, θέλοντας να προκαλέσει φόβο στους Τρώες: «Και δώσε μου τα όπλα σου
στους ώμους μου να βάλω, / πως είμαι συ νομίζοντας μήπως αποχωρήσουν / οι Τρώες
κι έτσι οι δυνατοί Αργείοι αναπνεύσουν, / που τώρα βασανίζονται∙ καλή κι η λίγη
ανάσα. (Ιλιάδα, Π 40-43)». Η παρέμβαση, ωστόσο, του Απόλλωνα θα δώσει στον
Έκτορα την ευκαιρία να σκοτώσει τον ηρωικό σύντροφο του Αχιλλέα, ο οποίος όμως
δεν είναι εκεί για να αποτρέψει ή έστω να δει το θάνατο του Πατρόκλου. Έτσι, τα
άλογα του Αχιλλέα είναι εκείνα που πρώτα θα δουν και πρώτα θα θρηνήσουν τον
ανδρείο και δυνατό Πάτροκλο.
Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα χαρακτηριστικά του
Πατρόκλου, που τον καθιστούν ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό και προσφιλές πρόσωπο,
βαρύνουσα σημασία έχει το ότι ήταν ακόμη πολύ νέος, γεγονός που προσδίδει ακόμη
μεγαλύτερη τραγικότητα στο χαμό του.
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τα άλογα του Αχιλλέα, όντας τα ίδια
αθάνατα, αγανακτούν μπροστά σ’ αυτό το άθλιο έργο του θανάτου, που μόλις
στέρησε τη ζωή ενός αγαπημένου σ’ αυτά ανθρώπου. Ο θρήνος των αθάνατων αλόγων
έχει τη δική του ξέχωρη αξία, διότι σε αντίθεση με τους θρήνους των θνητών που
εμπεριέχουν και το στοιχείο του φόβου για το δικό τους μελλούμενο θάνατο,
εκείνα είναι απαλλαγμένα από ανάλογους φόβους κι η οδύνη τους προκύπτει έτσι
εντελώς αγνή.
Τα αθάνατα άλογα αποτελούν, συνάμα, μια
σαφή υπόμνηση του εξέχοντος εκείνου προνομίου της αθανασίας, που, μη μπορώντας
οι άνθρωποι να το γευτούν ποτέ, φρόντισαν να το αποδώσουν στους θεούς τους και
στα άλλα δημιουργήματα της λογοτεχνικής τους φαντασίας.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές
χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο —
αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του
χαμένο —
ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’
την ζωή.
Η βίαιη αντίδραση των αλόγων αποτελεί
εναργή έκφραση του εσωτερικού τους πόνου∙ τινάζουν τα κεφάλια τους, κουνούν τη
μακριά τους χαίτη και χτυπούν τη γη με τα πόδια τους, θέλοντας έτσι να
εκδηλώσουν την οδύνη που αισθάνονται για τον αγαπημένο τους Πάτροκλο. Το θέαμα,
άλλωστε, του νεκρού προκαλεί μεγάλη ενόχληση στα αθάνατα άλογα που δεν
γνωρίζουν και δεν πρόκειται να γνωρίσουν ποτέ μια τέτοια κατάσταση αφανισμού. Ο
ποιητής φροντίζει με τις συνεχείς παύλες που καλούν τον αναγνώστη να κάνει
παύσεις στην ανάγνωση, να δώσει έμφαση στα στοιχεία εκείνα που αποδίδουν την
κατάσταση του θανάτου∙ οικεία βέβαια στους θνητούς, παντελώς ανοίκεια όμως στα
αθάνατα άλογα.
Ο Πάτροκλος που μέχρι πριν από λίγο
ήταν ένας δυνατός και γενναίος νέος, γεμάτος ζωή και πολεμική ένταση, τώρα
κείτεται στη γη άψυχος και αφανισμένος∙ το σώμα του, χωρίς τη ζωοδόχο ψυχή,
χαρακτηρίζεται ποταπό, ασήμαντο. Το πνεύμα του, άλλωστε, που ήταν εκείνο που
προσέδιδε πνοή και ζωή στο σώμα, δεν υπάρχει πια. Το νεανικό σώμα, που μέχρι
πριν λίγο φιλοξενούσε όλα εκείνα που συνιστούσαν την πολύτιμη προσωπικότητα και
το ανεπανάληπτο πνεύμα του Πατρόκλου, τώρα είναι ένα άψυχο, δίχως αξία σαρκίο.
Το πολύτιμο πνεύμα, εντελώς ανυπεράσπιστο, έχει επιστραφεί στο μεγάλο «Τίποτε»∙
έχει χαθεί από τη ζωή κι έχει επιστρέψει στην απόλυτη ανυπαρξία.
Ο Καβάφης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο
χρονικό αυτό σημείο κατά το οποίο συνειδητοποιεί κανείς πως η ζωή ενός
αγαπημένου προσώπου έχει μόλις χαθεί, καθώς πρόκειται για ένα αιφνίδιο γεγονός
που προκαλεί πάντοτε ανείπωτο πόνο στους ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να
αποδεχθεί κάποιος πως ένας άνθρωπος που μέχρι πριν από λίγες στιγμές ήταν
γεμάτος ζωή κι είχε τη δική του ανεπανάληπτη προσωπικότητα και το δικό του
μοναδικό πνεύμα, αίφνης ξεψυχά κι αφήνει πίσω του ένα κενό και άψυχο σώμα.
Είναι δύσκολο να αποδεχθεί κάποιος πως όλα εκείνα τα στοιχεία που αγαπούσε
-ίσως λάτρευε- στον άλλον άνθρωπο, όλα εκείνα τα απολύτως ξεχωριστά στοιχεία
που συνέθεταν ένα πρόσωπο μοναδικό από κάθε άποψη, χάνονται για πάντα μέσα σε
ελάχιστες μόλις στιγμές.
Όλες οι εμπειρίες, όλες οι στιγμές
αγάπης και φροντίδας που βίωσε, όλοι οι κόποι για την πνευματική του
καλλιέργεια, όλα εκείνα που έζησε, γεύτηκε, σκέφτηκε και πόθησε, χάνονται
-τελείως ξαφνικά- για πάντα∙ χάνονται, σαν να μην είχαν ποτέ καμία αξία ή έστω
σαν να μην είχαν ποτέ τη δύναμη να διαφυλάξουν το άτομο από την απόλυτη
ανυπαρξία στην οποία πρόκειται να περιέλθει.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των
αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω∙
καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το
παίγνιον της μοίρας.
Τον πόνο των αλόγων τον αντιλαμβάνεται
καλύτερα απ’ όλους ο Δίας, ο οποίος έχει και την ευθύνη για το γεγονός ότι τα
αθάνατα αυτά άλογα βρέθηκαν στον κόσμο των θνητών ανθρώπων, αφού είναι εκείνος
που τα δώρισε στον Πηλέα την ημέρα του γάμου του. Ο Δίας, βλέποντας πόσο
υποφέρουν τα αθάνατα άλογα για τον θάνατο του Πατρόκλου, αντιλαμβάνεται πως η
συνύπαρξή τους με τους θνητούς θα αποτελεί γι’ αυτά αιτία πόνου και οδύνης, και
μετανιώνει που λόγω της δικής του απερισκεψίας, καλούνται τώρα αυτά να
συμμετέχουν στα συνεχή δράματα των ανθρώπων.
Η άθλια ανθρωπότητα είναι το παιχνίδι της
μοίρας, σχολιάζει ο Δίας, για να υποδηλώσει το πόσο ευμετάβλητα και πόσο ασταθή
είναι όλα όσα σχετίζονται με τους ανθρώπους. Το γεγονός και μόνο πως κάθε
άνθρωπος μπορεί να χάσει τη ζωή του τελείως απρόσμενα, μέσα σε μόλις λίγες
στιγμές, αποτελεί επαρκές τεκμήριο για να καταστεί σαφές το πόσο εύκολα
ανατρέπονται τα δεδομένα στον κόσμο των θνητών. Οι άνθρωποι ζουν χωρίς επί της ουσίας
να έχουν καμία βεβαιότητα, εφόσον είτε το έχουν κατά νου είτε όχι, η ύπαρξή τους
βασίζεται σε μια σειρά τυχαίων περιστατικών, τα οποία εξίσου εύκολα και εξίσου
απροσχεδίαστα μπορεί να τους οδηγήσουν στην ανυπαρξία.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Ο Δίας στεναχωριέται για το γεγονός ότι
τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα έχουν εμπλακεί στον κόσμο των θνητών, όπου
κυριαρχούν μόνο πρόσκαιρες συμφορές, εφόσον τα ίδια δεν έχουν να φοβηθούν ούτε
το θάνατο, μα ούτε και τα γηρατειά. Τα αθάνατα άλογα μπλέχτηκαν, πράγματι,
δίχως λόγο με τα βάσανα των θνητών∙ τα δάκρυά τους, όμως, αποτελούν μια σαφή
ένδειξη για τον ειλικρινή και βαθύ τους πόνο απέναντι στον θάνατο, που αποτελεί
μια παντοτινή συμφορά∙ μια συμφορά που αφενός συνοδεύει διαχρονικά τη ζωή των
ανθρώπων κι αφετέρου έχει παντοτινή διάρκεια. Μπορεί, άρα, η ζωή των θνητών να
είναι πρόσκαιρη, ωστόσο ο πόνος που προκαλεί η απώλειά τους μπορεί να διαρκέσει
για πάντα, ιδίως στην ψυχή αθάνατων όντων, όπως είναι τα ευγενή άλογα του
Αχιλλέα.
Ιλιάδα,
Ραψωδία Ρ (426-458)
Του Αχιλλέα τ’ άλογα όντας μακριά απ’
τη μάχη
θρηνούσαν, μόλις ένιωσαν ο Πάτροκλος να
πέφτει
στη σκόνη απ’ τον Έκτορα του αντροφονιά
το χέρι.
Ο Αυτομέδοντας, ο γιος ο δυνατός του
Διώρη,
με το γοργό μαστίγι του τα έσπρωχνε να
φύγουν
κι άλλοτε με γλυκόλογα κι άλλοτε με
φοβέρες∙
αλλ’ όπως στέκει ασάλευτη μια στήλη σ’
έναν τάφο
ενός άντρα που πέθανε ή και γυναίκας
κάποιας,
έτσι έμεναν ασάλευτα στ’ αμάξι τους
ζεμένα
σκύβοντας τα κεφάλια τους∙ τα δάκρυά
τους στο χώμα
απ’ τα βλέφαρά τους θερμά κυλούσαν απ’
το κλάμα∙
ποθούσαν τον ηνίοχο∙ οι πλούσιες χαίτες
τους
πλάι στο ζυγό σκονίζονταν ξεφεύγοντας
τη ζεύγλα.
Όταν τα είδε να θρηνούν, τα πόνεσε ο
Δίας,
κούνησε το κεφάλι του και στην καρδιά
του είπε:
«Δύστυχα, τι σας δώσαμε στο βασιλιά
Πηλέα,
θνητό, ενώ αγέραστα κι αθάνατα σεις
είστε;
Τάχα πόνους για να ‘χετε με δύστυχους
ανθρώπους;
Πιο δύστυχο απ’ τον άνθρωπο πλάσμα δεν
είναι άλλο
απ’ όλα όσα σέρνονται στη γη και
αναπνέουν.
Στο πλουμιστό αμάξι σας δε θ’ ανέβει
ωστόσο
ο Πριαμίδης Έκτορας∙ δε θα του το
αφήσω.
Δε του φτάνει που έχοντας τα όπλα
καμαρώνει;
Στα γόνατά σας, στην καρδιά σας δύναμη
θα σας δώσω,
τον Αυτομέδοντα μεμιάς να βγάλετε απ’
τη μάχη,
στα πλοία να τον φέρετε∙ σ’ αυτούς θα
δώσω δόξα,
να σφάζουν, στα καλόσκαρμα πλοία ώσπου
να φτάσουν
και δύσει ο ήλιος κι απλωθεί το ιερό
σκοτάδι.»
Έτσι είπε και στα άλογα χάρισε ορμή
μεγάλη.
Τίναξαν απ’ τις χαίτες τους στο έδαφος
τη σκόνη
και μες σε Τρώες και Αχαιούς έσερναν το
αμάξι.
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]