Mark Ashkenazi
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Τα Επικίνδυνα»
Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου
Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει
χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα
δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές,
χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»
Ιστορικό
πλαίσιο
Μετά το θάνατο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου Α΄ (Μέγας Κωνσταντίνος) το 337 μ.Χ., η εξουσία διαμοιράστηκε στους
τρεις γιους του, τον πρωτότοκο Κωνσταντίνο Β΄, που πέθανε τρία χρόνια μετά, το
340 μ.Χ., στα 24 χρόνια του, τον Κωνστάντιο Β΄, που έλαβε το ανατολικό τμήμα
της αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια, εκτός της Ιλλυρίας, και τον Κώνστα, τον
μικρότερο γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που έλαβε το δυτικό τμήμα της
αυτοκρατορίας (Ιταλία, Αφρική, Ισπανία, Βρετανία, Γαλατία και Ιλλυρία).
Ο Κωνστάντιος θα πεθάνει το 361 μ.Χ.
ενώ ο Κώνστας ήδη από το 350 μ.Χ., το ποίημα επομένως τοποθετείται μεταξύ 337
και 350 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας των δύο γιών του Μεγάλου
Κωνσταντίνου από τη δεύτερη γυναίκα του, Φαύστα.
Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου
Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει
χριστιανίζων)·
Το ποίημα είναι ιστορικοφανές, καθώς,
αν και εντάσσεται σε γνήσιο ιστορικό πλαίσιο, αφορά εντούτοις ένα μη πραγματικό
πρόσωπο, τον Σύρο σπουδαστή Μυρτία.
Η επιλογή της χρονικής περιόδου, και
ειδικότερα της συμβασιλείας των δύο γιων του Κωνσταντίνου, δεν είναι τυχαία,
μιας και αντανακλά τον μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου και την αμφιταλάντευση
ανάμεσα σε δύο κόσμους· τον χριστιανικό κόσμο της ασκητικής πνευματικότητας και
τον κόσμο της εθνικής πολυθεϊστικής θρησκείας των σωματικών ηδονών.
Ο ήρωας του ποιήματος βρίσκεται στην
Αλεξάνδρεια, και άρα στο χώρο ευθύνης του Κωνσταντίνου Β΄, όπου, αν και ο
χριστιανισμός είχε γνωρίσει μεγαλύτερη διάδοση απ’ ό,τι στη ρωμαϊκή δύση, δεν
είχε κατορθώσει εντούτοις να πλήξει σημαντικά τον αριθμό των εθνικών. Ο
Κωνσταντίνος Β΄ προσπάθησε, βέβαια, να ενισχύσει και να στηρίξει τον
χριστιανισμό, αλλά έχοντας προσχωρήσει στην αίρεση του αρειανισμού, λειτούργησε
περισσότερο διχαστικά για τη νέα θρησκεία.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο Μυρτίας
είναι «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων»
αποδίδει άριστα τη σύγχυση της μεταβατικής αυτής εποχής, κατά την οποία οι
περισσότεροι κινήθηκαν στο πλαίσιο ενός αγαθού συγκρητισμού λαμβάνοντας και
αναμειγνύοντας στοιχεία κι από τις δύο θρησκευτικές κατευθύνσεις. Το ειρωνικό,
μάλιστα, «χριστιανίζων» έρχεται να επισημάνει πως ο Μυρτίας δεν είναι αμιγής
χριστιανός· ιδίως αφού το αίτημα περί ασκητισμού της νέας θρησκείας προσκρούει
στις βαθύτερες επιθυμίες του, και άρα δεν πρόκειται στην πραγματικότητα να
αποτελέσει κατευθυντήρια γραμμή στη ζωή του.
Το κάλεσμα του χριστιανισμού για
συνειδητή αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις -που με τον καιρό κάλυψε με
συναισθήματα ενοχής αυτή την πτυχή του ανθρώπινου βίου- αποτέλεσε για πολλούς
εθνικούς πηγή έντονης δυσαρέσκειας.
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα
δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές,
χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»
Τα λόγια του νεαρού Μυρτία αποδίδουν με
ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη σταδιακή σύγχυση και τις συγκρουσιακές
καταστάσεις που βίωσαν όσοι έχοντας άλλες καταβολές, προσπάθησαν να
ακολουθήσουν ή έστω επηρεάστηκαν από τα κελεύσματα του χριστιανισμού. Η έντονη
ερωτική επιθυμία που ωθεί τον νεαρό να αποζητήσει την πλήρη και χωρίς
δισταγμούς σαρκική ικανοποίηση, προσκρούει αίφνης στην πρωτοκαθεδρία του
πνεύματος έναντι του σώματος, που διακηρύχθηκε από τον χριστιανισμό. Η νέα
θρησκεία όχι μόνο καταδικάζει τις σωματικές ηδονές, αλλά τις θεωρεί και ένδειξη
αδύναμου χαρακτήρα, εφόσον ο άνθρωπος δείχνει ανήμπορος να καθυποτάξει και να
χαλιναγωγήσει τις επιθυμίες του.
Το σώμα και οι δικές του ξεχωριστές
ανάγκες μπαίνουν πλέον σε δεύτερη μοίρα, καθώς η επικοινωνία με το θείο δεν
περνά, όπως παλαιότερα, μέσα από τελετές ερωτικής μύησης ή από λατρευτικές
δοξασίες που αποθέωναν το σωματικό κάλλος. Ο νέος θεός ζητά προσευχή,
αποστασιοποίηση από τα εγκόσμια, και φυσικά αποχή από τις σαρκικές ηδονές.
Η σκέψη, ωστόσο, του νεαρού Μυρτία
στρέφεται αναπότρεπτα προς τα «επικίνδυνα» μονοπάτια των ερωτικών απολαύσεων,
και μάλιστα των πιο τολμηρών ερωτικών επιθυμιών, κατά το πρότυπο του Καβάφη·
όχι, όμως, πλήρως απαλλαγμένη από τις ενστάσεις του χριστιανισμού, που ωθούν τον
νεαρό ήρωα να αναζητήσει δικλείδα ασφαλείας στην ενδυνάμωση του πνεύματος.
Έτσι, -υπολογίζει- πως αφού θα έχει δυναμώσει το πνεύμα και την ψυχή του με
θεωρία και μελέτη, θα μπορεί μετά να αφεθεί άφοβα στις λάγνες ορμές του αίματός
του, καθώς οποιαδήποτε στιγμή απαιτηθεί θα είναι σε θέση, χάρη στο δυνάμωμα που
θα του έχει προσφέρει η μελέτη, να επιστρέψει στην ασκητική αποχή, που θα
επαναφέρει την αναγκαία διαύγεια της σκέψης.
Ο τίτλος του ποιήματος «Τα Επικίνδυνα»
λειτουργεί ως προειδοποίηση και ως ειρωνεία απέναντι στις προθέσεις του νεαρού
σπουδαστή, καθώς, όπως γνωρίζει καλά ο ποιητής, όταν συγκρούονται οι επιθυμίες
του σώματος με το πνεύμα, το σώμα είναι εκείνο που υπερισχύει. Η ισορροπία,
επομένως, που θεωρεί πως θα επιτύχει ο ήρωας είναι μάλλον ανέφικτη, μιας και
από τη στιγμή που θα αφεθεί στις ηδονές του σώματος, πολύ δύσκολα θα μπορέσει
να επιστρέψει σε μιαν ασκητική θέαση της ζωής.
Το ζήτημα, άλλωστε, της εσωτερικής
σύγκρουσης με τις επιθυμίες του σώματος το έχει πραγματευτεί ο Καβάφης και σε
άλλα ποιήματα, όπως πολύ χαρακτηριστικά και στο γνωστό ποίημα «Ομνύει», -εδώ η σύγκρουση αφορά την
ενοχική απόλαυση μιας «κατακριτέας» ερωτικής έκφανσης:
Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην
ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.
[ομνύει = ορκίζεται, κάνει τάμα]