Jules Elie Delaunay
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»
«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας
το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός·
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά
φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί
βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας
σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής,
μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει
πια».
Τίτλος: «Τα λοιπά θα τα πω σε όσους
βρίσκονται κάτω στον Άδη». (Τελευταία λόγια του Αίαντος, πριν από την
αυτοκτονία του, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους, στ. 865).
Ανθύπατος: Ρωμαίος διοικητής υποτελούς
επαρχίας, με ανώτατες πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές δικαιοδοσίες υπάτου (pro consule).
[Γ. Π. Σαββίδης]
Ο Αίας, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας
Τελαμώνα και της Ερίβοιας, χαρακτηρίζεται ως ἀνδρῶν μέγ’ ἄριστος, (Β 768) και θεωρείται ο
δεύτερος μετά τον Αχιλλέα ήρωας του έπους, άξιος αντίπαλος του Έκτορα. Αναδεικνύεται
ως ο κατεξοχήν ήρωας στο πεδίο της μάχης, διακρινόμενος από τους άλλους Αχαιούς
εξαιτίας του λαμπρού παραστήματος και του οπλισμού του· η πελώρια ασπίδα του,
όμοια με πύργο, είχε εφτά στρώσεις δέρματος, δεινὸν σάκος ἑπταβόεων, (Η 245).
Βασικό θέμα του μύθου του Αίαντα είναι
η αντιδικία του με τον Οδυσσέα για τα όπλα του Αχιλλέα, η συνακόλουθη μανία (:
τρέλα) και η αυτοκτονία του. Η κρίση για τα όπλα του Πηλείδη γίνεται μετά το
θάνατο του ήρωα, με πρωτοβουλία των Αχαιών ή της μητέρας του Θέτιδας.
Ο Αίας, νιώθοντας προσβεβλημένος από το
γεγονός ότι επιλέγουν τον Οδυσσέα για να του δώσουν τα όπλα του νεκρού πια
Αχιλλέα, αποπειράται να σκοτώσει τους άλλους αρχηγούς των Αχαιών. Με παρέμβαση
της Αθηνάς, όμως, περιέρχεται σε πνευματική σύγχυση και επιτίθεται τελικά σ’
ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν την επόμενη μέρα συνειδητοποιεί σε τι σημείο έχει
ξεπέσει αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Όπως, άλλωστε, έχει ήδη πει: ἀλλ’ ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι / τὸν εὐγενῆ χρή.
Ο Αίας βρίσκεται μόνος, σ’ ένα ερημικό
τόπο, με το ξίφος μπηγμένο όρθιο στη γη. Ο επιθανάτιος μονόλογος του ήρωα είναι
συγκλονιστικός. Αποχαιρετώντας τον κόσμο, με βαθιά συγκίνηση, αυτοκτονεί πέφτοντας
πάνω στο ξίφος.
«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας
το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν’ ωραίος και πολύ σωστός∙
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά
φιλοσοφώντας.
Ο Ρωμαίος ανθύπατος διαβάζοντας την
τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας» εντυπωσιάζεται από τα τελευταία λόγια που αποδίδει
τραγικός ο ποιητής στον ήρωά του: «Τα λοιπά θα τα πω σε όσους βρίσκονται κάτω
στον Άδη». Θεωρεί τον στίχο ωραίο και πολύ σωστό, κι εκτιμά πως η διατύπωση
αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα βαθιάς φιλοσοφικής σκέψης από μέρους του
δημιουργού.
Προσέχουμε ότι ο Καβάφης βάζει έναν
Ρωμαίο να διαβάζει την τραγωδία του Σοφοκλή, θέλοντας να τονίσει τη
συνεχιζόμενη επιρροή που ασκούσαν τα έργα των αρχαίων κλασικών δημιουργών,
ακόμη και σ’ εκείνους τους πολιτισμούς που ήρθαν μ’ εχθρικές διαθέσεις στην
Ελλάδα. Οι Ρωμαίοι, άλλωστε, αν και κατέκτησαν με τις στρατιωτικές τους
δυνάμεις την Ελλάδα, «υπέκυψαν» τελικά στην υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού,
τον οποίο αξιοποίησαν ως πνευματικό υπόβαθρο και τον έθεσαν ως πρότυπο για τις
δικές τους δημιουργίες.
«Πόσα θα πούμ’ εκεί, πόσα θα πούμ’
εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.»
Η σκέψη που βρίσκει απόλυτα σύμφωνο τον
Ρωμαίο ανθύπατο και γι’ αυτό την επαναλαμβάνει, είναι πως όταν οι άνθρωποι
βρεθούν στον Άδη, στον άλλο κόσμο, θα έχουν να πουν πάρα πολλά∙ θα είναι σε
θέση πια να μιλήσουν ελεύθερα και να φανερώσουν έτσι έναν τελείως διαφορετικό
εαυτό∙ εκείνον τον εαυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική τους φύση,
αφού εκεί δεν θα υπάρχουν οι πλείστοι περιορισμοί της κοινωνικής
πραγματικότητας.
Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί
βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας
σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
Όλα αυτά που οι άνθρωποι τα κρατούν
μέσα τους και τα προφυλάσσουν σαν άγρυπνοι φρουροί, μη και αποκαλυφθούν στους
άλλους∙ όλες εκείνες τις πληγές και τα μυστικά που ο καθένας κρατά μέσα του, με
βαριά καθημερινή αγωνία, θα μπορέσει ελεύθερα και καθαρά να τα πει, μόλις
βρεθεί εκεί, μόλις απαλλαγεί από τα κοινωνικά δεσμά του ανθρώπινου βίου.
Ο Καβάφης εστιάζοντας στον συγκεκριμένο
στίχο του Σοφοκλή, έρχεται να υπενθυμίσει πως πολλοί άνθρωποι βιώνουν μια
ιδιαίτερα καταπιεστική κατάσταση στη ζωή τους, αφού νιώθουν πως δεν μπορούν να
εκφράσουν με πλήρη ελευθερία όσα αισθάνονται και όσα σκέφτονται. Μη θέλοντας να
στενοχωρήσουν τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά τους σιωπούν για πράγματα που
τους έχουν πληγώσει∙ κρατούν μυστικά, είτε αυτά είναι επώδυνες εμπειρίες είτε
είναι καίρια στοιχεία του εαυτού τους, τα οποία, όμως, θεωρούν πως δεν
πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από τους άλλους με ευνοϊκό τρόπο. Κρύβουν, έτσι,
με πραγματική αγωνία την αλήθεια του εαυτού τους, για να αποφύγουν την
απόρριψη∙ για να αποφύγουν συμπεριφορές που θα τους πληγώσουν ακόμη
περισσότερο.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να εκφράσουν
σκέψεις και συναισθήματα για πολλά πράγματα, αφού κρίνουν πως είναι καλύτερο να
σιωπήσουν παρά να προκαλέσουν εντάσεις ή αντιδράσεις που τελικά ενδέχεται να
επιδεινώσουν ορισμένες καταστάσεις, αντί να τις διορθώσουν. Οι άνθρωποι σιωπούν
απέναντι σ’ εκείνους που βρίσκονται σε θέση ισχύος, αφού γνωρίζουν πως αν τους
εκφράσουν ελεύθερα αυτά που σκέφτονται θα πληρώσουν τελικά το τίμημα αυτής τους
της απερισκεψίας. Οι άνθρωποι σιωπούν ακόμη κι απέναντι σ’ εκείνους που
αγαπούν, καθώς γνωρίζουν πως πολλές φορές αν τους αποκαλύψουν ορισμένες
αλήθειες, το μόνο που θα προκύψει είναι πόνος και απογοήτευση.
Έτσι, η σιωπή καλύπτει τα πιο προσωπικά
μας μυστικά (είτε αυτά είναι σημαντικά είτε όχι)∙ η σιωπή καλύπτει την αληθινή
μας άποψη για ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, που από ευγένεια δεν θέλουμε να
τους αποκαλύψουμε τι πραγματικά πιστεύουμε για τις πράξεις και τις συμπεριφορές
τους∙ η σιωπή καλύπτει ακόμη και την πραγματική μας άποψη για τον ίδιο μας τον
εαυτό, αφού κάθε ανασφάλεια, κάθε φόβος, μα και κάθε λανθάνουσα προσδοκία μας,
παραμένουν ανέκφραστα. Στη σιωπή αφήνονται πράξεις και λόγια των άλλων που μας
πλήγωσαν βαθιά, όπως κι όλες εκείνες οι οδύνες που ζήσαμε κρυφά από τους
άλλους, μη θέλοντας να φανερώσουμε τα πιο αδύναμα σημεία μας και τις πιο
επώδυνες ευαισθησίες μας.
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής,
μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει
πια».
Ωστόσο, η παρέμβαση ενός σοφιστή -που
είναι σαφώς ο κατάλληλος για να εκφράσει τον αντίλογο σ’ αυτή τη σκέψη του
Σοφοκλή-, λειτουργεί κατά τρόπο ειρωνικό, αφού υπονομεύει, ως ένα βαθμό, την
αξία αυτής της διαπίστωσης, τονίζοντας πως είναι πολύ πιθανό όταν οι άνθρωποι
βρεθούν στον Άδη να μη λένε τέτοια πράγματα εκεί, να μην τους νοιάζει πια γι’
αυτά που θεωρούσαν τόσο σημαντικά όσο ζούσαν.
Ίσως, επομένως, αν υπάρχει λόγος να
ειπωθούν κάποια από αυτά που οι άνθρωποι κρατούν κρυμμένα στη σκέψη και στην
καρδιά τους, να πρέπει να ειπωθούν όσο είναι καιρός, όσο ζουν, αφού μετά θα
είναι πια αργά. Η προσδοκία μιας μεταθανάτιας ευκαιρίας στο δικαίωμα της πλήρους
ελευθερίας ως προς την έκφραση και την εξωτερίκευση των πραγματικών σκέψεων και
της αληθινής προσωπικότητας των ατόμων, είναι αφενός παρακινδυνευμένη και
αφετέρου δεν προσφέρει κανένα ουσιαστικό όφελος στην παρούσα -και δεδομένη-
ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, η ειρωνική παρέμβαση
του σοφιστή αναδεικνύει το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο της ελληνικής σκέψης που
ήταν πάντοτε έτοιμη να εξετάσει κάθε θέμα κι από την άλλη του πλευρά και να σεβαστεί
την ύπαρξη αντιλόγου σε κάθε πιθανή θέση, μη λαμβάνοντας υπόψη της την έννοια της
αυθεντίας.