Κωνσταντίνος Καβάφης «Του Μαγαζιού»
Τα
ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε
πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από
ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από
αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,
τα
θέλησε, τα βλέπει ωραία· όχι όπως στην φύσι
τα
είδεν ή τα σπούδασε. Μες στο ταμείον θα τ’ αφίσει,
δείγμα
της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.
Στο
μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει
απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί — περίφημα στολίδια —
βραχιόλια,
αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια.
Διαιρείται
σε 5 ζευγαρωτά δίστιχα 11-11, 15-15, 15-17, 12-12, 17-17 συλλαβών, με
ομοιοκαταληξίες: ααββγγδδεε, από τις οποίες οι (α) και (β) είναι ομόφωνες. [Γ.
Π. Σαββίδης]
Το
ποίημα «Του Μαγαζιού» είναι μια σύνθεση αλληγορικής υφής του Κωνσταντίνου
Καβάφη για τη δυνατότητα του δημιουργού να μεταλλάσσει μέσω της τέχνης του την
πραγματικότητα που αντικρίζει γύρω του, αλλά και για το δικαίωμά του να κρατά
τα ξεχωριστά του αυτά δημιουργήματα κρυφά από τα μάτια των πολλών, μένοντας ο
ίδιος προνομιακός θεατής αυτής της διαφοροποιημένης έκφανσης που έχει
αποτυπώσει στο έργο του.
Τα
ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι
σε
πράσινο πολύτιμο μετάξι.
Από
ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,
από
αμεθύστους μενεξέδες.
Ένας
κατασκευαστής κοσμημάτων τυλίγει προσεκτικά και με τάξη, μέσα σε πολύτιμο
πράσινο μετάξι, τα τελευταία του δημιουργήματα. Τριαντάφυλλα από ρουμπίνια,
κρίνους από μαργαριτάρια και μενεξέδες από αμέθυστους. Έργα υψηλής αξίας τόσο
λόγω του υλικού κατασκευής τους όσο και χάρη στην ιδιαίτερη τέχνη που
απαιτήθηκε για τη δημιουργία τους. Έργα που θα περίμενε κανείς πως ο
κοσμηματοπώλης θα έσπευδε να τοποθετήσει στη βιτρίνα του μαγαζιού του για να
προσελκύσει το ενδιαφέρον των πελατών του. Κι όμως, εκείνος δεν έχει καμία
πρόθεση να παρουσιάσει αυτά του τα έξοχα έργα στους πελάτες του μαγαζιού του,
σκοπεύει αντιθέτως να τα κρύψει.
Ως
αυτός τα κρίνει,
τα
θέλησε, τα βλέπει ωραία∙ όχι όπως στην φύσι
τα
είδεν ή τα σπούδασε.
Το
ξεχωριστό που έχουν αυτά τα κοσμήματα και που τα καθιστούν τόσο πολύτιμα για
τον δημιουργό τους, ώστε να μη θέλει καν να τα δείξει σε άλλους, είναι το
γεγονός ότι αποδίδουν τη μορφή των λουλουδιών, όχι όπως αυτή εμφανίζεται στη
φύση κι όπως τα αντικρίζει γύρω του κάθε παρατηρητής, αλλά όπως ο ίδιος θεωρεί
ότι θα έπρεπε να είναι∙ όπως ο ίδιος θα «ήθελε» να είναι κι όπως σύμφωνα με τη
δική του κρίση και προτίμηση φαίνονται πιο ωραία.
Η
έμφαση που δίνεται στην προσωπική ματιά και άποψη του δημιουργού, μας
παραπέμπει σ’ εκείνα τα ποιήματα του Καβάφη τα οποία αποτυπώνουν την έκφανση
του έρωτα που συγκινεί τον ποιητή, και τα οποία για μεγάλο διάστημα απέφευγε να
δώσει στη δημοσιότητα με την ελευθερία της διατύπωσης που θα ήθελε. Ο
υπονοούμενος ερωτισμός, η απόκρυψη της ταυτότητας και του φύλου των προσώπων,
ήταν στοιχεία που κυριαρχούσαν, αφού ο ποιητής ήξερε πως δεν θα γίνονταν με
θετικό τρόπο αποδεκτά τα ποιήματά του, αν εκφραζόταν ακριβώς όπως ήθελε κι αν
κατέγραφε τον έρωτα με τον τρόπο που πραγματικά επιθυμούσε.
Αυτή
είναι, άλλωστε, κι η βασική σκέψη πίσω από την απροθυμία του δημιουργού των
κοσμημάτων αυτού του ποιήματος να παρουσιάσει στους άλλους τα πολύτιμα άνθη που
έχει φτιάξει, αφού αντιλαμβάνεται πως το γεγονός ότι τους έχει δώσει τη μορφή
που ο ίδιος ήθελε κι όχι αυτή που συναντά κανείς στη φύση, θα τα καταστήσει
πιθανώς μη αποδεκτά και μη αρεστά στους άλλους.
Μες
στο ταμείον θα τ’ αφίσει,
δείγμα
της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.
Ο
κοσμηματοπώλης, λοιπόν, θα βάλει αυτά τα τελευταία κοσμήματα που έφτιαξε, μέσα
στο χρηματοκιβώτιο, ως δείγματα της ικανής, μα και τολμηρής δουλειάς του. Θα τα
κρύψει εκεί για να τα απολαμβάνει ο ίδιος, όποτε το επιθυμεί, αφού σε αυτά έχει
αποτυπώσει μια έκφανση της πραγματικότητας αρεστή στον ίδιο.
Το
ότι η δουλειά του αυτή χαρακτηρίζεται ως τολμηρή -αφού δείχνει αδιαφορία για
την πραγματική εικόνα της φύσης-, υποδηλώνει πως ως τέτοια αντιλαμβανόταν ο
Καβάφης και τη δική του προσέγγιση στα ερωτικά του ποιήματα, τα οποία και
άργησε να παρουσιάσει στο κοινό, μιας και περιείχαν μια αποτύπωση του έρωτα μη
συμβατή με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής του.
Στο
μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς
βγάζει
απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί — περίφημα στολίδια —
βραχιόλια,
αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια.
Ο κοσμηματοπώλης
κρατά για τον εαυτό του τα τολμηρά εκείνα κοσμήματα στα οποία δείχνει αδιαφορία
για τις εικόνες που δημιουργεί και προσφέρει η φύση, και στα οποία αποδίδει τη
δική του έκφανση του ωραίου. Έτσι, μόλις μπαίνει κανένας πελάτης στο μαγαζί,
βγάζει από τις θήκες και πουλάει άλλα περίφημα στολίδια∙ βραχιόλια, αλυσίδες,
περιδέραια, και δαχτυλίδια. Πουλάει, δηλαδή, ακριβώς ό,τι αναμένει ο υποψήφιος
πελάτης να βρει στο κατάστημα, και μάλιστα στολίδια εξαιρετικής τέχνης, που δεν
μπορούν παρά να γίνουν αποδεκτά από τους πελάτες με θαυμασμό.
Ωστόσο,
τα καλύτερα δημιουργήματά του μένουν κρυμμένα, από φόβο μήπως απορριφθούν ή
μήπως εγείρουν ερωτήματα για το γεγονός ότι αψηφούν τις όψεις της ίδιας της
φύσης. Αναλόγως κι ο ίδιος ο Καβάφης προσφέρει στους αναγνώστες του τα ποιήματα
εκείνα που συμβαδίζουν περισσότερο με την τρέχουσα ηθική, αλλά διστάζει να
παρουσιάσει τα ερωτικά του. Καταπιέζει τον εαυτό του και όπως καταγράφει σε
προσωπικά του σημειώματα «οι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας» μίκραιναν διαρκώς το
έργο του, αφού δέσμευαν την έκφρασή του και τον εμπόδιζαν να συνθέσει τα
ποιήματά του με την ελευθερία που θα ήθελε.