Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Των Εβραίων (50 μ.X.)»
Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και
δισκοβόλος,
σαν Ενδυμίων έμορφος, ο Ιάνθης
Aντωνίου.
Από οικογένειαν φίλην της Συναγωγής.
«Η τιμιότερές μου μέρες είν’ εκείνες
που την αισθητική αναζήτησιν αφίνω,
που εγκαταλείπω τον ωραίο και σκληρόν
ελληνισμό,
με την κυρίαρχη προσήλωσι
σε τέλεια καμωμένα και φθαρτά άσπρα
μέλη.
Και γένομαι αυτός που θα ήθελα
πάντα να μένω· των Εβραίων, των ιερών
Εβραίων, ο υιός.»
Ένθερμη λίαν η δήλωσίς του. «Πάντα
να μένω των Εβραίων, των ιερών Εβραίων
—»
Όμως δεν έμενε τοιούτος διόλου.
Ο Ηδονισμός κ’ η Τέχνη της Aλεξανδρείας
αφοσιωμένο τους παιδί τον είχαν.
Ιστορικοφανές ποίημα. Ο Ιάνθης Αντωνίου
είναι φανταστικό πρόσωπο, με ελληνικό όνομα και ρωμαϊκό πατρώνυμο.
Η χρονολογία τοποθετεί το ποίημα μετά
τους αντισημιτικούς διωγμούς του Καλιγούλα, στη βασιλεία του Κλαύδιου που
αποκατέστησε τα προνόμια των αλεξανδρινών Εβραίων –οι οποίοι, μολονότι
ελληνίζοντες, βρίσκονταν σε διαρκή προστριβή με τους Έλληνες.
Ζωγράφος και ποιητής, δρομεύς και
δισκοβόλος,
σαν Ενδυμίων έμορφος, ο Ιάνθης
Aντωνίου.
Από οικογένειαν φίλην της Συναγωγής.
Ο νεαρός ήρωας του ποιήματος είναι ένας
εξελληνισμένος Εβραίος, όπως αυτό γίνεται φανερό τόσο από το όνομά του όσο και
από τις ενασχολήσεις του, και ανήκει σε οικογένεια που διατηρεί στενές σχέσεις
με τη Συναγωγή, με το χώρο λατρείας και κοινής προσευχής της εβραϊκής
κοινότητας.
Ο Ιάνθης Αντωνίου επιδίδεται σε μια
σειρά δραστηριοτήτων που παραπέμπουν κυρίως σε ελληνικά πρότυπα∙
προσδιορίζεται, έτσι, ως ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ως δρομέας και
δισκοβόλος. Ενασχολήσεις που σχετίζονται αφενός με το πνεύμα και τις καλλιτεχνικές
αναζητήσεις, κι αφετέρου με την άρτια διάπλαση του σώματος. Ενώ, ένα από τα
κύρια χαρακτηριστικά του, που επισημαίνει ο ποιητής, είναι η ομορφιά του. Ο
Ιάνθης Αντωνίου είναι όμορφος σαν Ενδυμίων, σαν τον ωραιότατο εκείνο απόγονο
του Δία, που σύμφωνα με το μύθο υπήρξε εραστής της Σελήνης.
«Η τιμιότερές μου μέρες είν’ εκείνες
που την αισθητική αναζήτησιν αφίνω,
που εγκαταλείπω τον ωραίο και σκληρόν
ελληνισμό,
με την κυρίαρχη προσήλωσι
σε τέλεια καμωμένα και φθαρτά άσπρα
μέλη.
Ο ποιητής, μάλιστα, προκειμένου να
παρουσιάσει πληρέστερα την προσωπικότητα του ήρωά του, εγκιβωτίζει μέσα στο
ποίημά του μια δήλωση του ίδιου του Ιάνθη∙ μια δήλωση που φανερώνει την έντονη
επιθυμία του νέου αυτού να μένει πιστός στις αξίες και στα πιστεύω του εβραϊκού
λαού.
Οι πιο πολύτιμες μέρες του, όπως δηλώνει
ο ίδιος, είναι εκείνες κατά τις οποίες αφήνει την αισθησιακή αναζήτηση∙ είναι
εκείνες κατά τις οποίες εγκαταλείπει τον ωραίο, μα «σκληρό» ελληνισμό, με την
κυρίαρχη προσήλωσή του στα τέλεια και φθαρτά άσπρα μέλη. Η τάση του ελληνισμού -του
ελληνισμού των αρχαίων και των ελληνιστικών χρόνων, όχι του μετέπειτα
εκχριστιανισμένου ελληνισμού- να αναζητά την αισθησιακή καλλονή των
καλοφτιαγμένων σωμάτων, των οποίων η θνητότητα, και άρα η προσωρινότητα, τα καθιστά
ακόμη πιο ποθητά, έρχεται σε αντίθεση με το αυστηρό σύστημα ηθικών αρχών και
αξιών των Εβραίων. Έτσι, ο νεαρός ήρωας βιώνει μια έντονη συγκρουσιακή
κατάσταση, αφού από τη μία θέλγεται από τα πρότυπα και τις επιδιώξεις του
ελληνισμού κι από την άλλη δεν θέλει να προδίδει τις αξίες της θρησκείας του
και του πολιτισμού του.
Ο ελληνισμός, άρα, είναι ωραίος για τον
νεαρό ήρωα, αφού στοχεύει διαρκώς στην ομορφιά και στη σωματική και πνευματική
αρτιότητα, μα είναι παράλληλα και σκληρός, αφού δεν αφήνει περιθώρια για
ηθικούς ενδοιασμούς και περιττές σκέψεις εγκράτειας. Στο σύμπαν του ηδονικού
ελληνισμού δεν υπάρχει χώρος για ενοχικά συναισθήματα και μεταμέλειες.
Προσέχουμε πως τα τέλεια μέλη
χαρακτηρίζονται «φθαρτά» προκειμένου να τονιστεί πως η αναζήτηση της άρτιας
καλλονής συνδέεται με την ηδονική απόλαυση που προσφέρουν τα καλοφτιαγμένα
σώματα ανθρώπων, και όχι με τη θεωρητική εκείνη καλλονή που μπορεί κανείς να
εντοπίσει στα έργα τέχνης και στα αγάλματα.
Και γένομαι αυτός που θα ήθελα
πάντα να μένω∙ των Εβραίων, των ιερών
Εβραίων, ο υιός.»
Ο Ιάνθης, λοιπόν, δηλώνει πως, αν και
συγκινείται βαθιά από τις ερωτικές αναζητήσεις του ελληνισμού, νιώθει πως
βρίσκεται πιο κοντά στον πραγματικό του εαυτό μόνο όταν εγκαταλείπει την
επιδίωξη της ηδονής και γίνεται αυτός που θα ήθελε πάντα να είναι και να
παραμένει∙ ο γιος των Εβραίων, ο γιος των ιερών Εβραίων, που με τις αυστηρές
ηθικές τους αρχές δημιουργούν ένα πρότυπο αγνής και πνευματικής διαβίωσης.
Ο εξελληνισμένος Εβραίος Ιάνθης
Αντωνίου βιώνει το κόστος της συνύπαρξης εντός του δύο διαφορετικών πολιτισμικών
κόσμων, καθώς οι ιδανικές επιδιώξεις του ελληνισμού που βρίσκουν την πλήρωσή τους
στην ηδονική απόλαυση άρτιων σωμάτων, και ειδικότερα άρτιων ανδρικών σωμάτων,
βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις ηθικές αρχές του εβραϊκού τρόπου θέασης των
πραγμάτων. Ένας διχασμός που δεν επιτρέπει στο νεαρό μήτε να απολαμβάνει πλήρως
την ηδονή που τόσο τον συγκινεί, μα μήτε και να ακολουθεί το δρόμο της απολύτως
ηθικής διαβίωσης, όπως την ορίζει και την απαιτεί η θρησκεία των Εβραίων.
Ένθερμη λίαν η δήλωσίς του. «Πάντα
να μένω των Εβραίων, των ιερών Εβραίων
—»
Η αφηγηματική φωνή, η φωνή του ποιητή,
επανέρχεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση των λόγων του Ιάνθη, για να σχολιάσει -κατά
τρόπο ειρωνικό, όπως θα φανεί σύντομα-, τη δήλωση του νεαρού. Είναι πραγματικά
πολύ ένθερμη και αξιοθαύμαστη για τις προθέσεις που αποπνέει αυτή η δήλωση του
νεαρού, σχολιάζει ο ποιητής. Δεν μπορεί, άλλωστε, παρά να προκαλεί θαυμασμό η
πρόθεσή του να ανήκει πάντοτε και ολοκληρωτικά στους Εβραίους, στους ιερούς
Εβραίους.
Τι πιο άξιο σεβασμού από την επιθυμία ενός
νεαρού Εβραίου να ακολουθεί πάντοτε τις αρχές και τις πεποιθήσεις του λαού του;
Όμως δεν έμενε τοιούτος διόλου.
Ο Ηδονισμός κ’ η Τέχνη της Aλεξανδρείας
αφοσιωμένο τους παιδί τον είχαν.
Εντούτοις, το καταληκτικό σχόλιο του
ποιητή αποκαλύπτει πως, παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις του νεαρού Ιάνθη να
παραμένει πάντοτε γιος των ιερών Εβραίων, το εσωτερικό του δίλημμα έχει
επιλυθεί υπέρ των δελεαστικότερων για έναν ωραίο νέο επιδιώξεων του ελληνισμού.
Δεν έμενε, άρα, καθόλου τέτοιος, σχολιάζει ο ποιητής∙ δεν έμενε καθόλου γιος
των Εβραίων, αφού ο Ηδονισμός και η Τέχνη της Αλεξάνδρειας τον είχαν πάντοτε
αφοσιωμένο τους παιδί.
Η προσωποποίηση του Ηδονισμού και της Τέχνης
κρίνεται αναγκαία εδώ, προκειμένου να φανεί πως οι δύο αυτές κυρίαρχες
επιδιώξεις του ελληνισμού ήταν επί της ουσίας οι πραγματικοί «γονείς» του
νεαρού Ιάνθη, αφού σε αυτούς ανήκε η πλήρης και απερίσπαστη αφοσίωσή του. Ο
Ιάνθης δεν έμενε ποτέ γιος των Εβραίων, αφού δεν μπορούσε να αντισταθεί στον
ηδονικό βίο της Αλεξάνδρειας∙ στον εκλεκτό εκείνο ηδονικό βίο που τόσο
συγκινούσε και τον ίδιο τον ποιητή, κι ούτε μπορούσε να απαρνηθεί την έξοχο
αισθησιασμό της τέχνης του ελληνισμού, που αναζητούσε επίμονα το κάλλος και την
αρτιότητα.
Αξίζει, βέβαια, να προσεχθεί πως ο
Ηδονισμός της Αλεξάνδρειας δεν αφορά την εποχή που ζει ο Καβάφης, αλλά την
περίοδο που προηγήθηκε της επικράτησης του χριστιανισμού, και αφορά εκείνη την
εξιδανικευμένη από τον ποιητή περίοδο κατά την οποία κανένας ηθικός περιορισμός
δεν σκίαζε την αποθέωση της καλλονής των νεανικών ανδρικών σωμάτων και του
ομόφυλου έρωτα. Είναι, άλλωστε, η μόνη μορφή Ηδονισμού που θα εκθείαζε με άδολο
θαυμασμό ο ίδιος ο ποιητής.
Η
Εβραϊκή Παλινόρθωση και η Περσική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Κυριαρχία (538 π.Χ.
– 33 μ.Χ.).
Με την άφιξή τους στην Ιερουσαλήμ
ανακατασκευάζεται το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων. Ο Ναός, παρά την αντίδραση
των Σαμαρειτών, εγκαινιάστηκε το 515 π.Χ. με τις προτροπές των προφητών Αγγαίου
και Ζαχαρίου. Στο εξής δεν υπήρχε πια εβραϊκό κράτος, αλλά μια θρησκευτική
κοινότητα, η οποία διοικούνταν από τον μεγάλο αρχιερέα της ιερατικής
αριστοκρατίας, υπό την οποία υπαγόταν η Ιερουσαλήμ. Ο εξασθενημένος
ενθουσιασμός αναζωογονήθηκε αφ’ ενός από τον Νεεμία, ο οποίος πήγε δύο φορές
από τα Σούσα στην Ιερουσαλήμ (445-425 π.Χ.) και ανήγειρε τα τείχη και την
ακρόπολη, και αφετέρου από τον γραμματέα Έσδρα (398 π.Χ.), ο οποίος οδήγησε νέο
όμιλο Εβραίων. Αυτός επέβαλε στο όνομα του Αρταξέρξη Β΄ τον σεβασμό του
Μωσαϊκού Νόμου ως νόμου του κράτους και εξανάγκασε τους Εβραίους να διώξουν τις
αλλοδαπές συζύγους τους, μέτρο το οποίο υπογραμμίζει την ιδιορρυθμία του εβραϊκού
λαού. Αλλά η μακεδονική νίκη της Ισσού (333 π.Χ.) κατά του Δαρείου κατέστησε
τον Αλέξανδρο διάδοχο των μεγάλων βασιλέων. Η Σαμάρεια κατεδαφίστηκε και εξελληνίστηκε,
η Παλαιστίνη διεκδικούνταν και πάλι από τις δυνάμεις του Ευφράτη (Σελευκίδες)
και του Νείλου (Λαγίδες). Οι δεύτεροι ήταν φιλελεύθεροι, αλλά η μάχη του
Πανείου (200 π.Χ.) παρέδωσε την Παλαιστίνη στους Σελευκίδες (198 π.Χ.), οι
οποίοι θέλησαν να την εξελληνίσουν με τη βοήθεια των μορφωμένων Εβραίων. Ο
διωγμός έγινε βίαιος στα χρόνια του Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς, ο οποίος
λεηλάτησε τον Ναό της Ιερουσαλήμ (169 π.Χ.) έπειτα κατέλαβε με επίθεση την πόλη
και την ακρόπολη (167 π.Χ.) και απαγόρευσε στους Εβραίους την τήρηση του Νόμου.
Αυτοί επαναστάτησαν υπό την ηγεσία των Μακκαβαίων (166 π.Χ.) και πέτυχαν
θρησκευτική (164 και 163 π.Χ.) και έπειτα πολιτική ελευθερία (143-142 π.Χ.) και
ανακατέλαβαν την ακρόπολη.
Ο θάνατος του Σίμωνα, αδελφού του Ιούδα
του Μακκαβαίου, υποκίνησε τον Αντίοχο Ζ΄ να ανακαταλάβει και να κατεδαφίσει την
Ιερουσαλήμ (134 π.Χ.). Όμως οι δυσχέρειες των Σελευκιδών και οι διαιρέσεις των
Λαγιδών επέτρεψαν στον Ιωάννη Υρκανό και στους γιους του να παλινορθώσουν μαζί
με τον Αλέξανδρο Ιανναίο (103-76 π.Χ.), ανεξάρτητο κράτος σχεδόν τόσο εκτενές,
όσο και του Σολομώντος. Η δυναστεία των μεγάλων αρχιερέων Ασμοναίων διοίκηση τη
χώρα επί ογδόντα χρόνια. Αλλά η σύγχυση αυτή της θρησκευτικής και πολιτικής
δύναμης -αντίθετη στην παράδοση- οδήγησε σε διαμάχες. Η ιερατική αριστοκρατία
περιέκλειε στις τάξεις της οπαδούς του ελληνιστικού πολιτισμού∙ αντίθετα, οι
γραμματείς προσανατολίζονται μάλλον προς την αυστηρή τήρηση της παράδοσης.
Πρόκειται για την αρχή των μερίδων των Σαδδουκαίων και των Φαρισαίων. Τέλος ο
Πομπήιος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ (63 π.Χ.) για να διευθετήσει τις διαμάχες των
Ασμοναίων.
Πρόκειται για την αρχή της ρωμαϊκής
περιόδου. Οι Ασμοναίοι παρέμειναν στην εξουσία για είκοσι ακόμη χρόνια∙ αλλά το
40 π.Χ. ο Ιδουμαίος Ηρώδης έλαβε από τη Ρώμη τον τίτλο του βασιλιά. Μετά τον
θάνατό του (4 π.Χ.) το βασίλειό του διαιρέθηκε και έπειτα, από το 6 μ.Χ.,
υπήχθη στον θεσμό των Ρωμαίων υπάτων, ενώ παραχωρήθηκε κάποια σκιώδης εξουσία
στους διαδόχους του Ηρώδη Αγρίππα Α΄ (41-44 μ.Χ.) και Ηρώδη Αγρίππα Β΄ (50 –
περίπου 93 μ.Χ.). Ακολούθησαν δύο αξιόλογες επαναστάσεις: εκείνη του 66 μ.Χ., η
οποία κατεστάλη με την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο και την καταστροφή
του Ναού (70 μ.Χ.) και αυτή του 132-135 μ.Χ. υπό την ηγεσία του Μπαρ-Κοχέμπα
επί Αδριανού, μετά την καταστολή της οποίας η Ιερουσαλήμ έγινε ρωμαϊκή αποικία
με την ονομασία Aelia
Capitolina. Στο
εξής οι Εβραίοι, από τους οποίους όσοι επέζησαν πουλήθηκαν ως δούλοι, δεν είχαν
το δικαίωμα ούτε να πλησιάσουν την Ιερουσαλήμ.
Καλιγούλας: προσωνύμιο του Γαΐου Καίσαρος
Γερμανικού (Gaius
Caesar Germanicus), Ρωμαίου αυτοκράτορα από το 37 έως το
41 μ.Χ. (Άντιο, Λάτιο, 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ο Καλιγούλας διαδέχθηκε τον
Τιβέριο και ήταν αυτός που πραγματοποίησε τη μεταφορά της τελευταίας λεγεώνας,
που εξακολουθούσε να υπάγεται σε συγκλητικό ανθύπατο (στην Αφρική), στη
δικαιοδοσία αυτοκρατορικού εκπροσώπου, ολοκληρώνοντας έτσι την απόλυτη εξουσία
του αυτοκράτορα στη διοίκηση του στρατεύματος. Οι πληροφορίες των αρχαίων
συγγραφέων για τη βασιλεία του είναι τόσο προκατειλημμένες εναντίον του, ώστε
είναι σχεδόν αδύνατο να διακριβωθεί η αλήθεια. Ο θάνατος του πατέρα του
Γερμανικού Καίσαρος το 19 μ.Χ., της μητέρας του Αγριπίνας της Πρεσβυτέρας το 33
και των δύο μεγαλύτερων αδελφών του Ιουλίου Καίσαρος Νέρωνος το 31 και Δρούσου
Καίσαρος το 23 μ.Χ., αποδίδονταν από τους περισσότερους στις μηχανορραφίες του
Τιβέριου. Ο Γάιος και οι τρεις αδελφές του επέζησαν. Υιοθετώντας το γνωστό
όνομα του πατέρα του, ο Γάιος έγινε Γάιος Καίσαρ Γερμανικός.
Επτά μήνες μετά την άνοδό του στον
θρόνο, αρρώστησε βαριά. Όταν ανέρρωσε, επανέφερε σε ισχύ τις δίκες για
προδοσία, έδειξε μεγάλη σκληρότητα και επιδόθηκε στην ικανοποίηση παρανοϊκών
δεσποτικών ιδιοτροπιών.