Κωνσταντίνος
Καβάφης «Φυγάδες»
Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να
βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο
παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’
απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους
βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια
χώρα.
Κ’ έπειτα μ’ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί
Γραικοί
απ’ τους ολίγους όπου μείνανε στην
πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως
λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.
Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι
αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην
εθαυμάζαμε.
Έτσι περνούν οι μέρες, κ’ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ’ναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε
τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απ’ την Ήπειρο,
τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως
τον Βασίλειο.
Και τότε πια κ’ εμάς θά ’ρθ’ η σειρά
μας.
Ιστορικό
πλαίσιο
Η ταυτότητα του Βασίλειου, στον οποίο
αναφέρεται το ποίημα, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί. Επί της ουσίας υπάρχουν
τρεις πιθανές επιλογές, ο Βασίλειος Α΄ (867-886) και ο Βασίλειος Β΄ ο
Βουλγαροκτόνος (976-1025), αυτοκράτορες του Βυζαντίου, καθώς και ο Βασίλειος Α΄
ο Μέγας Κομνηνός (1332-1340) που ήταν αυτοκράτορας της Τραπεζούντας.
Ο Γ. Π. Σαββίδης, που προκρίνει τον
Βασίλειο Α΄, σημειώνει τα εξής: «Οι ανώνυμοι φυγάδες του ποιήματος δεν μπορούν
να ταυτιστούν με ακρίβεια. Η σκηνή ασφαλώς τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια, μετά
την Αραβική κατάκτηση (641), και πιθανώς λίγο μετά την δολοφονία του
αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (867) από τον θετό συμβασιλέα του Βασίλειο Α΄ (867-886),
ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας. Η αναφορά σε «λατινικούς» μάλλον οδηγεί στην
περίοδο του λεγομένου σχίσματος του Φωτίου (867-877), όταν ο λόγιος μα κοσμικός
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος είχε καθαιρεθεί και αφοριστεί (869), και
οι περισσότεροι φίλοι του είχαν αναγκαστεί να εξοριστούν.»
Πιθανή, όμως, θα μπορούσε να είναι και
η τοποθέτηση της δράσης του ποιήματος στα χρόνια του Βασίλειου Α΄ της
Τραπεζούντας, αν θεωρηθεί πως η αναφορά στο ενδεχόμενο να γίνει κάτι είτε από
τη Σμύρνη είτε από την Ήπειρο, που θα οδηγήσει στην πτώση του Βασίλειου,
υπονοεί τις ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη που σχηματίστηκαν μετά την
πρόσκαιρη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους τον
Απρίλιο του 1204, δηλαδή: την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, την Αυτοκρατορία
της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μια τέτοια τοποθέτηση θα εξηγούσε και
την αναφορά σε λατινικούς, σε προσκείμενους δηλαδή στον καθολικισμό, λόγω της
έντονης επίδρασης που προέκυψε από την επαφή με τους Δυτικούς κατά την περίοδο
των Σταυροφοριών.
Σε ό,τι αφορά τους Φυγάδες, αυτοί είναι
πιθανό να ανήκουν είτε στην οικονομικά ισχυρή τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων
είτε των αριστοκρατών, καθώς και οι τρεις αυτοκράτορες έλαβαν αυστηρά μέτρα για
τον περιορισμό της δύναμης που συγκέντρωναν οι πλούσιοι και «δυνατοί» της
εποχής τους. Ο Βασίλειος Α΄ της Τραπεζούντας, μάλιστα, είχε προχωρήσει ακόμη
και σε εκτελέσεις ευγενών, όπως ήταν, μεταξύ άλλων, ο μεγάλος δούκας Λέκης
Τζατιντζάνος κι ο γιος του.
Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι. Λίγο να
βαδίσεις
στην ίσια της οδό που στο Ιπποδρόμιο
παύει,
θα δεις παλάτια και μνημεία που θ’
απορήσεις.
Όσο κι αν έπαθεν απ’ τους πολέμους
βλάβη,
όσο κι αν μίκραινε, πάντα θαυμάσια
χώρα.
Στο ποίημα «Φυγάδες» αποτυπώνεται με
ιδιαίτερη ενάργεια ο βαθύς θαυμασμός του Καβάφη για την αγαπημένη του πόλη, την
Αλεξάνδρεια. Ήδη η αρχική διατύπωση του ποιήματος «Πάντα η Αλεξάνδρεια είναι», φανερώνει
την έκταση της εκτίμησης που τρέφει ο ποιητής για την πόλη στην οποία πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πάντα γι’ αυτόν η Αλεξάνδρεια υπήρξε το κεντρικό
σημείο αναφοράς∙ πάντα η Αλεξάνδρεια ήταν η πόλη που με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα
της και τη μακραίωνη ιστορία της αποτελούσε πηγή συγκίνησης και παρώθησης για
τον ποιητή∙ ένα διαρκές ερέθισμα για τη σκέψη του.
Η Αλεξάνδρεια εντυπωσιάζει τους επισκέπτες
της, αφού και μόνο να περπατήσει κανείς στον κεντρικό της δρόμο, που φτάνει ως
το Ιπποδρόμιο, βλέπει γύρω του τόσο εκπληκτικά παλάτια και μνημεία που του
προκαλούν απορία για τον πλούτο και την ανάπτυξη που γνώρισε κατά καιρούς αυτή
η υπέροχη πόλη. Η ομορφιά της, άλλωστε, δεν έχει καμφθεί μήτε από τους πολέμους
που της έχουν προκαλέσει πλείστες βλάβες ανά διαστήματα, όπως συνέβη το 641
μ.Χ., όταν ο φρούραρχος Αμρ ιμπν Αλ Ας νίκησε τους Βυζαντινούς και κατέκτησε
την Αίγυπτο, για λογαριασμό του Άραβα χαλίφη Ομάρ.
Η Αλεξάνδρεια παρέμενε μια θαυμάσια
πόλη, ακόμη κι όταν έπαυε να αποτελεί το κέντρο, την πρωτεύουσα, της ευρύτερης
περιοχής κι έχανε έτσι μέρος των προνομίων της. Είτε ως το εμπορικό και
διοικητικό κέντρο της περιοχής είτε ως μια ακόμη μεγάλη πόλη, παρέμεινε
διαχρονικά ένας χώρος εξέχουσας ομορφιάς και έντονης πνευματικής δράσης.
Κ’ έπειτα μ’ εκδρομές, και με βιβλία,
και με σπουδές διάφορες περνά η ώρα.
Το βράδυ μαζευόμεθα στην παραλία
ημείς οι πέντε (με ονόματα όλοι
πλαστά βεβαίως) κι άλλοι μερικοί
Γραικοί
απ’ τους ολίγους όπου μείνανε στην
πόλι.
Πότε μιλούμε για εκκλησιαστικά (κάπως
λατινικοί
μοιάζουν εδώ), πότε φιλολογία.
Οι πέντε Φυγάδες του ποιήματος
απολαμβάνουν τη διαμονή τους στην ιστορική Αλεξάνδρεια, αξιοποιώντας τον εκεί
χρόνο τους για να μελετήσουν και να πραγματοποιήσουν σύντομες εκδρομές. Ενώ, τα
βράδια μαζεύονται στην παραλία μαζί με μερικούς ακόμη Έλληνες, από τους
ελάχιστους που έχουν παραμείνει στην πόλη, και περνούν ευχάριστα το χρόνο τους
με συζητήσεις θρησκευτικού ή φιλολογικού περιεχομένου. Ο ποιητής υπενθυμίζει
εδώ έμμεσα το γεγονός ότι η αγαπημένη του πόλη αποτέλεσε για αιώνες ένα από τα
σημαντικότερα πνευματικά κέντρα του ευρύτερου χώρου γνωρίζοντας ιδιαίτερη ακμή
κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, χωρίς όμως να παύει να προσφέρει αξιόλογη
πνευματική παραγωγή ακόμη και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως ήταν τα χρόνια
της βυζαντινής κυριαρχίας.
Προσέχουμε πως στους παρενθετικούς
στίχους ο Καβάφης εντάσσει πληροφορίες που σχετίζονται με την ιδιαίτερη
κατάσταση των φυγάδων και επαναφέρουν στη σκέψη του αναγνώστη πως παρά το
ευχάριστο κλίμα της εκεί διαμονής τους, οι φυγάδες συνεχίζουν να βιώνουν το
αίσθημα του φόβου, μιας και θα μπορούσε να προδοθεί η ταυτότητά τους και να
συλληφθούν ίσως από τις αρχές. Έτσι, οι φυγάδες χρησιμοποιούν πλαστά ονόματα
όσο βρίσκονται στην Αλεξάνδρεια, για να αποφύγουν το ενδεχόμενο της αναγνώρισής
τους. Επιπλέον, καταγράφεται το γεγονός πως στις συζητήσεις εκκλησιαστικού
περιεχομένου εμφανίζονται κάπως λατινικοί, δηλαδή περισσότερο προσκείμενοι στον
καθολοκισμό∙ πληροφορία, που όπως επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης, θα μπορούσε να
συνδέεται με το λόγο για τον οποίο οι πέντε αυτοί άνθρωποι έχουν τραπεί σε
φυγάδες κι έχουν αναζητήσει καταφύγιο στην Αλεξάνδρεια.
Προχθές του Νόννου στίχους εδιαβάζαμε.
Τι εικόνες, τι ρυθμός, τι γλώσσα, τι
αρμονία.
Ενθουσιασμένοι τον Πανοπολίτην
εθαυμάζαμε.
Από τα αναγνώσματα της παρέας των Ελλήνων
ο ποιητής ξεχωρίζει και επαινεί τους στίχους του Νόννου, του Αιγυπτιώτη ποιητή
του 5ου αι. μ.Χ., που έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μοιάζει, μάλιστα, να
είναι αυτός ο ιδανικός έπαινος για τον Νόννο, εφόσον το έργο του διαβάζεται και
θαυμάζεται ακριβώς στην πόλη όπου συντέθηκε, στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, οι εκεί
φυγάδες βρίσκουν την ευκαιρία να τιμήσουν έναν δημιουργό που έδρασε στην
αγαπημένη πόλη του ποιητή.
Οι φυγάδες ενθουσιάζονται με το έργο
του Πανοπολίτη -ο Νόννος ήταν από την Πανόπολη της Αιγύπτου-, και εξαίρουν τις
εικόνες, το ρυθμό, τη γλώσσα μα και την αρμονία των στίχων του, φανερώνοντας
κατ’ αυτό τον τρόπο την πρόθεση του Καβάφη να τονίσει ιδιαίτερα την αξία που
έχει το έργο του «συντοπίτη» του ποιητή. Ο Νόννος συνέθεσε, άλλωστε, το
τελευταίο μεγάλο ποίημα της αρχαιότητας, τα «Διονυσιακά» (21.000 στίχοι).
Έτσι περνούν οι μέρες, κ’ η διαμονή
δυσάρεστη δεν είναι, γιατί, εννοείται,
δεν πρόκειται να ’ναι παντοτινή.
Καλές ειδήσεις λάβαμε, και είτε
από την Σμύρνη κάτι γίνει τώρα, είτε
τον Aπρίλιο
οι φίλοι μας κινήσουν απ’ την Ήπειρο,
τα σχέδιά μας
επιτυγχάνουν, και τον ρίχνουμεν ευκόλως
τον Βασίλειο.
Και τότε πια κ’ εμάς θά ’ρθ’ η σειρά
μας.
Με τις φιλολογικές αυτές ενασχολήσεις,
τις εκδρομές και τις συζητήσεις, η παραμονή των φυγάδων στην Αλεξάνδρεια αποκτά
έναν παρήγορα ευχάριστο χαρακτήρα, που έχει τη σημασία του, αφού ούτως ή άλλως
η Αλεξάνδρεια δεν παύει να είναι γι’ αυτούς ένας τόπος εκούσιας εξορίας από τον
οποίο θέλουν κάποια στιγμή να φύγουν. Έχουν λάβει, μάλιστα, κάποιες ευχάριστες
ειδήσεις, που τους επιτρέπουν να ελπίζουν πως η εκεί διαμονή τους δεν θα
παραταθεί για πολύ ακόμη. Τόσο οι αντίπαλοι του Βασίλειου στη Σμύρνη, όσο και
οι φίλοι των φυγάδων στην Ήπειρο σχεδιάζουν κάποιες κινήσεις ενάντια στον
αυτοκράτορα που ίσως οδηγήσουν σε μια σχετικά εύκολη ανατροπή του. Ανατροπή που
θα δώσει στους φυγάδες την ευκαιρία να έρθουν εκείνοι στα πράγματα και ν’
αποκτήσουν είτε την εξουσία είτε τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης
επιρροής, και, φυσικά, το ελεύθερο να δρουν όπως οι ίδιοι επιθυμούν.
Νόννος
Το τελευταίο μεγάλο ποίημα που έχουμε
από την αρχαιότητα: τα 48 βιβλία των Διονυσιακών είναι του Νόννου, που
καταγόταν από την αιγυπτιακή Πανόπολη. Η ακριβέστερη χρονολόγησή του είναι
δύσκολη∙ μπορεί κανείς με εμπιστοσύνη να τον τοποθετήσει στον 5ο
αιώνα μ.Χ. και να προτιμήσει το δεύτερο μισό του.
Με έναν πάρα πολύ μεγάλο απόγυρο το
πελώριο αυτό έπος διηγείται την εκστρατεία του Διόνυσου στις Ινδίες και τις
μάχες εναντίον του βασιλιά Δηριάδη, έναν θρύλο μέσα στον οποίο η πελωριότητα
της εκστρατείας του Αλέξανδρου αρκετό καιρό πριν από τον Νόννο είχε βρει το
μυθικό της αντικαθρέφτισμα. Εκτός από αυτά το έπος περιέχει μια πλήρη ιστορία
του θεού. Μεγάλα προεισαγωγικά τμήματα διηγούνται τα γεγονότα πριν από την
γέννηση, αυτήν την ίδια (μόλις στο 8ο βιβλίο!), και τα νιάτα του,
ώσπου στο 13ο βιβλίο αρχίζουν οι προετοιμασίες για τις Ινδίες. Την
πτώση του Δηριάδη (40ο βιβλίο) την ακολουθούν πλούσιες περιπέτειες
του γυρισμού, καινούργιες αποδείξεις της θεϊκής δύναμης, όπως η τιμωρία του
Πενθέα, και τέλος η αποδοχή του στον Όλυμπο.
Ακόμα και σ’ αυτό το μπερδεμένο και
παρδαλό υφαντό φαίνεται το στημόνια της ομηρικής προέλευσης τόσο στα θέματα όσο
και στα μορφολογικά στοιχεία. Η επίκληση των Μουσών στην αρχή, ένας κατάλογος
των εκστρατευτικών δυνάμεων του θεού, η κατασκευή λαμπρών όπλων, ομηρικές
σκηνές μάχης, επιτάφιοι αγώνες, ακόμα και μια απάτη της Ήρας σε βάρος του Δία,
όλα υπάρχουν. Επίσης αυτό το όψιμο έπος ξέρει τα κοσμητικά επίθετα, μέσα στα
οποία σχεδόν κολυμπά, και φράσεις που επαναλαμβάνονται συχνά. Πόσο διαφορετικά
όμως είναι τα υφάδια, κάτω από τα οποία τα ομηρικά στοιχεία χάνονται ολότελα!
Εδώ επενεργεί η τραγωδία με το πάθος της καθώς και η αλεξανδρινή ποίηση με την
τάση της προς το ειδυλλιακό ή την αινιγματική περίφραση. Θα αδικούσαμε όμως τον
Νόννο, αν θέλαμε να εξαντλήσουμε τα χαρακτηριστικά του έργου του στην ανάλυση
αυτών των στοιχείων. Τα Διονυσιακά παρ’ όλον τον πλούτο θεματικών και
μορφολογικών προϋποθέσεων είναι μολαταύτα ένα έργο με ιδιαίτερη σφραγίδα. Είναι
τέτοιο χάρη στο στοιχείο του διονυσιακού-μεθυστικού οργασμού, που διαπερνά
ολόκληρο το ποίημα. Η κλασικιστική τεχνοκριτική τα κατάφερε να δει εδώ μόνο
στόμφο και υπερβολή. Ασφαλώς υπάρχουν και μέρη για τα οποία ταιριάζει μια
τέτοια κρίση, εκτός από αυτά όμως όχι λίγα άλλα, που τα διαπερνά μεγάλη κίνηση,
που κάμνει να σπάσουν όλα τα σύνορα. Με πόση θεατρική κίνηση αρχίζει ωστόσο το
σύνολο! Το Σύμπαν βρίσκεται σε αναταραχή∙ ο Τυφωέας, κατέχοντας τον κεραυνό,
απειλεί τον κόσμο του Δία με καταστροφή. Ο Κάδμος θα γίνει ο σωτήρας, γιατί η
κόρη του η Σεμέλη θα γεννήσει τον Διόνυσο. Και η άπλα του χώρου ακόμα ανήκει
στα μπαροκικά στοιχεία αυτού του ποιήματος: τα σύνορα της οικουμένης είναι στενά
γι’ αυτό.
Η σύνθεση θυσιάστηκε στον εκστατικό
τύπο αυτού του ποιητή. Εδώ δεν υπάρχει καμία προπαρασκευή και προοικονομία.
Πλήθος ιστορίες θεών και ηρώων, μάλιστα και αστρικοί θρύλοι του αλεξανδρινού
τύπου μπλέκονται μέσα στη δράση, που οι γραμμές της που και που κοντεύουν να
χαθούν κάτω από τα παραγεμίσματα.
Σε παράξενη αντίθεση με αυτήν τη
χαλαρότητα βρίσκεται η αυστηρότητα της δομή του εξάμετρου. Την εποχή του Νόννου
οι ποσοτικές διαφορές των ελληνικών φωνηέντων έσβηναν πια, κι έχει μεγάλη
σημασία όχι μόνο το ότι αυτός κατασκευάζει εξάμετρους με σωστές ποσότητες, αλλά
και ότι ιδρύει σχολή αυτού του είδους. Μάλιστα αυτός συνέχισε την εξέλιξη από
τον Όμηρο στον Καλλίμαχο, και με μια σειρά από περιορισμούς λιγόστεψε ακόμα
περισσότερο τους επιτρεπτούς δομικούς τύπους των εξάμετρών του. Ο πλούτος των
δακτύλων και η υπεροχή της θηλυκής τομής στο μέσο (τομή στον τρίτο τροχαίο)
δίνουν στους στίχους κίνηση μαζί και απαλότητα. Από την άλλη μεριά είναι
αξιοσημείωτη σ’ αυτόν η μεταβολή του τονισμού και της ποσότητας με τον υποχρεωτικό
τόνο στην τελευταία ή την προτελευταία συλλαβή του εξάμετρου (αποκλεισμός των
προπαροξύτονων).
Σώθηκε, επίσης, μια Παράφραση του κατά
Ιωάννην Ευαγγελίου, που δείχνει σε όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα του ύφους του
ποιήματος για τον Διόνυσο. Άραγε την έγραψε ο Νόννος όταν ήταν πια χριστιανός,
ή μήπως η μεταστροφή του στη νέα πίστη βρίσκεται ανάμεσα στα δύο ποιήματα; Οι
κρίσεις για το ζήτημα αυτό είναι διαφορετικές∙ μολαταύτα στα Διονυσιακά τα
στοιχεία της μαγείας και της αστρολογίας έχουν τόσο βαθιές ρίζες, ώστε θα
προτιμούσε κανείς να τοποθετήσει τη συγγραφή τους στην εποχή που ο Νόννος ήταν
ακόμα εθνικός.
[Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας
Ελληνικής Λογοτεχνίας]