Κωστής Παλαμάς «Ύμνος στον Παρθενώνα»
Εσύ ‘σαι, που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσύ ‘σαι,
Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας;
Ναέ, και ποιος να σ’ έχτισε μες στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα;
Σ’ εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα·
λόγος το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες
στη χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών* των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.
[…]
Ναέ, τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα,
σα να τη ‘γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση* του κόσμου,
μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια*,
σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ’ ερμοτόπι
της Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα
τη διαφανάδα τη γλαυκή των Oλυμπίων* τα χέρια.
Κι η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά* να πάει
για να χαθεί στ’ απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει,
το Πνεύμα προς τ’ απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει.
Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι*,
καματερά* ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ’ τη βουκέντρα*
φαρμακερά κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη.
Εσένα με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι
σε υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου
και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης,
με το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι.
[…]
Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει
να ξαναβρεί τα νιάτα του, να ‘ρχεται στο ποτάμι
της Oμορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται αδιαφόρευτα* και γκαρδιακά* να σκύβει
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ’ όλα,
πάλι και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο.
Μ’ εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει,
του κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος.
Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας;
Ναέ, και ποιος να σ’ έχτισε μες στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα;»
λόγος το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες
στη χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.»
Ο Παρθενώνας, μάλιστα, είναι γέννημα μιας ξεχωριστής χώρας, της αρχαίας Ελλάδας, στην οποία τίποτε δεν δημιουργούνταν τυχαία και χωρίς προσεκτική μελέτη. Πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην Αθήνα της κλασικής περιόδου (480 – 323 π.Χ.), όπου οι τέχνες, οι επιστήμες και η ανθρώπινη σκέψη εν γένει έφτασαν σε πρωτόγνωρα ύψη, καθορίζοντας το μέτρο της πνευματικής και πολιτικής ωρίμανσης για όλες τις επόμενες ιστορικές περιόδους. Σε αυτή την πόλη-κράτος, λοιπόν, «ήρθε» ο ναός του Παρθενώνα ως επιστέγασμα της συστηματικής καλλιέργειας της ανθρώπινης σκέψης, την κατάλληλη ακριβώς στιγμή, για να φανερώσει το επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια ανθρώπινη κοινωνία, όταν δίνει πραγματική έμφαση στην παιδεία, στην μελέτη και στην ηθική καλλιέργεια των ατόμων. Ο Παρθενώνας ήρθε και στάθηκε υψηλότερα απ’ όλους τους λαούς -του παρελθόντος, του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος-, μιας και δεν υπήρξε σε καμία άλλη ιστορική περίοδο ούτε σε άλλη χώρα τέτοια πνευματική εξέλιξη, με τόσα αξεπέραστα πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Στάθηκε, συνάμα, πάνω απ’ όλες τις θρησκείες, διότι, αν και υπήρξε γέννημα της αρχαιοελληνικής σκέψης και θρησκείας, διατήρησε αλώβητη την κορυφαία θέση του καθ’ όλη τη μετέπειτα ανθρώπινη πορεία αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα που του διασφάλισε η τεχνική και καλλιτεχνική του αρτιότητα.
Ο Παρθενώνας είναι ένα έργο μεγάλων διαστάσεων («κυκλώπειε»), χωρίς αυτό να του στερεί την αίσθηση της κίνησης και της λεπτότητας (« λυγερόκορμε») χάρη στον έξοχο σχεδιασμό του, που δημιουργεί την αίσθηση σε όποιον τον αντικρίζει πως είναι τέλειος σαν ζωγραφιά, κι όχι κάτι το υλικό, φτιαγμένο από μάρμαρο.
σα να τη ‘γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση του κόσμου,
μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια,
σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ’ ερμοτόπι
της Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα
τη διαφανάδα τη γλαυκή των Oλυμπίων τα χέρια.»
για να χαθεί στ’ απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει,
το Πνεύμα προς τ’ απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει.»
καματερά ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ’ τη βουκέντρα
φαρμακερά κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη.
Εσένα με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι
σε υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου
και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης,
με το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι.»
Η οικοδόμηση του Παρθενώνα έγινε από ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι εκτελούσαν την εργασία τους έχοντας επίγνωση της αξίας της, τραγουδώντας μάλιστα, μιας κι έκαναν κάτι που οι ίδιοι το ήθελαν. Επρόκειτο, άλλωστε, για τους πολίτες ενός κράτους που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην πνευματική καλλιέργεια των πολιτών του, κάτι που έγινε εμφανές από το γεγονός ότι δέχτηκαν ως «κυρίαρχο» στη ζωή τους τον Νόμο με απόλυτα φυσικό τρόπο. Ο Νόμος συνυφάνθηκε τόσο αρμονικά με τη ζωή τους, σαν να ήταν μέρος της «μελωδίας» που διέτρεχε την καθημερινότητά τους. Η συσχέτιση του νόμου με το τραγούδι παραπέμπει έμμεσα στο γεγονός πως ο Σόλων ήταν γνωστός ποιητής προτού αναλάβει το καθήκον να συντάξει νόμους για την αθηναϊκή πολιτεία.
Η αποδοχή, πάντως, του νόμου ως ρυθμιστή του κοινωνικού και πολιτικού βίου φανέρωσε ξεκάθαρα την πολιτική ωριμότητα των Αθηναίων, οι οποίοι δεν χρειάζονταν κάποιον τύραννο για να τους διοικεί, με απειλές και τιμωρίες∙ ήταν έτοιμοι να οδηγηθούν στην αυτορρύθμιση του κοινωνικού βίου και, ακολούθως, να διαμορφώσουν τις αρχές της Δημοκρατίας.
να ξαναβρεί τα νιάτα του, να ‘ρχεται στο ποτάμι
της Ομορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται αδιαφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβει
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.»
πάλι και πάντα να γυρνά σ’ εσένα μ’ έναν ύμνο.
Μ’ εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν’ αρχινάει,
του κόσμου το ξανάνιωμα μ’ εσέ να παίρνει τέλος.»