Ύδρα
Κωστής Παλαμάς «Αγορά»
Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή
Η Ασάλευτη Ζωή (στην ενότητα τα σονέτα). Γράφτηκε το 1896, εποχή που ο ποιητής
πιεζόταν από οικονομικές ανάγκες και υποχρεωνόταν να εργάζεται σκληρά
αρθρογραφώντας στα διάφορα αθηναϊκά έντυπα για να επιβιώσει. Γενικός Γραμματέας
του Παν/μίου Αθηνών διορίστηκε το 1897.
Πάντα διψάς – όπως διψάει το
πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο
σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση
ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια
κόχη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο
το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και
με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο
τον πλανήτη∙
και το καράβι και το σπίτι σου
είπαν∙ «Όχι!»
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε
σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή
της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο
λιμάνι.
Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που
δουλεύει∙
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του
κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για
τους δικούς σου.
Ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα Αγορά
-βασιζόμενος στην προσωπική του εμπειρία- πραγματεύεται τη σκληρή όψη της ζωής,
που αφενός στερεί στον άνθρωπο την πραγμάτωση των επιθυμιών του, κι αφετέρου
τον φέρνει αντιμέτωπο με την ανάγκη της επιβίωσης. Ο ποιητής, όπως και κάθε
άνθρωπος άλλωστε, καλείται να εργαστεί με εξαντλητικούς ρυθμούς προκειμένου να
επιβιώσει, χάνοντας έτσι την επαφή, όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με τους
ανθρώπους γύρω του.
Η αποξένωση του ποιητή από τους
δικούς του ανθρώπους, έρχεται να προστεθεί σε μια ζωή που δεν ενέχει τις πηγές
της εσωτερικής εκείνης ευχαρίστησης και ικανοποίησης, που θα μπορούσαν να
εξισορροπήσουν το κόστος της ψυχικής φθοράς, που επέρχεται από την
εξαναγκαστική εργασία, από την εργασία που γίνεται καθαρά για βιοποριστικούς
λόγους. Μη έχοντας θέσει τις βάσεις μιας ουσιαστικής εσωτερικής γαλήνης, ο
ποιητής βιώνει συνδυαστικά την απογοήτευση της ζωής που δεν έλαβε την επιθυμητή
μορφή και της εξουθενωτικής εργασίας.
Πάντα διψάς – όπως διψάει το
πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο
σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση
ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια
κόχη.
Η διαρκής προσδοκία της ψυχής του
ποιητή -προσδοκία που παρομοιάζεται με τη δίψα του στεγνού, θερινού τοπίου για
τη δροσιά που προσφέρει το πρωτοβρόχι- είναι η ήσυχη, απομονωμένη ζωή, σ’ ένα
ευλογημένο με οικογενειακή θαλπωρή σπίτι. Μια ήρεμη ζωή γεμάτη με αγάπη, έστω
και σε μια μικρή γωνιά, έστω και σ’ ένα σπίτι μικρό.
Έμφαση δίνεται, μάλιστα, στην
ανάγκη της απομόνωσης και της απουσίας των πολλών συναναστροφών. Ο ποιητής
θέλει μια ζωή κρυφή, μια ζωή μακριά από τους ανθρώπους, όπως ακριβώς όταν προσεύχεται
γαλήνια ένας ερημίτης. Γι’ αυτό και η ζωή που ονειρεύεται χαρακτηρίζεται
«ζωούλα» και προσδιορίζεται ως ζωή της «αρνησιάς».
Η επιθυμία του ποιητή να
απαρνηθεί τη συχνή επαφή με τους ανθρώπους αντανακλά πιθανώς την αίσθηση της
φθοράς που επιφέρει η καθημερινή συναναστροφή, ιδίως όταν αυτή προκύπτει λόγω
επαγγελματικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Μια καθημερινή συναναστροφή που δεν
ταιριάζει στην ανάγκη του πνευματικού ανθρώπου για απομόνωση, περισυλλογή και
μελέτη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο
το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και
με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο
τον πλανήτη∙
και το καράβι και το σπίτι σου
είπαν∙ «Όχι!»
Ο ποιητής, βέβαια, σ’ ένα τελείως
αντιθετικό φανέρωμα της προσωπικότητάς του, αποζητά και τη γεμάτη περιπέτειες
ζωή του ταξιδευτή. Διψά για τη ζωή τη δοσμένη στη θάλασσα, για το καράβι που
ταξιδεύει παντού συνοδευόμενο από τα πουλιά και τα κήτη της θάλασσας∙ για τη ζωή εκείνη που είναι
γεμάτη από εικόνες και εμπειρίες που αντλούνται απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη.
Η επιθυμία αυτή του ποιητή
φανερώνει το σύνηθες παράπονο των πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι έχοντας
στερηθεί τη δράση και την περιπετειώδη ζωή, λόγω της αφοσίωσής τους στην
πνευματική παραγωγή που απαιτεί και επιβάλλει μια στασιμότητα, αποζητούν και
συχνά εξιδανικεύουν τη ζωή της εξωτερικής δράσης.
Ο ποιητής, λοιπόν, θα ήθελε είτε
μια ήρεμη ζωή απομόνωσης, όπως αυτή ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο των γραμμάτων,
είτε μιαν εκ διαμέτρου αντίθετη ζωή, γεμάτη περιπέτειες και εμπειρίες, όπως
αυτή που στερήθηκε λόγω ακριβώς της ενασχόλησής του με τα γράμματα. Εντούτοις,
η ζωή του αρνήθηκε τόσο τη γαλήνη του σπιτιού όσο και τις ενθουσιώδεις
περιπέτειες των ταξιδιών.
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε
σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή
της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο
λιμάνι.
Η ζωή του ποιητή δε γνωρίζει ούτε
την ευτυχία της απομόνωσης, την ευτυχία που αντλείται από τη γαλήνη της
στάσιμης, χωρίς ταξίδια και περιπλανήσεις διαβίωσης, αλλά ούτε και την
περιπετειώδη εκείνη ύπαρξη του ταξιδευτή που ενδυναμώνεται με κάθε νέο λιμάνι,
με κάθε νέα γη που αντικρίζει.
Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που
δουλεύει∙
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του
κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για
τους δικούς σου.
Το μόνο που γνώρισε μέχρι τώρα ο
ποιητής είναι ο μόχθος κι η εξάντληση του «σκλάβου», που δουλεύει ασταμάτητα. Η
αναφορά στη χωρίς χαρά ζωή του σκλάβου, δηλώνει την πίκρα που αισθάνεται ο
ποιητής για το γεγονός ότι αναγκάζεται να ασχολείται με πράγματα που δεν τον
ευχαριστούν καθόλου, μόνο και μόνο για να καλύψει τις βασικές του υποχρεώσεις.
Η προστακτική του ρήματος «σέρνε»
και το δεύτερο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ποιητής συνολικά στα ρήματα του
ποιήματος, δημιουργούν την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιο άλλο πρόσωπο
-μια τακτική που θέτει τον αναγνώστη στο ρόλο του άμεσου αποδέκτη-, αναφέρεται
ωστόσο στον ίδιο του τον εαυτό καθώς ο ποιητής προχωρά σ’ έναν σκληρό
απολογισμό της ζωής του.
Η αγορά, το κέντρο κάθε
οικονομικής δραστηριότητας των πόλεων της αρχαιότητας, είναι ο χώρος στον οποίο
οι δούλοι εκτίθονταν γυμνοί, προκειμένου να βρεθεί ο αγοραστής τους. Από την
αγορά, από το χώρο αυτό του δουλεμπορίου, αντλείται ο τίτλος του ποιήματος,
ώστε να δοθεί έμφαση στην αίσθηση του ποιητή πως έχει καταντήσει ένας σκλάβος.
Κι αυτό γιατί παρόλο που η δική του εργασία είναι μισθωτή, είναι τέτοια η
απέχθεια που νιώθει ο ποιητής για τον εξαναγκαστικό της χαρακτήρα κι είναι
τέτοιο το προσωπικό της κόστος, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν τον διαφοροποιεί από
τους δυστυχείς εκείνους σκλάβους της αρχαιότητας.
Καίριο είναι το σχόλιο του
τελευταίου στίχου, όπου τονίζεται η αλλοτρίωση, η αποξένωση του ανθρώπου που
εργάζεται νυχθημερόν προκειμένου να επιβιώσει. Ο ποιητής αποξενώνεται από τους
δικούς του ανθρώπους, αποξενώνεται κι από εκείνους που τυχόν συναντά στο
πλαίσιο της εργασίας, καθώς δεν του απομένει ελεύθερος χρόνος για μια
ουσιαστική επικοινωνία κι επαφή μαζί τους.
Η αποξένωση, η επιβεβλημένη
απόσταση του ποιητή από τους δικούς του ανθρώπους, αλλά κι από τον ίδιο του τον
εαυτό και τις σκέψεις του, είναι το ιδιαίτερα βαρύ κόστος της συνεχούς
εργασίας, που φθείρει τον ποιητή και τον ωθεί να βλέπει τον εαυτό του ως
σύγχρονο σκλάβο.
Το ποίημα Αγορά είναι σονέτο και
αποτελεί γέννημα της παρνασσιακής περιόδου του ποιητή. Ακολουθεί την κλασική
μορφή των σονέτων (sonetto
= μικρό σύντομο τραγούδι) με δεκατέσσερις στίχους, χωρισμένους σε δύο
τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες. Ο στίχος είναι δεκατρισύλλαβος και το
μέτρο ιαμβικό, βασίζεται δηλαδή στην εναλλαγή μιας άτονης και μιας τονισμένης
συλλαβής.
Η ομοιοκαταληξία στις τετράστιχες
στροφές είναι σταυρωτή κι έχει τη μορφή αββα, ενώ στις δύο τρίστιχες στροφές
που κατ’ ανάγκη μοιράζονται μια ομοιοκαταληξία μεταξύ τους, έχει τη μορφή γδδ –
γεε.
Το ιαμβικό μέτρο βασίζεται στην εναλλαγή
μιας άτονης με μια τονισμένη συλλαβή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποχρεωτικά ο
τόνος του μέτρου, που φανερώνεται κατά την ανάγνωση, συμπίπτει με τους τόνους
των λέξεων. Στο ακόλουθο παράδειγμα υπογραμμίζονται οι τονισμένες, σύμφωνα με
το μέτρο, λέξεις.
κάθε καινούρια γη
και κάθε νιο λιμάνι.