Lukjan Vasilievich Popov
Κώστας
Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]
Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο
πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη
συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του
Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι
που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της
νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν,
εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου,
Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν
ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα
καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο
Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα
εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια
μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα
βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος
σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα
γινόμουν άλλος!
Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό
πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να
αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην
περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η
κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή
του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη
διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία
μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για
έργο της παραδοσιακής ποίησης.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της
νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν,
εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου,
Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα
καλοπερνάτε;
Η χρήση του επιρρήματος «πάλι»
υποδηλώνει από την αρχή πως η κατάσταση μέθης αποτελεί κάτι το συνηθισμένο για
τον ήρωα του ποιήματος. Αργά τη νύχτα κι ο Κωνσταντής είναι πάλι μεθυσμένος και
γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι. Αν και τα γόνατά του τρέμουν από το μεθύσι,
εκείνος κρατιέται στητός, διότι δεν θέλει να καταλάβουν οι γύρω του πόσο
μεθυσμένος είναι. Μια εικόνα ηθικής και σωματικής εξαθλίωσης, που φανερώνει πως
ο ήρωας του ποιήματος δεν έχει πια τη δυνατότητα να φροντίζει για τη διαφύλαξη της
αξιοπρέπειάς του.
Ο Κωνσταντής -ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή-
πηγαίνει και στέκει μπροστά από κάθε τραπεζάκι, προσδοκώντας κάποιο κέρασμα και
ανεχόμενος για χάρη του κεράσματος αυτού τα πειράγματα των θαμώνων. Ενδεικτική
ως προς αυτό η προσφώνηση που του επιφυλάσσουν: «Γεια σου, Κωνσταντή, βαρβάτε!».
Το επίθετο βαρβάτος, που σημαίνει εκείνος που είναι πολύ αρρενωπός και πολύ
δυνατός, λειτουργεί ως σαρκαστικό σχόλιο για τον ήρωα που μετά βίας κατορθώνει
να συγκρατήσει όρθιο το κορμί του, αφού η μέθη καθιστά το βήμα του ασταθές.
Ο ήρωας του ποιήματος δέχεται το καλοκάγαθο
αυτό πείραγμα με ύφος δουλικό, προσφωνώντας τους θαμώνες «αφεντικά» και
ρωτώντας τους πως περνούν. Δηλώνει, έτσι, πως έχει επίγνωση ότι βρίσκεται σε
υποδεέστερη θέση από εκείνους, αφού επί της ουσίας βρίσκεται μπροστά τους για
να ζητιανέψει λίγο κρασί, αλλά και για να επισημάνει πως εκείνοι έχουν τη
δυνατότητα να τρώνε και να πίνουν έχοντας τα αναγκαία χρήματα για να πληρώσουν
το λογαριασμό, σε αντίθεση με εκείνον.
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου
‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα
καπελιά.
Οι πελάτες των καπηλειών, οι πελάτες στις
ταβέρνες, τηρούν μια γενναιόδωρη στάση απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή και τον
κερνούν ο καθένας κι από κάτι, προσφέροντάς του και κρασί, μα και κάτι να φάει.
Μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται σε κάθε ταβέρνα, μέχρι ο ήρωας να περάσει
από όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς.
Το γεγονός, βέβαια, ότι οι πελάτες
ενδίδουν στην έμμεση επαιτεία του Κωνσταντή υποδηλώνει πως τον γνωρίζουν πια
καιρό και πως ξέρουν για ποιο λόγο εμφανίζεται μπροστά τους. Πρόκειται, δηλαδή,
για μια παγιωμένη κατάσταση.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο
Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα
εγλυκογέλας.
Ωστόσο, δεν είναι κατ’ ανάγκη όλοι οι
πελάτες στις ταβέρνες απόλυτα αγαθοί απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή. Υπάρχουν
και ορισμένοι που τον πειράζουν, όπως εκείνος ο Τριβέλας∙ όνομα, προφανώς,
πλαστό, που παραπέμπει στο τριβέλι (τρυπάνι) και στη μεταφορική σημασία του
ρήματος τριβελίζω: βασανίζω, ταλαιπωρώ. Ο ποιητής με το όνομα Τριβέλας, θέλει
να υποδηλώσει πως πάντοτε υπάρχει κάποιος που βρίσκει ευκαιρία να βασανίσει τον
αδύναμο Κωνσταντή και να γελάσει εις βάρος του. Ο Κωνσταντής, ούτως ή άλλως,
αποτελεί εύκολο θύμα απέναντι στα πειράγματα των καλοθελητών, αφού η κατάστασή
του είναι απελπιστική.
Ο ήρωας, πάντως, γνωρίζοντας πως δεν
μπορεί επί της ουσίας να απαντήσει στα πειράγματα αυτά, έστω κι να τον
πληγώνουν, κάνει πως δεν τα αντιλαμβάνεται και χαμογελά με γλυκό τρόπο σε
όλους. Ο Κωνσταντής υποτάσσεται στη χαιρεκακία των άλλων και δεν αντιδρά, διότι
γνωρίζει πως, ως ένα μεγάλο βαθμό, αποτελεί δική του επιλογή το να στέκεται
απέναντί τους και να περιμένει από αυτούς το κέρασμα. Αν είχε την απαραίτητη
οικονομική άνεση, δεν θα περίμενε από τους άλλους να του προσφέρουν κρασί, κι
αν είχε τον αναγκαίο αυτοσεβασμό δεν θα έφτανε στο σημείο να ζει κατ’ αυτό τον
παρασιτικό τρόπο.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια
μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα
βουτά.
Το στοιχείο που καθιστά ακόμη
τραγικότερη την κατάσταση του Κωνσταντή, και όλων των ανθρώπων που βιώνουν κάτι
αντίστοιχο, είναι πως δεν πρόκειται για κάτι το προσωρινό∙ δεν αποτελεί μια
παροδική φάση στη ζωή του, αλλά μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση, η οποία ολοένα και
επιδεινώνεται. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής, τα ίδια έγιναν χτες, τα
ίδια και σήμερα, κι αυτό γίνεται ήδη από χρόνια πριν και αναπόφευκτα θα
συνεχίσει να γίνεται και χρόνια μετά.
Ο Κωνσταντής αφήνεται κάθε μέρα και
περισσότερο στην εξαθλίωση αυτή, γεγονός που προδίδει συναισθηματική εγκατάλειψη
και πλήρη απουσία θέλησης για διαφυγή από αυτό τον φαύλο κύκλο ολέθριας
διαβίωσης. Ο ήρωας μοιάζει να έχει βολευτεί σ’ αυτόν τον μίζερο και καταστροφικό
τρόπο ζωής, που βασίζεται στην ελεημοσύνη των άλλων και στην πρόσκαιρη λήθη που
προσφέρει το καθημερινό μεθύσι.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος
σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα
γινόμουν άλλος!
Ο ποιητής επιχειρεί μια μερική
διερεύνηση των λόγων που έχουν οδηγήσει τον Κωνσταντή σε αυτή την απελπιστική
κατάσταση, προβάλλοντας ως πρώτη πιθανότητα το ενδεχόμενο να μην έχει την
αναγκαία θέληση. Είναι πιθανό, δηλαδή, ο ήρωας να μην έχει αρκετή δύναμη
χαρακτήρα και αρκετή αποφασιστικότητα, ώστε να καταπολεμήσει την επιθυμία του
για αλκοόλ και να αφήσει τα καταστροφικά γι’ αυτόν ξενύχτια και μεθύσια. Ίσως ο
ήρωας δεν έχει αρκετή θέληση για να αντιπαλέψει τις αντίξοες συνθήκες της εποχής
του που του έχουν στερήσει τις κατάλληλες ευκαιρίες για να αποκτήσει μια
καλύτερη ζωή. Ίσως, όμως, ο Κωνσταντής να βασανίζεται από κάποιον μεγάλο
εσωτερικό πόνο που αποδυναμώνει μέσα του κάθε άλλη προσωπική δύναμη και θέληση.
Το ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι που προκαλεί μεγάλο πόνο στον ήρωα είναι το
δεύτερο που διερευνά ο ποιητής, μη δίνοντας ωστόσο επαρκή στοιχεία ώστε να
είναι εφικτό να αντιληφθούμε πραγματικά τι έχει ωθήσει τον ήρωα σε αυτή την
κατάντια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το
ρητορικό ερώτημα του καταληκτικού στίχου, το οποίο φανερώνει πως ο Κωνσταντής
δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή. Η κατάληξη του ρήματος «γινόμουν»
καθιστά εύλογη την ταύτιση αυτή και δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο
συγκεκριμένο ποίημα, το οποίο γίνεται αίφνης πολύ πιο προσωπικό και απρόσμενα
αποκαλυπτικό για τη ζωή του ποιητή.
Όπως γίνεται σαφές από τον στίχο αυτό,
όταν ο ποιητής ήταν νέος είχε πολλές προσδοκίες και ελπίδες για την κατάκτηση ενός
καλύτερου μέλλοντος. Είχε, δηλαδή, όλες εκείνες τις θετικές προοπτικές, που δημιουργούσαν
τη βεβαιότητα ότι θα πετύχαινε κάτι το αξιοσημείωτο και θα αποκτούσε μια καλή
ζωή. Η πραγματικότητα, εντούτοις, όπως αποδίδεται στο υπόλοιπο ποίημα,
αποκαλύπτει μια τραγική διάψευση όλων αυτών των προσδοκιών. Ο ποιητής όχι μόνο
δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια καλή ζωή, αλλά έχει γίνει ο
περίγελος των θαμώνων στα καπηλεία της γειτονιάς του.
Αξίζει να προσεχθεί πως ο ποιητής
παρουσιάζει ως πιθανούς λόγους για τον ξεπεσμό του αυτό στοιχεία που
σχετίζονται με τον ίδιο και την προσωπικότητά του και δεν αναφέρεται στις δυσμενείς
συνθήκες της εποχής του. Το γεγονός αυτό φανερώνει μια ενοχική διάθεση του
ποιητή και μια πεποίθηση πως η ευθύνη βαρύνει κυρίως τον ίδιο, αφού, πιθανώς,
και παρά τις δυσκολίες της εποχής, αν το είχε θελήσει αρκετά, θα μπορούσε να
έχει πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα στη ζωή του.
Ερωτήσεις:
1.
Μέσα σε ποιο περιβάλλον τοποθετείται το ποίημα;
Ο ποιητής αποφεύγει να δώσει συγκεκριμένους
τοπικούς και χρονολογικούς προσδιορισμούς, επιλέγοντας να σκιαγραφήσει ασαφώς
ένα περιβάλλον που μοιάζει με κάθε γειτονιά μιας οποιαδήποτε ελληνικής πόλης.
Έτσι, τα μόνα σαφή στοιχεία που εντοπίζουμε είναι πως ο ήρωας περιφέρεται, αργά
τη νύχτα, από ταβέρνα σε ταβέρνα μιας συγκεκριμένης γειτονιάς και πίνει το
κρασί που τον κερνούν οι εκεί θαμώνες.
Θα πρέπει, πάντως, να τονιστεί πως
εφόσον γίνεται λόγος για καπηλειά, για ταβέρνες δηλαδή, η γειτονιά στην οποία
περιφέρεται ο ήρωας είναι φτωχική και πως όλοι οι άνθρωποι που συναντά ανήκουν
στην εργατική τάξη. Τα κεράσματά τους, άλλωστε, είναι φτωχικά και ο τρόπος που
αστειεύονται με τον μεθυσμένο ήρωα δείχνει πως πρόκειται για απλούς, λαϊκούς
ανθρώπους.
2. Να
σχολιάσετε τους τέσσερις τελευταίους στίχους.
[Δείτε το σχολιασμό του ποιήματος.]
3. Να
συσχετίσετε το ποίημα με το ποίημα του Βάρναλη Οι μοιραίοι. Ποιες ομοιότητες
υπάρχουν ανάμεσα τους;
Τα δύο ποιήματα έχουν αρκετές
ομοιότητες, καθώς παρουσιάζουν παρόμοια περιβάλλοντα και ανθρώπους ίδιας περίπου
κατάστασης με αυτή του Κωνσταντή. Καταγράφεται, δηλαδή, και στα δύο ποιήματα η
ζωή ανθρώπων που ξενυχτούν στις ταβέρνες∙ ανθρώπων που μεθούν συστηματικά, για
να βρουν πρόσκαιρη λησμονιά στα προβλήματά τους. Όπως και ο Κωνσταντής, έτσι
και οι «μοιραίοι» είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης που εμφανίζονται να έχουν
παραιτηθεί απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Αδύναμοι να διαχειριστούν τα
προβλήματά τους και να πετύχουν κάτι καλύτερο, αφήνονται στη μοιρολατρία και
αναζητούν τα πιθανά αίτια για τον ξεπεσμό τους αυτό.
Εμφανής είναι η διάθεση του ποιητή και
στα δύο ποιήματα να στηλιτεύσει την τάση των ανθρώπων να εγκαταλείπουν την
προσπάθεια και να επιτρέπουν στα προβλήματα της ζωής να τους ρίχνουν στην
εξαθλίωση.