Κώστας
Καρυωτάκης [Δυστυχία]
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι
πρώτοι.
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι
αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα
μάτια, σ’ ό,τι,
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα
θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος.
Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το
κρεβάτι.
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου
διαβάτη
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην
ησυχία:
«Δυστυχία!»
Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανό
εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την
κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι
τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι
αλυχτούνε
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;
Ο Κώστας Καρυωτάκης, υπάλληλος του
Υπουργείου Πρόνοιας, βρέθηκε το 1928 στην Πρέβεζα λαμβάνοντας μια ακόμη δυσμενή
μετάθεση λόγω των συγκρούσεών του με τον τότε Υπουργό Πρόνοιας, Μιχαήλ Κύρκο,
υπεύθυνο για τη διαχείριση των χρημάτων που προορίζονταν για την αποκατάσταση
των προσφύγων. Ο ποιητής, ευσυνείδητος υπάλληλος, αλλά και ενεργός
συνδικαλιστής, γνώριζε τις παρατυπίες και τη σκανδαλώδη δράση των στελεχών του
υπουργείου, και δε δίσταζε να υποβάλλει σχετικές αναφορές διαμαρτυρόμενος για
όσα διαδραματίζονταν στο υπουργείο. Η στάση του αυτή και η άρνησή του να
αποδεχτεί τις παρανομίες των άλλων υπαλλήλων και στελεχών, τον κατέστησαν
ανεπιθύμητο στα μάτια του Υπουργού, ο οποίος όχι μόνο δεν του απέδωσε τις
προαγωγές που αντιστοιχούσαν στα προσόντα του, αλλά και τον μετέθετε διαρκώς,
με σκοπό να εκμηδενίσει τη διάθεση του ποιητή για περαιτέρω αντίδραση απέναντι
στις σκανδαλώδεις ενέργειες του ίδιου του υπουργού, αλλά και των συνεργατών
του.
Στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» διαβάζουμε τα
ακόλουθα την επομένη της αυτοκτονίας του ποιητή:
«Ο κόσμος των γραμμάτων θρηνεί σήμερον
ένα από τους εκλεκτοτέρους του αντιπροσώπους, ο οποίος έθεσε τέρμα εις την
αθλίαν του ζωήν, τον ποιητήν Κ. Καρυωτάκην, αυτοκτονήσαντα υπό όλως τραγικάς
συνθήκας. Υπάλληλος του Υπουργείου της Προνοίας είχε την κακήν τύχην να μην
είναι της αρεσκείας του πρώην Υπουργού Κύρκου, ο οποίος αφήκε στίγμα ανεξίτηλον
εις την Ελληνικήν διοίκησιν δια της διελεύσεώς του από το εν λόγω υπουργείον. Ο
άνθρωπος αυτός μη διστάζων προ ουδενός προκειμένου να ικανοποιήση τας
κομματικάς αξιώσεις κάποιου φίλου του εποφθαλμιώντος την θέσιν του Κ. Καρυωτάκη,
ο οποίος υπήρξε, κατά την κοινήν ομολογίαν, των κατά καιρούς προϊσταμένων του
υπόδειγμα υπαλλήλου σεμνού, μορφωμένου και εργατικού τον μετέθεσε κατά την
τελευταίαν τρίμηνον περίοδον της υπουργείας εξ εν όλω φοράς παρά την σχετικήν
γνωμάτευσιν του ειδικού Συμβουλίου γνωματεύσαντος περί της εδώ τοποθετήσεώς
του.
Ο Καρυωτάκης σεμνός και καλός από
χαρακτήρος δεν διεμαρτυρήθη ποτέ κατά των συστηματικών αδικιών του Κύρκου, ο
οποίος συν τοις άλλοις τον είχε παραλείψη και κατά τας τελευταίας προαγωγάς,
ενώ είχε μίαν πενταετίαν εις τον αυτόν βαθμόν και ήτο δικηγόρος, προήχθησαν δε
τελειόφοιτοι του Γυμνασίου με διετή μόνον υπηρεσίαν προστατευόμενοι του κ.
Κύρκου. Η λεπτή όμως και ποιητική του ψυχή εγέμισε πικρίαν και απογοήτευσιν, η
οποία σιγά-σιγά τον έφερεν εις την απόγνωσιν που τον έκαμε να δώση τέρμα εις
την ωραίαν και γεμάτην ελπίδας ζωή του.»
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι
πρώτοι.
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι
αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα
μάτια, σ’ ό,τι,
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα
θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος.
Η πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής
είναι άκρως απογοητευτική, καθώς διαπιστώνει πως οι αξίες του παρελθόντος έχουν
πλέον υποκατασταθεί από τις κομματικές εξυπηρετήσεις, τη διαφθορά και τα
μικροσυμφέροντα. Εκείνοι που κρινόμενοι αξιοκρατικά θα βρίσκονταν στον
χαμηλότερο επίπεδο, καταλαμβάνουν αίφνης τις καλύτερες θέσεις, αφού
επιβραβεύονται για την κομματική τους αφοσίωση και για την προθυμία τους να
συμμετάσχουν στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος. Όποιος κάνει το λάθος να
είναι τίμιος και να αντιδρά στις ατασθαλίες των κυβερνώντων, βλέπει τον εαυτό
του να παρακάμπτεται υπέρ εκείνων που -έστω και με λιγότερα τυπικά προσόντα-
είναι διατεθειμένοι να κάνουν πως δεν βλέπουν την κυβερνητική ασυδοσία.
Η τιμιότητα -όπως και κάθε άλλη αρετή
άλλωστε- δεν έχει πια καμία αξία, εφόσον το αποφασιστικό κριτήριο για καθετί
είναι το χρήμα∙ με το χρήμα κερδίζεται η αγάπη των ανθρώπων και με βάση αυτό
προσδιορίζεται η αξία του φίλου. Εκείνος που ζητά την ηθική του τελείωση και
αδιαφορεί για τα χρήματα, κρίνεται πλέον ανάξιος και αδυνατεί να κερδίσει το
σεβασμό των γύρω του. Μια δραματική αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, η
οποία έχει σαφή αντίκτυπο στη συναισθηματική κατάσταση εκείνων που δεν έχουν
αφεθεί ακόμη πλήρως στη φθοροποιό δράση της απληστίας και της θεοποίησης του
χρήματος.
Αυτό που αντικρίζει γύρω του ο ποιητής
τού προκαλεί πόνο∙ η ειλικρίνεια, η φιλία, η πραγματική διάθεση για ζωή που
κάποτε αντιφέγγιζαν στη σκέψη και στα μάτια των ανθρώπων και τους προσέφεραν
ουσιαστική ευδαιμονία, έχουν πια χαθεί. Η νέα πραγματικότητα που θέλει το χρήμα
να αποτελεί τη βασική επιδίωξη και συνάμα το καθοριστικό κριτήριο για την αξία
των ανθρώπων, έχει οδηγήσει τη ζωή σ’ ένα οδυνηρό σκοτάδι, αφού της έχει
αφαιρέσει όλες τις αλλοτινές αγνές πηγές χαράς και δικαίωσης. Η υπολογιζόμενη
σε χρήμα νέα αυτή ζωή μοιάζει ανέφικτη για τους περισσότερους ανθρώπους που δεν
έχουν τα απαιτούμενα οικονομικά μέσα και συγχρόνως δεν είναι διατεθειμένοι να
ενδώσουν στο γενικότερο κλίμα διαφθοράς.
Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το
κρεβάτι.
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου
διαβάτη
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην
ησυχία:
«Δυστυχία!»
Η πικρία που αισθάνεται ο ποιητής για
την αρνητική πορεία που έχει πάρει η ζωή των συγκαιρινών του τον κρατά ξύπνιο
μέχρι αργά τη νύχτα και τον γεμίζει οργή. Με μια κίνηση απελπισίας σπρώχνει το
κρεβάτι του και ανοίγει τις αραχνιασμένες κάμαρες του σπιτιού του∙ τις κάμαρες
της μοναξιάς, όπου η απουσία διάθεσης για ζωή είναι παντού εμφανής. Νιώθει πως
δεν υπάρχει πια καμία ελπίδα να αντιστραφεί η αλλοτρίωση των ανθρώπων και να
διακοπεί η εξάρτησή τους από το χρήμα.
Η διαφθορά, η ανηθικότητα κι η απληστία
θα είναι πια οι μόνιμοι σύντροφοι των ανθρώπων, καθιστώντας ανέφικτη
οποιαδήποτε μορφή ειλικρινούς και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Έτσι,
μόλις ο ποιητής βλέπει να χάνεται κι η σκιά του τελευταίου διαβάτη στο δρόμο,
φωνάζει με δύναμη μέσα στην ησυχία της νύχτας: «Δυστυχία!». Μια κραυγή
απελπισίας και οδύνης που γεννιέται απ’ την απόγνωση του ποιητή για όσα
συμβαίνουν, μα και για όσα έρχονται.
Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανό
εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την
κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι
τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι
αλυχτούνε
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;
Η φριχτή αυτή λέξη που αποδίδει τη
συναισθηματική κατάσταση όχι μόνο του ίδιου του ποιητή, αλλά και πολλών
συνανθρώπων του, γράφτηκε με φωτιά στον ουρανό ύστερα απ’ την κραυγή του. Γράφτηκε
με φωτιά μιας κι η αλήθεια της είναι αναμφισβήτητή, και τώρα τη δείχνουν τα
δέντρα και την κοιτάζουν τ’ αστέρια∙ την έχουν επιγραφή τα σπίτια των απλών
ανθρώπων. Τα σπίτια που έχουν γίνει πια τάφοι, αφού μέσα τους οι άνθρωποι δεν
ζουν, μόνο προσμένουν τη μέρα του χαμού τους.
Η φύση στο σύνολό της αποδέχεται την
αλήθεια αυτής της κατάστασης και κατανοεί την αγανάκτηση του ποιητή. Μέχρι κι
οι σκύλοι αλυχτούν, δείχνοντας με τον δικό τους τρόπο το πόσο συμφωνούν με τον
ποιητή. Οι μόνοι που φαίνεται να μην ανταποκρίνονται στην εναγώνια κραυγή του,
είναι οι άνθρωποι, σαν να πρόκειται για κάτι που δεν τους αφορά ή ακόμη
χειρότερα σαν να έχουν αποδεχτεί την όλη κατάσταση ως κάτι το αναπόδραστο.
Εύλογο, άρα, το καταληκτικό ερώτημα του ποιητή για το αν οι άνθρωποι τον
ακούνε, καθώς δεν μπορεί παρά να βλέπουν κι εκείνοι την εξάπλωση της διαφθοράς,
τις κομματικές εξυπηρετήσεις και τις συνεχείς αδικίες που διαπράττονται στο
όνομα του συμφέροντος. Πώς γίνεται λοιπόν κανείς τους να μην αντιδρά; Πώς
γίνεται να μένουν οι άνθρωποι τόσο απαθείς απέναντι σε όσα τους πληγώνουν και
υπονομεύουν την ίδια τους τη ζωή;